Φλώρινα
Φλώρινα: ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών
Συγκρότηση ενότητας: Αναστασία ΧαλκιάΣιδηροδρομικός Σταθμός Το τρένο μεταφέρει τον ξενιτεμένο
Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός είναι μια περιοχή από την οποία έχουν περάσει είτε ταξιδιώτες με έναν προορισμό είτε αυτοί που ξεκινούν ένα ταξίδι δίχως γυρισμό. Το τρένο ξεκινά αυτό το ταξίδι και έτσι αποκτά ξεχωριστό συμβολισμό. Είναι στα βαγόνια του τρένου που μεταφέρεται η ζωή του ξενιτεμένου.
Είδα σου λέω…...
Είδα τ’ άσπρα πουλιά σου λέω
(απ’ του τρένου το παράθυρο)
που ξεσηκώθηκαν μονομιάς,
τρομαγμένα απ’ το σφύριγμα,
κι’ όπως εστρίβαν τάχα να σωθούν
πάνω από ’κείνες τις ανθισμένες
ροδακινιές,
κάναν μια λάμψη
μια λευκή αστραπή
κάτω απ’ τον Ήλιο τον μισό
της παιχνιδιάρας άνοιξης.Είδα τ’ άσπρα πουλιά σου λέω
που ξεσηκώθηκαν μονομιάς
κι’ είπα
πόσο ήταν καλά ως εδώ…«ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ» αρ. φ. 350/9-4-88
Κωστάκης Λούστας, «Είδα σου λέω…», Ποιήματα 1986-1997, εκδ. Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας, Φλώρινα 1997.
Νόστιμον ήμαρ...
Μνήμες, μνημεία, μνημόσυνα
δεκαετία του εξήντα, ξενιτειά,
Πρώτα ο πατέρας,
τέσσερα αδέρφια ύστερα,
πουλιά κυνηγημένα.
Από τα δώδεκά μου
λίγες οι νύχτες που κοιμήθηκα
στην πατρική εστία.
Ρ/Σ Φλώρινας, η ώρα των ακροατών
τραγούδια του Καζαντζίδη,
κιτρινισμένες φωτογραφίες,
προσποιητά χαμόγελα…
Τώρα
φυλάμε μνήμες
χτίζουμε μνημεία στα κοιμητήρια
μνημόσυνα στο χτες
Οι ρίζες μας εδώ,
στην άκρη
Ακρίτες, μνήμονες, Αμύντορες, Φλωρινιώτες.Πέτρος Μπέσπαρης, «Νόστιμον ήμαρ», περ. Εταιρία, τχ. 23, σ. 33.
Το παράθυρο...
Κλειστό του χειμώνα παράθυρο, άσε με να ειδώ ένα τετραγωνάκι στο απέναντι βουνό, το πασπαλισμένο με πρώιμο χιόνι σαν τον παλαιό κουραμπιέ της γιαγιάς μου! Βάλε στον πίνακα και δυο πουλιά, να περνούν χαμηλά πάνω απ’ τις κοντινότερες προσδοκίες, σ’ ένα διαρκή χαιρετισμό που πηγαινοφέρνει τις μνήμες, να μην τελειώσουν οι ελπίδες για της ζωής το υπόλοιπον που μακραίνει διαρκώς, έως εκεί που δεν στριμώχνονται οι στιγμές σαν σε κύκλο που δεν κλείνει ποτέ!…
Παλιές επιστολές σταλμένες απ’ την ξενιτιά, ένα συρτάρι φίσκα παλιόχαρτα χωρίς χρήση ή αξία, με ημερομηνίες όλο σφρίγος και φως ανεμελιά των επάρσεων, τα χρόνια της μαθητείας και των ερώτων, εφτά Φεβρουαρίου χίλια εννιακόσια πενήντα ένα… και κάνα δυο ακόμα που δεν εντάσσονται πουθενά, λέμε, για παιχνίδια περίεργα που παίζονται στις αυλές των νηπιαγωγείων, για μουσικές που ακούστηκαν άπαξ σε μια ή δύο νύχτες, ελεγεία της πάσης των στερεωμάτων, απ’ όπου κατέφθαναν εκείνα τα Χερουβείμ!…
Ύστερα περνούσες κάτω από έναν αγαθό Απρίλιο και ώσπου να φθάσεις στο απαστράπτον κεφαλόσκαλο του Ιουνίου, σ’ έβρισκε φορτωμένο ροδανθούς και υακίνθους, και κει έκανες μεταβολή και επέστρεφες…
Πάλι την ίδια διαδρομή, ώσπου να εμπεδώσεις και να κατανοήσεις. Ιδού οι απαρχές της γέννας σου, με τα πεφιλημένα τα σπάνια της σεπτής σου μητρός. Δόξα εν Ουρανοίς. Στις Αλκυονίδες θα λάμψει ένα αστέρι της ατελεύτου νυκτός, ξαδέλφου εκείνου της Βηθλεέμ, και θα γίνουν λευκοί οβελίσκοι οι καταιγίδες των οδυρμών. Παλαιές επιστολές, σταλμένες απ’ την ξενιτιά, ξερόφυλλα της Μυρτιάς στο αγαπημένο βιβλίο, η αφιέρωση η πολυσήμαντη με τα ωραία γράμματα, τις ουρές και τα ημικύκλια της υπερβολής, διανθίσματα της αλφαβήτου που τραβούν πέρα από τα νοήματα. Κάπως έτσι παρέμειναν κρεμασμένες στον τοίχο οι παλιές ευτυχίες, που τώρα πέφτει σπανίως το μάτι απάνω τους, ξέροντας εκ διαισθήσεως ότι είναι πάντα εκεί, εφόσον δεν θα εγκαταλείψουν ποτέ το καρφί που κρέμονται. Συμβόλαιο τιμής υπερτάτης, σ’ ένα δωμάτιο κλειστό από παντού, με τον αρχικό του αέρα ίδιο και ακίνητο…
Βλέπω ή δε βλέπω από δω την Ολυμπιάδος. Όχι. Το σπίτι σου ήταν χαμηλό, και με τις καινούριες οικοδομές χάθηκε ή το γκρέμισαν κι έχτισαν άλλο στη θέση του, όχι-όχι δε θα ξαναπεράσω στις μετέπειτα νύχτες. Δύστροπες οι ώρες των νέων καιρών, και οι δυνατότητες περιορισμένες. Σε αφήνω και σε φιλώ με απέραντη αγάπη, καθώς έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τη Μυρτώ. Την είδα στο δρόμο και τη λυπήθηκε η ψυχή μου. Έχασε λέει μια κούκλα των παιδικών της χρόνων και πήγε να σκάσει απ’ την θλίψη. (Καλέ, με τι ασχολείται ο κόσμος…)
28-2-2003
Το παλιό χιόνι (διασκε...
Ψηλά και πάνω στο παλιό το χιόνι
έπεσε το πρώτο φρέσικο χιονάκι
κατάξερο σαν κονφετί, σούσλικ
στην παλιά τη γλώσσα. Το σκάψαν
και μέσα στο σκαμμένο βάλαν στρώμα
και πάνω στο στρώμα την αγάπη τους,
αντικρισμένοι στα γόνατα,
λευκόασπρα πρόσωπα στο βουνό,
κι ασημένιες ανταύγειες της αγάπης που έπιασαν,
ο ένας τη φώτιζε εκείνην κι εκείνη τον δικό της,
ένας νέος και μια νέα,
όπως τους ψάλλει το βαλκανικό τραγούδι,
πάνω στο μισοχωμένο στρώμα,
πάνω στο περσινό σκαμμένο χιόνι,
που είχε πέσει πριν από το πρώτο φετεινό,
με λόγια κι αξιώσεις για αιωνιότητα
στην κορυφή του άσπιλου βουνού.Κολέντα, μπάμπω, κολέν...
Ξύλα για τα κάλαντα
Στο σπίτι μας, ο σκύλος είναι λυμένος, ο σοφράς στρωμένος, στη μέση του δωματίου. Το τζάκι σπιθίζει και τσιρίζει κάθε τόσο καθώς καίγονταν τα χοντρά κούτσουρα. Η γλυκιά ζέστη απλώνεται σ’ όλο το δωμάτιο και οι φλόγες καθώς χοροπηδούν φωτίζουν τα πρόσωπα και τα αντικείμενα. Πάνω από το τζάκι η λάμπα πετρελαίου καίει, με το λαμπογιάλι καθαρό πλυμένο, δίπλα της ένα κουτί σπίρτα, ένα τετράδιο με σημειώσεις, φάκελοι, γράμματα από τον Καναδά και κάρτες Χριστουγεννιάτικες, τα καρούλια ένα μαύρο και ένα άσπρο και στον τοίχο κρεμασμένη πάνω σε καρφί μια πάνινη κατασκευή σε σχήμα καρδιάς, (τόρμπετο), που είχε πάνω της καρφωμένες βελόνες, καρφίτσες, παραμάνες, μπαμπούσκες, (χονδρές βελόνες)… Στον τοίχο κρεμασμένες φωτογραφίες με τα καλοντυμένα ξαδέρφια μας στον Καναδά, τον Τζότζη, τον Κόλε, την Τέτα Σόφκα, τον Τάμη, τη Λέφα την Τέτα Βαγγελια, τον πανύψηλο τον θείο Νικόλα, Κόλε Κραπεσάνετσο, και από την Αυστραλία τη φωτογραφία της Τέτα Γκούλας που βγάλανε στο γάμο του ξαδέρφου, του Σπύρο του Τσαπάρη και όπου είναι όλο το σόι της νύφης και του γαμπρού εκεί: Οι Τσαπαρόφτσηδες, οι Στρουμόφτσηδες, Πισιρόφτσηδες, Γκούλινι, του Γκόκα, του Τόφαν, όλοι τους με πρόσωπα άσπρα, φουσκωμένα, χορτάτα, χωρίς ρυτίδες, με χείλη βαμμένα οι γυναίκες, με κοντά μανίκια, με κορδέλες στο κεφάλι, γυμνά τα κεφάλια τους, χωρίς μαντήλες και τσεμπέρια, σαν τις δικές μας, με κοντά φουστάνια να φαίνονται γυμνά τα χονδρά πόδια τους, δεν είχαν κάλτσες μάλλινες σαν τις δικές μας, με κοντά μανίκια να φαίνονται τα άσπρα χονδρά μπράτσα τους, δεν είχαν μαύρες κιουρντίες, σαγγείες πράσινες, αντερίες κόκκινες και πουκαμίσες άσπρες σαν τις δικές μας γυναίκες με κάτι ρούχα κολλητά στο σώμα που γυαλίζανε και αφήνανε να φαίνονται φουσκωτά στήθια, φουσκωτές κοιλιές και κολομέρια, ενώ στις δικές μας γυναίκες, με τα χωριάτικα ρούχα, τίποτα από όλα αυτά δε φαινότανε…
Οι άντρες με τα χονδρά κουρεμένα κεφάλια, γύρω γύρω από τα αυτιά, με φαλάκρες που γυαλίζουνε οι περισσότερες, με κάτι κορδέλες να κρέμονται από το λαιμό τους κατά κάτω, πάνω από το άσπρο πουκάμισο και τη χονδρή κοιλιά, με κάτι πανταλόνια που είχανε γωνίες κατά κάτω, ενώ οι άντρες που μείναν στο χωριό ήσαν αδύνατοι, αξύριστοι, ρυτιδιασμένοι, προσωποσκασμένοι, ακούρευτοι πάντα, πλην Πάσχα, Χριστούγεννα.
Ιωάννου Δημήτρης, Ξύλα για τα κάλαντα, Κολέντα, μπάμπω, κολέντα, Καστανιώτης, Φλώρινα 1989, σ. 24-25
Παλιά στην Φλώρινα. Μέ...
Το απόγευμα, μετά τον ύπνο, οι δυο φίλοι, πήραν το δρόμο προς το βουνό, δίπλα στο ποτάμι.
Ο Στάθης ρωτούσε τον Άλκη, τι έγινε η Μίρκα (Ειρήνη). Τα ήξερε όλα. Του τα είχε διηγηθεί όταν ήταν οι δυο τους στην φυλακή, στην Κασσάνδρα, καλοκαίρι του 1945.
Χάθηκε στην Αμερική. Μετά που πιάστηκα από την εθνοφυλακή δεν είχα καμιά επαφή. Επιδίωξα να ξεκόψω για να μη την μπερδέψω. Φοβόμουν πως θα μπερδεύονταν κι αυτή και δεν ήθελα να γίνω αιτία για μια βασανιστική ζωή. Η αλήθεια είναι πως υπέφερα πολύ. Δεν μπορούσα να την ξεριζώσω από την σκέψη μου. Και στο βουνό και στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, μ’ αυτήν ζούσα. Με όνειρα που ήξερα πως ήταν απραγματοποίητα. Και όταν παντρεύτηκα δε μπορούσα να την ξεχάσω. Και να 'ταν δεσμός που να είχε κρατήσει! Δυο μέρες γνωριμίας ήταν. Ήταν όμως κάτι το συγκλονιστικό. Ήταν αυτό που λέγεται πραγματικός κεραυνοβόλος έρωτας. Θα βρούμε ώρα να τα πούμε. Έχω γράψει κάτι στην φυλακή, στη Κασσάνδρα, που δεν τόλμησα να στο δείξω. Ήσουν πολύ αυστηρός σ’ αυτά. Τα έσωσα και τα έφερα να στα διαβάσω. Ήξερα πως θα με ρωτούσες.
Πολλά σου είπα, πες μου τα δικά σου. Ποτέ δεν άκουσα αν συγκλονίστηκες κι εσύ από παρόμοιο αίσθημα. Θυμάμαι σε τριγύριζαν η Φανή και η Αρετή στα χρόνια της αντίστασης. Εσύ όμως αγέρωχος. Παράδειγμα αγωνιστή προς μίμηση. Γιατί, ήταν κακό; Δεν ήταν το ωραιότερο ανθρώπινο αίσθημα!
-Τέτοια Άλκη ήταν εκείνη η εποχή! Έπρεπε να γίνει κι αυτή η θυσία. Δεν έπρεπε να μπλέξω. Διότι δεν είχε προοπτική, φως πουθενά για έναν τίμιο δεσμό που να μην αδικούσα. Έπειτα δεν ένιωσα για αυτές τις δυο κοπέλες κάτι το συγκλονιστικό, σαν το δικό σου που να υπέκυπτα. Μάλλον ήταν κάτι πολύ μονόπλευρο. Πρόβλημα δικό τους, που δεν μου άγγιζε. Ύστερα μη ξεχνάς και τρεις αδερφές.
-Στη Σαλονίκη, που και που συναντώ τη Θάλεια, την αδελφή του Κυριάκου.
Στο άκουσμα του ονόματος, Θάλεια, ο Στάθης ένιωσε ένα σπασμό στην ψυχή.
-Με ρωτούσε και για σένα. Μ’ ένα παράξενο ενδιαφέρον. Υπήρχε τίποτα ανάμεσά σας;
Ο Στάθης σιωπούσε. Τελικά απάντησε.
-Τίποτε απολύτως.
-Δεν μπορεί, δεν δικαιολογείται αυτό το ιδιόμορφο ενδιαφέρον της!
-Την βλέπεις τώρα, τι κάνει;
-Πρέπει να είχες μάθει. Την είχαν πιάσει. Έμεινε ένα, ενάμιση χρόνο στη φυλακή. Όταν βγήκε καλοπαντρεύτηκε μ' ένα καλό δικό μας παιδί. Στέκουν καλά. Έχουν παιδιά. Δεν ξέρω περισσότερα. Πάντως παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια, διατηρεί τα όμορφά της χαρακτηριστικά.
-Αν ποτέ την δεις, πες της χαιρετίσματα.
Οι δύο φίλοι προχωρούσαν τον δρόμο πιάνοντας πότε, πότε ο ένας τον άλλο από το μπράτσο.
Αραιά και που, δίπλα τους περνούσαν χωριανοί του Στάθη με ζώα φορτωμένα ξύλα. Τους χαιρετούσαν. Ορισμένοι δια χειραψίας τον Στάθη. Αντάλλαζαν μαζί του και κουβέντες. Τον βλέπαν για πρώτη φορά φέτος ίσως.
-Πώς σε πιάσαν το σαράντα πέντε; ρώτησε ο Στάθης.
-Με πιάσαν μετά από σένα. Όταν με πήγαν στις φυλακές, εσάς σας είχαν τραβήξει στην Κασσάνδρα. Μετά ένα μήνα μας φέραν κι εμάς εκεί. Μ’ απέλυσαν κι εμένα όπως κι εσένα με τα μέτρα του Σοφούλη, ως ηθικό αυτουργό, αρχές σαράντα έξι. Εγώ έμεινα στη Θεσσαλονίκη. Πήγα να συνεχίσω το πανεπιστήμιο. Τα είδα σκούρα αρχές του σαράντα επτά και πιστός στο επαναστατικό κίνημα, έφυγα το Μάρτιο στο βουνό. Από κει και πέρα, τι να σου πρωτοπώ. Τις ταλαιπωρίες, τις δοκιμασίες, την καταστροφή, την υποχώρηση. Άστα καλύτερα. Πολλά θα έχεις διαβάσει γι' αυτά. Στην προσφυγιά πήρα την απόφαση να συνεχίσω τις σπουδές. Από γεωπόνος πήγα μηχανολόγος. Δυσκολίες πολλές αλλά τα κατάφερα. Τώρα είμαι καλά. Τα δικά σου πες μου.
Κίτσος Γιαγγιώργος, Παλιά στη Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 72-74.
Μετανάστης...
Ούτε μια νύχτα δε με ζέσταναν τ’ αστέρια σου
σ’ άγρια χρόνια βουκόλος πάνω στα βουνά
να μπερδεύω τ’ αρνιά με τους εχτρούς και τ’ αδέρφια
και να σκοτώνω εχτρούς κι αδέρφια
και να σκοτώνω αρνιά κι εχτρούς
και να σκοτώνω αδέρφια, εχτρούς κι αρνιά,
να τυραννιέμαι και να βασανίζομαι ψάχνοντας
την καρδιά μου στις πολιτείες με τριάντα δραχμές,
χόρτο να μη φυτρώνει πια στα χωράφια
πουλιά να μην έρχονται την Άνοιξη
στάλα στα φρυγμένα χείλια των ποταμιών
κι ένας καημός, ένας βαθύς καημός τραγουδιού και θανάτου…Γιόμισαν τα μάτια μου μαύρο φως
πέντε χρόνια ανθρακωρύχος στα ορυχεία Σαρλερουά
ποτέ μη λησμονώντας τ’ ακρογιάλια σου που τα πλαταίνει
ο γλυκός θυμός από τα ελάτια του Βερμίου-
μα το ’χω παράπονο πατρίδα…Μάρκος Μέσκος, «Μετανάστης», Μαύρο δάσος (Ποιήματα 1958-1986), Νεφέλη, Αθήνα 1999.
Μετάβαση στο σημείο: Σιδηροδρομικός Σταθμός