Φλώρινα
Φλώρινα: ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών
Συγκρότηση ενότητας: Αναστασία ΧαλκιάΣυνοικία προσφύγων Συνοικία προσφύγων
Η εγκατάσταση των προσ...
Σε ό,τι αφορά την ίδια την πόλη της Φλώρινας, ίσως το τέλος του 1925 είχαν εγκατασταθεί 797 πρόσφυγες (Πίναξ 1925, σ. 29) [1] ο αριθμός αυτός στο φυλλάδιο του 1928 παρουσιάζει μία μικρή μείωση (750). Στην απογραφή όμως του 1928 καταμετρούνται στην πόλη 3612 πρόσφυγες, από τους οποίους οι μεν 1613 εγκαταστάθηκαν προ του 1922, οι δε 1999 μετά από την Μικρασιατική καταστροφή (Επετηρίς 1930, σ. 40) [2]. Στην περίπτωση αυτή το ποσοστό των προσφύγων φθάνει το 34% του συνολικού πληθυσμού της πόλης, το έτος 1928. Είναι προφανές εδώ ότι η απογραφή καταγράφει ως πρόσφυγες και τους προερχόμενους από άλλες χώρες, κυρίως τη Σερβία και την Αλβανία. Πράγματι στην Ελλάδα ήρθαν συνολικά από μεν την πρώτη 6057 και από τη δεύτερη 1498, κατά την εξεταζόμενη περίοδο (Επετηρίς 1930, σ. 41). Επιπλέον, είναι πιθανότατο η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων να παραλείπει από τον δικό της κατάλογο εκείνους τους πρόσφυγες που έφθαναν χωρίς να περάσουν από τις δικές της διαδικασίες ελέγχου.
Συνοψίζοντας, εντός των σημερινών ορίων του Νομού είχαν εγκατασταθεί ως το 1928, 13812 πρόσφυγες, ή ποσοστό 18,7% επί του συνολικού πληθυσμού της χρονιάς εκείνης. Το ποσοστό αυτό δεν υπολογίζεται βάσει του πληθυσμού εντός των τότε διοικητικών ορίων, αλλά συνυπολογίζεται και ο πληθυσμός των οικισμών που δεν ανήκαν τότε αλλά ανήκουν σήμερα στο Νομό, δηλαδή του Φιλώτα (1895 κατ.), του Πελαργού (374 κατ.), του Φαραγγίου (135 κατ.) και του Αντίγονου (619 κάτ.).
Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, «Η εγκατάσταση των προσφύγων στο Νομό Φλώρινας», περ. Εταιρία, τχ. 17-18, σ. 19-20.
[1] Πίναξ 1925: Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας, Γραφείον Στατιστικής, Στατιστικός πίναξ εγκατεστημένων προσφύγων εις συνοικισμούς Μακεδονίας μέχρι τέλους Δεκεμβρ. 1925 κατά υποδιοικήσεως, 16 Μαρτίου 1926, Αρχείο Α.Α. Πάλλη, Φ. Β68.
[2] Επετηρίς 1930: Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1930, Αθήνα 1931.
Τα Κοκόζια, Φλωρινιώτι...
Στις αρχές του 1924 οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τη Φλώρινα, μα η διανομή των τουρκικών σπιτιών στους πρόσφυγες δεν είχε γίνει ακόμα και πολλές πόρτες έμειναν κλεισμένες.
Τα Κοκόζια έσπασαν την κλειδωμένη πόρτα, μπήκαν, κι έγιναν νοικοκυραίοι. Στο ισόγειο εγκατέστησαν τα «γραφεία»: ένα τεφτεράκι όπου ο γραμματέας του Συλλόγου έγραφε, με πράσινο μολύβι, τα ονόματα των μελών, και την «αποθήκη» όπου φύλαγαν τον κοινό θησαυρό τους: μια αρμάθα κρεμμύδια, έναν τενεκέ λαχαναρμιά, μια κολοκύθα, μια σακούλα μπομποτάλευρο, ένα τσεκούρι.
Το επάνω πάτωμα ήταν το «δάσος» του Συλλόγου. Αυτό τους προμήθευε τα απαιτούμενα ξύλα για τη θέρμανση. Ράφια, ντουλάπια, πόρτες και παράθυρα κομματιάζονταν και ρίχνονταν στο αχόρταγο τζάκι του ισογείου.
-Ρίχτε ξύλα στη φωτιά! φώναζε ο Κουκουβάγιας όταν όλοι τους μαζεύονταν το βράδι γύρω απ’ το τζάκι για να σχολιάσουν τα γεγονότα της ημέρας. Μην το λυπάστε το παλιόσπιτο! Τούρκικο είναι! Στη φωτιά!
Εκείνο το βράδυ, ο Κουκουβάγιας έκαιγε όλη την Τουρκιά, αν την είχε στα χέρι του. Έτσι, για να ξεχάσει το φόβο του. Μόνος μέσα στο παλιό εκείνο σπίτι. Ποιος μπορούσε να του εγγυηθεί ότι δεν ήταν στοιχειωμένο; Είχε δίκιο ο Σωκράτης που επέμενε να φωνάξουν τον παπά να το αγιάσει. Μα επιτρέπεται σ’ έναν αρχηγό να παραδεχτεί μια ιδέα που δεν τη βρήκε ο ίδιος;
Κολέντα, μπάμπω, κολέν...
Ξύλα για τα κάλαντα
Επίσης, θα πρέπει να το αναφέρω αυτό, οι γυναίκες της γειτονιάς μου, Ματζήρκητε, όπως έλεγε η γιαγιά μου, γνώριζαν να κάμνουν διάφορα φαγητά, με γεύσεις πρωτόγνωρες για τις δικές μας, ντόπιες γυναίκες. Το εσωτερικό των σπιτιών τους έλαμπε από τάξη και νοικοκυριό, πράγμα που δεν είχαν τα δικά μας σπίτια των εντοπίων. Οι γυναίκες αυτές ήσαν Σμυρνιές και Κωνσταντινοπολίτισσες στην καταγωγή, γυναίκες αστικής τάξης. Βέβαια οι γυναίκες αυτές υστερούσαν από τις δικές μας στις δουλειές των χωραφιών και του στάβλου. Οι γυναίκες οι δικές μας δούλευαν στα χωράφια περισσότερο από τους άντρες… […]
Το κρύο είναι μαλακό απόψε, λόγω της καταχνιάς και μερικοί θα μπούμε μέσα στο σπίτι του Δημητρό.
Εδώ η κυρά Βάγια μας έχει διαθέσει το καλύτερο δωμάτιο, από τα δύο που έχει το σπίτι. Στο κάτω πάτωμα είναι ο σταύλος, με την αποθήκη για τα χόρτα και στο πάνω πάτωμα δύο δωμάτια και χωλ.
Ανεβαίνουμε τις ξύλινες σκάλες, με προσοχή μη χωθεί το πόδι μας στο κενό, με προσοχή μήπως χτυπήσουμε με το κεφάλι μας το φαναράκι που φωτίζει τη σκάλα. Φθάνουμε πάνω στο τσαρδάκι, στρωμένο με κουρελούδες πάνω από τα σανίδια, γύρω-γύρω ξύλινα δοκάρια-σανίδια, μην πέσει κανείς κάτω, με τέχνη φτιαγμένα. Και σ’ αυτό το σπίτι μέναν Τούρκοι παλιά…
Βγήκε η κυρά-Βάγια στο χωλ να μας προϋπαντήσει και να φέξει με τη λάμπα καθώς βγάζαμε τις μπότες μας και ξανατραβούσαμε πίσω τις μισοβγαλμένες μάλλινες κάλτσες μας με το ένα χέρι στηριζόμενοι στον τοίχο…
Η κυρά-Βάγια σαν μας είδε άρχισε τα τραγούδια της και τα ταχταρίσματα της:
- Καλώς τα τα, καλώς τα, τα
Καλώς τα μούτα τα παιδιά.
Καλώς τονε το Βασιλιά
Καλως τονε το σταυραετό…
άρχισε τα γαργαλέματα και τα πειράγματα
- Σαν πας Ριρή μου για νερό
Ρο ρο ρο, ρο, ρο ρο ρο!
και γω στην βρύση καρτερώ
Ρο ρο ρο, ρο, ρο ρο ρο!
Να σου τσακίσω το σταμνί
να πας στην μάνα σου αδειανή…
Μας οδήγησε στο καθιστικό τους δωμάτιο, όπου και κοιμούνται όλη η οικογένεια. Το δωμάτιο καλοστρωμένο, ζεστό, με τις ωραίες υφαντές κουρελούδες, τις πολύχρωμες, τα μαξιλαράκια όμορφα φτιαγμένα και στολισμένα με κουρέλια, τι σου είναι αυτοί οι πρόσφυγες, τα όμορφα καλοσκαλισμένα ξύλινα σκαμνάκια, που τάφτιαξε ο πεθερός της, τα ψάθινα καρεκλάκια, η χαμηλή θερμάστρα να μπουμπουνίζει, δίπλα της αραδιασμένα τα καυσόξυλα, μπα!! και κορμοί κέντρας βλέπω, ρε το Βουβό, την έκανε τη δουλειά του πάλι, αφαίρεσε τους χοντρούς κορμούς από τις κέντρες μας… δίπλα στο μαγγάλι με ζεστή στάχτη γεμάτο, παρά δίπλα ένα χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι στρωμένο με κεντίδια, πάνω του η γυάλινη κανάτα με νερό, με λίγες φυσαλίδες αέρα μέσα, σκεπασμένη με πλεκτό πετσετάκι και δίπλα ανάποδα βαλμένο ένα πεντακάθαρο γυάλινο ποτήρι, μέσα σ’ ένα πιάτο ρηχό. Δίπλα ήταν ένα άλλο πιάτο βαθύ, γυάλινο, φρουτιέρα το λέγανε, που ’χε μέσα κάστανα βρασμένα, πορτοκάλια και μανταρίνια.
Όλα άστραφταν εδώ μέσα από καθαριότητα και νοικοκυριό. Πάνω στο ταβάνι φαίνονται οι μαύρες ξύλινες γρεντιές, λυγισμένες προς τα κάτω από την πολυκαιρία και πάνω απ’ αυτές καλάμι στρωμένο, ασβεστωμένο.
Τα παράθυρα από τη μέση και κάτω ντυμένα με κουρτινίτσες, πλεκτές στο χέρι, άσπρες με διάφορα σχέδια.
Τα σπίτια των προσφύγων ξεχώριζαν από τα δικά μας των ντοπίων στη νοικοκυροσύνη. Στα σπίτια των προσφύγων υπήρχε πρωτευουσιάνικη εικόνα, Πολίτικη, υπήρχε αναπτυγμένη η αίσθηση του ωραίου και του καθαρού…
Καθίσαμε και παίξαμε τριανταμία με δεκάρες…
Ε! ε! η ώρα!! φωνάζει ο Δημητρός κοιτάζοντας το ρολόι στο τραπέζι που συνέχεια χτυπούσε κλάκα… κλάκα… κλάκα… κλάκα…
Κατεβαίνουμε στα γρήγορα ένας, ένας, τις σκάλες… και βγαίνουμε στην αυλή, κοντά στις κέντρες. Ο ουρανός καθάρισε, φάνηκαν λίγα άστρα που τρεμόσβηναν και αρχίσαμε, να σέρνουμε τις κέντρες έξω από την αυλή, στη θέση της «τρύπας». Ο Δημητρός φέρνει μια αγκαλιά με άχυρο και ξερά ρόσκα, ψιλά. Είναι το προσάναμα της φωτιάς, που τόχε ετοιμάσει από νωρίς.
Ιωάννου Δημήτρης, Ξύλα για τα κάλαντα, Κολέντα, μπάμπω, κολέντα, Καστανιώτης, Φλώρινα 1989, σ. 20, 30-31
Τα Κοκόζια...
-Ακούστε με παιδιά! είπε με τρεμουλιαστή φωνή, το σπίτι είναι στοιχειωμένο!
-Στοιχειωμένο; Στοιχειωμένο; ρώτησαν τα παιδιά τρομαγμένα.
-Ναι. Είμαι βέβαιος. Το στοιχειό έφαε τη σούπα, σκούπισε το δωμάτιο κι ύστερα κόλλησε το χαρτί στο σπασμένο τζάμι να μην κρυώνει.
-Μη λες κουταμάρες! είπε ο Στέφος που νόμισε πως ήρθε η ώρα να βάλει κάτω τον αρχηγό και να πάρει τη θέση του. Το είδες εσύ το στοιχειό;
-Δεν το είδα μα το άκουσα που περπατούσε στα απάνω πάτωμα.
-Και ντεν έφυγες; ρώτησε ο Μιχάλης, σφίγγοντας στην αγκαλιά του το κασελάκι του λούστρου που ήταν η μόνη περιουσία του.
-Ύστερα, συνέχισε ο Κουκουβάγιας, την ώρα που έσκιζα με το τσεκούρι ένα σανίδι για ν’ ανάψω τη φωτιά, το άκουσα να λέει: «βάι… βάι… βάι…».
-Κοκόζια! Φώναξε ο Στέφος ανεβαίνοντας πάνω στο κασελάκι του Μιχάλη, μην τον ακούτε! Τα Κοκόζια δεν μπορούν να έχουν έναν αρχηγό φοβητσιάρη!
-Εσύ δε φοβάσαι Στέφο; ρώτησε ήσυχα ο Κουκουβάγιας.
-Εγώ; Όχι! Τα στοιχειά δεν υπάρχουν από τότε που ήρθε ο Χριστός!
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν δύο, τρία, τέσσερα τριξίματα στο επάνω πάτωμα. Κάποιος περπατούσε εκεί πάνω.
-Σσστ! έκανε ο αρχηγός. Ακούτε;
Τα παιδιά, χλωμά απ’ το φόβο, έμειναν ακίνητα και βουβά. Μα ο Λέλεκας έσπρωξε απότομα τον Αντρέα που είχε κουλουριαστεί απάνω του και σηκώθηκε με αργές και υπολογισμένες κινήσεις.
Όλοι νόμισαν, για μια στιγμή, πως ο τρικλοποδιστής, που συνήθως δεν έμπαινε στη μάχη παρά μόνο όταν ο εχθρός το ’βαζε στα πόδια, φούσκωνε ξαφνικά από αντρίστικο κουράγιο κι ετοιμαζότανε να πάει να σκοτώσει το στοιχειό. Μερικοί έριξαν μια γρήγορη ματιά προς το μέρος του αρχηγού. Τι θα έκανε ο Κουκουβάγιας; Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, αν άφηνε κάποιον άλλο να δείξει περισσότερο θάρρος, θα έχανε ασφαλώς το κύρος του και ίσως και τη θέση του.
Ο Κουκουβάγιας δεν αντέδρασε.
Ο Λέλεκας σήκωσε ψηλά τα δύο μακριά χέρια του κι ύστερα κατεβάζοντάς τα απότομα, για να δώσει το ρυθμό στους συντρόφους του, άρχισε να τραγουδάει τον ύμνο του Συλλόγου:
«Είμαστε εμείς της Φλώρινας τα νεαρά βλαστάρια…»
Μερικά παιδιά δοκίμασαν να τον μιμηθούν μα η φωνή δεν έβγαινε.
Στο τέλος του πρώτου στίχου κι ο Λέλεκας ένιωσε έναν κόμπο στο λαρύγγι του. Η φωνή του κόπηκε, τα γόνατά του λύγισαν. Ο Λέλεκας κοίταξε γύρω του απελπισμένος και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ο Σωκράτης, που ήτανε στο πλάι του, του έπιασε το χέρι με συμπόνια κι ύστερα είπε στον αρχηγό:
-Εγώ λέω να στείλουμε τρεις εθελοντές να δουν τι είναι.
-Κι εγώ λέω να βάλουμε φωτιά στο σπίτι να το κάψουμε!
Αυτό ήταν! Την κατάλληλη στιγμή, ο αρχηγός είχε βρει την ιδέα και τα λόγια που έπρεπε. Με μιας όλα τα παιδιά βρέθηκαν στο πόδι. Είχανε ξεχάσει κιόλας και το στοιχειό και το φόβο τους.
Ο Αντρέας άρπαξε το μπουκάλι με το πετρέλαιο. Ο Μιχάλης έτρεξε να πάρει ένα αναμμένο σανίδι απ’ το τζάκι. Ο Λέλεκας κι ο Ανέστης κρεμάστηκαν στο σανιδένιο ράφι που έκανε το γύρο του δωματίου να το ρίξουν κάτω για να δυναμώσουν τη φωτιά. Ο Βαγγέλης έβγαλε απ’ τις τσέπες του ένα μάτσο χαρτιά κι ένα κουτί σπίρτα.
Ο Στέφος σήκωσε ψηλά την κολοκύθα –τον προεδρικό θρόνο όπου δεν είχε το δικαίωμα να καθίσει- κι ήταν έτοιμος να την πετάξει στη φωτιά, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα.
Το στοιχειό στάθηκε μια στιγμή πάνω στο κατώφλι κι ύστερα σήκωσε ψηλά τα χέρια κι είπε με κλαψιάρικη ανθρώπινη φωνή:
-Βάι… βάι… βάι… Παιντιά, ’ιατί χαλάτε ισπίτι μου;
Ήταν ένας γέρος, ψηλός, με άσπρα μαλλιά και γένια, με μια παλιά στρατιωτική κουβέρτα ριγμένη στους ώμους, με μια μαύρη λερωμένη βράκα, με κάτασπρα τσουράπια και με πάνινες παντούφλες.
-Τούρκος είναι παιδιά! φώναξε ο αρχηγός και βύθισε τέσσερα δάχτυλα στο στόμα του.
Με το σφύριγμα του αρχηγού δέκα Κοκόζια ρίχτηκαν πάνω στον γέροντα κι ώσπου να πει «αμάν» τον βάλανε κάτω και του δέσανε χέρια και πόδια με σκοινιά και σπάγγους.
-Παραντίνεσαι; ούρλιαζε ο Μιχάλης που του είχε καθίσει στο στήθος κι απειλούσε να του κόψει το λαιμό με το σκουριασμένο σουγιά του.
-Αφήστε τον τώρα, παιδιά! είπε ο Στέφος, δεν μπορεί πια να μας φύγει.
Μα τα Κοκόζια δεν ήταν καθόλου διατεθειμένα ν’ αφήσουν το θύμα τους.
-Στήστε τον στα πόδια του να του βάλω μια τρικλοποδιά να γελάσουμε! πρότεινε ο Λέλεκας.
-Να τον περεχύσουμε με πετρέλαιο και να του βάλουμε φωτιά!
-Να τον σουβλίσουμε και να τον ψήσουμε σαν τον Αθανάσιο Διάκο!
-Να του βάλουμε νέφτι και να τον αμολήσουμε μπροστά στο ΕΘΝΙΚΟ!
-Να τον κρεμάσουμε!
-Να τον σφάξουμε!
-Να τον γδάρουμε!
-Ήσυχα, παιδιά! επενέβη ο Στέφος. Καλύτερα να τον παραδώσουμε στην Αστυνομία. Οι χωροφύλακες ξέρουν τι θα τον κάνουν.
-Οι χωροφύλακες σου δώσανε ως τώρα τίποτε; του απάντησε ο αρχηγός ρίχνοντάς του μια περιφρονητική ματιά.
-Εμένα; Όχι.
-Λοιπόν! Είναι σκλάβος σκλάβος μας. Θα τον κάνουμε ό,τι θέλουμε! Ό,τι θέλω!
-Να κάνουμε δικαστήριο και να τον δικάσουμε! είπε ο Σωκράτης.
Αν δούμε ότι φταίει… τον κανονίζουμε.
-Τι φταίει και δε φταίει! ούρλιαξε ο Κουκουβάγιας. Τούρκος δεν είναι;
-Γδάρσιμο του πρέπει! Θα τον γδάρουμε και θα αλατίσουμε το πετσί του!
-Κάθεστε και λέτε βλακείες! είπε ο Ανέστης που είχε τραβηχτεί πλάι στο τζάκι και προσπαθούσε να στεγνώσει τα μουσκεμένα παπούτσια του.
Δεν τον ρωτάτε τον άνθρωπο ποιος είναι και πως βρέθηκε εδώ;
-Έχει δίκιο ο Ανέστης! είπε ο Λέλεκας. Αυτό να κάνουμε. Να τον ρωτήσουμε κι αν δούμε ότι είναι καλός άνθρωπος να τον βαφτίσουμε και να τον κάνουμε χριστιανό.
-Σωστά! Φώναξε ο Αντρέας. Να του βάλουμε ένα όμορφο όνομα και να τον γράψουμε στη Δημαρχία. Θα του δώσουνε ένα δελτίο και θα πηγαίνει στο προσφυγικό συσσίτιο να παίρνει σούπα και ψωμί να τρώει.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κάτι βουερά τρεχάματα στο επάνω πάτωμα κι όλοι σήκωσαν το κεφάλι ανήσυχοι. Η Αγία Τριάδα κατέβηκε σχεδόν κατρακυλώντας τη σκάλα και μπήκε λαχανιασμένη στην αίθουσα των συνεδριάσεων.
-Αρχηγέ φώναξε ο Λάζος, βρήκαμε πού ήταν κρυμμένος ο Τούρκος.
-Μέσα στην τουλάπαν! είπε ο Βασίλης.
-Είχε ανοίξει μια τρύπα, πρόσθεσε ο Βαγγέλης, και μια σκάλα κατέβαινε μέσα στο αμπάρι. Κατεβήκαμε κι εμείς. Βρήκαμε ένα σταμνί άδειο.
-Το σπάσαμε. Φαγώσιμα δεν είχε τίποτε. Καλά που βγήκε. Αν πέθαινε απ’ την πείνα εκεί μέσα θα βρωμούσε το σπίτι.
-Φέρτε τον εδώ, κοντά μου! διέταξε ο αρχηγός που είχε ξανακαθίσει πάνω στην προεδρική κολοκύθα του μπροστά στο τζάκι.
Πέντε παιδιά σήκωσαν τον Τούρκο και τον απόθεσαν πάνω στην προβιά, στα πόδια του Κουκουβάγια.
-Ξέρεις ελληνικά; τον ρώτησε ο Αντρέας.
-Και λίγκο ελλενικά ξέρω.
-Πώς σε λένε; ρώτησε αυστηρά ο Κουκουβάγιας αρχίζοντας την ανάκριση. Να μας πεις την αλήθεια. Αλλιώτικα…Το βλέπεις αυτό; -του έδειξε ένα αναμμένο σανίδι- θα σου κάψω τα γένια!
-Εμένα Ισμαήλ λένε! είπε ο Τούρκος κλαίοντας. Εντώ ισπίτι μου είναι. Ανατολή να πάω είπανε, μα, εγκώ Ανατολή τι να κάμω; Μονακό μου είμαι, φτωκό είμαι, γκέρο είμαι. Εντώ μέσα ισπίτι μου να πετάνω είπα. Αλάχ βερσίν!
-Κοκόζι είναι κι αυτός σαν κι εμάς! είπε ο Λάζος συγκινημένος.
-Εγκώ εχτέ πεινασμένο ήτανε, τσορβά σας έφαα άμα, να πλερώσω! ξανάπε ο γέροντας που άρχισε να παίρνει θάρρος.
-Σκασμός! διέταξε ο Κουκουβάγιας αγριεμένος.
Έβγαλε απ’ το ζουνάρι του ένα χασάπικο μαχαίρι και δοκίμασε την κόψη του με το μεγάλο δάχτυλο.
-Μη Θράσο! φώναξε ο Μιχάλης και σκέπασε το προσωπάκι του με τα βρώμικα χέρια του. Αμαρτία είναι! Το καημένο μη σφάξεις!
Κανένας άλλος δεν τόλμησε να μιλήσει. Ο αρχηγός ήξερε τι έκανε. Ο γέροντας έκλεισε τα μάτια και περίμενε ατάραχος. Ο Κουκουβάγιας έσφιξε το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια του, άρπαξε τον Τούρκο που κοίτονταν ανάσκελα πάνω στην προβιά και τον γύρισε μπρούμυτα. Σήκωσε το δεξί πόδι και του πάτησε τα νεφρά. Ορθώθηκε κι έριξε μια ματιά στους συντρόφους του που συγκρατούσαν την αναπνοή τους. Τα κουκουβαΐστικα μάτια του πετούσαν φωτιές. Έσκυψε απότομα και με μια μαχαιριά έκοψε το σκοινί που έσφιγγε τα κοκαλιάρικα χέρια του γέρου. Όλοι ξαναπήραν ανάσα. Με μια δεύτερη μαχαιριά τού ελευθέρωσε τα πόδια. Ύστερα τον άρπαξε στα γερά χέρια του και, σαν να ήτανε λαστιχένια κούκλα, τον έβαλε να καθίσει σταυροπόδι πάνω στην προβιά.
-Αντρέα! φώναξε ο αρχηγός, δε βλέπεις που πεινά ο γέρος; Φέρε τη σούπα!
Ο Αντρέας έβαλε μπροστά στο γέροντα τον τέντζερε με τη σούπα. Ο Μιχάλης έβγαλε απ’ το κασελάκι του λίγο ψωμί τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ο Λάζος έτρεξε να φέρει ένα ξύλινο κουτάλι και δύο κρεμμύδια. Ο Ανέστης έδωσε στο γέροντα πέντε χοντρά κάστανα. Δύο τρία Κοκόζια που δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε εξαφανίσθηκαν για μερικά λεπτά και γύρισαν με τα χέρια γεμάτα: ένα ψωμί, μια αρμάθα σύκα, ένα πορτοκάλι, μια ρέγκα, ένα πιάτο κόλλυβα, τυρί, ελιές κι ένα σωρό άλλα πράματα αγορασμένα, ζητιανεμένα, κλεμμένα.
-Φάε, γέρο! του λέγανε. Αφού βρήκες φάε και μη ρωτάς!
Ύστερα τα παιδιά κάθισαν γύρω απ’ τον Τούρκο και τον περιεργάζονταν ενώ έτρωγε λαίμαργα. Πόσες μέρες έμεινε νηστικός μέσα στο άδειο αμπάρι του ο καημένος; Έπαιρνε ανακατωμένα σούπα και σύκα, κόλλυβα κι ελιές, δάγκανε μια στη ρέγκα και δυο στο πορτοκάλι, κατάπινε αμάσητα κι έκλαιε και γελούσε.
-Αλήτεια, Ισμαήλ, κι εσύ Κοκόζι; τον ρώτησε δειλά ο Μιχάλης που δεν καταλάβαινε πώς ένας άνθρωπος σε τέτοια ηλικία ήταν ακόμα φτωχός.
-Κι εγκώ Κοκόζ! είπε ο γέροντας με αγαθότητα και του χάιδεψε το μάγουλο.
Με μιας ο Μιχάλης ξέχασε το μίσος του εναντίον των Τούρκων που, στην Κόνια, έσφαξαν τους γονείς του και τον άφησαν πεντάρφανο. Τα μάτια του γέμισα δάκρυα. Χαμογέλασε στο γέροντα και του είπε πάλι:
-Τότε κάτσε μαζί μας, Ισμαήλ, ώσπου να πετάνεις!
Ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι απ’ το φαΐ και κοίταξε τον αρχηγό σαν να του ζητούσε, μ’ ένα παρακλητικό βλέμμα, τη γνώμη του.
Κι ο αρχηγός που ονειρευότανε να γδάρει ζωντανή όλη την Τουρκιά, ρούφηξε μια δυο φορές τη μύξα του κι είπε με σεβασμό:
-Το σπίτι είναι δικό σου, Ισμαήλ. Εσύ θα μείνεις εδώ κι εμείς θα πάμε αλλού.
-Εγκώ μονακό μου; παραπονέθηκε ο γέροντας. Ιψωμί ντεν έκω, τίποτα ντεν έκω!
-Μη φοβάσαι. Τώρα είσαι κι εσύ στο Σύλλογο. Τα παιδιά θα σου φέρνουν κάθε μέρα ό,τι χρειάζεται.
-Τεσεκιούρ εντέριμ! Εφκαριστώ, παιντί! Εφκαριστώ, καρντάσι μου!
Όταν ο γέροντας έφαε όλα τα τρόφιμα που είχανε βάλει μπροστά του, ο Κουκουβάγιας σηκώθηκε κι έκανε νόημα στα παιδιά να φύγουν.
Τα Κοκόζια χαιρέτησαν καλόκαρδα το νέο σύντροφό τους και βγήκαν πίσω απ’ τον αρχηγό τους.
.Ο πατέρας μου...
Όταν υπογράφηκε η συνθήκη της Λωζάνης κι άκουσε πως θα μας ανταλλάξουν ως Τούρκους της Δυτικής Μακεδονίας με τους Ρωμιούς της Ανατολής, δεν ήθελε να το πιστέψει. «Δεν γίνεται κάτι τέτοιο!» έλεγε. Όταν έγινε σίγουρο το νέο τον έπιασε το πείσμα του: «Εγώ δεν φεύγω απ’ τη Φλώρινα!». «Μπρε μπαμπά, μπρε Ιμπραήμ εφέντη, μην το λες, ξέχασες τι τραβήξαμε τούτα τα τρία χρόνια που ήταν οι Έλληνες στην Ανατολή; Αλλού ο στρατός μας, αλλού η κυβέρνησή μας κι αλλού εμείς; Εκεί αρμόζει να είμαστε εμείς…» του λέγαμε. Του το ’πα εγώ, του το ’παν οι φίλοι του, δεν έπαιρνε από λόγια. Οι προετοιμασίες της αναχώρησης προχωρούσαν. Μια μέρα παραδώσαμε το σπίτι μας σε μια ταλαιπωρημένη οικογένεια Ρωμιών που είχε έρθει από κάποιο χωριό της Προύσας και ξεκινήσαμε.
Δεν άνοιξε ίσαμε τη Σαλονίκη το στόμα του ο πατέρας μου. Κοίταζε απ’ το παράθυρο του τρένου τη γη, τα βουνά, τις πέτρες της Μακεδονίας. Είχε μια πολυθρόνα με ψηλή πλάτη από ξύλο βαλανιδιάς. Τη μέρα που θα ανεβαίναμε στο βαπόρι στη Σαλονίκη, τον βάλαμε να κάτσει για να μην κουραστεί στην πολυθρόνα του μπροστά στις σκάλες που κατέβαιναν στην αποβάθρα, όσο διαρκούσαν οι διατυπώσεις του ταξιδιού. Περίμενε έτσι αφηρημένος, αμίλητος στην πολυθρόνα του. Όταν επρόκειτο να μπούμε στο βαπόρι, άρπαξε ξαφνικά με τα δυο του χέρια τα κάγκελα της σκάλας προς την αποβάθρα. Ήταν ενενήντα τριών χρονών. Όλο δύναμη ακόμα. Τρεις άντρες, εγώ, ο Φεχίμα-τσαούς και ο Σαλίχ-μπέης δεν καταφέραμε να του λύσομε τα δάχτυλα. «Ο τόπος μου είναι η Φλώρινα» έλεγε. «Σε κανέναν δεν αφήνω τους νεκρούς μου! Δεν αφήνω τη γη μου! Πηγαίνετε εσείς, εμένα ανεβάστε με στο τρένο να γυρίσω στη Φλώρινα. Να πεθάνω στη Φλώρινα…»
Το βαπόρι δεν ξεκινούσε κι εκείνος δεν έλεγε να καταλάβει. Με δυσκολία σηκώσαμε στο τέλος τρεις άνθρωποι την πολυθρόνα του, ξεκολλήσαμε τα δάχτυλά του απ’ τα κάγκελα. Παρέλυσαν όμως τα πόδια του. Τον ανεβάσαμε στο βαπόρι πάνω στην πολυθρόνα, με κομμένα θαρρείς τα χέρια και τα πόδια του. Είχε όμως τα λογικά του, μιλούσε ήρεμα όπως πριν. Εγκατασταθήκαμε πρόσφυγες στα Βουρλά. Τρία χρόνια έζησε κατάκοιτος στα Βουρλά τη νοσταλγία του. Κάρφωνε κάπου τα μάτια του κι έμενε έτσι βυθισμένος ώρα πολλή. Καμιά φορά, μην αντέχοντας άλλο έλεγε «Αχ, δεν έπρεπε να αφήσω εγώ τη Φλώρινα. Στη Φλώρινα έπρεπε να πεθάνω!» κι αντανακλούσε το βλέμμα του, βλέμμα καθαρόαιμου αλόγου, κι ας είχαν αρχίσει να πέφτουν μέσα του σκιές, το φως του ουρανού της Μακεδονίας κι η φαρδυκάπουλη, ορθόστητη γραμμή των βουνών της φώτιζε το πρόσωπό του, λες κι είχαν αποτραβηχτεί τα σύννεφα.
Μετάβαση στο σημείο: Συνοικία προσφύγων