Φλώρινα
Φλώρινα: ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών
Συγκρότηση ενότητας: Αναστασία ΧαλκιάΣυνοικία μουσουλμάνων Συνοικία μουσουλμάνων
Το σπίτι μας...
Το σπίτι μας ήταν στην όχθη του χείμαρρου. Τους μήνες του χειμώνα και της άνοιξης ακούγαμε μέσα σπ’ το σπίτι ή τριγυρνώντας στην αυλή, το χείμαρρο να κυλά. Μόλις άνοιγε η διπλόφυλλη, φτιαγμένη από χοντροπελεκημένο κεραμιδί ξύλο αυλόπορτα βλέπαμε στην άλλη μεριά του δρόμου, ψηλό ίσαμε το γόνατο το πρόχωμα του ποταμού και τα καβάκια να ψηλώνουν στις δύο του όχθες. Η μια απ’ τις ξύλινες γέφυρες ήταν μόλις βήματα πιο πάνω απ’ το σπίτι μας. Μόλις περνούσες τη γέφυρα είχες απέναντί σου το φούρνο του μαχαλά και λίγο πιο πέρα το Κουρσουνλού τζαμί. Γύρω από το φούρνο και το τζαμί έστεκαν το ένα δίπλα στο άλλο στη σειρά καφασωτά, φτιαγμένα από μπαγδατί, ασβεστοσοβαντισμένα, με μικρά παράθυρα, τα κεραμίδια στις στέγες τους μαυρισμένα και τις γλάστρες με το βασιλικό και τα γεράνια αραδιασμένες μπροστά απ’ τα ξύλινα παντζούρια τους, τα μουσουλμάνικα σπίτια.
Η Φλώρινα βρίσκεται στην είσοδο μιας βαθειάς κοιλάδας που κατηφορίζει τις πλαγιές του όρους Πισοδέρι, εκεί που η κοιλάδα ενώνεται με την πεδιάδα. Ο χείμαρρος κυλά στο κάτω μέρος της κοιλάδας και έτσι ανάμεσα σε αμπέλια, αγρούς με καλαμπόκια και κήπους με μηλιές, αχλαδιές και βυσσινιές στις δυό του όχθες, η κοίτη του όλο και φαρδαίνει και βαθαίνει ώσπου φτάνει στη Φλώρινα. Στην είσοδο της μικρής πόλης, από τη μεριά που μπαίνει ο χείμαρρος, είχε καμιά δεκαριά σκόρπια μονόροφα φτωχόσπιτα Τσιγγάνων. Ακολουθούσε μια πυκνή συστάδα από καβάκια, κι έπειτα άρχιζαν τα στενοσόκακα του μουσουλμάνικου μαχαλά. Ο χείμαρρος κυλούσε μέσα στη Φλώρινα ανάμεσα στα ψηλά πετρόχτιστα αντιπλημμυρικά του προχώματα, αφήνοντας πίσω του μικρές γέφυρες να ενώνουν, καμιά εκατοσταριά βήματα η μια απ’ την άλλη τις δυό του όχθες, κι αφού περνούσε τη γερή πέτρινη τοξωτή γέφυρα κάτω απ’ το ρωμέικο μαχαλά, έφτανε στην άπλα της πεδιάδας. Δεξιά κι αριστερά του υψώνονταν λοφοπλαγιές κατάφυτες από πυκνά πεύκα και δασάκια με βαλανιδιές. Οι πλαγιές της κοιλάδας στα δεξιά, απέναντι ακριβώς απ’ το σπίτι μας, φάνταζε στα μάτια μου σαν ένα πελώριο απλωμένο χέρι με τη γροθιά του σφιγμένη.
Ξεκινούσε απ’ τις πλαγιές του όρους Πισοδέρι και κατηφόριζε για να καταλήξει με ένα απότομο, όμοιο σφιγμένη γροθιά λόφο, πίσω από την πέτρινη γέφυρα στην πεδιάδα. Όσο για το λόφο αριστερά, απλωνόταν με τη Φλώρινα στις πλαγιές του, ίσιωνε πριν φτάσει στο ποτάμι και γινόταν ένα με την πεδιάδα.
Ο σταθμός, το τσαρσί, τα μαγερειά, τα ξενοδοχεία, τα επίσημα κτίρια και η πλατεία της πόλης ήταν όλα κάτω στο ρωμέικο μαχαλά. Τα ρωμέικα σπίτια ήταν τα περισσότερα δίπατα, καμιά φορά και τρίπατα πέτρινα κτίρια. Στο δεύτερο πάτωμα είχαν απ’ τη μεριά του δρόμου μαρμάρινα μπαλκόνια με σιδερένια παρμαλίκια. Οι σιδερένιες μαρκίζες των κτιρίων, ψιλοδουλεμένα κεντήματα από χυτό σίδερο και βέργες, όπως και τα πλαισιωμένα από παχιά φύλλα σιδήρου παντζούρια των σπιτιών, ήταν πάντα φρεσκοβαμμένα με λαδομπογιά. Στα μπαλκόνια και στα περβάζια των παραθύρων ήταν αραδιασμένες πλάι πλάι οι γλάστρες με τα λουλούδια.
Το σπίτι μας ήταν στην είσοδο του μουσουλμάνικου μαχαλά, στην άκρη του ρωμέικου, όταν ερχόσουν απ’ το τσαρσί. Ήταν φτιαγμένο από μπαγδατί όπως όλα τα σπίτια των μουσουλμάνων. Ήταν ωστόσο αρκετά αρμονικό και μεγαλόπρεπο ώστε να στέκει ωραίο πλάι στο γειτονικό του διώροφο πέτρινο ρωμέικο σπίτι. Μπαίνοντας απ’ την αυλή ήταν αριστερά το σελαμλίκι και δεξιά το αχούρι. Το σελαμλίκι ήταν δίπατο. Στο κάτω πάτωμα είχε ένα χωλ, τον απόπατο κι ένα δωμάτιο, στο πάνω ένα χωλ, ένα κουζινάκι κι άλλα δύο δωμάτια. Το αχούρι ήταν μεγάλο. Ο πατέρας μου θεωρούσε επίδειξη να τρέφεις άλογα. Γι’ αυτόν ένας γερός γάιδαρος έκανε τη δουλειά που κάνει κι ένα άλογο, άσε που δε χρειαζόταν τόση φροντίδα και φαΐ όσο αυτό. Από τότε που τον θυμάμαι πηγαινοερχόταν πάντα με γαϊδούρια στ’ αμπέλια και στα χωράφια του. Μόνο αφού έγινα ώριμος άντρας πια εγώ μπήκε άλογο στο σπίτι μας. Το αχούρι χωρούσε άνετα το γάιδαρο του πατέρα μου, τα μοσχάρια και τις δυο μας αγελάδες. Ήταν χωρισμένο με δοκάρια πάνω απ’ τα κεφάλια των ζώων σε δυό επίπεδα. Οι θυμωνιές, τα αχυρένια τσουβάλια, οι κρησάρες για τις ζωοτροφές και τα εργαλεία για τ’ αλώνισμα ήταν στο πατάρι, όπου ανεβοκατέβαινες με μια μικρή σκάλα του τοίχου.
Το χαρέμι ήταν πίσω από την αυλή. Από μια μονόφυλλη άβαφη ξύλινη πόρτα στη δεξιά μεριά έμπαινες στο βυσσινόκηπο που περιτριγύριζε το πίσω μέρος του χαρεμιού.
Στο κάτω πάτωμα του χαρεμιού ήταν, μπαίνοντας απ’ την πόρτα, στα δεξιά το καθιστικό, στ’ αριστερά η κουζίνα κι ανάμεσά τους ένας φαρδύς σοφάς κι ένας απόπατος στην άκρη του διαδρόμου. Στο πάνω πάτωμα ανέβαινες από μια σκάλα πλάι στην κουζίνα. Το πάνω πάτωμα είχε τρία υπνοδωμάτια κι ένα φαρδύ σοφά μ’ ένα ντουβάρι στον πίσω του τοίχου γεμάτο από πάνω ως κάτω ράφια.
Τα χρόνια που θυμάμαι ήταν ήδη παντρεμένες οι μεγάλες μου αδελφές. Το πιο μεγάλο απ’ τα δωμάτια του πάνω πατώματος ήταν του πατέρα μου. Σ’ εκείνο κοιμόταν, διάβαζε το Κοράνι ή έγραφε. Ήταν πάντα συμμαζεμένο και τακτικό. Ούτε μια φορά δε θυμάμαι να μπήκα και να βρω το γιατάκι του απλωμένο κάτω, καμιά κάλτσα ξεχασμένη καταγής ή τίποτα άλλο.
Στο ένα από τα άλλα δωμάτια κοιμόμουνα εγώ με τις δυό μικρότερές μου αδελφές. Το τρίτο δωμάτιο με τα σιδερένια παντζούρια του πάντα κλειστά και το τσιγγέλι πάντα στην πόρτα ήταν για τους καλεσμένους. Όποτε έμπαινε να πάρει κάτι από μέσα η μάνα μου, ερχόταν απ’ τη μισάνοικτη πόρτα η μυρωδιά της λεβάντας ανάκατη με τη μυρωδιά από τα φρεσκοπλυμένα με λουλάκι καλύμματα των μιντεριών.
Νετζατή Τζουμαλή, «Το σπίτι μας», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 21-23.
Ένας εισαγγελέας καμιά...
«Πήγαινε στου γαμπρού σου. Πες τους τα νέα αν δε τα ’χουν ακούσει. Αν θένε ας έρθουν σε μας. Καλύτερα όμως να μείνουν σπίτι τους και να περιμένουν. Μη μας πιάσουν όλους μαζεμένους, να ’χουν να κάνουν με κάθε σπίτι χωριστά όσοι έρθουν, να γίνει το κάθε σπίτι οχυρό…»
Ήταν μάλλον μαζεμένος ο μουσουλμανικός μαχαλάς. Το σπίτι της μεγάλης μου αδερφής ήταν πίσω απ’ το Κουρσουνλού τζαμί. Μπορούσα να πάω και να επιστρέψω χωρίς να με δουν οι Ρωμιοί. Πήγα και τους είπα ό,τι είχα να τους πω. Είχαν φτάσει και στα δικά τους αυτιά μέσα άκρες κάτι νέα. Ήταν κι εκείνοι αποφασισμένοι να μην παραδοθούν χωρίς αντίσταση. Πήραν θάρρος ακούγοντας τι είπε ο πατέρας μου. «Αν κάθε σπίτι στο μουσουλμανικό μαχαλά αντισταθεί χωριστά, αυτοί θα το πληρώσουν πιο ακριβά από μας» είπε ο γαμπρός μου. Έπειτα μου είπε να γυρίσω σπίτι μου και θα ειδοποιούσε εκείνος τον άλλο μου γαμπρό.
Γύρισα σπίτι. Άρχισα τις προετοιμασίες. Το σπίτι μας όπως όλα τα τούρκικα σπίτια της Μακεδονίας ήταν γεμάτο από λογής λογής όπλα. Είχαμε ένα ελληνικό κι ένα γερμανικό μάουζερ, έναν τσιφτέ, ένα πιστόλι λούγκερ κι ένα βουλγάρικο ναγκάντ. Είχαμε μπόλικα φισέκια. Ο πατέρας μου ήταν πάνω από ενενήντα χρονών, δεν ήταν πια για όπλα. Η γυναίκα μου κι η Μεριέμ η μικρή μου αδελφή δεν είχαν πιάσει τουφέκι στο χέρι τους. Η μικρή μου όμως αδελφή η Χουριγιέ ήταν τουλάχιστον το ίδιο καλή με μένα στη σκοποβολή. Θαρρείς πως είχε έρθει σε λάθος κόσμο. Έπρεπε να είχε γεννηθεί άντρας. Το βουλγάρικο ναγκάντ λογιζόταν δικό της.
Οι υπολογισμοί του πατέρα μου και του γαμπρού μου ήταν σωστοί. Ήταν αδύνατο να πέσει στα χέρια τους μέσα σε τέσσερις ώρες ο μουσουλμανικός μαχαλάς. Μόλις θα μπαίναν στο μαχαλά θα βρισκόντουσαν περικυκλωμένοι, θ’ άρχιζαν να τους ρίχνουν από δεξιά κι αριστερά απ’ τα σπίτια και δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν.
Η επίθεση στο σπίτι μας έπρεπε να γίνει από την εξώπορτα που ήταν πάνω στην κεντρική λεωφόρο κατά μήκος του ποταμού. Πέρασα το σιδερένιο μάνταλο στην πόρτα. Είκοσι βήματα χώριζαν την εξώπορτα απ’ το χαρέμι. Στο ισόγειο του χαρεμιού και στην κουζίνα είχε από ένα μικρό παράθυρο προς την αυλή. Έκανα ένα γύρο τα παράθυρα. Ήταν όλα απέναντι απ’ την εξώπορτα. Έτυχε εκείνες τις μέρες να έχομε κουβαλήσει ένα κάρο άμμο για να επισκευάσουμε το στάβλο και τον αχυρώνα. Έβαλα από δυο τρεις γκαζοτενεκέδες άμμο στα τσουβάλια από καναβάτσο που είχα για τη σοδειά του καλαμποκιού και τα γέμισα. Έτσι έφτιαξα μικρούς και μεγάλους αμμόσακους. Έβαλαν έναν από τους μικρούς στο παράθυρο του καθιστικού και τον άλλο στο παράθυρο της κουζίνας. Έτσι έγιναν αρκετά μικρά τα παράθυρα για τα βόλια που θα μας έριχναν απ’ έξω. Κουβάλησα μέσα, πλάι στην πόρτα τους μεγάλους σάκους, να ’ναι έτοιμοι να τους σωριάσω πίσω απ’ την πόρτα όταν μας επιτεθούν. Έτσι, κι όταν θα μας έχουν σωθεί οι σφαίρες, θα δυσκολευθούν όσοι μας επιτεθούν να μπουν στο σπίτι και θα κερδίσομε χρόνο.
«Το παράθυρο της κουζίνας θα το κρατήσεις εσύ» είπα στη Χουριγιέ, «του καθιστικού εγώ. Αν σπάσουν την εξώπορτα και μπουν στην αυλή θα κρατήσουμε μέχρι να τελειώσουν τα φισέκια μας. Μετά… » Δε συνέχισα. Έτρεμα απ’ την οργή μου. Η γυναίκα μου με κοίταζε στα μάτια αμίλητη. Χλωμή, με σφιγμένα τα χείλη. Το ίδιο κι η Χουριγιέ. Από τότε που είχαμε αρχίσει τις προετοιμασίες η Μεριέμ περπατούσε πέρα δώθε ανήσυχη χωρίς σταματημό λέγοντας «Θεέ μου, τι θα κάνουμε, κι αυτό ήταν γραφτό να μας συμβεί, τι θα γίνει μετά, θα πέσουμε στα χέρια των απίστων;… »
«Μετά… »
Το λούγκερ μου είχε δύο γεμιστήρες. Με μια κίνηση του χεριού τους έδειξα τον ένα.
«Αυτός είναι για μας. Αν μας τελειώσουν τα φισέκια και πλησιάσουν στην πόρτα, θα σκοτώσω πρώτα εσάς, έναν έναν, κι έπειτα τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται να πέσουμε ζωντανοί στα χέρια τους».
Η γυναίκα μου κι η Χουριγιέ άκουσαν και πάλι αμίλητες τα λόγια μου. Η Μεριέμ έμπηξε μια στριγγλιά. Άρπαξε τον Αχμέτ το γιο μου που τριγυρνούσε στις φούστες της μάνας του και τον αγκάλιασε:
«Αχ, θα μου το σκοτώσεις τούτο τ’ όμορφο με τα γραμμένα μάτια! Το μωρό μου, το τζιγέρι μου;»
Φιλούσε τον Αχμέτ, τον μύριζε. Έπειτα άρχισε να κλαίει και ν’ αναστενάζει;
«Που να μη σώσουνε να δούνε χαΐρι. Που να τους τυφλώσει ο Θεός!»
Φοβήθηκε ο Αχμέτ, άπλωσε τα χεράκια του προς τη μητέρα του. Πήρε η γυναίκα μου το παιδί απ’ την αγκαλιά της θείας του.
Έβαλε πάνω στο σάκο της άμμου το γερμανικό μάουζερ στο παράθυρο της κουζίνας, τις δέσμες, τα φισέκια και τα βλήματα του ναγκάντ κάτω απ’ το παράθυρο. Έδωσα το ναγκάντ στη Χουριγιέ. Της έδειξα πώς να πυροβολά απ’ το παράθυρο, πώς να γεμίζει το φισέκι, πώς να τραβιέται πίσω απ’ τον τοίχο του παραθύρου. Την έβαλα να επαναλάβει τρεις τέσσερις φορές πώς γεμίζουν το μάουζερ και πώς το κλείνουν, πώς περνούν τα φισέκια στο ναγκάντ.
Κατεβάσαμε την πολυθρόνα του πατέρα μου και την κούνια της κορούλας μας της Μουαζέζ, που ήταν μόλις δύο μηνών, από το πάνω πάτωμα στο καθιστικό. Ο Αχμέτ ήταν είκοσι μηνών. Η Μεριέμ θα πρόσεχε στο δωμάτιο τον πατέρα μου, κι η γυναίκα μου τα παιδιά μας. Ζώστηκα το λούγκερ. Ο ένας από τους δυο γεμιστήρες ήταν στην τσέπη του σακακιού μου. Το ελληνικό μάουζερ και τον τσιφτέ τ’ ακούμπησα πλάι στο παράθυρο. Σώριασα από κάτω τα φισέκια. Ήμασταν έτοιμοι πια. Μπορούσαν να έρθουν! Έξι ώρες απομέναν μέχρι το βράδυ, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Σαν τέλειωσαν οι προετοιμασίες άρχισαν εκείνες οι μακρές εξουθενωτικές στιγμές που δεν έλεγαν να περάσουν. Ήμασταν όλοι στο καθιστικό. Στριφογυρνούσαμε μες στο δωμάτιο σαν τα παγιδευμένα ζώα. Φωνή δεν ακουγόταν έξω. Όλος ο μουσουλμάνικος μαχαλάς ήταν βυθισμένος στη σιωπή. Ούτε αραμπάς περνούσε από το δρόμο, ούτε βήματα ανθρώπου ακούγονταν. Το παραμικρό κακάρισμα κότας στην αυλή μάς παραξένευε…
Ο πατέρας μου είχε πάρει στα χέρια του το Κοράνι. Σ’ αυτό είχε καταφύγει. Ήταν το κάστρο, το λιμάνι του μες στη φουρτούνα. Με το Κοράνι στο χέρι μπορούσε να αντισταθεί σε κάθε χτύπημα. Το Κοράνι τον έκανε θαρρείς άτρωτο. Διάλεξε μερικές σούρες [1] και τις διάβασε. Διάβασε την επιμνημόσυνη σούρα για τους νεκρούς. Διάβασε για όλους μας τη σούρα για την άφεση των αμαρτιών. Απήγγειλε την ομολογία της πίστης. Προετοίμασε τον εαυτό να πεθάνει σαν πιστός. Κι εμάς…
Νετζατή Τζουμαλή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001 , σ. 212—216.
[1] Κεφάλαια του Κορανίου [Σ.τ.Μ.]
Ένας εισαγγελέας καμιά...
Μια φωνή διέκοψε τη συζήτησή μας. Το απογευματινό εζάνι είχε αρχίσει στο Κουρσουνλού Τζαμί απέναντι από το σπίτι μας. Ήταν η φωνή του Χασάν Χότζα. Αυτού του πεισματάρη, του αδάμαστου ανθρώπου. Του φίλου της αιχμαλωσίας μου τα δυο χρόνια που ήμασταν κι οι δυο φυλακισμένοι στα χέρια των Γάλλων, του συντρόφου στη δοκιμασία μου. Τον Ιούλιο του 1916 μας πήραν και τους δυο με χειροπέδες απ’ τη Φλώρινα, με τον αριστερό του καρπό δεμένο στο δεξιό δικό μου… Ένιωσα καλύτερα ξαφνικά. Μια αλλιώτικη χαρά με ξετύλιξε.
«Η φωνή του Χασάν Χότζα» είπα.
Η γυναίκα μου χαμογέλασε.
«Να 'ν καλά!»
Δε μας είχε αφήσει μονάχους μας τέτοια μέρα. Βγήκε και γυρνούσε στο μιναρέ. Απάγγελνε με τη δυνατή, ηχηρή φωνή του το εζάνι. Κι ήταν θαρρείς η φωνή του η ανάσα όλου του μουσουλμάνικου μαχαλά. Ακούγοντάς την θαρρείς πως έβλεπα όλα τα τουρκόσπιτα που ήξερα. Ήμασταν όλοι στα σπίτια μας. Κι όλοι με τα όπλα στα παράθυρα στραμμένα προς τις αυλόπορτες…
Πηγαιονερχόμουνα απ’ την κουζίνα στο δωμάτιο κι απ’ το δωμάτιο στην κουζίνα. Πηγαινοερχόταν κι η γυναίκα μου ανάμεσα σε μένα και στα παιδιά. Μια μια κυλούσαν εκείνες οι ατέλειωτες ώρες. Οι σκιές στην αυλή προχώρησαν ως την εξώπορτα. Τη σκαρφάλωσαν, την ξεπέρασαν. Έπεφτε το σκοτάδι, ο Χασάν Χότζας, διάβαζε το εσπερινό εζάνι. Η φωνή του σαν να έλεγε πια ξεκάθαρα, ναι, είμαστε όλοι έτοιμοι, περιμένουμε.
Κιχ δεν είχε ακουστεί απ’ τους Ρωμιούς γειτόνους μας δεξιά κι αριστερά της αυλής μας όλη μέρα. Είχε μόλις διαβαστεί και το νυχτερινό εζάνι. Καθόμασταν με αναμμένες τις λάμπες του γκαζιού. Πάλι απόλυτη ησυχία έξω. Από την αυλή ακούσαμε να φωνάξουν τ’ όνομά μου:
«Μουσταφά μου! Βρε Μουσταφά μου. Σπίτι είσαι;»
Ήταν η φωνή του γείτονά μας του Παναγιώτη. Έβγαλα το κεφάλι απ’ το παράθυρο του καθιστικού. Φώναζε πάνω απ’ τον τοίχο του κήπου.
«Σπίτι είμαι βρε Παναγιώτη!…»
«Καλησπέρα»
«Καλησπέρα…»
«Ε, δόξα τω Θεώ, πάει, πέρασε κι αυτό! Άντε κοιμηθείτε καλά…»
Δε μου πήγαινε να κάνω πως δεν καταλαβαίνω:
«Σκόρπισαν;»
«Τους σκόρπισε όλους ο εισαγγελέας. Όλους τους πλιατσικολόγους… Δόξα τω Θεώ!»
Η φωνή του ήταν χαρούμενη:
«Καλά δεν είσαι περίεργος να μάθεις τι έγινε;»
«Γίνεται να μην είμαι;»
«Βάλε βρε τότε τα παπούτσια σου μην κρυώσεις και βγες στην πόρτα να τα πούμε».
Βγήκα. Συναντηθήκαμε στις εξώπορτές μας. Ήρθε αμέσως κι ο Βασίλης ο φούρναρης ανάμεσά μας. Ανάψαμε τσιγάρο. Πρώτος άρχισε να μιλά ο Παναγιώτης ο Μαργαρίτης:
«Αχ βρε Μουσταφά, μεγάλο κακό θα γινόταν». Διηγήθηκε τι είχε γίνει εκείνο το απόγευμα στην πόλη. Όσα περέλειπε εκείνος τα συμπλήρωνε ο Βασίλης. Καθώς μιλούσαμε άρχισε να ζωντανεύει σιγά σιγά ο μαχαλάς. Άνοιγαν οι πόρτες των σπιτιών, έβγαιναν οι άντρες που είχαν μείνει κλεισμένοι μέσα όλη τη μέρα να παν στο καφενείο. Πριν περάσει πολλή ώρα ήμασταν κι οι τρεις στο καφενείο της αγοράς.
Εκείνο το απόγευμα οι βενιζελικοί είχαν μαζέψει όσους άντρες μπορούσαν στο ξενοδοχείο του Σπύρου. Θα’ χαν βρει καμιά διακοσαριά πάνω κάτω. Έγιναν συζητήσεις όλο πρόκληση και εμπάθεια. Μοιράστηκαν όπλα. Αποφασίστηκαν τα μέρη όπου θα χτυπούσαν τη νύχτα. Και ξαφνικά έγινε κάτι το εντελώς αναπάντεχο. Προς το τέλος της σύναξης, ο εισαγγελέας μπήκε μόνος του στο σαλόνι. Προχώρησε, έκατσε μπροστά μπροστά. Όσοι ήταν μέσα νομίζοντας ότι συμμετείχε κι αυτός, τον χειροκρότησαν. Αυτοί πάλι που ήταν απέξω βλέποντάς τον να μπαίνει μέσα αναρωτήθηκαν τι άραγε να συμβαίνει. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Παναγιώτης με το Βασίλη. Αφού μίλησαν όλοι πήρε το λόγο ο εισαγγελέας. Άρχισε να μιλά τονίζοντας μια μια τις λέξεις. Στην αρχή ξερόβηξαν λίγο όσοι ήταν στο σαλόνι. «Σας καταλαβαίνω, είστε στεναχωρημένοι, λυπημένοι, κι εγώ λυπάμαι, καίγεται η ψυχή μου για τα αδέλφια μας που χάνονται στην Ανατολή» είπε. Έπειτα σιγά σιγά άρχισε να μιλά για τη Φλώρινα. «Τον πόνο δεν τον καταπραΰνεις με άλλον πόνο» είπε. «Ο πόλεμος άρχισε στη Μικρά Ασία και τέλειωσε εκεί. Εδώ δεν είναι πεδίο πολέμου, είναι κομμάτι της πατρίδας μας. Κι εγώ είμαι ο εισαγγελέας αυτής της πόλης. Όλοι σας χριστιανοί και μουσουλμάνοι, είστε ίσοι ενώπιον του νόμου αυτού του κράτους. Κι εγώ έχω χρέος μου να εφαρμόζω αυτούς τους νόμους. Οι συμπολίτες σας που θέτε, επειδή είναι και καλά Τούρκοι και μουσουλμάνοι να τους κάψετε τα σπίτια και να τους σκοτώσετε, είναι άνθρωποι που χρόνια τώρα ζουν μαζί σας σ’ αυτήν την πόλη, που τους βλέπετε και τους χαιρετάτε κάθε μέρα. Είναι γείτονές σας, φίλοι των παιδικών σας χρόνων. Δεν πρέπει εξαιτίας του πόνου και της οργής που σας προκάλεσε ο πόλεμος, να προβείτε σε παράνομες συμπεριφορές, σε ειδεχθείς επιθέσεις που θα αποτελέσουν στο μέλλον μαύρη κηλίδα στο μέτωπό σας…»
Τότε ο Μαξιμιάδης ο εργοσταρχιάρχης φώναξε:
«Όταν αυτοί έπνιγαν τα παιδιά, σκέφτηκαν αυτά που λες εσύ τώρα; Λίγες ψυχές έκαψαν ίσαμε τη Σμύρνη;»
Κι ο εισαγγελέας τον ρώτησε;
«Αυτοί ποιοι;»
«Εσείς δεν ακούτε ποιοι είναι; Δε διαβάζετε εφημερίδα;»
«Αυτοί είναι στρατιώτες. Εκεί γίνεται πόλεμος. Τι κρίμα! Άκουσα κι εγώ όσα ακούσατε κι εσείς. Κι είναι αλήθεια τα περισσότερα νέα που ακούσαμε! Αυτά όμως είναι τα δεινά του πολέμου. Δεινά που παραμένουν τα ίδια σ’ όλη την ιστορία! Αλλά όπως σας είπα, εκεί άρχισε ο πόλεμος, εκεί τέλειωσε. Κι είναι καθήκον μου να μη φέρω τον πόλεμο στη Φλώρινα!»
Κάποιος τον αποδοκίμασε:
«Αυτό είναι δική μας δουλειά…»
Τότε ξαφνικά εκείνος ο λεπτοκαμωμένος εισαγγελέας με την αρχοντική συμπεριφορά πείσμωσε:
«Αφού είναι έτσι τότε εγώ δεν πρόκειται ν’ αφήσω να γίνει πόλεμος στη Φλώρινα! Αν κάνετε πως επιτίθεστε στο μουσουλμανικό μαχαλά, στην είσοδο του θα βρείτε εμένα απέναντί σας. Αν θέτε να χύσετε αίμα, πρώτο εμένα θα σκοτώσετε. Στην πόλη που είμαι εισαγγελέας εγώ δεν σφάζουν παράνομα ανθρώπους! Μάθετέ το καλά αυτό!»
Ησυχία απλώθηκε στο σαλόνι. Ο Εισαγγελέας φώναξε το διοικητή της αστυνομίας:
«Εσείς να βγείτε αμέσως από δω, επιστρέψετε στο αστυνομικό τμήμα, στο καθήκον σας, και περιμένετε τις διαταγές μου!»
Έπειτα άρχισαν να χειροκροτούν τον εισαγγελέα όσοι είχαν μπει στο σαλόνι μετά απ’ αυτόν. Κι εκείνος μαλάκωσε τον τόνο της φωνής του κι άρχισε να μιλά και πάλι όπως στην αρχή. «Είστε απόγονοι ενός μεγάλου πολιτισμού» τους είπε. «Δε σας αρμόζει εσάς να επιτίθεστε σε άοπλους ανθρώπους αλλά να είστε γενναιόδωροι και έντιμοι άνθρωποι. Είστε απόγονοι του Σωκράτη, του ΠΛάτωνα, του Περικλή και του Λυκούργου. Πρέπει να διαφυλάξετε το τιμημένο όνομα των προγόνων σας. Άντε, τώρα σκορπίστε ήσυχα ήσυχα. Γυρίστε στα σπίτια σας χωρίς να ενοχλήσετε κανένα. Πηγαίνετε όλοι στα κρεβάτια σας. Κι αφήστε την κυβέρνηση να προστατεύσει τα δικαιώματά σας. Η κυβέρνησή σας κάνει το καθήκον της. Μην ανησυχείτε.»
Τον Παναγιώτη τον είχε συνεπάρει εκείνος ο ιδιαίτερος ενθουσιασμός των ανθρώπων του λαού:
«Κοίτα τι δουλειά βρε Μουσταφά! Τόσα χρόνια είμαστε γείτονες, κι εμείς πόσοι είμαστε, θα καθόμασταν με σταυρωμένα τα χέρια να παρακολουθούμε σαν απλοί θεατές το θάνατό σας. Τι να κάνεις; Αυτοί είναι τσέτες, αντάρτες, οπλισμένοι, εμείς απλοί άνθρωποι. Ο Θεός μας τον έστειλε τέτοια μέρα τούτο τον εισαγγελέα. Μα το Θεό, μόλις τον δω θα τον αγκαλιάσω και θα του φιλήσω το χέρι! Λένε πως σαράντα λογικοί δε βγάζουν την πέτρα που ρίχνει στο πηγάδι ο τρελός, να όμως που ένας εισαγγελέας καμιά φορά… Να ’ναι καλά ο άνθρωπος…»
Θαρρείς πως έβλεπα στα μάτια μπροστά την αυλή γεμάτη απ’ τα κουφάρια μερικών γνωστών μου βενιζελικών. Κι έπειτα μες το δωμάτιο τον πατέρα μου, τις αδερφές μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου κι εμένα τον ίδιο χτυπημένους, ξαπλωμένους μες στα αίματα. Το ’πα στον Παναγιώτη.
«Να όμως που ένας εισαγγελέας καμιά φορά συνετίζει εκατό τέτοιους τρελούς και σώζει εκατοντάδες ψυχές…»
Νετζατή Τζουμαλή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001 , σ. 220-224.
Μετάβαση στο σημείο: Συνοικία μουσουλμάνων