Μυτιλήνη
Μυτιλήνη
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΤο λιμάνι και η προκυμαία Στο λιμάνι και στην προκυμαία του χθες
«Στη Μυτιλήνη του άλλοτε το λαϊκό στοιχείο βρισκόταν σε αντίθεση αρμονική πλάι στον γερασμένο αστικό εκλεκτικισμό» σημειώνει ο Στρατής Πασχάλης. Έτσι, στο λιμάνι και στην προκυμαία παλιότερα –όταν οι αντιθέσεις ήταν εντονότερες στην πόλη- μπορούσε κανείς να συναντήσει ανθρώπους χαμάληδες που μετέφεραν εμπορεύματα στα καράβια δίπλα σε ανθρώπους μιας παλιάς «αριστοκρατίας».
Αιώνες τώρα οι ίδιοι ά...
Το μυθιστόρημα της Μυτιλάνας
(απόσπασμα)
Στους δρόμους της πόλης, στα μουράγια, στην αγορά, στις σύναξες, βρίσκονται άνθρωποι απ’ τα ίδια γονίδια με ζωγραφιστά τα πάθη του καιρού στα στήθια τους. Οι φάτσες είναι οι ίδιες, αιώνες τώρα. Βρίσκεις ακόμα μάτια βαμμένα απ’ την ανατολή του ήλιου, με την ηλικία της θάλασσας πάνω στα κορμιά τους. Κανείς δεν θυμάται τους ξανθούς αιολείς, που βρίσκονται μέσα στο αίμα τους. Τους μελαχρινούς αγροϊώτες, τους σκλάβους, τους σκύθες, τους θράκες, που απ’ το αίμα τους είναι βαμμένη η καρδιά τους.
Οι γενιές αυτές πέρασαν τόσα βάσανα μέσα στους αιώνες. Άντεξαν τους Πέρσες, τους Αθηναίους, τους Ρωμαίους, τους Άραβες, τους Βενετούς, τους Γενοβήσους, τους Τούρκους.
Και τώρα καινούρια γενιά φρεσκοβαμμένο καράβι πλέει απάνω στο Αιγαίο να συναντήσει την καινούρια μοίρα του, που γράφουν οι καιροί. Τραβούν να χαιρετίσουν το αίνιγμά τους, ενώ φυτεύουν κερασιές πάνω στο βράχο του Μπανή.
Οι καμπάνες τώρα χτυπάν σηκώνοντας θόλους ορθινούς. Μια κυανόλευκη κυματίζει πάνω στο Κάστρο. Μια Μητρόπολη μ’ ένα γοτθικό καμπαναριό. Ο Άγιος Θεράπης με τον τεράστιο γαλαζιόγκριζο θόλο και τα μπαρόκ στολίδια του. Ένα λιμάνι με τ’ αλιευτικά γιομάτα τσούρμα από μυτιληνιούς, φωκιανούς, αϊβαλιώτες. Ψαρεύουν πάνω στα πλάτια του Αιγαίου, πηγαίνοντας ως πέρα στην Ανατολή. Να βρουν το γαλάζιο όνειρο, που έθρεψαν μέσα σε θαλασσοσπηλιές, στους κίνδυνους των βράχων, που τους έδερνε η θύελλα. Πρόσφυγες που γύρισαν απ’ το μακρινό όνειρο πάλι στη γη τους. Βαρέλια λάδι που κυλάν πάνω στην προκυμαία και φορτώνονται στα μικρά σιδερένια βαπόρια των Δημάκηδων και των Χοντρογιάννογλου. Βαπόρια της Ναυτιλιακής κατάλευκα με γαλάζια ψευτοφούγαρα, σεργιανούν τη Σαπφώ και τον Αρίωνα στη γλαυκή θύμηση του Αιγαίου.
Όξω απ’ το λιμάνι το ίδιο πέλαγος, με τους κρότους που σκώνει στ’ ακρογιάλια, ανακατώνοντας την ψυχή. Το χτυπά ο ορθινός ο ήλιος. Ο Απόλλωνας σκωμένος απ’ τα βάθη της Ασίας.
Αντικριστά στην πόλη, στο νοτιά, πάντα το βουνό σκεπασμένο τώρα με λιόδεντρα πολλά, απ’ τα φύλλα τους στάζει απαλή βροχή, ή κρησάρεται, το καλοκαίρι, το πολύ φως του ήλιου, μέσα στ’ ατέλειωτα τραγούδια τζιτζικιών, την ώρα που το γαϊδουράγκαθο βγάζει το λιλά λουλούδι πάνω στο φρυγανισμένο κίτρινο χορτάρι.
Θανάσης Παρασκευαΐδης, Τό μυθιστόρημα τῆς Μυτιλάνας, Αθήνα, (χωρίς εκδοτικό οίκο), 1977, σσ. 80-81.
Η συνάντηση του Στρατή...
Σ’ αυτή την πόλη έζησε η Σαπφώ
Φοβάμαι πως το χάσιμο της Μικρασίας, ο τέλειος εκτουρκισμός, αφαίρεσε από τη Μυτιλήνη τη φυσική της συνέχεια. Την ακρωτηρίασε. Πηγαίνοντας στ’ αντικρινά παράλια, αμέσως αναγνωρίζεις την ανταπόκριση που θα πρέπει να υπήρχε ανάμεσα στις δύο ακτές. Αλλά και ο αφελληνισμός των μεγάλων σταθμών της ασιατικής και της μεσοανατολικής ρωμιοσύνης θα πρέπει να της στέρησε κάποιες σημαντικές δυνατότητες ζωτικής ανάσας. Μια αίσθηση Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης, Αλεξάνδρειας την υποψιάζεσαι να υφέρπει σε χίλιες μεριές, ορφανή. Εκζήτηση και νωχέλεια, περίτεχνες οικοδομές, λεβαντινισμός. Βυζάντιο πίσω από δυτικότροπες προσωπίδες, τελετουργίες αργόσυρτης καθημερινότητας, παράδοξα «κράματα». Είναι περίεργο, αλλά κάποιες φορές σκέφτεσαι αχνά τον Καβάφη. Ίσως δεν είναι τυχαίο που σ’ ένα ψηλό ξενοδοχείο της προκυμαίας (μια πλευρά του την έχει ζωγραφίσει ο Τσαρούχης) έζησε για πολλά χρόνια η ανιψιά του μεγάλου ποιητή, η κόμισα Χαρίκλεια Καβάφη-Βαλιέρη. Τη συνάντησα κάποτε, μαθητής γυμνασίου, τυχαία. Ένας φίλος μου, ξέροντας πως είχα αρχίσει να γράφω ποίηση, με οδήγησε κάποιο βράδυ, χωρίς να το περιμένω, στο δωμάτιό της. Μια ελάχιστη κάμαρα, γυμνή, μ’ ένα κρεβάτι στην άκρη. Πάνω απ’ το προσκεφάλι της, κρεμασμένο στον τοίχο ένα ροζάριο. Η κυρία καθότανε στο κρεβάτι, σαν σε καναπέ, με στηριγμένους τους αγκώνες της σ’ ένα τραπεζάκι που βρισκότανε ακριβώς μπροστά της. Μιλούσε μόνο γαλλικά κι εγώ της απαντούσα με όσα γαλλικά ήξερα τότε. Κουβεντιάσαμε για μία ώρα περίπου. Ήταν κοντή, παχουλή, μάτια γαλανά, ξέθωρα, κάπως παγωμένα (ελπίζω να μην με ξεγελά το μνημονικό μου), μαλλιά γκρίζα, σε φροντισμένο πλούσιο κότσο. Φορούσε ένα μάλλινο σάλι, ανοιχτό μενεξεδί. Ζούσε παραδίδοντας μαθήματα ξένων γλωσσών. Μου είπε πολλά πράγματα για τη ζωή της. Ιστορίες κάπως απίστευτες. Πως είχε γνωριστεί με τον πρίγκιπα Γιουσούποφ που σκότωσε τον Ρασπούτιν. Ή ότι κάποτε, με τον άντρα της, είχαν νοικιάσει έναν ολόκληρο όροφο στο περίφημο παλάτι του Φοντενμπλό. Για τον Καβάφη εκφράστηκε με πικρή εγκράτεια. Θα πρέπει να υπήρχαν οικογενειακές δυσαρέσκειες.
Παρόμοιες εμπειρίες μπορούσες να έχεις πολύ συχνά στη Μυτιλήνη του άλλοτε. Άνθρωποι κοσμοπολίτικης ντεκαντέντσιας που τους ξέβρασε κάποιο μοιραίο κύμα σ’ αυτή την πόλη, όπου έβρισκαν μια ξέχωρη ποιότητα, ικανή να τους κρατά ζωντανούς, μέσα στις ονειρικές αυταπάτες τους. Ταυτοχρόνως, το λαϊκό στοιχείο, δραστικό και παλλόμενο, σε αντίθεση –τι παράξενο– αρμονική πλάι στον γερασμένο αστικό «εκλεκτικισμό». Ίσως γιατί όλα, ταπεινά και σπουδαία, τα χαρακτήριζε το ίδιο ειδικό βάρος και τα διαπότιζε ο ίδιος λαγγεμένος καημός, το ίδιο χοϊκό, βαθύ παραμύθι. Ο Θεόφιλος…
Μετάβαση στο σημείο: Το λιμάνι και η προκυμαία