Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

H νέα ελληνική γλώσσα μετά τη διγλωσσία [Δ3] 

Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου (2001) 

Tο διγλωσσικό παρελθόν της νέας ελληνικής (βλ. 4.1, 4.4), το ότι δηλαδή χαρακτηρίστηκε από τη συνύπαρξη μιας "υψηλής" ποικιλίας (της καθαρεύουσας) με μια "χαμηλή" (τη δημοτική) αφενός είναι γνωστό στους περισσότερους ομιλητές της ελληνικής και αφετέρου αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία, αφού η νεοελληνική θεωρείται ως μία από τις ορίζουσες περιπτώσεις κοινωνικής διγλωσσίας [diglossia] (Ferguson 1959). Άλλες περιπτώσεις γλωσσών όπου παρατηρούνται φαινόμενα κοινωνικής διγλωσσίας, κατά τον Ferguson, είναι η αραβική, η κρεολική της Aϊτής, η γερμανική στην Eλβετία.

H τυπική επίλυση του γλωσσικού ζητήματος χρονολογείται το 1976, όταν η δημοτική γλώσσα αναγνωρίζεται νομοθετικά ως η επίσημη γλώσσα του κράτους. Στόχος του παρόντος κειμένου είναι να διερευνήσει εάν για τη σύγχρονη κατάσταση της νέας ελληνικής η κοινωνική διγλωσσία αποτελεί οριστικά παρελθόν ή εάν επιζούν ή ξαναδημιουργούνται οι συνθήκες για διαφοροποιημένες χρήσεις κοινωνικών ποικιλιών της νέας ελληνικής με τρόπο που να παραπέμπει σε νέου τύπου "γλωσσικά ζητήματα".

Μια τέτοιου είδους εξέταση οφείλει να κινηθεί σε δύο άξονες, οι οποίοι είναι αναγκαίο τόσο να διακριθούν όσο και να συσχετιστούν μεταξύ τους: α) τον εσωγλωσσικό, το κατά πόσο δηλαδή έχει επιτευχθεί η απαραίτητη για μια κοινή εθνική γλώσσα ομοιογενοποίηση και β) τον μεταγλωσσικό, που αφορά τις απόψεις των ομιλητών -ή κάποιων μορφωμένων ομιλητών- για τη γλωσσική μορφή.

1. Η κοινή νέα ελληνική και οι λόγιες επιρροές της

Aναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία η άποψη ότι η κοινή νέα ελληνική αποτελεί το προϊόν της αλληλεπίδρασης της δημοτικής και της καθαρεύουσας, τη "μέση λύση" που επικράτησε ανάμεσα σε δύο ακραίες εκδοχές για το ποια πρέπει να είναι η επίσημη μορφή της νέας ελληνικής. H παραπάνω άποψη είναι αστήριχτη, γιατί θεωρεί συγκρίσιμα και αλληλεπιδρώντα δύο ανόμοια πράγματα: αφενός μια φυσική γλώσσα, τη δημοτική, εξέλιξη της μεσαιωνικής ελληνικής, και αφετέρου μια γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ, όπως ήταν η καθαρεύουσα. Eπιπλέον, για να στηριχτεί αυτή η άποψη, επιλέγονται λόγιες επιρροές που παρατηρούνται κυρίως στο λεξιλόγιο ή στη μορφολογία των ονομάτων και των ρημάτων και δεν εντάσσονται αυτές στα γενικά χαρακτηριστικά του συστήματος της νέας ελληνικής (βλ. 1.7).

H νέα ελληνική, όπως κάθε φυσική γλώσσα, δέχτηκε επιρροές τόσο από ξένες γλώσσες όσο και από την καθαρεύουσα, που για χρόνια κυριάρχησε στην εκπαίδευση, τη διοίκηση, την επιστήμη· ωστόσο μπόρεσε να ενσωματώσει τις επιρροές αυτές ανάλογα με τις ανάγκες της, διατηρώντας και διαφοροποιώντας όσα στοιχεία της είναι απαραίτητα. Π.χ. τα ρήματα διώχνω (λαϊκής καταγωγής) και διώκω (λόγιας καταγωγής) συνυπάρχουν με τη σημασιολογική διαφοροποίηση του δευτέρου σε 'διώκομαι ποινικά'.

Oι λόγιες επιρροές που δέχτηκε η νέα ελληνική καλύπτουν όλους τους τομείς της και γίνονται αντιληπτές από τους ομιλητές ως τέτοιες· γι' αυτό και συναντώνται κυρίως σε ομιλητές ορισμένου μορφωτικού επιπέδου και δεν παράγονται αυτόματα από οποιονδήποτε ομιλητή. Θα ακολουθήσουν παραδείγματα τέτοιων λόγιων επιρροών και θα διερευνηθεί η έκταση της επιρροής τους στο σύστημα της νέας ελληνικής.

1.1 Φωνoλoγία

Σύμφωνα με φωνολογικό κανόνα που ισχύει περίπου από το τέλος του Μεσαίωνα (Πετρούνιας 1984, 204) τα περισσότερα συμπλέγματα άηχων συμφώνων πρέπει να έχουν διαφορετικό τρόπο άρθρωσης, δηλαδή να μην είναι και τα δύο κλειστά ή και τα δύο εξακολουθητικά· με ίδιο τρόπο άρθρωσης επιτρέπεται μόνο το σύμπλεγμα [sf]. Έτσι λέξεις όπως χθες, ράφθηκε έγιναν χτες, ράφτηκε. Δεν είναι όμως σπάνια η εμφάνιση -στον γραπτό κυρίως λόγο- του τύπου χθες.

1.2 Μορφολογία

Στη νέα ελληνική ο μεσοπαθητικός αόριστος του ρήματος γράφομαι είναι γράφτηκε. Παρατηρείται όμως συχνά στον γραπτό λόγο η προσπάθεια να αποφευχθεί ο συγκεκριμένος τύπος και να αντικατασταθεί με το εγράφη, μιας και το σύμπλεγμα [ft] θεωρείται "λαϊκό" για ορισμένες χρήσεις.

Λόγιας καταγωγής είναι και η διατήρηση των συμφωνικών συμπλεγμάτων χθ, φθ στον παθητικό αόριστο ορισμένων ρημάτων (π.χ. παραπέμφθηκα, διώχθηκα στη σημασία του 'διώκομαι ποινικά'). Aποτελεί όμως φαινόμενο "υπερδιόρθωσης" η επέκταση του συμφωνικού συμπλέγματος σθ στην παθητική φωνή των ρημάτων σε -ίζω και -άζω (π.χ. ονομάσθηκε, να ισχυρισθεί, να αντιμετωπισθούν) με επίδραση πιθανόν των συμπλεγμάτων χθ, φθ (βλ. και Iορδανίδου 1996).

Xαρακτηριστική περίπτωση τύπων της καθαρεύουσας που δεν έχουν προσαρμοστεί στην κοινή είναι τα θηλυκά ονόματα σε -ος. Έτσι π.χ. το ουσιαστικό η οδός λέγεται συχνά "λανθασμένα" και στην αιτιατική την οδός, γιατί η μορφολογία του ονόματος της κοινής δεν διαθέτει αιτιατική θηλυκού σε -ο, την οδό, όπως θα ήταν το "σωστό".

1.3 Λεξιλόγιο

Οι εμφανέστερες λόγιες επιδράσεις της νέας ελληνικής είναι στον τομέα του λεξιλογίου (βλ. 4.9), καθώς αυτός είναι ο πιο ευαίσθητος στις παρεμβάσεις προκειμένου να καλυφθούν εκφραστικές ανάγκες. Tο λεξιλόγιο άλλωστε είναι ο τομέας όπου κάθε είδους δανεισμοί είναι πιο εύκολο να καθιερωθούν. Mια μορφή δανεισμού αποτελεί και ο διαχρονικός δανεισμός, ο δανεισμός δηλαδή από παλιότερη μορφή της ελληνικής. Πολύ συχνά, όμως, μια λέξη λόγιας καταγωγής περνά στην κοινή χρήση (π.χ. λεωφορείο).

1.4 Σύνταξη

Aντίθετα, ο τομέας όπου δυσκολότερα μπορούν να καθιερωθούν δομές ξένες ή λόγιες είναι η σύνταξη, μιας και τα γενικά χαρακτηριστικά της δομής της πρότασης αποτελούν τα συστατικά χαρακτηριστικά μιας γλώσσας που μεταβάλλονται με διαδικασίες μακρόχρονες και δεν είναι εύκολο να "ρυθμιστούν επί το λογιότερον". Π.χ. το απαρέμφατο που υπήρχε στην αρχαία ελληνική -και προσπαθούσε να "αναστήσει" η καθαρεύουσα- στην εξέλιξη της ελληνικής αντικαταστάθηκε με δευτερεύουσα πρόταση: βούλομαι ειπείν ―> θέλω να πω.

Mόνο στη γλώσσα της διοίκησης επιζούν ακόμα καθαρευουσιάνικες εκφράσεις όπως π.χ. παρακαλείσθε όπως επικοινωνήσετε, στην οποία το όπως χρησιμοποιείται ως μόριο για τον σχηματισμό της υποτακτικής, ενώ το νεοελληνικό όπως λειτουργεί ως ομοιωματικός σύνδεσμος.

Aξίζει να σημειωθεί ότι η κριτική και συχνά η καταδίκη που δέχτηκε η επίσημη γραπτή δημοτική ως προς τη σύνταξή της -κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του '80- αφορά κυρίως τις απόπειρες να "μεταγλωττιστούν" στη δημοτική δομές της καθαρεύουσας. Π.χ. η φράση: απόπειρα τοποθέτησης του προβλήματος της μεταρρύθμισης ξενίζει τους καθαρολόγους ως "κακόηχη" και "δημοτικοποιημένη", γιατί αποτελεί μια προσπάθεια να "μεταφραστεί" στη δημοτική μια σύνταξη της καθαρεύουσας. Στην περίπτωση αυτή δηλώνεται με ουσιαστικό η ρηματική ενέργεια (χαρακτηριστικό της καθαρεύουσας) (τοποθετώ ―> τοποθέτηση) και μετατρέπονται οι γενικές στον τύπο της δημοτικής (τοποθέτησης). Aν επιλεγεί η σύνταξη της δημοτικής: απόπειρα να τοποθετήσουμε το πρόβλημα της μεταρρύθμισης, τότε και προβλήματα κατανόησης δεν εμφανίζονται και οι καθαρολόγοι δεν θα διαπίστωναν "εξαμβλώματα" ή την ανεπάρκεια της δημοτικής για κάποιες γλωσσικές χρήσεις.

Όπως φάνηκε από τα παραπάνω, η ύπαρξη των λόγιων επιρροών καθεαυτή δεν αποτελεί πρόβλημα ούτε για τους ομιλητές της νέας ελληνικής ούτε για τους εκπαιδευτικούς που θα τη διδάξουν ούτε για τους ερευνητές που μελετούν την ιστορία της και τη συγχρονική της κατάσταση. Tόσο η ιστορία της ελληνικής όσο και το τι είναι σωστό σε συγχρονικό επίπεδο αρχίζει και αναγνωρίζεται ως πρόβλημα στο πλαίσιο των μεταγλωσσικών απόψεων, των στάσεων απέναντι στη γλώσσα και των ρυθμιστικών επιλογών που απαιτεί η σύνταξη γραμματικών ή λεξικών ή η εκπαιδευτική πράξη. Σε γλώσσες με διγλωσσικό παρελθόν όπως η ελληνική, οι μεταγλωσσικές απόψεις οδηγούν ακόμα και μετά το 1976 σε διενέξεις που θυμίζουν αναζωπυρώσεις του γλωσσικού ζητήματος· αυτές, όπως άλλωστε και το ίδιο το γλωσσικό ζήτημα, αποτελούν τμήμα μιας γενικότερης ιδεολογικής αντιπαράθεσης που σχετίζεται αφενός με τις αναζητήσεις για την εθνική ταυτότητα και αφετέρου με τις κοινωνικές ταυτότητες που συμβολίζονται με τις αντίστοιχες γλωσσικές.

2. Οι μεταγλωσσικές απόψεις για την κοινή νέα ελληνική

H συζήτηση για την ελληνική επικεντρώνεται τα τελευταία είκοσι χρόνια στην ιστορία της, τη σχέση της με την εθνική ταυτότητα, τον τρόπο που πρέπει να διδάσκεται και τη σχέση της με τις άλλες γλώσσες· φορείς της συζήτησης είναι διανοούμενοι, εκπαιδευτικοί αλλά και ευρύτερο κοινό. Tο κέντρο βάρους της συζήτησης δεν ήταν πάντοτε το ίδιο σε όλη την εικοσάχρονη περίοδο. Όπως επισημαίνεται από τον Xριστίδη (1996), μπορούμε να διακρίνουμε μια πρώτη περίοδο από το 1976 έως τα μέσα της δεκαετίας του '80 και μια δεύτερη από τα μέσα της δεκαετίας του '80 έως σήμερα. Στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο η αναγνώριση της γλώσσας ως προβλήματος εστιάζεται κυρίως στην προβολή της άποψης ότι η ελληνική αποκόπτεται από τις ρίζες της και κινδυνεύει να "αλλοιωθεί" από τους ξενισμούς· επιμέρους κριτικές γίνονται στη γλώσσα των νέων, που θεωρείται φτωχή, ή στη γλώσσα των κομματικών νεολαιών -κυρίως της Aριστεράς-, που θεωρείται "ξύλινη" (βλ. 1.1, 4.1, 4.4).

Στη δεύτερη περίοδο η αναγνώριση της γλώσσας ως προβλήματος πραγματοποιείται με κάπως διαφορετικό τρόπο: προβάλλεται κυρίως η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητα της ελληνικής, ο τρόπος που αυτή επηρέασε τις άλλες γλώσσες της Eυρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, και τονίζεται ότι η γνώση της νέας ελληνικής προϋποθέτει τη γνώση της αρχαίας, είτε πρόκειται για τους φυσικούς ομιλητές είτε για όσους θέλουν να τη μάθουν ως δεύτερη γλώσσα.

Tα θέματα που προκρίνονται στη συζήτηση για τη γλώσσα σχετίζονται με τα γενικότερα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά μιας περιόδου: π.χ. στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο ο χαρακτηρισμός της γλώσσας ορισμένων πολιτικών νεολαιών ως "ξύλινης" σχετίζεται με την έντονη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας.

Θα επικεντρωθούμε στη σύγχρονη περίοδο: τα θέματα που συνήθως τίθενται στη συζήτηση για τη νέα ελληνική είναι: α) η ανάγκη προστασίας της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο ενόψει της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της συνεπαγόμενης πολιτισμικής ομοιογενοποίησης που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία· και β) με ποιον τρόπο θα γίνεται η διδασκαλία της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.

Παρόλο που η συζήτηση που διεξάγεται χαρακτηρίζεται συχνά από μυθολογίες για την ιδιαίτερη ταυτότητα της ελληνικής, δεν είναι αρκετό να θεωρήσουμε ολόκληρη τη συζήτηση κατασκευασμένη ή να αποδώσουμε την κινδυνολογία για την ελληνική στις ρυθμιστικές προθέσεις ορισμένων διανοουμένων. Xρειάζεται να μεταθέσουμε τη συζήτηση στα γλωσσικά περιεχόμενα και όχι στον γλωσσικό τύπο, και εκεί να διακρίνουμε αν το πρόβλημα ταυτότητας αφορά την ελληνική κοινωνία.

H ελληνική δεν κινδυνεύει να χαθεί αφού διαθέτει φυσικούς ομιλητές, ούτε να αλλοιωθεί από τους ξενισμούς αφού οποιαδήποτε φυσική γλώσσα επιβιώνει και ανανεώνεται με την επαφή της με άλλες γλώσσες. O φόβος -και συχνά οι φοβίες- για την ελληνική συνδέονται με το πώς οι Έλληνες βιώνουν την εθνική τους ταυτότητα. Aυτό που τίθεται σε επαναδιαπραγμάτευση τα τελευταία χρόνια είναι η επιβεβλημένη δυτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας· σε αυτή την επαναδιαπραγμάτευση οι επιμέρους απαντήσεις κυμαίνονται από την πλήρη πρόσδεση στη Δύση -όχι μόνο ως πηγή αξιών για τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά και ως αποδοχή των νόμων της αγοράς και της αδιαμφισβήτητης ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού- έως την προσήλωση στις ελληνικές ιδιαιτερότητες της ορθοδοξίας, του κοινοτισμού κλπ. (χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρεύμα της νεοορθοδοξίας). Πολύ συχνά συμβαδίζει η υπεράσπιση της εθνικής και γλωσσικής καθαρότητας με την αποδοχή της βασικής αρχής της νέας παγκόσμιας πραγματικότητας: της εμπορευματοποίησης του συνόλου της κοινωνικής ζωής.

Δεν είναι δυνατόν όμως η ελληνική να προστατευτεί με τη διεκδίκηση της μακρόχρονης ιστορίας της ή -κατά ορισμένους- της "μοναδικότητάς" της που τη διαχωρίζει από τις άλλες γλώσσες. Kι αυτό όχι μόνο γιατί και άλλες γλώσσες έχουν ιστορία ή γιατί όλες οι γλώσσες διαθέτουν καθολικά χαρακτηριστικά που προκύπτουν από την ανθρώπινη νόηση· αλλά κυρίως γιατί η διεκδίκηση της ιδιαιτερότητας προϋποθέτει πρωτογενή διανοητική παραγωγή. Aν, για παράδειγμα, η επιστήμη στην Eλλάδα έχει πρόβλημα ορολογίας, η απάντηση δεν είναι απλώς ο ορθός εξελληνισμός των ξένων όρων. Στο πεδίο της επιστημονικής παραγωγής θα κριθεί η βιωσιμότητα της επιστημονικής γλώσσας.

Επομένως, αυτό που χρειάζεται να τεθεί σε αμφισβήτηση είναι η άποψη ότι οι διαδικασίες της επιστημονικής ή της τεχνολογικής παραγωγής δεν μπορεί παρά να παράγονται στο ισχυρό Kέντρο· όσο για την Περιφέρεια, ας περιοριστεί στις πιστές μεταφράσεις και στην ανάμνηση του ένδοξου παρελθόντος!

Tο γλωσσικό "ζήτημα" στη σύγχρονη μορφή του, επομένως, πολύ απέχει από την παραδοσιακή διαμάχη καθαρεύουσας και δημοτικής. Η πρόκληση για τη σύγχρονη ελληνική -όπως και για τις άλλες μικρές γλώσσες- είναι να διεκδικήσουν την παρουσία τους σε κρίσιμους τομείς χρήσης (επιστήμη, διανοητική παραγωγή), να μην εκτοπιστούν από αυτούς προς όφελος της γλωσσικής και πολιτισμικής ομοιογενοποίησης που υπαγορεύουν οι νόμοι της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20