Φλώρινα
Φλώρινα: ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών
Συγκρότηση ενότητας: Αναστασία ΧαλκιάΠαζάρι-Παλιά αγορά Παζάρι-Παλιά αγορά
Ο θάνατος του καπετάν ...
Το παζάρι ήταν, όπως σε όλες πόλεις της Ρούμελης, γεμάτο ανθρώπους από κάθε γλώσσα και θρησκεία. Μουσουλμάνους, Ορθοδόξους, Καθολικούς, Εβραίους, Τούρκους, Ρωμιούς, Βούλγαρους, Σέρβους, Βλάχους, Αρμένηδες, Γεωργιανούς, Τσιγγάνους… Από τον τρόπο που αντιδρούσαν τους έβλεπε να αντιμετωπίζουν τη διακήρυξη της ελευθερίας ανάλογα με τον τρόπο ζωής που έκαναν, κι όχι ανάλογα με τη γλώσσα και τη θρησκεία τους. Οι περισσότεροι ήταν χωριάτες μικροκτηματίες κι άνθρωποι του σιναφιού. Ό,τι κι αν ήταν, Τούρκοι, Βούλγαροι ή Ρωμιοί, ήταν πλασμένοι, ζυμωμένοι με τις έγνοιες και τα προβλήματα του χωριού και του σιναφιού τους. Είχαν απηυδήσει πια απ’ τις επιθέσεις των κομιτατζήδων. Δεν είχε και τόση διαφορά αν οι κομιτατζήδες ήταν μαζί τους ή εναντίον τους. Αρπαζόντουσαν μεταξύ τους οι κομιτατζήδες κι εκείνοι, θέλαν δε θέλαν, ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν μέρος στον καβγά. Αναγκασμένοι όπως ήταν να διαλέξουν στρατόπεδο, όταν αποτραβιόντουσαν νικημένοι κι οι δικοί τους κομιτατζήδες, άφηναν όπως όπως κι εκείνοι τα μαγαζιά τους, μα μπαρμπέρηδες ήταν, μα πεταλωτήδες, κι έπαιρναν τα βουνά. Μάταια προσπαθούσαν ορισμένοι να μην ανακατευτούν πουθενά, να μείνουν έξω απ’ τα γεγονότα. Μετά από τους τσέτες κατάφθαναν οι ζανταρμάδες, οι στρατιωτικές μονάδες κι άρχιζε η ανάκριση. Είτε έλεγαν είτε δεν έλεγαν όσα ήξεραν κι όσα είχαν δει, ήταν το ίδιο κακό. Με τη διακήρυξη της ελευθερίας, κατάλαβαν για άλλη μια φορά πως όποια κι αν ήταν η γλώσσα κι η θρησκεία τους, είχαν όλοι τους κοινό μερτικό, αδιαφιλονίκητα δικαιώματα στα χώματα αυτά όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει. Η γη αυτή ανήκε ξαφνικά σε όλους. Παρόλο που δεν τους είχε γίνει ακόμα συνείδηση, διαισθανόντουσαν από γενιά σε γενιά, με την κοινή τους λογική πως η γη δεν έχει γλώσσα και θρησκεία. Η γη δεν ανήκει σε γλώσσες και θρησκείες αλλά σ’ αυτούς που έχουν γεννηθεί και ζουν πάνω της. Δεν μπορεί να γίνει κτήμα του Τούρκου, του Ρωμιού ή του Βούλγαρου. Όποτε το δικαίωμα αυτό περιοριζόταν σε μια μόνο κοινότητα ανάμεσά τους, όποια κι αν ήταν αυτή, άρχιζε αμέσως ο καβγάς. Κι όσο θα γίνεται αυτή η αδικία, θα γίνεται καβγάς. Στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Όποια κι αν είναι η γλώσσα κι η θρησκεία του, κάθε άνθρωπος νιώθει ευτυχισμένος αν ζει και κερδίζει το ψωμί του χωρίς φόβο, ασφαλής στη γη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Κι είναι καθήκον αυτών που διοικούσαν τούτη τη χώρα να εξαλείψουν, να εξαφανίσουν τις διακρίσεις που οφείλονταν στη θρησκεία και στη γλώσσα μεταξύ των ανθρώπων που ζούσαν στα χώματα αυτά. Όσοι διαισθανόντουσαν αυτή την αλήθεια δεν είχαν έτσι κι αλλιώς σχέση με όπλα και καβγάδες. Γι’ αυτό και συμμετείχαν στους εορτασμούς για τη διακήρυξη της ελευθερίας. Γι’ αυτό και στις πλατείες των κωμοπόλεων και των χωριών, όλοι μαζί Τούρκοι, Ρωμιοί, Βούλγαροι και Βλάχοι, στήναν χέρι με χέρι το χορό.
Για τον καπετάν Ζολέ, για όσους όπως αυτός θα τον ακολουθούσαν, όσο ζούσαν, οι σκιές των θυμάτων τους, για όσους δεν πλάγιαζαν χωρίς να βάλουν το πιστόλι κάτω απ’ το προσκεφάλι και κοιμόντουσαν με το χέρι στη σκανδάλη, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Από τη στιγμή που άρχισε η ειρήνη, εκείνοι έχασαν κάθε λόγο ύπαρξης. Είχαν, για σωστούς ή λάθος σκοπούς, ανάλογα με την ερμηνεία που τους έδιναν οι ίδιοι, βρει στον πόλεμο την ευτυχία τους. Και τριγυρνώντας ακόμα πάλι έτσι όλοι μαζί στα βουνά που είχαν τρομοκρατήσει με τα όπλα τους ήταν σαν να συνέχιζαν τους καβγάδες τους. Γι’ αυτούς που, όπως το νεαρό Σαντετίν και πολλούς άλλους, τους είχαν σκοτώσει τον πατέρα, τους είχαν κάψει τα σπίτια, τους σιτοβολώνες και τ’ αχούρια με τις γελάδες και τα μοσχάρια τους, η θέα των ενόχων που τριγυρνούσαν με τις στολές και τα όπλα τους, σήμαινε απλώς πως έπρεπε, πριν από την αμνηστία και τους νόμους, να εμπιστεύονται πάνω απ’ όλα τα όπλα τους.
Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο έντονη ένιωθε ο νεαρός Σαντετίν την εντύπωση που του είχε κάνει η συνάντηση αυτή από τόσο κοντά με το φονιά του πατέρα του. Το πρώτο πράγμα που ένιωθε σαν έμαθε πως ο κομιτατζής που έβλεπε να έρχεται από τον κεντρικό δρόμο και να κατευθύνεται με τους άντρες του προς το παζάρι ήταν ο καπετάν Ζολές, ήταν απλά και μόνο έκπληξη. Η έκπληξη αυτή έγινε γρήγορα, βλέποντάς τον να περνά μπροστά του, πρώτα μίσος που έκανε το αίμα του να παγώσει στις φλέβες, κι αμέσως μετά ανακατωσούρα. Να που άνθρωπος αυτός, που ο πατέρας του τον είχε πριν πεθάνει καταραστεί να μη μείνει πίσω του ζωντανός, ήταν πέντε ολόκληρα χρόνια μετά ακόμα ζωντανός. Πουλούσε ηρωισμό πάνω στ’ άλογο. Κι εκείνος, το μοναδικό αρσενικό παιδί που είχε αφήσει για να ζητήσει λογαριασμό πίσω του ο πατέρας του, ήταν υποχρεωμένος να παρευρίσκεται μπροστά στα μάτια όλων στην επίδειξη αυτή. Ένιωθε αμαυρωμένη, ποδοπατημένη την τιμή του. Κανείς πια δε θα τον θεωρούσε άντρα. Τα λόγια που του είπε ο γείτονάς του στο παζάρι δεν ήταν γι’ αυτόν παρηγοριά, ήταν ένα ακόμα χτύπημα κατάμουτρα που του θύμισε το καθήκον του.
Νετζατή Τζουμαλή, «Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 98-100.
Επιστολή του Θεμιστού ...
Εκ Φλωρίνης, [Ιούνιος 1913].
Αγαπητέ μοι κ. Μυριανθόπουλε,
Συμμορφούμενος προς παλαιάν σου επιθυμίαν, σου γράφω τα κατωτέρω, αφορώντας την κατάστασιν της πόλεως, ης η φρούρησις από διμήνου ανετέθη εις τον λόχον μας, μεθ’ ενός άλλου, και τας ιδέας υφ’ ων αντελήφθην, ότι εμφορούνται εκείνοι οίτινες ετίμησαν διά της ενδόξου δράσεώς των, την Πατρίδα μας, κατά τας παρούσας κρισίμους στιγμάς.
Η Φλώρινα είναι η τελευταία πόλις της νέας Ελλάδος προς το υπο των Σέρβων κατεχόμενον Μοναστήριον∙ απέχει απ’ αυτού μόλις μίαν ώραν δια του σιδηροδρόμου∙ τα 2/3 των κατοίκων της είναι Οθωμανοί το 1/3 είναι Έλληνες και Βούλγαροι, ων οι πρώτοι είναι διπλάσιοι των δευτέρων. Κατελήφθη την 10ην Νοεμβρίου υπό δεκάδος Ελλήνων ιππέων, υπό ένα λοχίαν, οίτινες διανύσαντες εν καλπασμώ απόστασιν δύο ημερών εν μια και μόνη νυκτί, κατέλαβον την πόλιν υπό τας ζητωκραυγάς απάντων των κατοίκων∙ ολίγον αργότερον κατέφθασε και πολυάριθμος σερβικός στρατός εκ Μοναστηρίου, δια τον αυτόν σκοπόν, όστις ιδών κυματίζουσαν την ελληνικήν σημαίαν εις τα Δημόσια κτίρια και τους γενναίους ιππείς πανηγυρίζοντας το ευτυχές γεγονός, μετά των ενθουσιώντων κατοίκων, εζήτησεν ευγενέστατα την άδειαν να κατακλθή εν τη πόλει, και μετ’ ολίγον εν αδελφική συμποσία ελάμβανε μέρος εις την διασκέδασιν των ημετέρων.
Την επομένην αφίκετο ο τότε Διάδοχος αρχιστράτηγος μετά του επιτελείου του και κατέλαβεν επισήμως την πόλιν∙ διέμενε μίαν εβδομάδα φιλοξενούμενος παρά τω Έλληνι Μητροπολίτη Μογλενών εγκατέστησε πολιτικάς και στρατιωτικάς αρχάς, και διώρισε Δήμαρχον Έλληνα, ένα πλέον ενθουσιωδέστατον, γνωστόν εκ της κατά τους Μακεδονικούς αγώνας συνδρομής του, προς τους Έλληνας οπλαρχηγούς. Η πόλις ήτο εις ελεεινήν κατάστασιν∙ είχεν όλην την βρωμερότητα των τουρκικών πόλεων και επί πλέον όλας τα ακαθαρσίας εις άνδρας και κτήνη νεκρούς και ατάφους και λοιπάς τας οποίας αφήκεν ο εντεύθεν διελθών τουρκικός στρατός, ο εγκαταλείψας το Μοναστήριον∙ το προς καθαρισμόν και εξωραϊσμόν της πόλεως έργον του είναι αληθώς Ηράκλειον∙ ειργάσθη πυρετωδώς∙ περισυνέλεξε και έθαψεν όλα τα πτώματα τα οποία εντός και εκτός της πόλεως κείμενα ηπείλουν σοβαρώς την υγείαν των κατοίκων∙ εκαθάρισε τας οδούς, εξέδωκε πληθώραν διαταγών∙ διωργάνωσε τας διαφόρους υπηρεσίας, εχάλασε μαγαζειά και σπήτια∙ επλάτυνε την αγοράν∙ έκαμε ρυμοτομίαν τη βοηθεία αξιωματικών του μηχανικού και σήμερον δεν αναγνωρίζει τις μέσα εις την ελληνικήν αυτήν πόλιν, την Φλώριναν του παρελθόντος Νοεμβρίου.
Είναι πόλις εμπορικωτάτη ιδίως σήμερον ότε μετά την κατάληψιν του Μοναστηρίου υπό των Σέρβων, οι κάτοικοι της επαρχίας Καστορίας και Κορυτσάς προμηθεύονται εντεύθεν τα εμπορεύματά των∙ μεταγωγικά μέσα είναι τα κτήνη –άμαξαι δεν συνηθίζονται ένεκα του δυσβάτου, αλλά και της κακής καταστάσεως των οδών- κατά εκατοντάδας, ολόκληρα καραβάνια, οδηγούμενα υπό αγωγιατών, έκαστος των οποίων έχει 8-10, πηγαινοέρχονται από Κορυτσάς, εις Φλώριναν και τανάπαλιν∙ είναι απόστασις είκοσι ωρών την οποίαν διανύουν εις δύο ημερονύκτια. Το μέλλον της Φλωρίνης εξαρτάται εκ της παραχωρήσεως του Μοναστηρίου εις την Ελλάδα ή όχι εάν το Μοναστήριον παραχωρηθή η Φλώρινα γίνεται χωργιό∙ εάν όχι προάγεται καταπληκτικώς. Εν τούτοις οι εδώ Έλληνες εναγωνίως αναμένουσι την παραχώρησιν ταύτην, θυσιάζοντες ευχαρίστως, τα βέβαια πλούτη των χάριν του Μεγαλείου της Μητρός των.
Ευριπίδης Θεμιστός, «Επιστολή του Θεμιστού Ευρ. Προς τον Μυριανθόπουλο Κλ.», στο: Παπαπολυβίου Πέτρος, «Περιγραφή της Φλώρινας και του Αμυνταίου από δύο Κύπριους εθελοντές», περ. Εταιρία, τχ. 22, σ. 19-20.
Ο Στέφος...
Ο τσαούσης [1] του χωριού ήταν σαν όλους τους άλλους συγχωριανούς. Ψηλός, λυγερός, ευρύστερνος και με μεγάλη δύναμη στα χέρια κι’ αντοχή. Ξανθός, μ’ αδρά χαρακτηριστικά κι αναλογίες κανονικές. Με το παράστημά του τούτο επιβάλλονταν αμέσως. Ήταν χάρμα η θωριά του. Μα και σαν άνοιγε το στόμα ένοιωθες μαγνητισμένος. Ήρεμα μιλούσε και λίγα, και, κάθε του κουβέντα ήταν σταράτη, καρφί. Σαν τις κινήσεις του που ήταν σίγουρες, ήρεμες κι ορισμένες. Και κρύβαν όλα τούτα ένα αλλιώτικο μεγαλείο, που σ’ άφηνε νηστικό να τον κοιτάς, ή, να τον χαζεύεις, καθώς μιλούσε, νιώθοντας μια πληρότητα με την παρουσία κι απλότητά του, που δε σε χόρταινε.
Δεν τον ζήλευε κανείς, γιατί κανενός δε χάλαγε το χατίρι. Γέφυρα γίνονταν για τις δουλειές των άλλων. Δανεικά στον καθένα, κι επιστροφή αν κι όταν είχε, μεσολάβηση στις μικροδιαφορές, ανάληψη ευθύνης για όλο το χωριό απέναντι στο δυνάστη, πληρωμή του χαρατσιού [2] για όλους τους χωριανούς στο φοροεισπράκτορα.
Λάβαινε και μέτρα κατά των ληστών, που ’ταν πολλοί, ύπουλοι και γδύτες. Γι’ αυτό ήτανε κι’ ο αναμφισβήτητος ηγέτης του χωριού, και τον ονόμαζαν τσαούση, δηλ. λοχία.
Τούρκικα ήτανε τα μέρη τούτα από πολλά χρόνια. Κανείς δεν ήξερε πόσα. Μόνο ξέρανε πως ήτανε τρανή φυλή και κράτος οι ρωμιοί παλιότερα, πριν τους Τούρκους.
Σαν παραμύθι μαθαίνανε απ’ τη γιαγιά και τους γέρους για κάτι παλικάρια προγόνους, και, για γραμματισμένους προπαπούδες σοφούς.
Τα θυμόνταν τούτα στη γιορτή των 3 Ιεραρχών, που γίνονταν, αλλά όλο τούτα ήταν σα σε σύθαμπο μπλεγμένα. Βιβλία με λεπτομέρειες δεν είχε το χωριό. Ο Τσαούσης που ήτανε κι ο δάσκαλος του χωριού, κι ο ψάλτης, μόνο τόσα γνώριζε. Κι επέμενε πολύ να μαθαίνουνε τα παιδιά όσα ήξερε και του έλεγε, για να τα πουν και τούτα στα δικά τους παιδιά: «Για να μην ξεχάστε το μιλέτι [3] μας».
Τους μάθαινε και την ψαλτική απ’ όξω. Και ψάλλανε όλα τα τροπάρια κι απολυτίκια, και ψαλμωδίες. Όλη τη λειτουργία. Χαιρόταν όλοι να τ’ ακούνε στην εκκλησιά, στο σχολειό, στις γιορτές, στα σπίτια, στο χωράφι, παντού.
Δεν τους ξέφευγε τίποτα, κι ας μην ξέρανε να διαβάσουν όλα τα γράμματα των Ιερών Βιβλίων, αφού κι ο ίδιος ο δάσκαλός τους δεν τα ’ξερε. Ξέρανε οι χωρικοί πως, όταν έψαλε στην εκκλησία, αν είχε ανοιχτό το «Βαγγέλιο» -έτσι λέγανε κάθε Ιερό Βιβλίο- πολλά δε διάβαζε, γιατί δεν ήξερε πολλά από κείνα τα ομορφογραμμένα βυζαντινά γράμματα. Τα ’λεγε όμως σωστά. Τόσο σωστά μάλιστα, που κι ο Δεσπότης όταν λειτουργούσε στο χωριό- μια και σπάνια, δυό φορές το χρόνο- χαίρονταν τον τσαούση. Γιατί ήξερε το τυπικό πολύ καλά, ήτανε καλλίφωνος και τους λαρυγγισμούς, τους ξεπερνούσε με μοναδικότητα π’ άφηνε ευάρεστα συναισθήματα στο πλήρωμα της εκκλησίας. Κι ο Δεσπότης ποτέ δεν τον άφηνε. Μαζί τρώγαν, τα λέγανε, λύναν και τα προβλήματα του χωριού, της εκκλησίας, του σχολείου. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί ο Δεσπότης πάντα στο σπίτι του Τσαούση κοιμόταν, μιας κι ήταν το μεγαλύτερο του χωριού και το πλουσιότερο. Μόνο 150 παιδιά είχε από αδέλφια, ξαδέλφια, ανίψια. Τα περιποιόνταν 2-3 γυναίκες της φαμίλιας –με τη σειρά- κάθε μέρα, κι είχε ξεχωριστό σπίτι για τα παιδιά. Εδώ ήταν το βασίλειό τους. Μόνον τα μωρά ήταν με τις μάνες τους.
Το σπιτικό του Τσαούση ήταν στα βόρεια του χωριού, κι αποτελούνταν απ’ έξι σπίτια, κυκλικά στημένα σε μια μεγάλη αυλή, που ήταν στο κέντρο της αλώνι. Οι σταύλοι, για τα μεγάλα ζώα, στα νότια της αυλής, ευρύχωροι αλλά χαμηλοτάβανοι, για να μη μυρίζουν σα φυσούσε ο νοτιάς, ούτε να κρυώνουν τα ζώα με το φύσημα του βοριά. Το πάνω πάτωμά τους ήταν αχυρώνας. Απ’ την εξώπορτα με καλντερίμι [4] πήγαινες σ’ όποια κατοικία ήθελες, χωρίς να πατάς λάσπη, που, σ’ άλλα σημεία ήταν ως το γόνατο. Το καλοκαίρι πάλι το χώμα τούτο, θαρρείς κι’ ήταν αλεσμένο, μεταβάλλονταν σε πολύ λεπτή σκόνη, που χρύσιζε, και την έβλεπες και την ένοιωθες παντού στη μύτη, στα ρούχα, στον αέρα.
Η ζωή του σπιτιού ήταν οργανωμένη έτσι, που ο καθένας ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το βράδυ –κάθε βράδυ- στο δείπνο όλοι δίνανε αναφορά στον Τσαούση, που έδινε μετά τις εντολές του γι’ αύριο. Ο ίδιος, κάτι άλλο θα ’καμνε, εκτός απ’ ορισμένα καθήκοντά του, και το καθημερινό παιχνίδι του με τα παιδιά. Απ’ αυτά έπρεπε να διαλέξει το κατάλληλο για τις αυριανές δουλειές, που θα ’καμναν όταν μεγάλωναν. Κι άκουγες, σ’ ώρες που δεν περίμενες, ψαλμούς, τραγούδια, ποιήματα. Κι’ ήταν όλα φρόνιμα, υπάκουα, φοβισμένα. Στις αταξίες τους έπεφτε και χαστούκι, και μπαστούνι, μα και παλούκι αν χρειαζόταν. Μόνον έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά και βάζουν μυαλό.
Έτσι μάθαιναν ως τώρα, δε γίνεται τώρα ν’ αλλάξει.
Σα θεό τους βλέπανε οι μικροί τον Τσαούση. Μα έτσι ήθελε και τούτος να τον λογίζουν. Ο φόβος χρειάζεται κι είναι αποτελεσματικός. Στα χρόνια που ζούμε μάλιστα!
Ως και το μοναδικό εγγονάκι του, που του ‘μοιαζε ένα κι ένα, δε χαριζόταν. Γι’ αυτό είχε ειδικές στιγμές αδυναμίας. Μέχρι που το χρύσωνε τότε. Κουφέτα, στραγάλια, λουκούμια, ό,τι ήθελε τα ’χε. Τις άλλες όμως στιγμές ήτανε ο ίδιος. Κι όταν ο μικρός ξέφευγε, γιατί το πρωί ο παππούς ήταν όλο χάδια και φιλιά, το μεσημέρι τις μάζευε όσο χρειάζονταν για να κλάψει πολύ, σκουπίζοντας τη μύτη του με την αντίστροφη παλάμη του, ή, την άκρη του αντεριού [5] του. Και βουβαίνονταν.
Ύστερα ο Τσαούσης περνούσε απ’ την εκκλησία. Τα ’λεγε με τον παπά. Έμενε, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δουλειές, και πήγαινε σχολείο, που ήταν κοντά.
Παλιά αχυρώνα ήταν το σχολείο. Χαμηλοτάβανο, ανήλιο, χωρίς φως, πίσω απ’ τα σπίτια, για να μη φαίνεται και το χαλάσουν οι Τούρκοι. Τακτικά έσταζε, αλλά ο Τσαούσης που ήταν δεξιοτέχνης και πολυτεχνίτης, το διόρθωνε. Κάτι ψάθες για να κάθουνται σταυροπόδι τα παιδιά κι ένα χαμηλό κάθισμα, ξύλινο χειροποίητο σκαμνάκι, χοντροφτιαγμένο, για το δάσκαλο, ήτανε τα σκεύη του. Άλλος διάκοσμος δεν υπήρχε, θα ήταν πολυτέλεια.
Κάθε απόγεμα μάθημα. Βιβλίο το ’κταήχι (οκτάηχος). Όποιος το μάθαινε γίνονταν δασκαλοπαίδι. Ήταν τέλειος και άξιος. Και τέλειωνε το σχολικό του μαρτύριο. Μπορεί να γίνονταν και βοηθός του δάσκαλου, αν είχε μυαλό. Πιο εκεί μόρφωση δεν είχε. Ο ορίζοντας, ήταν το χωριό με τα γειτονικά χωριά, κι η Φλώρινα. Κωμόπολη ήταν τότε η Φλώρινα, κι έδρα καϊμακάμη [6]. Ήταν όμως το κέντρο, εμπορικό, γεωργικό, συγκοινωνιακό.
Στη Φλώρινα πήγαιναν οι χωρικοί μόνο το Σάββατο, που ’χε παζάρι, για ψώνια. Άλλες μέρες αν πήγαιναν ήτανε για να πουλήσουν τα προϊόντα τους χοντρικά, ή, για δουλειές με υπηρεσίες –σπάνιο τούτο γιατί τα βόλευε ο Τσαούσης.
Καλοντυμένος, με κοστούμι από σαγιάκι που το ’ραβε στο χωριό Ντίχοβο –με τους περίφημους ραφτάδες του- 5-6 χ.λμ. Β.Δ. απ’ το Μοναστήρι –ξεκινούσε απ’ το χωριό του, καβάλα στο βαρβάτο άτι του, με σέλα και χαλινάρι πέτσινο, που ’τανε πολυτέλεια για χριστιανό. Πότε στη Φλώρινα και πότε στο Μοναστήρι πήγαινε. Σχεδόν πάντοτε τέλειωνε τις δουλειές του. Ήταν βολικός, γνωστός, επιβλητικός, έξυπνος, αγαπητός.
Λάζαρος Μέλλιος, «Ο Στέφος», Φλωρινιώτικες Ιστορίες, Φλώρινα 1982 , σ. 7-9.
[1] Τσαούσης = Cavus = τουρκ. όνομα = λοχίας.
[2] Χαράτσι = Harag = αραβ. όνομα = κεφαλικός φόρος
[3] Μιλέτι = Millet = αραβ. όνομα
[4] Καλντερίμι = Kaldirim = τουρκ. όνομα – λιθόστρωτο.
[5] αντερί = τουρκ. όν. = χιτώνας ανοιχτός μπροστά, πουκάμισο.
[6] Καϊμακάμης = kaimakam ή Kaymakam = αραβ. όνομα = τοποτηρητής έπαρχος.
Ο θάνατος του καπετάν ...
Τη διακήρυξη της Ελευθερίας την υποδέχτηκαν με κανονιοβολισμούς, επίσημες τελετές, εορτασμούς και λαμπαδηδρομίες που διαρκούσαν έως αργά τη νύχτα. Δεν έλεγαν να σταματήσουν οι χοροί, τα νταούλια κι οι ζουρνάδες στις πλατείες των χωριών και των πόλεων. Κρεμάστηκαν τόσες σημαίες με τις φωτογραφίες των ηρώων της Ελευθερίας, που ήταν να απορείς πού και πώς βρέθηκαν τόσο γρήγορα. Όλη η τελευταία βδομάδα του Ιούλη του 1908 πέρασε μες σ’ αυτό το πατιρντί. Η μεγάλη χαρά ωστόσο που έφερε η ελευθερία στα Βαλκάνια κράτησε ώσπου κράτησαν αυτοί οι εορτασμοί. Αρχές Αυγούστου άρχισαν να ζώνουν πάλι τις βαλκανικές πόλεις αμφιβολίες και ένταση από παλιούς θυμούς, βαθειά ριζωμένες έριδες και μίση.
Τη διακήρυξη της Ελευθερίας συνόδευε γενική αμνηστία, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες που χρόνια τώρα τριγυρνούσαν στα βουνά είχαν αμνηστευθεί χωρίς να παραδώσουν τα όπλα. Έβλεπες στις φωτογραφίες των εφημερίδων ξακουστούς κομιτατζήδες και βοεβόδες πλάι πλάι, χέρι με χέρι, με τα πρωτοπαλίκαρα του Κομιτάτου Ενώσεως και Προόδου. Οι κομιτατζήδες παρέμειναν ωστόσο κομιτατζήδες. Κατέβαιναν στις πόλεις με τα ίδια ρούχα που φορούσαν όταν τριγυρνούσαν εδώ και χρόνια στα βουνά, κάνοντας επιθέσεις. Με περασμένα διπλά τα πιστόλια και τα μαχαίρια στις χοντρές δερμάτινες ζώνες τους και τα φισεκλίκια σταυρωτά στις πλάτες τους ως τη μέση, φάνταζαν ολόκληρο κινητό οπλοστάσιο ο καθένας. Με τις σκούφιες να τους φτάνουν ως τα φρύδια, μαύρα μεταξωτά φαρδομάνικα πουκάμισα, σταυρούς κρεμασμένους από μακριές αλυσίδες να αιωρούνται πέρα δώθε στα στήθη τους, εφαρμοστές κιλότες από σαγιάκι, μακριά λευκά μάλλινα τσουράπια και τσαρούχια από δέρμα πουλαριού, τριγυρνούσαν σινάμενοι και κουνάμενοι, οπλισμένοι απ’ την κορφή ως τα νύχια, μπροστά στα μάτια του κόσμου που χρόνια τώρα του έκαιγαν τα σπίτια και τ’ αμπάρια, του σκότωναν με βόλια τους δικούς του.
Κάθε Τετάρτη στηνόταν στη Φλώρινα παζάρι. Την πρώτη Τετάρτη μετά τη διακήρυξη της Ελευθερίας, ο καπετάν Ζολές, ο φημισμένος κομιτατζής από τη Μπάνιτσα και ξοπίσω του εννιά του σύντροφοι, φάνηκαν καβαλάρηδες στη Φλώρινα. Η Μπάνιτσα βρίσκεται ανάμεσα στη Φλώρινα και στο Εκσίσου. Είχαν έρθει στην πόλη από την πλευρά του Εκσίσου, από την πειδιάδα. Σαν έφτασαν κάτω απ’ το σταθμό προχώρησαν προς τα πάνω και στην αρχή του δρόμου που πάει προς τη λίμνη Πρέσπα έστριψαν δεξιά. Πέρασαν την κεντρική λεωφόρο μέχρι την πλατεία, όπου στήνεται το παζάρι εκεί που τελειώνει ο ρωμέικος μαχαλάς, κάτω απ’ το Ρολόι. Μπροστά απ’ το στρατόπεδο πέρασαν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Μπροστά απ’ το Κουρσουνλού τζαμί γύρισαν πίσω και κατέβηκαν ως την πέτρινη γέφυρα στην απέναντι όχθη του ποταμού. Από τη γέφυρα ξαναέστριψαν στην πόλη. Περνώντας μπροστά απ’ το καρακόλι βγήκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης. Στη μέση της πλατείας καβάλα στ’ άλογο στράφηκε ο καπετάν Ζολές προς τους συντρόφους του. Εκείνοι μαζεύτηκαν μπροστά του και σταμάτησαν τα άλογά τους κάνοντάς τα να χτυπούν ρυθμικά τα πέταλα. Ο καπετάν Ζολές τους είπε ό,τι είχε να τους πει. Έπειτα περνώντας μπροστά απ’ τα μαγεριά που ήταν αραδιασμένα στην πάνω μεριά της πλατείας, οδήγησε το άλογό του προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν μπει για πρώτη φορά στην πόλη.
Ο διοικητής της αστυνομίας λοχαγός Αζίζ μπέης είδε από το γραφείο του στο καρακόλι την είσοδο του καπετάν Ζολέ και των συντρόφων του στη Φλώρινα. Σηκώθηκε απ’ το γραφείο του. Πλησίασε το παράθυρο. Είδε τον καπετάν Ζολέ να περνά από τον κεντρικό δρόμο της πάνω όχθης προς το μέρος όπου στηνόταν το παζάρι.
Πήγαιναν τρία χρόνια που ήταν στη Φλώρινα. Τρία χρόνια που περνούσε τη ζωή του κυνηγώντας τους κομιτατζήδες. Και να που ο πιο ξακουστός απ’ όσους είχε κυνηγήσει, αυτός που είχε κάνει το πιο πολύ κακό, ο καπετάν Ζολές, που δεν είχε κατορθώσει να τον πιάσει, ήταν καμιά πενηνταριά βήματα απ’ αυτόν με σταυρωτό το μαρτίνι στους ώμους του! Απαντούσε καβαλάρης με χαιρετισμό στα χειροκροτήματα πέντε έξι Βούλγαρων γαλατάδων και μπουρεκτσήδων που είχαν βγει και στέκονταν μπροστά στα μαγαζιά τους πάνω στο κεντρικό δρόμο. Τρία χρόνια τώρα όποτε έβλεπαν οι Ρωμιοί ή οι Τούρκοι τον καπετάν Ζολέ ειδοποιούσαν αμέσως το καρακόλι πού τον είδαν. Όσο όμως κι αν στρίμωξε στα βουλγαροχώρια τους παπάδες, τους δασκάλους τους και διάφορους άλλους Βούλγαρους που τον έκρυβαν, δεν είχε καταφέρει τίποτα. Κουβέντα δεν τους ξέφευγε απ’ το στόμα όσο ξύλο κι αν έτρωγαν, γιατί ήξεραν πως θα το πλήρωναν με τη ζωή τους. Όσες φορές κι αν έζωσε, κι αν περικύκλωσε με δυο και τρία στρατιωτικά αποσπάσματα τα χωριά, όσες φορές κι αν έφερε τα πάνω κάτω αχούρια, στάβλους και μεσοτάβανα, γυρνούσε πάντα πίσω άπραγος. Δεν προλάβαιναν καλά καλά καμιά φορά να πλησιάσουν κάποιο ρωμέικο ή τούρκικο χωριό για να τον πιάσουν, κι έβλεπαν απέναντί τους το χωριό μέσα στις φλόγες. Κι έβρισκαν μπαίνοντας ερείπια να καπνίζουν, σπίτια με καμένες τις στέγες, τις πόρτες, τα παντζούρια, τα παπλώματα, τα στρωσίδια κι ό,τι άλλο είχαν και τους νεκρούς να κείτονται δεξιά κι αριστερά. Οι ζωντανοί υποδέχονταν τον ερχομό τους με κλάματα, φωνές, κραυγές και πικρά μοιρολόγια, ο Ζολές όμως κι οι καβαλάρηδες του είχαν ήδη φύγει πολύ πριν φτάσουν εκείνοι.
Η γενική αμνηστία είχε ανακοινωθεί με τελάληδες ως τα χωριά και η διοίκηση της αστυνομίας που υπαγόταν στο Μοναστήρι είχε κάνει γνωστή τη διαταγή της Κωνσταντινούπολης να μην αγγίξει κανείς τους κομιτατζήδες και τα όπλα τους. Δυο μέρες τώρα τριγυρνούσαν οι κομιτατζήδες στα χωριά, στα τσαρσιά και στα παζάρια, καθόντουσαν στους καφενέδες. Ο ίδιος είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Είχε βάλει να περιφέρονται δυο δυο ένοπλοι στη Φλώρινα και στα χωριά. Όλοι οι μουσουλμάνοι άντρες οπλοφορούσαν. Μπορούσαν να βοηθήσουν αμέσως τις περιπολίες.
Παρόλο που δε φοβόταν πως θα δημιουργούσαν επεισόδια στη Φλώρινα ο καπετάν Ζολές κι οι άντρες του, ένιωθε μια στεναχώρια μέσα του! Τι δηλαδή; Να μπαίνει στην πόλη ο πιο ξακουστός του εχθρός με καβαλάρηδες ξοπίσω του, με το μαρτίνι στους ώμους, δυο σειρές σταυρωτά φισεκλίκια στο στήθος, κάμες και πιστόλι στη μέση, σαν να προκαλεί όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το καρακόλι; Να σπιρουνίζει στους δρόμους της πόλης τα άλογα; Αν ήξεραν οι ανώτεροι πόσους μουσουλμάνους και Ρωμιούς είχε ταΐσει τούτος ο άνθρωπος εδώ και χρόνια χώμα, αν ήξεραν πόσα σπίτια, πόσες ψυχές είχε κάψει θα του έδιναν τέτοια άδεια;
Φεύγοντας με την καρδιά σφιγμένη απ’ το παράθυρο φώναξε μέσα έναν απ’ τους χωροφύλακες και του είπε. «Παρακολούθα τον από απόσταση. Τι ήρθαν να κάνουν αυτός κι οι άντρες του στην πόλη; Τι θα κάνουν; Θέλω μέσα σε μια ώρα να μου φέρεις κάποιο νέο…»
Μετά από μισή ώρα, προτού ακόμα επιστρέψει ο χωροφύλακας, άκουσε τα ποδοβολητά των αλόγων του Ζολέ και των αντρών του κάτω απ’ το καρακόλι. Οι κομιτατζήδες είχαν βγει στην πλατεία και περνούσαν κάτω απ’ το παράθυρό του. Τους παρακολουθούσε, χωρίς να φαίνεται, κρυμμένος πίσω απ’ το παράθυρο. Τους είδε να συγκεντρώνονται πρώτα στην πλατεία πάνω στ’ άλογα, κι έπειτα στην κεντρική λεωφόρο, με τον καπετάνιο μπρος, να επιστρέφουν απ’ τη μεριά απ’ όπου είχαν μπει στην πόλη. Όπως εκείνος γνώριζε τη φήμη του Ζολέ, θα γνώριζε σίγουρα κι ο Ζολές τη δική του, θα ήξερε πόσους κομιτατζήδες είχε ταΐσει χώμα. Ένιωθε την υπόληψή του να θίγεται βλέποντας το Ζολέ να περνά με τους καβαλάρηδές του μπροστά απ’ το παράθυρό του ξέροντας πολύ καλά πως ο εκείνος βρισκόταν μες στο καρακόλι, στο γραφείο του. Δεν ήταν πολιτικός, ήταν στρατιώτης. Δίκιο ή άδικο δεν ανεχόταν να τον προκαλούν.
Αφήνοντας πίσω την πλατεία προχώρησε ο καπετάν Ζολές στην κεντρική λεωφόρο κι έστριψε σ’ έναν απ’ τους πλάγιους δρόμους που κατεβαίνουν προς την κατεύθυνση του σταθμού. Ξεπέζεψε στην αρχή του δρόμου. Ξεπέζεψαν και οι άντρες του. Ο ένας τους έμεινε εκεί. Μάζεψε τα χαλινάρια και περίμενε με τα ζώα. Ο Ζολές και οι άλλοι οχτώ γύρισαν αυτή τη φορά πίσω με τα πόδια. Στο πάνω μέρος της πλατείας, εκεί που μαζευόταν ο πιο πολύς κόσμος στο παζάρι της Φλώρινας, άρχισε να μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά.
Οι Φλωρινιώτες που τον γνώριζαν ήταν σαστισμένοι. Στο ρωμέικο μαχαλά είχαν βγει τα γυναικόπαιδα στις πόρτες και στα παράθυρα και κοίταζαν μ’ ανοικτό το στόμα τους μαυροντυμένους καβαλάρηδες που περπατούσαν καμαρωτοί με τα μάουζερ, τις κάμες, τα πιστόλια και τους σταυρούς στο στήθος. Οι πιο γριές σταυροκοπιόντουσαν, και μουρμουρίζοντας κάτι ανάκατα λόγια στις νεώτερες γυρνούσαν την πλάτη τους σ’ αυτούς που περνούσαν κι αποτραβιόντουσαν απ’ το δρόμο τους.
Στο μουσουλμανικό μαχαλά ήταν ακόμα πιο αναποφάσιστοι όσοι παρακολουθούσαν την επιδεικτική αυτή παρέλαση, μην ξέροντας πώς να την αντιμετωπίσουν. Είναι αλήθεια πως ο Ζολές κι οι καβαλάρηδές του είχαν ακούσει κάνα δυο πολιτικάντηδες να φωνάζουν «Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω η ισότητα!» Τις φωνές τους είχαν μάλιστα συνοδεύσει κάνα δυο χειροκροτήματα, που γρήγορα όπως σώπασαν. Πολλοί, βλέποντάς τους να περνούν, έκριναν καλό να αποτραβηχτούν στα μαγαζιά τους. Οι σκιές, οι μαύρες σιλουέτες που φάνηκαν πίσω απ’ τα καφάσια στα μουσουλμάνικα σπίτια, δε χασομέρησαν πολύ στη θέση αυτή, έσβησαν γρήγορα στα βάθη των δωματίων.
Ένας νεαρός χωρικός που τριγυρνούσε στο παζάρι κρατώντας δυο λαγούς από τα πίσω πόδια στο ένα του χέρι κι έχοντας κρεμασμένες γύρω απ’ τη μέση του μια σειρά σκοτωμένες πέρδικες, παρακολουθούσε τον καπετάν Ζολέ και την παρέα του να περνούν χωρίς να παίρνει στιγμή το βλέμμα από πάνω τους. Οι καβαλάρηδες που έρχονταν απ’ το τσαρσί φάνηκαν στο σταυροδρόμι όπου ο κεντρικός δρόμος σμίγει με το παζάρι, πάνω απ’ το κεφάλι του κόσμου. Οι πεζοί στον κεντρικό δρόμο παραμέρισαν. Οι πωλητές τράβηξαν πίσω τα καλάθια τους. Ο καπετάν Ζολές ερχόταν μόνος του μπροστά πάνω σ’ ένα καστανοκόκκινο όπως τα γένια του άτι. Οι άντρες του ακολουθούσαν τρεις τρεις στη σειρά από πίσω. Πλησίαζαν σαν ένα μικρό απόσπασμα ιππικού. Στρογγυλοκομμένα τα γένια του Ζολέ του σκέπαζαν το λαιμό. Του ’φταναν ως τα σταυρωτά του φισεκλίκια. Οι άντρες του δεν ήταν ακόμα σε ηλικία ν’ αφήσουν γένια. Ήταν όλοι τους νέα παιδιά στην ανάπτυξη ακόμα, με λεβέντικο παράστημα.
Οι καβαλάρηδες χώρισαν στα δυο το πλήθος του παζαριού. Άφησαν στα αριστερά τους το ποτάμι κι έστριψαν προς το στρατώνα. Ο νεαρός χωρικός δεν ξεκόλλησε τα μάτια του από πάνω τους ώσπου έστριψαν στη στροφή και χάθηκαν τα μαύρα τους πουκάμισα, οι πόρπες στην πλάτη τους όπου ενώνονταν τα φισεκλίκια και τα καπούλια των ζώων τους.
Το παλικάρι φαινόταν συνομήλικος με τα παλικάρια του Ζολέ. Θα ’ταν καμιά εικοσαριά χρονών. Δεν ήταν ψηλός και εντυπωσιακός όπως οι άντρες του καπετάν Ζολέ. Αν όμως τον κοίταζες προσεκτικά διαισθανόσουνα τη γερή φτιαξιά του. Στο βλέμμα του έλαμπε η ανεύθυνη εκείνη πρόκληση του ανθρώπου που αναζητά την περιπέτεια, που πάει γυρεύοντας, για να αποδιώξει αν μη τι άλλο την ανία της νιότης. Έστεκε σαν να ήταν ζυμωμένος από άκαμπτη, αλύγιστη, άθραυστη ζύμη. Είχε μάλλον στενό μέτωπο, πυκνά μαλλιά και λαμπερά μάτια. Ο τρόπος που παρακολουθούσε χωρίς να ξεκολλά τα μάτια του τον καπετάν Ζολέ και τους άντρες του να περνούν δε διέφυγε από την προσοχή όσων ήταν στο παζάρι. Όσοι ήταν πιο μακριά του έκαναν πως δεν πρόσεξαν το ενδιαφέρον του. Ένας χωρικός όμως που πουλούσε αυγά πλάι του δε συγκρατήθηκε: «Μη στεναχωριέσαι βρε Σαντετίν, έτσι είναι τώρα η επανάσταση. Γίναν σε μια μέρα οι εχθροί φίλοι…» Κι ένας που πουλούσε τυρί πίσω ακριβώς από τον Σαντετίν και τον άκουσε, πρόσθεσε: «Καλύτερα να το βρει απ’ το Θεό στο τέλος. Μη δίνεις σημασία».
Ήταν μια φοβερή εποχή, παρέα συνεχώς με το θάνατο. Μέρες και μέρες τώρα κρατούσαν οι τελετές και οι εορτασμοί κι ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν είχε ή όχι τελειώσει. Όλοι τους στο παζάρι, ήταν άνθρωποι που ανήκαν σ’ αυτή την εποχή. Είχαν τη μνήμη γεμάτη από ιστορίες φωτιάς, θανάτου και βιασμών. Πιάναν φωτιά, καιγόντουσαν τ’ αμπάρια με τα σιτηρά, οι θυμωνιές, τ’ αχούρια, τα χωριατόσπιτα και μέσα απ’ τις φλόγες πετιόντουσαν άνθρωποι αθώοι, που είχαν μείνει ξεσπίτωτοι, με όσα μικρά παιδιά, γέρους και πράγματα είχαν καταφέρει να διασώσουν. Έβγαιναν αλαφιασμένα από τ’ αχούρια τα άλογα, οι αγελάδες, οι κατσίκες, ρίχνονταν δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να βρουν κάποιο διέξοδο μέσα απ’ τις φλόγες. Βγαίναν γεροί και ζωντανοί το πρωί οι άντρες απ’ τα σπίτια τους κι άφηνε κάποιος μετά τα μεσάνυχτα μπροστά απ’ την πόρτα το κουφάρι τους ή έφτανε στα σπίτια τους το μαντάτο πως τους είχαν βρει πεταμένους κάπου στην άκρη του δρόμου. Νέα κορίτσια και γυναίκες ατιμαζόντουσαν, έτσι για να κάνουν μερικοί το κέφι τους, μόνο και μόνο για να τις μαγαρίσουν. Έθαβε ο κοσμάκης κλαίγοντας τους νεκρούς του. Πολλές απ’ τις βιασμένες γυναίκες αυτοκτονούσαν μες στην τρέλα τους. Άλλοι πάλι καταστραμμένοι απ’ τη φωτιά φόρτωναν σ’ ένα κάρο ή πάνω στα ζώα τους ό,τι είχαν καταφέρει να διασώσουν, άφηναν τα χωριά τους, όπου είχαν ζήσει γενιές ολόκληρες κι έφευγαν πρόσφυγες χωρίς να ξέρουν ούτε που θα πάνε, ούτε πως θα ζήσουν στο μέλλον. Με μοναδική ελπίδα να μπορέσουν να βρουν ένα μέρος όπου κανείς πια δε θα τους βλέπει σαν εχθρούς. Λίγη θέση έπαιρναν στις εφημερίδες τα γεγονότα αυτά. Κυκλοφορούσαν όμως από στόμα σε στόμα στα χωριά και στις κωμοπόλεις. Έτσι περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, ο χρόνος αποκάλυπτε τους φταίχτες που η κυβέρνηση αδυνατούσε να βρει, και τα γεγονότα –η μέρα, ο τόπος, οι ένοχοι- χαράζονταν με κάθε λεπτομέρεια, στις μνήμες. Όταν ο λαός αποφάσιζε ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος, ακόμα κι αν η κυβέρνηση είχε σταματήσει να τον καταδιώκει, γιατί ήταν πια τόσοι πολλοί οι ένοχοι που και η ίδια δεν ήξερε τι να κάνει, οι συγγενείς αυτών που είχαν σκοτωθεί, βιασθεί, που είχαν καεί τα σπίτια τους, κρατούσαν ολοζώντανο μέσα τους το μίσος και περίμεναν να έρθει η μέρα της εκδίκησης.
Ένα από τα γεγονότα που είχαν μείνει στις μνήμες ήταν και ο θάνατος του πατέρα του Σαντετίν. Τον είχε σκοτώσει ξυλοκοπώντας τον μέχρι θανάτου ο καπετάν Ζολές.
Νετζατή Τζουμαλή, «Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 90-96.
Παλιά στην Φλώρινα. Μέ...
Δέκα χρονών ήταν ο Στάθης όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκε την πόλη. Ήταν μήνας Σεπτέμβρης. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή γίνονταν το πανηγύρι στην πόλη. Η γιαγιά το είχε καθιερώσει να κατεβαίνει στην πόλη κάθε χρόνο που γίνονταν το πανηγύρι. Τότε έκαμνε η ίδια κάτι βασικά ψώνια της χρονιάς.
Παρασκευή μέρα, πρωί, καβάλα η γιαγιά στο άλογο που είχαν νοικιάσει. Πίσω ο αγωγιάτης Μίχας πεζός και ο Στάθης, πεζός κι αυτός, ακολουθούσαν. Δίπλα τους το μουλάρι του Μίχα φορτωμένο ξύλα, καυσόξυλα, ακολουθούσε την συντροφιά. Τρεις ώρες κάνανε για να φθάσουν στην πόλη. Ο Στάθης αν και πεζός, ήταν όλο χαρά. Δεν καταλάβαινε από κούραση. Έβλεπε καινούρια μέρη. Τρία άλλα χωριά πέρασαν ως που να φτάσουν στην πόλη. Διαφορετικά χωριά αυτά. Δεν μοιάζαν με το δικό τους. Τα σπίτια κτισμένα με πέτρα ή με πλιθιά, ήταν σκεπασμένα με κόκκινα κεραμίδια. Στο χωριό όλα ήταν σκεπασμένα με πέτρινες πλάκες. Δίπλα στα σπίτια άλλα πλινθόκτιστα, μάλλον ήταν στάβλοι ή αχερώνες. Ήταν σκεπασμένα με καλάμια αχύρου. Στο χωριό δεν υπήρχε κτίσμα πλίθινο, ούτε αχυρένια σκεπή. Όλα τα κτίσματα ήταν πέτρινα κι όλες οι σκεπές με πέτρινες πλάκες, εκτός από την εκκλησία και το σχολείο που είχαν σκεπή από τσίγγο καλοφτιαγμένη. Ήταν πολύ μεγάλες αυτές οι δύο σκεπές και το χιόνι το χειμώνα που έφτανε στο ένα μέτρο κι ορισμένες φορές περνούσε το μέτρο, δεν θα μπορούσε να κρατήσουν όλο αυτό το βάρος.
Ο Στάθης για πρώτη φορά είδε κι ένα παράξενο ζώο να περπατάει στο δρόμο που περνούσαν. Τέτοιο ζώο δεν είχαν στο χωριό. Ήταν κάτι μεγάλες, μαύρες αργοκίνητες με μεγάλα κέρατα αγελάδες. Του είπαν πως ήταν βουβάλες.
Στην πόλη σαν φτάσαν, ξάφνιασε από τα ωραία μεγάλα καθαρά σπίτια και τους καθαρούς ασφαλτόστρωτους δρόμους. Μαγαζιά ωραία με βιτρίνες που μέσα φιγουράραν κάτι τεράστιες κούκλες καλοντυμένες, δείχναν την ομορφιά τους και τις όμορφες φορεσιές.
Οι γυναίκες εδώ στην πόλη ήταν ντυμένες με πολιτικά, όπως οι δασκάλες του χωριού. Είχε δίκιο ο Λίας, ο συμμαθητής του, που είχε επισκεφτεί την πόλη πρώτος απ’ όλους τους συμμαθητές του Στάθη, όταν είπε στην τάξη πως, όλες οι γυναίκες στην πόλη είναι δασκάλες. Ο δάσκαλος του γέλασε με την αφέλεια του Λία.
Η γιαγιά, μόλις μπήκαν στα πρώτα σπίτια της πόλης ξεπέζεψε από το άλογο. Την βοήθησε ο Μίχας να κατέβει από το σαμάρι του αλόγου που ήταν σκεπασμένο με μια κόκκινη μικρή φλοκάτη. Πήρε το άδειο δισάκι στο ένα χέρι και με το άλλο έπιασε από το χέρι τον Στάθη, τράβηξε προς το κεντρικό δρόμο. Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν κατακάθαρα πεζοδρόμια και ωραία μαγαζιά. Κάπου πιο πάνω στρίψανε αριστερά σ'έναν άλλο δρόμο και κτύπησαν την πόρτα ενός διώροφου σπιτιού. Τους άνοιξε μια μεσόκοπη γυναίκα, η κυρά Αρχόντα. Αγκαλιάστηκαν οι δύο γυναίκες. Εδώ είχε κονάκι η γιαγιά όσε φορές έρχονταν στην πόλη. Δεν πήγαινε στο δωμάτιο του γιού της που είχε νοικιάσει και έμενε χρόνια, μια που δούλευε συνέχεια στην πόλη. Ήταν αρχιμάστορας.
Την βραδιά εκείνη η γιαγιά και ο εγγονός της μείνανε στο σπίτι της κυράς Αρχόντας. Βλάχα η κυρά Αρχόντα, πρόσφυγα από το Μοναστήρι της Γιουκοσλαβίας. Χήρα, ηλικιωμένη γυναίκα φιλοξενούσε, με το αζημίωτο βέβαια, γνωστές από το χωριό της γιαγιάς.
Η απλή αυτή γυναίκα έβρισκε κατανόηση στην γιαγιά. Συνεννοούνταν καλά διότι ξέραν την ίδια γλώσσα, τα βλάχικα.
Ο Στάθης κατακουρασμένος πλάγιασε δίπλα στην γιαγιά, στρωματσάδα, χώθηκε στην αγκαλιά της και τον πήρε ο ύπνος.
Την άλλη μέρα, Σάββατο, μέρα παζαριού, η γιαγιά και ο εγγονός βγήκαν στην αγορά.
Το παζάρι βούιζε την πραμάτεια του, με φωνές των πουλητών στα σλάβικα και στα ελληνικά. Ο Στάθης περίμενε να διαλαλούν και στα αρβανίτικα. Δεν άκουσε όμως. Γεμάτη η αγορά με λουμπενίτσι (καρπούζια), καούνι (πεπόνια), πιπέρκι (πιπεριές), τσινίτσα (σιτάρι), τσιένκα (καλαμπόκι). Πρωί, πρωί βούιξε και ο σαλεπιτζής με το σαλέπι. Στην αγορά πουλούσαν και μπόζα, αναψυκτικό εκείνης της εποχής μαζί με την γκαζόζα που σφραγίζοντας το μπουκάλι αεροστεγώς με μια γυάλινη μπίλια που την πίεζες με το δάκτυλο και ξεκολλούσε από το στόμιο του μπουκαλιού, βυθίζονταν στον πάτο, αφήνοντας λίγο αφρό με το αέριο του οξυγόνου που είχε εμφιαλωθεί. Όταν ο Στάθης ήπιε την γκαζόζα που του αγόρασε η γιαγιά, έκανε την σκέψη να σπάσει το μπουκάλι για να πάρει την μπίλια που την λέγαν κι αυτή γκαζόζα σε διάκριση με τις άλλες μπίλιες. Δεν το άφησε όμως η γιαγιά.
Ο εγγονός έπεισε την γιαγιά να του αγοράσει ένα δεσπότη. Κούκλα πλαστικιά που τον είχε εντυπωσιάσει βλέποντάς το στη βιτρίνα του μαγαζιού κάτω από το σπίτι που διανυχτέρευσαν. Το ήθελε να το πάει δώρο στην αδελφή του που της άρεζαν οι πουπούσιες (κούκλες) που φτιάχναν οι ίδιες οι κοπέλες με πανιά. Που να ξέρει όμως πως οι κοπέλες θέλαν κούκλες που να τις ντύναν νύφες κι όχι δεσποτάδες!
Η γιαγιά μπαίνοντας στην αγορά, δεν αρκέστηκε στο γάλα που ήπιε το παιδί στο σπίτι. Πλησίασε εκεί που φώναζαν τα κεμπάκια, σπεσιαλιτέ της πόλης αυτής, είδος σουτσουκιού. Ο κεμπαπτσής είχε στήσει πάνω σένα πάγκο το μαγκάλι με τα κάρβουνα. Πάνω στα κάρβουνα ψηλότερα λίγο είχε ρίξει την σκάρα όπου έψηνε τα κεμπάπια. Μοσχοβολούσε ο τόπος από την τσίκνα τους. Σ' ένα σιμίτι (ψωμάκι μικρό) των δύο δραχμών ο κεμπαπτζής, το έκοψε εκόρσια στα δύο, το γέμισε με πέντε κεμπάπια, τα πασπάλισε με μπόλικο μπούκοβο (πιπέρι από κόκκινη τριμμένη καφτερή πιπεριά) με αλάτι και ρίγανη, το πρόσφερε στο μικρό πελάτη του. Ακόμα και τώρα ο Στάθης ξερογλύφεται σαν θυμάται εκείνο το σιμίτι με τα κεμπάπια. Του έμεινε αξέχαστη η νοστιμάδα.
Η γιαγιά είχε ξυπνήσει πρωί για να βγει στην αγορά. Μια φορά το χρόνο έρχονταν στην πόλη. Πάντα τις μέρες του Σεπτέμβρη που γίνονταν το παραδοσιακό πανηγύρι της πόλης. Είχε ξυπνήσει και τον Στάθη πρωί, πρωί. Ξυπνούσε κι αυτός πάντα πρωί. Στο χωριό οκτώ η ώρα το βράδυ κοιμόνταν. Το πρωί εξίμισι όταν φεύγαν τα γίδια του χωριού σε κοινό κοπάδι, ξυπνούσαν και τα παιδιά. Βγαίναν εκεί που μαζεύονταν τα γίδια και χάζευαν βλέποντάς τα να χτυπιούνται με τα κέρατά τους. Σηκώνονταν όρθια στα δυό τους πόδια τα πισινά και πέφταν η μιά πάνω στην άλλη.
Έτοιμοι τώρα κατέβηκαν στο κεντρικό δρόμο της πόλης, πέρασαν από την αγορά όπως είδαμε για να ρίξει μιά πρώτη ματιά η γιαγιά. Μετά πήραν το δρόμο για το πανηγύρι.
Η γιαγιά κρατούσε τον εγγονό από το χέρι, σχεδόν τον έσερνε. Περπατούσε βιαστικά, ενώ ο Στάθης χάζευε στις βιτρίνες αλλά και τον πολύ κόσμο που κυκλοφορούσε στους δρόμους. Όλα του φαίνονταν παράξενα. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοια πράματα. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν διαφορετικά ντυμένος από τους ανθρώπους του χωριού. Το ντύσιμο των χωρικών ποικίλο. Γυναίκες με κάτασπρα πουκάμισα κεντημένα, από πάνω την γκιουρντία, όμοιο με το αρβανίτικο τσιπούνι, μικρότερο όμως κι όχι τόσο κεντημένο. Άσπρο μαντίλι δεμένο γύρω, γύρω στο κεφάλι, άφηνε όλο το λαιμό να φαίνεται και τα μαλλιά να κρέμονται πλεξούδες. Κάλτσες μάλλινες, πλεγμένες κεντητές, άλλες φορούσαν παπούτσια, άλλες ξυπόλητες, αφού οι κάλτσες φτάναν ως τον αστράγαλο. Άλλες είχαν φουστάνια που μοιάζαν με τα ηπειρώτικα που φορούσαν στο χωριό αλλά, πιο κοντά και πιο απλά, χωρίς πιέτες. Κάλτσες μάλλινες μαύρες και λαστιχένια μαύρα τσαρούχια, σχέδιο σκαρπίνι.
Ο Στάθης όμως χάζευε περισσότερο με τις κοπέλες της πόλης. Ντυμένες με όμορφα λεπτά φουστάνια, τα πολιτικά όπως λέγαν.
Σχεδόν σερνόμενος κόντευε να του ξεριζώσει το χέρι η γιαγιά, πέρασαν τον κεντρικό δρόμο, βγήκαν έξω από την πόλη. Κάπου εκεί σε μιά ακατοίκητη μεγάλη έκταση, ο Στάθης βρέθηκε σένα παράξενο φαινόμενο. Άνθρωποι πολλοί, ανακατεμένοι σε πολλά ζώα, φώναζαν, συζητούσαν, έδειχνε ο ένας τα ζώα στον άλλο, χαϊδεύοντάς τα. Καβάλαγαν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια. Τα τρέχαν πάνω κάτω. Ήταν το ζωοπάζαρο.
Πιο πέρα, κάτω από τέντες, απλώνονταν πάγκοι, άλλοι φορτωμένοι με υφάσματα, άλλοι με παπούτσια κι άλλοι με ψιλικά και διάφορα άλλα πράματα. Πίσω από τους πάγκους άνθρωποι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Πιο πέρα λοταρίες, τριγυρισμένες από κόσμο που έβαζε πάνω χρήματα για να κερδίσει πολλαπλάσια. Δυό τσαντίρια πιο πέρα, κόσμος περίμενε ουρά για να μπει, για να δει τα θαυματουργά των φακίρηδων. Πιο κει μαγγάνια με σκάρες που πάνω τους ψήναν ψάρια, κρέατα κεμπάπια. Η τσίκνα τους έσπαζε μύτες των περαστικών. Εκεί μακρύτερα πουλούσαν οι σταμνάδες τα όμορφά τους τσουκάλια τις διάφορες σε διάφορα σχήματα στάμνες, τα κιούπια σε διάφορα μεγέθη κι όμορφες πήλινες γλάστρες. Προς την άκρη του πανηγυριού, εκεί που παζάρευαν τ' άλογα, μικρά κοπάδια από πρόβατα παζαρεύονταν από τους χωρικούς. Εκεί δίπλα πουλούσαν αγελάδες, μουσχάρια, βόδια, γουρούνια και γουρουνόπουλα, αλλά και κότες και κοκόρια με δεμένα τα πόδια τους.
Τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, με στολισμένα τα καπίστρια τους με πολύχρωμες φουντίτσες και χάντρες, άλλα σαμαρωμένα με καινούρια σαμάρια στολισμένα κι αυτά με τα καρφιά που περνούσαν μέσα από πολύχρωμα πάνινα αστεράκια, άλλα ασαμάρωτα με πολύχρωμες κορδέλες στην ουρά τους. Γύφτοι τα χάιδευαν κρατώντας πολύχρωμα κατσίκια, τα τσιγκλούσαν για να δείχνουν ζωηράδα. Κάποιοι που παζάρευαν ένα άλογο, του είχαν ανοίξει το στόμα και του εξέταζαν τα δόντια για να μετρήσουν την ηλικία του.
Ήταν το χρονιάτικο πανηγύρι που γίνεται στην πόλη κάθε τέτοια εποχή. Έμποροι και επαγγελματίες απ’ όλη την περιοχή κι απ’ άλλες περιοχές και πόλεις είχαν φέρει την πραμάτεια τους να πουλήσουν.
Γιατί ήρθε η γιαγιά εδώ! Γιατί το περιεργάστηκε όλο το πανηγύρι! Είχε σκοπό να ψωνίσει κάτι! Μάλλον όχι. Έτσι από συνήθεια έπρεπε να το επισκεφτεί και μετά να πάει στο άλλο το Σαββατοκύριακο παζάρι να ψωνίσει τα ψώνια της.
Ήθελε ν’ απολαύσει έστω και για λίγο αυτήν την οχλοβοή του πανηγυριού. Χάζευε η γιαγιά περισσότερο τους γύφτους, τους τζαμπατζήδες, που είτε πουλούσαν δικά τους ζώα είτε συμβούλευαν άλλους σαν εμπειρογνώμονες για να αγοράσουν.
Η γιαγιά σταμάτησε εκεί που πουλούσαν τις γίδες. Είχε μεράκι στις γίδες. Ρώτησε τον εγγονό, δείχνοντάς του ένα παρδαλό ωραίο κατσικάκι.
-Σ' αρέσει αυτό;
Ο Στάθης κούνησε το κεφάλι μένα ωραίο τρυφερό χαμόγελο. Αυτό που δείχνουν τα παιδιά στα μικρά τα ζώα, όταν βρίσκονται κοντά τους και γίνονται ένα μ' αυτά.
-Πολύ ωραίο είπε η γιαγιά. Αλλά και τα δικά μας στο σπίτι δεν είναι λιγότερο όμορφα.
Σαν χόρτασε η γιαγιά το πανηγύρι, πήρε τον εγγονό και πήγε στο πάγκο που πουλούσαν παιδικά παιχνίδια.
-Διάλεξε, είπε στο παιδί.
Του Στάθη η ματιά έπεσε πάνω στη μουζική (φυσαρμόνικα).
Πήρε μία. Είχε δύο σειρές δόντια. Έτσι λέγαν τις τρύπες της φυσαρμόνικας που βγάζουν τους διάφορους τόνους, τους ήχους. Η γιαγιά την πλήρωσε κι έκανε να φύγει. Ο Στάθης όμως πήρα και μία τουρμπέτα (καραμούζα) κι ένα μπιρμπίλι (σφυρίχτρα). Ήθελε να τα πάει δώρο στο μικρότερό του αδελφό.
-Για το Γιαννάκη, είπε της γιαγιάς.
Η γιαγιά πλήρωσε και την τουρμπέτα και το μπιρμπίλι. Ο Στάθης, έτσι με την τουρμπέτα, το μπιρμπίλι και τον δεσπότη, είχε εξασφαλίσει τα δώρα του για την αδελφούλα και το αδελφάκι του.
Τώρα η γιαγιά χωρίς να ρωτήσει τον εγγονό της πήρε το δρόμο του γυρισμού. Η ώρα πλησίαζε να συναντηθούν με το γιο της στο καφενείο που είχαν ορίσει.
Το καφενείο ήταν στην πλατεία της πόλης. Ένα ξεχωριστό καφενείο που άραζαν οι συγχωριανοί οικοδόμοι, αλλά και οι αγωγιάτες του χωριού.
Όταν μπήκε η γιαγιά σηκώθηκαν οι χωριανοί και της πρότειναν καρέκλα να τη κεράσουν. Αυτή όμως βιάζονταν. Έπρεπε να προλάβει το παζάρι.
Το παζάρι ήταν στο κέντρο της πόλης. Φωνές ακούονταν από παντού. Όλοι διαλαλούσαν την πρμάτεια τους. Ο Στάθης απορούσε με τις γλώσσες που άκουγε. Κυριαρχούσαν τα ελληνικά και τα σλάβικα. Τα ποντιακά μόλις είχαν αρχίσει να ξεμυτίσουν κι αυτά.
Πέρασαν όλη την αγορά η γιαγιά με το γιό της και τον εγγονό. Σταμάτησαν στα σιτάρια. Η γιαγιά έχωνε τις χούφτες στα τσουβάλια με σιτάρι, τις γέμιζε και εξέταζε τα σπυριά αν ήταν γεμάτα και ξερά κι αν υπήρχαν χώματα, άμμος και σκύβαλα, μαυράδια. Τελικά διάλεξε δύο οσμάκια (δύο σακιά των σαράντα με σαράντα πέντε οκάδων), τα παζάρεψε με τον τρόπο που αυτή ξέρει. Κάτι του έκοψε από την τιμή. Άδειασε τα σακιά ο χωρικός στα σακιά της γιαγιάς που είχε φέρει από το χωριό. Σακιά από μαλλί φτιαγμένο στο αργαλειό. Τα φόρτωσε στον ώμο δύο φορές ο χωρικός και τα πήγε σένα διπλανό μαγαζί γνωστού γιού της. Από εκεί θα φόρτωνε ο Μίχας για το χωριό.
Από εκεί τράβηξαν στην κύρια αποστολή της. Εκεί που πουλούσαν τα μαλλιά, πρόβια ή γιδίσια. Γι αυτό ήρθε στην πόλη. Να αγοράσει μαλλί. Τ’ άλλα μπορούσε να ψωνίσει και ο γιος της. Ρίξαν μια ματιά σ' όλους τους πουλητάδες κτηνοτρόφους χωρικούς. Διάλεξε το καλύτερο.
Έμειναν να ψωνίσουν ζαρζαβατικά και κανένα καρπούζι ή πεπόνι. Ο γιός της κουβαλούσε το δισάκι, φτιαγμένο κι αυτό στ’ αργαλειό. Γέμισαν το δισάκι με ζαρζαβατικά, μένα μεγάλο καρπούζι κι ένα πεπόνι. Ο γιος της τα πήγε στο μαγαζί πού 'χαν αφήσει το σιτάρι και το μαλλί.
Σειρά είχαν τώρα τα μαγαζιά. Πέρασαν σε πέντε-έξι εμπορικά. Η γιαγιά ψώνιζε. Αυτή παζάρευε. Σ’ όλους κάτι έκοβε στις τιμές. Αγόρασε ύφασμα για ένα φουστάνι για την εγγονή, την αδελφή του Στάθη. Αγόρασε καντιφέ (κοτλέ) για δυο κουστούμια για τα εγγόνια. Όλα σε πήχες. Δυό ζευγάρια άσπρα πάνινα παπούτσια για τα εγγόνια. Ένα ζευγάρι παντόφλες όμορφες για την εγγονή,
Ο Στάθης της είχε ζητήσει να του πάρει πηλίκιο σχολικό. Πήρε δύο με άσπρα συρίτια που είχαν μπλε γραμμή στη μέση, με πλαστικό γείσο. Ο Στάθης το φόρεσε το δικό του. Το 'βαλε λίγο στραβά. Η γιαγιά του το διόρθωσε, το έσιαξε.
-Μικρός είσαι ακόμα να βάλεις στραβά το καπέλο, του είπε.
Στην γιαγιά δεν περνούσαν οι ζαβολιές του Στάθη.
Πήρε από δυο μπλούζες (φανέλες τις λέγανε τότε) βαμβακερές με μακριά μανίκια, με μπλε γιακάδες και το υπόλοιπο με στενές άσπρες και μπλε ρίγες οριζόντιες. Χρώματα της ελληνικής σημαίας (φλιάμπουρι την έλεγε η γιαγιά). Τους πήρε κι από ένα ζεύγος στρίγκα (τιράντες) με ελαστικότητα για να μη καμπουριάσουν τα παιδιά. Δυό τσίπες (μαντίλια του κεφαλιού) μεταξωτές για τις δυό εγγονές. Μιά μαύρη μαντίλα με κρόσια για τον εαυτό της και δυό μαντίλια καφτάνκα για την νύφη της, μάνα του Στάθη και για την κόρη της, θεία του Στάθη.
Τα ψώνια τέλειωσαν. Ο γιός πλήρωνε. Η γιαγιά δεν έριξε ματιά στο πορτοφόλι του γιου της να δει αν φτάναν. Έπρεπε να είχε κάνει το κουμάντο. Για ψώνια ήρθε της χρονιάς, όχι για το πανηγύρι, για βόλτα!
-Τώρα πάμε να φάμε για να είμαστε έτοιμοι για το δρόμο.
Κίτσος Γιαγγιώργος, Παλιά στη Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 20-22, 28-34.
Νύμφη ανύμφευτη...
Υπήρχε και κάποιος άλλος σοβαρότερος λόγος της γενικής απροθυμίας. Ο γαμπρός, ο Κόλας, τα χαράγματα είχε αφήσει το γλέντι κι έφυγε για το πανηγύρι στη Φλώρινα να πουλήσει τα προϊόντα της τέχνης του. Όλοι τον απέτρεψαν. Έπρεπε να κοιτάξει τώρα τη χαρά και ν’ αφήσει τις δουλειές γι’ αργότερα. Ήταν κι οι κομιταζήδες που δεν έπρεπε να τους ξεχνάει. Μα ο Κόλας, τετραπέρατος βλάχος χρυσικός, που είχε γυρίσει με τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια, τις αλυσίδες και τ’ άλλα ασημικά του όλη την Παλαιά Ελλάδα, δεν ήταν από εκείνους που μπορούσαν ν’ αφήσουν να τους ξεφύγει ένα πανηγύρι. Όσο για τους κομιτατζήδες τους έγραφε στα παλιά του παπούτσια. Υποσχέθηκε μονάχα να φύγει νωρίς απ’ το πανηγύρι και να γυρίσει μαζί με οκτώ άλλους Νεβεσκιώτες, που ήταν στη Φλώρινα. Η νύφη έμαθε την αναχώρησή του αργά. Αλλιώς δεν θα τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγει. Κλεισμένη τώρα στην κάμαρά της έστελνε από νωρίς κάθε λίγο και λιγάκι παιδάκια στο σπίτι των πεθερικών να ρωτήσουν αν ο Κόλας γύρισε. Σε κάθε αρνητική απάντηση έσπαζε στα κλάματα.
-Τι κάνεις έτσι κόρη μου; Όπου να 'ναι θα γυρίσει, της έλεγε η μάνα της,
-Φοβάμαι, μητέρα, ήταν η απάντησή της, κι έπεφτε στην αγκαλιά της.
-Μα δεν πήγε πουθενά μακριά. Στη Φλώρινα πήγε… Το κλάμα σου για καλό σας να 'ναι.
-Φοβάμαι, μητέρα.
Η ώρα περνούσε κι η αγωνία μεγάλωνε και γενικευόταν. Γιατί αργούσαν; Νύχτωσε πια. Τι έγιναν; Η απόσταση απ’ τη Φλώρινα ως τη Νέβεσκα δεν είναι περισσότερο από 4-4 1/2 ώρες. Από οποιονδήποτε δρόμο κι αν περνούσαν –τα δύσκολα εκείνα χρόνια οι ταξιδιώτες ποτέ δεν έλεγαν ποιο δρόμο θ’ ακολουθούσαν –έπρεπε να ήταν νωρίς στο χωριό. Τα παζάρια και τα πανηγύρια έχουν ζουμί κυρίως ως το μεσημέρι. Τι να έπαθαν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι; Τους κράτησαν οι Τούρκοι; Μα γιατί; Ήταν όλοι τους φρόνιμοι οικογενειάρχες που δεν είχαν δοσοληψίες με τις κυβερνητικές αρχές. Μήπως τους εμπόδισε η απογευματινή βροχή; Μα ήταν δυνατό; Ήταν Σαββατόβραδο, γινόταν γάμος κι είχαν και το γαμπρό μαζί τους. Μην τυχόν οι κομιτατζ…; Και τη λέξη αυτή δεν τολμούσαν ούτε νοερά ν’ αποτελειώσουν. Ένιωθαν να ορθώνονται όλες οι τρίχες της κεφαλής τους. Το μυαλό κι η φαντασία όλων των 1240 κατοίκων της Νέβεσκας, μικρών και μεγάλων δούλευαν με πυρετώδη δραστηριότητα ν’ ανακαλύψουν την εξήγηση του μυστηρίου κι ένα μεγάλο αγωνιώδες ερωτηματικό ήταν απλωμένο πάνω απ’ το χωριό. Τους φρικτούς φόβους που ο καθένας ένιωθε μέσα του δεν τολμούσαν ούτε στον εαυτό τους να εξωτερικεύσουν κι όλοι πάσχιζαν μ’ όλη τους την καλή θέληση να συγκρατήσουν την ελπίδα και το κουράγιο. Μόνοι οι γύφτοι λησμονημένοι στη γωνιά τους έπιναν ρακή, κατάπιναν μεζέδες κι εξακολουθούσαν ευσυνείδητα τη δουλειά τους, για την οποία τους είχαν φέρει από τόσο μακριά. Ξένοι στη γύρω τους αγωνία και βλέποντας την αδιαφορία για το χορό, το είχαν γυρίσει στα τραγούδια. Έλεγαν τον ένα στίχο με το στόμα και τον επαναλάμβαναν με τα όργανα. Ο Λούκας με τη ράχη του Λεχόβου έπαιρνε κι έδινε. Σα να είχε πειραχτεί το φιλότιμό τους απ’ τη γενική αδιαφορία, που δεν γνώριζαν την αιτία της, βαρούσαν τα όργανά τους και τα φυσούσαν με όλη την δύναμη του πλατιού στήθους τους για να καταστήσουν αισθητή τη παρουσία τους. Νόμιζες πως θα έσπανε το βιολί που το έπαιζε ένας κατάμαυρος γέρος με άσπρα μαλλιά και θα ράγιζε το μικρό τύμπανο, που κρατούσε ένα παιδί. Το κλαρίνο εσκόρπιζε κάτι οξείς ήχους ικανούς να σπαράξουν τα αυτιά και κωφαλάλων. Κάπου κάπου όμως αντηχούσε από μερικά σπίτια και καμιά γυναικεία κραυγή ακόμα διαπεραστικότερη που έσβηνε αμέσως.
Γ. Χρήστου [Μόδης Γεώργιος], «Νύμφη ανύμφευτη», Μακεδονικές Ιστορίες, Α.Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 196-198.
Μετάβαση στο σημείο: Παζάρι-Παλιά αγορά