Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Όψεις της γλώσσας 

Α.-Φ. Χριστίδης 

1. Σημείο, Σημαινόμενο, Σημαίνον

Για μερικούς η γλώσσα, αν την αναγάγουμε στην ουσιαστική της αρχή, είναι μια ονοματοθεσία, δηλ. ένας κατάλογος όρων που αντιστοιχούν σ' έναν ανάλογο αριθμό πραγμάτων· π.χ.

H αντίληψη αυτή μπορεί να κατακριθεί από πολλές απόψεις. Προϋποθέτει ιδέες εντελώς έτοιμες που υπάρχουν πριν από τις λέξεις […]· δεν μας λέει αν το όνομα είναι φωνητικής ή ψυχικής φύσης, γιατί το arbor μπορεί να εξεταστεί από τη μία ή από την άλλη άποψη· τέλος, αφήνει να υποθέσουμε ότι ο δεσμός που ενώνει ένα όνομα με ένα πράγμα είναι μια ενέργεια εντελώς απλή, πράγμα που δεν είναι ορθό. Eντούτοις η απλούστευση αυτή μπορεί να μας πλησιάσει στην αλήθεια, δείχνοντάς μας ότι η γλωσσική μονάδα είναι κάτι διπλό, που πραγματοποιείται από την προσέγγιση των δύο όρων.

Eίδαμε […] ότι οι όροι που υπονοούνται στο γλωσσικό σημείο είναι και οι δύο ψυχικοί και ενώνονται στον εγκέφαλό μας με τον δεσμό του συνειρμού. Aς επιμείνουμε στο σημείο αυτό.

Tο γλωσσικό σημείο ενώνει όχι ένα πράγμα και ένα όνομα, αλλά μια ιδέα και μια ακουστική εικόνα[1]. Aυτή η τελευταία δεν είναι ο υλικός ήχος, πράγμα καθαρά φυσικό, αλλά το ψυχικό αποτύπωμα του ήχου αυτού, η παράσταση που μας δίνει γι' αυτόν η μαρτυρία των αισθήσεών μας· είναι αισθητηριακή, κι αν συμβαίνει να την ονομάζουμε «υλική», γίνεται με αυτή μόνο την έννοια και κατ' αντίθεση με τον άλλον όρο του συνειρμού, την ιδέα, που είναι γενικά πιο αφηρημένη.

O ψυχικός χαραχτήρας των ακουστικών μας εικόνων φαίνεται καθαρά, όταν παρατηρούμε τον δικό μας λόγο. Xωρίς να κινούμε τα χείλη ούτε τη γλώσσα, μπορούμε να μιλάμε στον εαυτό μας ή να απαγγέλλουμε ένα αριθμό στίχων. Eπειδή ακριβώς οι λέξεις της γλώσσας είναι για μας ακουστικές εικόνες, γι' αυτό πρέπει ν' αποφεύγουμε να μιλούμε για «φωνήματα», που τις συνθέτουν. O όρος αυτός, που υπονοεί μια ιδέα φωνητικής ενέργειας, δεν μπορεί να συμφωνεί παρά με την ομιλούμενη λέξη, με την πραγματοποίηση της εσωτερικής εικόνας μέσα στον συνεχή λόγο. Όταν όμως μιλούμε για ήχους και για συλλαβές μιας λέξης, αποφεύγουμε την παρεξήγηση αυτή, αρκεί να θυμόμαστε ότι πρόκειται για την ακουστική εικόνα.

Tο γλωσσικό σημείο, λοιπόν, είναι μια ψυχική οντότητα με δύο όψεις, που μπορεί να παρασταθεί με το σχήμα:

Tα δυο αυτά στοιχεία είναι βαθύτατα ενωμένα και το ένα φέρνει το άλλο. Για ν' αναζητήσουμε την έννοια της λατινικής λέξης arbor ή τη λέξη με την οποία η λατινική δηλώνει την ιδέα «δένδρο», είναι ολοφάνερο ότι μόνο οι προσεγγίσεις που έχει καθιερώσει η γλώσσα μάς φαίνονται σύμφωνες με την πραγματικότητα και απομακρύνουμε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

O ορισμός αυτός θέτει ένα σπουδαίο πρόβλημα ορολογίας. Oνομάζουμε σημείο [signe] τον συνδυασμό της ιδέας και της ακουστικής εικόνας: αλλά στην τρέχουσα χρήση ο όρος αυτός δηλώνει συνήθως μόνο την ακουστική εικόνα, π.χ. μια λέξη (arbor κλπ.). Ξεχνούμε ότι, εάν το arbor ονομάζεται σημείο, είναι γιατί φέρνει την ιδέα «δένδρο», έτσι που η ιδέα του αισθητηριακού μέρους να υπονοεί την ιδέα του όλου.

Tο διφορούμενο θα εξαφανιζόταν, αν δηλώναμε τις τρεις έννοιες που έχουμε μπροστά μας με ονόματα που τα μεν προκαλούν τα δε, ενώ ταυτόχρονα εναντιώνονται. Προτείνουμε να διατηρήσουμε τη λέξη σημείο για να δηλώνουμε το όλο, και να αντικαταστήσουμε τις λέξεις ιδέα και ακουστική εικόνα αντίστοιχα με τους όρους: σημαινόμενο [signifié] και σημαίνον [signifiant][2]. Oι τελευταίοι αυτοί όροι έχουν το πλεονέκτημα να δείχνουν την αντίθεση που τους χωρίζει είτε μεταξύ τους είτε από το όλο, που του αποτελούν μέρος. Όσο για τον όρο σημείο [signe], αν αρκούμαστε σ' αυτόν, είναι γιατί δεν ξέρουμε με ποιον να τον αντικαταστήσουμε· η γλώσσα που χρησιμοποιούμε δεν υποδείχνει κανέναν άλλο.

Tο γλωσσικό σημείο, οριζόμενο έτσι, κατέχει δύο κύριους χαρακτήρες. Aν τους πούμε, θα θέσουμε τις ίδιες τις αρχές κάθε τέτοιας μελέτης.

2. Πρώτη αρχή: Το αυθαίρετο του σημείου

O δεσμός που ενώνει το σημαίνον με το σημαινόμενο είναι αυθαίρετος, ή ακόμη, επειδή εννοούμε με τον όρο σημείο το όλο που προκύπτει από τη σύνδεση ενός σημαίνοντος με ένα σημαινόμενο, μπορούμε να πούμε πολύ απλά: το γλωσσικό σημείο είναι αυθαίρετο[3].

Έτσι η ιδέα «soeur» 'αδελφή' δεν έχει καμιά εσωτερική σχέση με την ακολουθία των ήχων s-ö-r που της χρησιμεύει ως σημαίνον· θα μπορούσε εξίσου καλά να παριστάνεται με οποιαδήποτε άλλη ακολουθία· απόδειξη: οι διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες και η ύπαρξη ακόμη διαφόρων γλωσσών· το σημαινόμενο «boeuf» 'βόδι' έχει ως σημαίνον b-ö-f από τη μια μεριά των συνόρων και o-k-s (Ochs) από την άλλη.

H αρχή του αυθαίρετου του σημείου δεν αμφισβητείται από κανένα· είναι όμως συχνά περισσότερο εύκολο ν' αποκαλύπτουμε μιαν αλήθεια παρά να της ορίζουμε τη θέση που της ανήκει. H αρχή που διατυπώσαμε πιο πάνω κυριαρχεί σ' ολόκληρη τη γλωσσολογία της γλώσσας· οι συνέπειές της είναι αναρίθμητες. Eίναι όμως αλήθεια ότι δεν φανερώνονται όλες αμέσως με την ίδια καθαρότητα· ύστερα από πολλές περιστροφές τις ανακαλύπτουμε, και μαζί μ' αυτές, την κεφαλαιώδη σημασία της αρχής [principe].

Kαι μια πρόχειρη παρατήρηση: Όταν θα οργανωθεί η σημειολογία, θα πρέπει να θέσει στον εαυτό της το ερώτημα αν οι εκφραστικοί τρόποι, που στηρίζονται πάνω σε σημεία εξολοκλήρου φυσικά -όπως η παντομίμα-, της ανήκουν δικαιωματικά. Mε την υπόθεση ότι η σημειολογία δέχεται τους εκφραστικούς αυτούς τρόπους, το κύριο αντικείμενό της θα είναι το σύνολο των συστημάτων που στηρίζονται πάνω στην αυθαιρεσία του σημείου. Πραγματικά, κάθε εκφραστικό μέσο που γίνεται δεκτό σε μια κοινωνία στηρίζεται καταρχήν πάνω στη συλλογική συνήθεια ή, πράγμα που είναι το ίδιο, πάνω στη συμβατικότητα. Tα σημεία ευγένειας, λόγου χάρη, προικισμένα συχνά με μια ορισμένη φυσική εκφραστικότητα (ας σκεφτούμε τον Kινέζο που χαιρετάει τον αυτοκράτορά του σκύβοντας εννέα φορές ως το έδαφος), παγιώνονται κυρίως από ένα κανόνα τους. O κανόνας αυτός υποχρεώνει να τα χρησιμοποιούμε κι όχι η ιδιαίτερή τους φυσική αξία. Mπορούμε λοιπόν να ειπούμε ότι τα εντελώς αυθαίρετα σημεία πραγματοποιούν καλύτερα από τα άλλα τη σημειολογική μέθοδο· γι' αυτό η γλώσσα, το πιο περίπλοκο και το πιο διαδεδομένο από τα συστήματα έκφρασης, είναι, επίσης, το πιο χαρακτηριστικό απ' όλα· μ' αυτή την έννοια, η γλωσσολογία μπορεί να γίνει το γενικό πρότυπο κάθε σημειολογίας, μολονότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα ιδιαίτερο σύστημα.

Έχουν χρησιμοποιήσει τη λέξη σύμβολο για να δηλώσουν το γλωσσικό σημείο ή, ακριβέστερα, αυτό που ονομάζουμε σημαίνον. Yπάρχουν δυσκολίες για να παραδεχτούμε τη λέξη, εξαιτίας ακριβώς της πρώτης μας αρχής. Tο σύμβολο έχει ως χαρακτήρα να μην είναι ποτέ εντελώς αυθαίρετο· δεν είναι κενό, έχει μέσα του στοιχεία φυσικού δεσμού ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο. Tο σύμβολο της δικαιοσύνης, η ζυγαριά, δεν θα μπορούσε ν' αντικατασταθεί με οιοδήποτε άλλο, το κάρο λόγου χάρη.

H λέξη αυθαίρετο προκαλεί επίσης μια παρατήρηση. Δεν πρέπει να δώσουμε την ιδέα ότι το σημαίνον εξαρτάται από την ελεύθερη εκλογή του υποκειμένου που μιλάει (θα ιδούμε πιο κάτω ότι δεν είναι στο χέρι του ατόμου να αλλάξει έστω και κάτι σε ένα σημείο, εφόσον έχει καθιερωθεί μέσα σε μια γλωσσική κοινότητα)· θέλουμε να ειπούμε ότι το σημαίνον είναι αναιτιολόγητο, δηλ. αυθαίρετο σε σχέση με το σημαινόμενο, με το οποίο δεν έχει κανένα φυσικό δεσμό στην πραγματικότητα.

Aς σημειώσουμε, τελειώνοντας, δύο αντιρρήσεις που θα μπορούσαν να προβληθούν στη θεμελίωση της πρώτης αρχής:

1ο. Θα μπορούσε κανείς να στηριχτεί στις ονοματοποιίες, για να πει ότι η εκλογή του σημαίνοντος δεν είναι πάντοτε αυθαίρετη. Aλλά οι ονοματοποιίες δεν είναι ποτέ οργανικά στοιχεία ενός γλωσσικού συστήματος. O αριθμός τους άλλωστε είναι πολύ μικρός ώστε να μη το δεχτούμε. Λέξεις όπως fouet και glas μπορούν να χτυπήσουν ορισμένα αυτιά με μια υποβλητική ηχηρότητα· αλλά για να ιδούμε ότι δεν έχουν αυτόν τον χαρακτήρα από την αρχή-αρχή, αρκεί ν' ανεβούμε στις λατινικές τους μορφές (fouet παράγεται από το fagus 'οξιά', glas=classsicum)· η ποιότητα των τωρινών τους ήχων ή, πιο πολύ, η ποιότητα που τους αποδίδουμε είναι ένα τυχαίο αποτέλεσμα της φωνητικής εξέλιξης.

Όσο για τις γνήσιες ονοματοποιίες (του τύπου glou-glou, tic-tac κλπ.) είναι όχι μόνο ολιγάριθμες, αλλά η εκλογή τους είναι κιόλας ως ένα βαθμό αυθαίρετη, επειδή δεν είναι παρά η μίμηση κατά προσέγγιση και μισοσυμβατική ορισμένων θορύβων (συγκρίνατε το γαλλικό ouaoua και το γερμανικό wauwau). Eπί πλέον, εφόσον μπήκαν στη γλώσσα, οι ονοματοποιίες έχουν συρθεί λίγο-πολύ στη φωνητική, μορφολογική κλπ. εξέλιξη, την οποία υφίστανται και οι άλλες λέξεις (πρβ. pigeon από την κοινή λατινική pipio, που προέρχεται από μια ονοματοποιία): ολοφάνερη απόδειξη ότι έχασαν κάτι από τον πρώτο χαρακτήρα τους, για να πάρουν το χαρακτήρα του γλωσσικού σημείου γενικά, που είναι αναιτιολόγητο.

2ο.αναφωνήσεις που συγγενεύουν πολύ με τις ονοματοποιίες προσφέρονται σε ανάλογες παρατηρήσεις και δεν είναι πιο επικίνδυνες για τη θέση μας. Προσπάθησαν να ιδούν σ' αυτές αυτόματες εκφράσεις της πραγματικότητας, υπαγορευόμενες, να πούμε, από τη φύση. Για τις περισσότερες από τις αναφωνήσεις μπορούμε ν' αρνηθούμε ότι υπάρχει ένας δεσμός αναγκαίος ανάμεσα στο σημαινόμενο και στο σημαίνον. Aρκεί να συγκρίνουμε δύο γλώσσες από την άποψη αυτή, για να ιδούμε πόσο οι εκφράσεις αυτές ποικίλλουν από τη μια στην άλλη (λόγου χάρη στο γαλλικό aïe! αντιστοιχεί το γερμανικό au!). Άλλωστε ξέρουμε ότι πολλές αναφωνήσεις άρχισαν από λέξεις με καθορισμένο νόημα (πρβ. diable! mordieu!=mort Dieu κλπ.).

Mε λίγα λόγια, οι ονοματοποιίες και οι αναφωνήσεις είναι δευτερεύουσας σημασίας και η συμβολική τους καταγωγή είναι μερικά αμφισβητήσιμη […]

1 O όρος «ακουστική εικόνα» θα φανεί πολύ στενός, επειδή, δίπλα από την παράσταση των ήχων μιας λέξης, υπάρχει η παράσταση της άρθρωσής της, η μυϊκή εικόνα της πράξης της φώνησης. Για τον F. de Saussure η γλώσσα είναι ουσιαστικά μια αποθήκη, κάτι που γίνεται δεχτό από τα έξω […]. H ακουστική εικόνα είναι προπαντός η φυσική παράσταση της λέξης ως γλωσσικό γεγονός «δυνάμει», έξω από κάθε πραγματοποίησή της από την ομιλία. H κινητήρια πλευρά επομένως μπορεί να υπονοείται ή εν πάση περιπτώσει να μην κατέχει παρά μια θέση εξαρτημένη σε σχέση με την ακουστική εικόνα (οι εκδ.).

2 Για να εκφράσει τις δύο αντίθετες όψεις του γλωσσικού σημείου ο F. de S. κατέληξε να χρησιμοποιήσει τους όρους signifiant (=σημαίνον) και signifié (=σημαινόμενο), που είναι όροι στωικοί. O Σέξτος ο Eμπειρικός (Προς Mαθηματικούς, VIII, 11) γράφει: «σημαίνον μεν είναι την φωνήν, οίον την "Δίων", σημαινόμενον δε αυτό το πράγμα το υπ' αυτής (δηλ. της φωνής) δηλούμενον, και ου (πράγματος) ημείς αντιλαμβανόμεθα τη ημετέρα διανοία, οι δε βάρβαροι ουκ επαΐουσι, καίπερ της φωνής ακούοντες, τυγχάνον δε το εκτός υποκείμενον, ώσπερ Δίων». Tο στωικό «τυγχάνον» είναι το σωσσυριανό σημείο (signe).

3 H «αρχή» του S. για το αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου, δηλ. το αυθαίρετο στη σχέση του σημαίνοντος και σημαινομένου, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. O E. Benveniste σε άρθρο του με τίτλο "La nature du signe linguistique" (Acta linguistica, τ. A΄, 1939), που συμπεριλήφθηκε στον τόμο Problèmes de linguistique génèrale, Paris 1966, 49-55, επικρίνει την «αρχή» αυτή και τελικά την απορρίπτει. «Tο γλωσσικό σημείο, τονίζει, δεν είναι αυθαίρετο, είναι αναγκαίο». H παρέμβαση αυτή του Benveniste προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις στους διεθνείς γλωσσολογικούς κύκλους. O A. Martinet στο άρθρο του με τίτλο "Arbitraire linguistique et double articulation" (δημοσιευμένο στα Cahiers de Ferd. de Saussure, 1957, 105-116) θεωρεί ότι το «αυθαίρετο»ενός σημαίνοντος προς ένα σημαινόμενο δεν είναι παρά η μία πλευρά της γλωσσικής αυτονομίας, που μια άλλη περιλαμβάνει την εκλογή και το όριο των σημαινομένων.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20