Ανθολογίες 

Παλαιότερες Ανθολογίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 

Δ. Κ. Κοκκινάκης (Πανελλήνιος Ανθολογία, 1899), Ι. Πολέμης (Λύρα, 1923), Τ. Άγρας (Οι νέοι, 1922), Α. Δ. Παπαδήμας (Οι νέοι διηγηματογράφοι, 1923) 

Οι νέοι. Εκλογή από το έργο των νέων Ελλήνων ποιητών 1910-1920, Επιμέλεια Τέλλου Άγρα, Εν Αθήναις, Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» 1922, σελ. 256.

Η ανθολογία Οι νέοι. Εκλογή από το έργο των νέων Ελλήνων ποιητών 1910-1920, είναι μια από τις γνωστότερες ποιητικές ανθολογίες του 20ού αιώνα, για δύο αλληλένδετους λόγους: αφενός πρόκειται για μια πρωτότυπη στην εποχή της ανθολογία, δηλαδή για μια ειδική, θεματική ανθολογία, που στόχο έχει να αναδείξει μία νέα ποιητική γενιά, αφετέρου ο ανθολόγος και επιμελητής της είναι ένας πολύ γνωστός ποιητής και καταξιωμένος λογοτεχνικός κριτικός του Μεσοπολέμου, ο Τέλλος Άγρας. Καταρχήν, όσον αφορά στον χαρακτηρισμό της ως θεματικής ανθολογίας νέων λογοτεχνών, έχει σημασία ότι η ανθολογία του Άγρα εντάσσεται σε έναν αξιοσημείωτο αριθμό σύγχρονών της ανθολογιών για νέους, συνεπώς ευθυγραμμίζεται με την τάση της εποχής της για τη δημιουργία ανθολογιών στραμμένων στη σύγχρονη λογοτεχνία. Όπως διαπιστώνουν σχετικά οι Βαρακλιώτου, Καράογλου και Σδράλη, «αν στις δύο πρώτες δεκαετίες του [20ού] αιώνα οι νέοι λογοτέχνες δεν κατείχαν επίζηλη θέση στις γενικές ανθολογίες, βρήκαν τον τρόπο να καταστήσουν έντονη την παρουσία τους, εκδίδοντας οι ίδιοι δικές τους ανθολογίες. Η συγκομιδή είναι εντυπωσιακή: επτά εκδόσεις μέσα σε μία δεκαετία, εκ των οποίων οι πέντε (τέσσερις ποιητικές και μία διηγήματος) μέσα σε μία μόλις διετία (1922-1923)»[1]. Μάλιστα, ανάμεσα σε όλες αυτές τις ανθολογίες, οι τρεις μελετητές ξεχωρίζουν εκείνη του Άγρα: «Η πιο αξιόλογη από όλες είναι του Τέλλου Άγρα με τίτλο Οι Νέοι και χρονικά όρια 1910-1920. Λιτή και καλαίσθητη έκδοση, με ενδιαφέροντα πρόλογο, όπου ο Άγρας επισημαίνει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νέας ποίησης, αναγνωρίζοντας συνάμα τις οφειλές της και τις σχέσεις της προς την παράδοση»[2].

Τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία της ανθολογίας

Ας δούμε, όμως, τα στοιχεία της ανθολογίας με τη σειρά. Καταρχήν ο ανθολόγος, ο Τέλλος Άγρας, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Γεννημένος το 1899, ήταν μόλις 24 ετών το 1922. Ωστόσο η παρουσία του στον λογοτεχνικό χώρο είχε ήδη γίνει αρκετά αισθητή. Μας πληροφορεί σχετικά ο συστηματικότερος μελετητής και βιογράφος του, ο Κώστας Στεργιόπουλος: «Ο Άγρας εμφανίστηκε πρωιμότατα στα γράμματα. […] Από το 1910 -όταν ήταν δηλαδή έντεκα ετών- δημοσίευε ποιήματα και πεζά στη σελίδα Συνεργασίας Συνδρομητών του περιοδικού "Η Διάπλασις των Παίδων" με το ψευδώνυμο που έμελλε να μείνει το λογοτεχνικό του όνομα, και το 1916 προωθήθηκε από τον Ξενόπουλο σε τακτικό συνεργάτη. Γύρω στα 1913 είχε συνεργαστεί και στον "Παιδικό Αστέρα". Αλλά στη λογοτεχνική κίνηση έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1917, από το περιοδικό "Βωμός", και τον επόμενο χρόνο πήρε δυο βραβεία: ένα στον Σεβαστοπούλειο διαγωνισμό του Πανεπιστημίου κι ένα στον διαγωνισμό διηγήματος της "Εσπερίας" του Λονδίνου. Κατόπιν, συνεργάστηκε στα περιοδικά: "Λύρα", "Οι Νέοι", "Μούσα", "Εμείς", "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας, "Ελληνική Επιθεώρησις", "Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου", "Εικονογραφημένη της Ελλάδος", "Νέα Τέχνη" και σε άλλα»[3]. Μια χαρακτηριστική ένδειξη της έντονης δημόσιας παρουσίας του Άγρα, στο χρονικό διάστημα της νεότητάς του, είναι ότι εμφανίζεται ως συνεργάτης σε 22 αθηναϊκά περιοδικά λόγου και τέχνης που εκδόθηκαν κατά την περίοδο 1901-1925[4]. Ένα χρόνο πριν από την έκδοση της ανθολογίας, το 1921, εκδόθηκε η μετάφρασή του των Στροφών του Ζαν Μορεάς.

Επιχειρώντας, στη συνέχεια, μια γενική σύγκριση ανάμεσα στην ανθολογία του Άγρα και τις ανθολογίες του 19ου αιώνα αλλά και τις λίγο-πολύ σύγχρονές της ανθολογίες, δηλαδή τις ανθολογίες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, είναι εύκολο να οδηγηθούμε στη διαπίστωση ότι η ανθολογία του Άγρα αποτελεί μια σχετικώς λόγια ανθολογία. Αυτό καταδεικνύεται από γνωρίσματά της όπως η εισαγωγή του επιμελητή (αν και σχετικά μικρής έκτασης), η αλφαβητική κατάταξη των ποιητών (και όχι η κατάταξη των ποιημάτων σε θεματικές κατηγορίες), τα εργοβιογραφικά σημειώματα και οι φωτογραφίες των περισσότερων ποιητών. Ο λόγιος χαρακτήρας της ανθολογίας δείχνει, βέβαια, τη γενικότερη ροπή, η οποία χαρακτηρίζει την ποίηση των νέων της δεκαετίας του 1920, δηλαδή τη ροπή προς ένα, κατά κύριο λόγο, ειδικό, λόγιο κοινό.

Η καταγραφή και μια πρώτη αποτίμηση των ποσοτικών δεικτών της ανθολογίας του Άγρα είναι ενδεικτική των προθέσεων του επιμελητή της. Το γεγονός ότι ανθολογούνται 70 ποιητές στην, μάλλον στενάχωρη, έκταση των 256 σελίδων με 264 ποιήματα (συνεπώς σε κάθε ποιητή αντιστοιχούν κατά μέσο όρο μόνο 3,6 σελίδες και εύλογα υποθέτει κανείς ότι ο περιορισμός των σελίδων οφείλεται στον εκδότη) δείχνει την πρόθεση για μια, όσο γίνεται ευρύτερη, αντιπροσώπευση φωνών και τάσεων της νεανικής ποίησης. Ανάμεσα στους 70 ποιητές μόνο 4 είναι γυναίκες (Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα), Γαλάτεια Καζαντζάκη (Πετρούλα Ψηλορείτη), Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, Μαρία Μπόταση)[5], ποσοστό 5,7%, πολύ μικρό αλλά και ενδεικτικό των στερεοτύπων με τα οποία αντιμετωπιζόταν τότε η ποίηση των γυναικών. Εξάλλου, όσον αφορά στην ποσότητα της παραγωγής της, η ποίηση των γυναικών πρέπει να υπολειπόταν αισθητά της ποιητικής παραγωγής των ανδρών. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στο σύνολο των 70 ποιητών υπάρχει ένας μόνο Κύπριος, ο Γλαύκος Αλιθέρσης· πρόκειται για μια ακόμη ένδειξη της μακράς αφάνειας της κυπριακής λογοτεχνίας στον ελλαδικό χώρο.

Τα εργοβιογραφικά σημειώματα των ποιητών

Οι 70 ποιητές παρουσιάζονται κατά κανόνα με σύντομα εργοβιογραφικά σημειώματα συνοδευμένα από φωτογραφία. Μια ακριβέστερη ωστόσο επισκόπηση της παρουσίασης των ποιητών μαρτυρεί μια κάπως ασυντόνιστη εικόνα. Έτσι, στις περιπτώσεις 20 ποιητών δεν υπάρχει φωτογραφία[6]. Την απουσία των φωτογραφιών μπορούμε να αποδώσουμε στην απροθυμία των ίδιων των ποιητών να παραχωρήσουν φωτογραφία τους στον Άγρα (είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι ο ίδιος ο ανθολόγος συγκέντρωσε τις υπόλοιπες 50 φωτογραφίες από έντυπες πηγές). Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε ότι οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τους ποιητές, εύλογο είναι να υποθέσουμε ότι οι ίδιοι συνέταξαν και τα εργοβιογραφικά σημειώματα, έπειτα, εννοείται, από το αίτημα του Άγρα, και συνεπώς περιέλαβαν σ' αυτά τα στοιχεία που εκείνοι επιθυμούσαν. Έτσι αιτιολογούνται και οι αισθητές διαφορές μεταξύ των σημειωμάτων. Η σύνταξη του εργοβιογραφικού σημειώματος από τον ίδιο τον ποιητή δεν ισχύει στην περίπτωση του Μανώλη Μαγκάκη ο οποίος, σύμφωνα με το σημείωμα, γεννήθηκε το 1891 και πέθανε το 1918. Όλοι οι άλλοι ποιητές όταν εκδίδεται η ανθολογία είναι ζώντες. Στις περιπτώσεις 6 ποιητών, όπου δεν υπάρχει εργοβιογραφικό σημείωμα (Μ. Δαμιράλης, Νίκος Λαΐδης, Μαρία Μπόταση, Σπύρος Νικοκάβουρας, Γιάννης Οικονομίδης και Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας)), μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απουσία του οφείλεται στην απροθυμία τους να παρατεθούν τα σχετικά στοιχεία. Το γεγονός, πάλι, ότι στις περιπτώσεις 18 ποιητών υπάρχει εργοβιογραφικό σημείωμα αλλά σε αυτό δεν καταγράφεται το έτος γέννησης τους[7] είναι λιγότερο ευεξήγητο. Πρόκειται πάλι για απροθυμία των ποιητών να καταγραφεί το έτος γέννησής τους; Εννοείται, πάντως, ότι στην περίπτωση των 4 ποιητριών, ακόμη κι όταν υπάρχει εργοβιογραφικό σημείωμα, δεν αναφέρεται ο χρόνος γέννησης. Κάτι τέτοιο ταιριάζει με τα ήθη της εποχής. Μόνο σε μία και μοναδική περίπτωση, εκείνη του Σπύρου Νικοκάβουρα, δεν υπάρχει ούτε φωτογραφία ούτε σημείωμα. Αν και το βιβλίο είναι, αναμφίβολα, καλαίσθητο, όποιος διατρέξει τις σελίδες του με μια λίγο σχολαστική ματιά θα εντοπίσει πολλά ίχνη βιαστικής ή και κακής τυπογραφικής επιμέλειας. Περιορίζομαι να σημειώσω, π.χ., τη λάθος σειρά των ονομάτων στα περιεχόμενα (σ. ζ΄), ότι ο ποιητής Δαμιράλης καταρχήν γράφεται ως Μ. Δαμιράλης (σ. 26), ενώ στην κεφαλίδα της διπλανής σελίδας ως Νικόλαος Δαμιράλης (σ. 27), και ότι το όνομα του Γεωργίου Α. Νάζου γράφεται «Γεώριος Α. Νάζος» (σ. 147). Επίσης, στα περιεχόμενα το όνομα του Καρυωτάκη γράφεται «Κ. Καρυωτάκης» (σ. ς΄). Στο κάτω μέρος της τελευταίας σελίδας των περιεχομένων, υπάρχει η εξής διορθωτική σημείωση: «Το όνομα του κ. Καρυωτάκη να διορθωθή έτσι: Κ. Γ. Καρυωάτκης» (σ. η΄). Σε αυτή τη σημείωση, όπως βλέπουμε, γίνεται ένα καινούριο, σοβαρότερο λάθος. Τα παραπάνω λάθη, ακόμη όμως και η ύπαρξη των φωτογραφιών, υπονομεύουν τον λόγιο χαρακτήρα της ανθολογίας, ο οποίος εντέλει δεν είναι ισχυρός.

Ο αριθμός των ανθολογημένων ποιημάτων ανά ποιητή

Η, βάσιμα εικαζόμενη, υπόθεση ότι ο Άγρας ζήτησε από τους ίδιους τους ανθολογημένους ποιητές να του παραχωρήσουν φωτογραφία και να συντάξουν το εργοβιογραφικό σημείωμά τους, δεν σημαίνει ότι τους ζήτησε επίσης να αυτοανθολογηθούν ή να του υποδείξουν τα προς ανθολόγηση ποιήματά τους. Αυτό δείχνει το γεγονός ότι ο αριθμός των ποιημάτων με τα οποία ανθολογούνται οι διάφοροι ποιητές ποικίλλει αρκετά. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο αριθμός των ανθολογημένων κατά ποιητή ποιημάτων και ο αριθμός των σελίδων που αυτά καταλαμβάνουν δηλώνουν, ώς ένα βαθμό, την προτίμηση του Άγρα προς ορισμένους ποιητές και επομένως την αξιολογική διαβάθμιση των ανθολογημένων. Γι' αυτό είναι χρήσιμο να κατατάξουμε τους 70 ποιητές σε πίνακα, σύμφωνα με τον αριθμό των περιλαμβανομένων στην ανθολογία ποιημάτων τους. Οι ποιητές κατατάσσονται κατά τον αριθμό των ποιημάτων σε φθίνουσα σειρά. Στην περίπτωση των πρώτων 11 ποιητών καταγράφεται και ο αριθμός των σελίδων:

16 ποιήματα:
Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας) (σελ. 10)

13 ποιήματα:
Γεράσιμος Σπαταλάς (σελ. 10)

12 ποιήματα:
Κλέων Παράσχος (σελ. 7)

10 ποιήματα:
Θαν. Κυριαζής (σελ. 4)

9 ποιήματα:
Γιάννης Μαιναλιώτης (σελ. 5)

8 ποιήματα:
Βασίλειος Ρώτας (σελ. 6)

6 ποιήματα:
Γαλάτεια Καζαντζάκη (Πετρούλα Ψηλορείτη) (σελ. 5)
Σπύρος Νικοκάβουρας (σελ. 3)
Ανδρ. Παπαδόπουλος (Σύλβιος) (σελ. 4)
Γεώργ. Θ. Σταυρόπουλος (σελ. 5)
Νίκος Χαντζάρας (σελ. 6)

5 ποιήματα:
Λέων Κουκούλας
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μανώλης Μαγκάκης
Κώστας Νεάρχος (Κώστας Ουράνης)

4 ποιήματα:
Δημ. Δημητριάδης (Ρήγας Γκόλφης)
Χρήστος Ευελπίδης (Χρήστος Έσπερας)
Ε. Γ. Ιωάννου (Τέλλος Άγρας)
Μίλτος Κουντουράς
Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου
Τίμος Μαλάνος
Όμηρος Μπεκές
Σπύρος Παναγιωτόπουλος
Δημ. Παπαδόπουλος (Τυμφρηστός)
Μήτσος Παπανικολάου
Ιωσήφ Ραφτόπουλος
Πάνος Ταγκόπουλος

3 ποιήματα:
Γεώργιος Αθανασιάδης (Γεώργιος Αθάνας)
Μιχαήλ Αναστασίου
Γεώργιος Αργυρόπουλος (Κλαύδιος Μαρκίνας)
Κώστας Βάρναλης
Γιάννης Βούλης
Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα)
Κ.Γ. Καρυωτάκης
Γιάννης Κοκκινάκης
Διονύσιος Π. Κουκουρίκος
Σωτήρης Κουϊμιτσόπουλος (Στέφανος Μόρφης)
Νίκος Λαΐδης
Απόστ. Μαμμέλης
Απόστ. Μελαχρινός
Φάνης Μιχαλόπουλος
Τάκης Μπαρλάς
Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρις)
Γεώργιος Α. Νάζος
Γιάννης Οικονομίδης
Ιω. Β. Οικονομόπουλος (Ρώμος Φιλύρας)
Γεώργ. Παπαδόπουλος (Μάρκος Αυγέρης)
Μιχ. Δ. Στασινόπουλος
Θρασύβ. Σταύρου (Μελικέρτης)
Γιάννης Στογιάννης

2 ποιήματα:
Γεώργιος Βρισιμιτζάκης
Χρίστος Γερογιάννης
Νίκος Ν. Δρακουλίδης (Άγγελος Δόξας)
Αναστάσιος Γ. Δρίβας
Κώστας Κοντός
Κωνστ. Κωνσταντινίδης (Πέτρος Μάγνης)
Μαρία Μπόταση
Λέανδρος Παλαμάς
Γ.Λ. Ροϊλός (Ρόης)

1 ποίημα:
Κωστής Βελιμέζης (Κωστής Βελμύρας)
Μ. Δαμιράλης
Δημοσθένης Δημακόπουλος
Αλέκος Δράκος
Λαίλιος Καρακάσης
Νίκος Καρβούνης
Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης)
Ιωάν. Μ. Παναγιωτόπουλος
Τάκης Παπατζώνης
Γεώργ. Τσιμπίδαρος (Γ. Φτέρης)
Μιχ. Χατζηδημητρίου (Γλαύκος Αλιθέρσης)

Όπως συνάγεται από τον παραπάνω πίνακα ούτε στην πρώτη πεντάδα ποιητών (Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας), Γεράσιμος Σπαταλάς, Κλέων Παράσχος, Θαν. Κυριαζής και Γιάννης Μαιναλιώτης), ούτε στην ακόλουθή της εξάδα ποιητών (Βασίλειος Ρώτας, Γαλάτεια Καζαντζάκη (Πετρούλα Ψηλορείτη), Σπύρος Νικοκάβουρας, Ανδρ. Παπαδόπουλος (Σύλβιος), Γεώργ. Θ. Σταυρόπουλος και Νίκος Χαντζάρας) περιλαμβάνονται εκείνοι οι ποιητές που θεωρούμε σήμερα τον σκληρό πυρήνα της ποιητικής γενιάς του Άγρα, της γενιάς του 1920. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του Καρυωτάκη κάτω από τον μέσο όρο της ανθολόγησης, με τρία ποιήματα. Σε λίγο καλύτερη θέση, με πέντε ποιήματα, βρίσκονται ο Λαπαθιώτης και ο Ουράνης, με τέσσερα ποιήματα αυτοανθολογείται ο Άγρας και ανθολογεί τον Μήτσο Παπανικολάου, ενώ στην ίδια ποσοτική στάθμη με τον Καρυωτάκη βρίσκονται γνωστοί σήμερα ποιητές, όπως ο Βάρναλης, η Μυρτιώτισσα, ο Μελαχρινός και ο Φιλύρας. Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η ανθολόγηση του εικοσιεπτάχρονου Παπατσώνη με ένα μόλις, αλλά, όπως θα δούμε, σημαντικό ποίημα. Πέρα όμως από τις προσωπικές προτιμήσεις του Άγρα, υπάρχει και ένα άλλο εύλογο κριτήριο που προσδιορίζει τον αριθμό των ανθολογημένων ποιημάτων κατά ποιητή: η ηλικία. Οι ηλικιακά μεγαλύτεροι, δηλαδή, και επομένως, κατά τεκμήριο, πιο δόκιμοι ή καταξιωμένοι ποιητές γενικά ανθολογούνται με περισσότερα ποιήματα από τους ηλικιακά νεότερούς τους. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί ευθύς σε μία άλλη ενδιαφέρουσα σκοπιά από την οποία πρέπει να εξεταστεί η ανθολογία του Άγρα.

Η ηλικία των ανθολογημένων ποιητών

Ο τίτλος της ανθολογίας γεννά το ερώτημα πόσο πραγματικά νέοι είναι οι ανθολογημένοι ποιητές; Κατατάσσοντάς τους, παρακάτω, με βάση τις χρονολογίες γέννησής τους, θα οδηγηθούμε σε ορισμένες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Καθώς στην πλειονότητά τους οι ανθολογημένοι ποιητές γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1890, η κατάταξη αφορά μόνο στους γεννημένους πριν το 1890 και στους γεννημένους μετά το 1900 (πάντως, για τη διευκόλυνση του αναγνώστη, στα περιεχόμενα της ανθολογίας έχει σημειωθεί ο χρόνος γέννησης όλων των ποιητών, έτσι όπως καταγράφεται στα εργοβιογραφικά σημειώματά τους). Η κατάταξη ξεκινά από τους ηλικιακά μεγαλύτερους και βαίνει προς τους ηλικιακά νεότερους. Οι μεγαλύτεροι είναι 23: Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας) (1873), Απόστ. Μαμμέλης (1876), Κωνστ. Κωνσταντινίδης (Πέτρος Μάγνης) (1880), Απόστ. Μελαχρινός (1880), Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα) (1881), Γαλάτεια Καζαντζάκη (Πετρούλα Ψηλορείτη) (1881), Δημ. Παπαδόπουλος (Τυμφρηστός) (1882), Κώστας Βάρναλης (1883), Σπύρος Νικοκάβουρας (1883), Γεώργ. Παπαδόπουλος (Μάρκος Αυγέρης) (1883), Νίκος Καρβούνης (1884), Σωτήρης Κουϊμιτσόπουλος (Στέφανος Μόρφης) (1884), Δημοσθένης Δημακόπουλος (1886), Δημ. Δημητριάδης (Ρήγας Γκόλφης) (1886), Θρασύβ. Σταύρου (Μελικέρτης) (1886), Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης) (1887), Ανδρ. Παπαδόπουλος (Σύλβιος) (1887), Γεράσιμος Σπαταλάς (1887), Θαν. Κυριαζής (1888), Λαίλιος Καρακάσης (1889), Όμηρος Μπεκές (1889), Ιω. Β. Οικονομόπουλος (Ρώμος Φιλύρας) (1889) και Βασίλειος Ρώτας (1889). Οι νεότεροι είναι 7: Μήτσος Παπανικολάου (1900), Αναστάσιος Γ. Δρίβας (1900), Νίκος Λαΐδης [1900], Ιωάν. Μ. Παναγιωτόπουλος (1901), Αλέκος Δράκος (1902), Γ.Λ. Ροΐλός (Ρόης) (1903) και Μιχ. Δ. Στασινόπουλος (1903).

Από την παραπάνω κατάταξη διαπιστώνουμε πόσο μεγάλο είναι το ηλικιακό άνυσμα των ανθολογημένων ποιητών. Όταν εκδίδεται η ανθολογία, το 1922, ο ηλικιακά μεγαλύτερος ποιητής, ο Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας) είναι 49 ετών, ενώ οι ηλικιακά νεότεροι, ο Γ.Λ. Ροϊλός και ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, μόλις 19 ετών. Δίχως άλλο, η ηλικιακή απόσταση των 30 χρόνων που χωρίζει τον ηλικιακά μεγαλύτερο από τους ηλικιακά μικρότερους ποιητές της ανθολογίας είναι μεγάλη. Όσο κι αν η πλειονότητα των ανθολογημένων ποιητών (οι 40 από τους 70) γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1890, η μεγάλη ηλικιακή απόσταση ανάμεσα στον μεγαλύτερο και τον μικρότερο ποιητή δείχνει ότι ο Άγρας, γεννημένος το 1899, δεν συγκρότησε την ανθολογία με βάση κάποια αποσαφηνισμένα κριτήρια για την ύπαρξη και προβολή μιας ποιητικής γενιάς, πολύ περισσότερο της ποιητικής γενιάς των συνομηλίκων του. Απ' ό,τι φαίνεται, το βασικό κριτήριο επιλογής του ήταν να ανθολογήσει όσους περισσότερους ποιητές γνώριζε οι οποίοι εμφανίστηκαν στα γράμματα κατά την τελευταία δεκαπενταετία ή εικοσαετία.

Η απουσία του Άγγελου Σικελιανού

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Ορισμένα δεδομένα προς σύγκριση: ο Παλαμάς που γεννήθηκε το 1859, είναι το 1922 στην ηλικία των 63 ετών, επομένως είναι 14 χρόνια γηραιότερος από τον ηλικιακά μεγαλύτερο ποιητή της ανθολογίας, τον Νικόλαο Πετμεζά (Λαύρα). Αλλά αν ο Παλαμάς δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί νέος και συνεπώς να ανθολογηθεί, γιατί θεωρείται νέος ο 49 ετών Πετμεζάς (Λαύρας); Επίσης, δεν θα μπορούσε να μεμφθεί κανείς τον Άγρα επειδή δεν ανθολόγησε έναν ποιητή όπως ο Γιώργος Σεφέρης, γεννημένο το 1900, αφού ο Σεφέρης μέχρι το 1922 δεν είχε ακόμη παρουσιάσει ποιητικό έργο, αλλά εύλογη είναι η απορία γιατί ο Άγρας δεν ανθολόγησε ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού, η απουσία του οποίου είναι πράγματι εντυπωσιακή. Το ίδιο επισημαίνουν και οι Βαρακλιώτου, Καράογλου και Σδράλη, οι οποίοι γράφουν σχετικά: «Εντύπωση προκαλεί η απουσία του Σικελιανού· η υπόθεση μήπως οφείλεται στο ότι εμφανίστηκε πριν από το 1910 μάλλον δεν στέκει, διότι ανθολογούνται άλλοι σύγχρονοί του (λ.χ. ο Βάρναλης και ο Μελαχρινός)»[8]. Ο Aλέξανδρος Aργυρίου, πέρα από την απουσία του Σικελιανού, επισημαίνει επίσης την απουσία άλλων πέντε ποιητών: «Η. Βουτιερίδης, Ειρήνη Δεντρινού, Γ. Δούρας, Αρ. Καμπάνης, Κ. Καρθαίος»[9]. Αλλά ο εντοπισμός των απουσιών του Βουτιερίδη (γεννημένου το 1874), της Δεντρινού (1879), του Δούρα (1895), του Καμπάνη (1883) και του Καρθαίου (1879) βασίζεται σε μία μάλλον απογραφική λογική. Αν και η ανθολογία του Άγρα περιλαμβάνει πολλούς ποιητές, δεν φαίνεται να αποβλέπει σε μια πλήρη καταγραφή του σύγχρονού του ποιητικού τοπίου των «νέων». Εξάλλου, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο της πλημμελούς ενημέρωσης του εικοσιτετράχρονου ποιητή και κριτικού Άγρα γύρω από το έργο κάποιων σύγχρονών του ποιητών[10]. Γεννημένος το 1884, ο Σικελιανός είναι 38 ετών το 1922. Όχι μόνο η ποιητική αλλά και γενικότερα η δημόσια παρουσία του είχε, μέχρι τότε, γίνει έντονα αισθητή και, σε αρκετούς, ενοχλητική. Μέχρι το 1922 ο Σικελιανός εξέδωσε τα βιβλία Αλαφροΐσκιωτος (1909), Συνείδηση της γης μου (1915), Συνείδηση της φυλής μου (1915), Η συνείδηση της γυναίκας (1916), Η συνείδηση της πίστης (1917) και Στίχοι (1920), ενώ πολλά ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανάμεσά τους μέρη από το Μήτηρ Θεού και το Πάσχα των Ελλήνων[11]. Μπορούμε λοιπόν να τον χαρακτηρίσουμε έναν από τους επιβλητικότερους νέους ποιητές της εποχής του. Γι' αυτό είναι απίθανο να σκεφτούμε ότι ο αρκετά νεότερός του Άγρας δεν θεωρούσε τον Σικελιανό ικανό να συμπεριληφθεί σ' ένα σύνολο 70 ποιητών. Έτσι λοιπόν, η μόνη εύλογη υπόθεση είναι ότι ο Σικελιανός, ποιητής που από νωρίς μεθόδευσε την ανάδειξή του στη βάση της προβολής του εαυτού του ως μείζονος ποιητή και ποιητή οδηγού και ταγού, αρνήθηκε να συμπεριληφθεί στην ανθολογία του άσημου Άγρα (σε σύγκριση με τον ίδιο), αντίθετος στην ιδέα να ανθολογηθούν ποιήματά του ανάμεσα σε εκείνα 70 ακόμη ποιητών. Η σκέψη, τέλος, ότι ο Άγρας δεν ανθολόγησε τον Σικελιανό επειδή δεν τον θεωρούσε πια «νέο» ποιητή, δεδομένου ότι αυτός ήταν ήδη πολύ γνωστός, δεν μπορεί να αποκλειστεί, πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας ότι, όσο κι αν είναι αρκετά ελαστική, η παράμετρος της ηλικιακής νεότητας ισχύει για την ανθολογία και με βάση αυτή την παράμετρο έπρεπε να συμπεριληφθεί και ο Σικελιανός.

Τέσσερα βασικά θέματα αναφοράς

Εξετάζοντας την ανθολογία του Άγρα από την απόσταση των περίπου 85 ετών, προκύπτουν ορισμένα βασικά θέματα αναφοράς και μελέτης. Τα θέματα αυτά θα σχολιαστούν παρακάτω εν συντομία. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για 4 θέματα: α) Η μετρική μορφή των ποιημάτων της ανθολογίας, θεωρημένη με γνώμονα μια, όπως αποδείχθηκε, μεταβατική εποχή, την εποχή που σήμανε τη μετάβαση από τον αυστηρά έμμετρο στον ελεύθερο στίχο. β) Το λυρικό είδος των σύντομων στην έκτασή τους ποιημάτων της ανθολογίας και η σύνδεσή του με την παραδοσιακή ποίηση. γ) Ο κυρίαρχος στα περισσότερα ποιήματα των ηλικιακά νεότερων ποιητών της ανθολογίας αρνητικός ψυχισμός. δ) Η εστίαση της θεματικής των ανθολογημένων ποιητών στον περίκλειστο ατομικό χώρο και η αποφυγή της αναφοράς τους στο ταραγμένο ιστορικοκοινωνικό παρόν.

Α) Η μετρική μορφή

Στο σύνολό της η ανθολογία του Άγρα περιλαμβάνει 264 ποιήματα. Στη συντριπτική πλειονότητα των ποιημάτων, στα 231 (87,5%), ο στίχος είναι αυστηρά έμμετρος, σε λίγα ποιήματα, συγκεκριμένα σε 28 (10,6%), είναι ελευθερωμένος και σε ελάχιστα, συγκεκριμένα σε 5 (1,9%), είναι ελεύθερος. Ο ελευθερωμένος στίχος εμφανίζεται στα παρακάτω 28 ποιήματα (όπου χρησιμοποιώ τον όρο «ελευθερωμένος στίχος ήπιας μορφής», ονομάζω τη μορφή εκείνων των ποιημάτων όπου η συλλαβική αυξομείωση είναι πολύ περιορισμένη, ενίοτε είναι και δυσδιάκριτη, ενώ συνάμα η ύπαρξη ισόστιχων στροφών και το σταθερό ομοιοκαταληκτικό σχήμα τους δημιουργούν ένα μορφολογικό πλαίσιο που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ίδιο με εκείνο των ποιημάτων σε αυστηρά έμμετρη φόρμα):

  1. Κωστής Βελιμέζης (Κωστής Βελμύρας), «Θυσία» (σ. 13-17), κυρίως ιαμβικού και τροχαϊκού ρυθμού.
  2. Γεώργιος Βρισιμιτζάκης, «Φυγή μέσα στο χρόνο» (σ. 20-21), ιαμβικού ρυθμού.
  3. Χρίστος Γερογιάννης, «Εσένα… θάχουμε θεό μας» (σ. 22-23), ιαμβικού ρυθμού.
  4. Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα), «Voluptas» (σ. 39-40), ιαμβικού ρυθμού ήπιας μορφής.
  5. Νίκος Καρβούνης, «Το τραγούδι του νικημένου» (σ. 61-64), ιαμβικού ρυθμού, στο όριο του ελεύθερου στίχου, λόγω των πολλών παρατονισμών.
  6. Διονύσιος Π. Κουκουρίκος, «Πεθαμένη αδερφούλα» (σ. 72), ιαμβικού ρυθμού ήπιας μορφής.
  7. Διονύσιος Π. Κουκουρίκος, «Αρχαίο ειδύλλιο» (σ. 72), ιαμβικού ρυθμού.
  8. Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης (Πέτρος Μάγνης), «Μαρία η Μαγδαληνή» (σ. 94), ιαμβικού ρυθμού, με έναν στίχο τροχαϊκού ρυθμού.
  9. Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Ω, οι αγάπες!» (σ. 102-103), ιαμβικού και τροχαϊκού ρυθμού.
  10. Γιάννης Μαιναλιώτης, «Από τους τόπους που προκρίνω» (σ. 107-108), ιαμβικού και τροχαϊκού ρυθμού.
  11. Γιάννης Μαιναλιώτης, «Αγνότης θεία» (σ. 108), ιαμβικού ρυθμού.
  12. Γιάννης Μαιναλιώτης, «Το φως της Αβύσου» (σ. 109), ιαμβικού και τροχαϊκού ρυθμού.
  13. Γιάννης Μαιναλιώτης, «Ο θάνατος» (σ. 110), ιαμβικού και τροχαϊκού ρυθμού.
  14. Γιάννης Μαιναλιώτης, «Οι ήχοι οι μυστικοί» (σ. 111), ιαμβικού και τροχαϊκού ρυθμού.
  15. Απόστολος Μελαχρινός, «Απολυτίκια. Πάλι βρέχει» (σ. 121-122), τροχαϊκού ρυθμού.
  16. Απόστολος Μελαχρινός, «Απολιτίκια. Λυώνει των κρίνων» (σ. 122), ιαμβικού ρυθμού.
  17. Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρης), «Άρρωστος» (σ. 143-144), ιαμβικού ρυθμού, στο όριο του ελεύθερου στίχου.
  18. Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρης), «Σουρούπωμα» (σ. 144), ιαμβικού ρυθμού.
  19. Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρης), «Νοσταλγία» (σ. 145-146), ιαμβικού ρυθμού, με έναν στίχο τροχαϊκού ρυθμού.
  20. Ανδρέας Παπαδόπουλος (Σύλβιος), «Το παραμύθι των ραγιάδων» (σ. 171-172), ιαμβικού ρυθμού ήπιας μορφής.
  21. Μήτσος Παπανικολάου, «Ένα απόγεμα» (σ. 184), ιαμβικού ρυθμού, παρά την εξωτερική φόρμα του σονέτου.
  22. Μήτσος Παπανικολάου, «Βαρύ τραγούδι του κάμπου» (σ. 185-186), ιαμβικού ρυθμού.
  23. Κλέων Παράσχος, «Σήμερα η μέρα πέρασε» (σ. 190), ιαμβικού ρυθμού ήπιας μορφής.
  24. Κλέων Παράσχος, «Αργά απ' τα βάθη μου» (σ. 191-192), ιαμβικού ρυθμού.
  25. Κλέων Παράσχος, «Αγάλια αγάλια η σκέψη εκείνη» (σ. 194), ιαμβικού ρυθμού ήπιας μορφής.
  26. Κλέων Παράσχος, «Εγώ μαζύ σου…» (σ. 195), ιαμβικού ρυθμού ήπιας μορφής.
  27. Κλέων Παράσχος, «Θυμάμαι ένα μικρό νησί» (σ. 195-196), ιαμβικού ρυθμού ήπιας μορφής.
  28. Θρασύβουλος Σταύρου (Μελικέρτης), «Η πηγή» (σ. 236-237), ιαμβικού ρυθμού.

Τα 5 ποιήματα σε ελεύθερο στίχο είναι τα εξής:

  1. Γεώργιος Βρισιμιτζάκης, «Ελληνική θάλασσα» (σ. 20).
  2. Γιάννης Μαιναλιώτης, «Φως-φωνή» (σ. 109).
  3. Λέανδρος Παλαμάς, «Mabel» (σ. 163-164). Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ελευθερωμένος στίχος τροχαϊκού ρυθμού, οργανωμένος σε τετράστιχα, υπάρχουν όμως μερικοί άρρυθμοι στίχοι.
  4. Τάκης Παπατζώνης, «Beata Beatrix» (σ. 188-189).
  5. Κλέων Παράσχος, «Ω θλιβερά απογεύματα…» (σ. 191). Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ελευθερωμένος στίχος ιαμβικού ρυθμού, υπάρχει όμως ένας άρρυθμος στίχος.

Η μετρική μορφή των ποιημάτων της ανθολογίας του Άγρα απασχόλησε ήδη 3 μελετητές, οι οποίοι κατέγραψαν επίσης τα ελευθερόστιχα ποιήματα του βιβλίου, αλλά με μεγάλες διαφοροποιήσεις. Ας δούμε, λοιπόν, ποιες ήταν οι δικές τους μορφολογικές διαπιστώσεις. Πρώτος ο Aλέξανδρος Aργυρίου γράφει για τα ελευθερόστιχα ποιήματα της ανθολογίας: «Σημειώνω για λόγους ενημέρωσης ότι στην Ανθολογία Ελευθερουδάκη-Άγρα (όπου, όσο ξέρω, πρωτοδημοσιεύεται το ποίημα του Παπατσώνη "Beata Beatrix"), και δυο άλλοι ποιητές, ο Χρίστος Γερογιάννης (1895) και ο Γιώργος Βρισιμιτζάκης (1890), δημοσιεύουν επίσης ποιήματα σε ελεύθερο και ανομοιοκατάληκτο στίχο»[12]. Ο Αργυρίου, λοιπόν, εντοπίζει ένα ακόμη από τα ελευθερόστιχα ποιήματα του βιβλίου, εκείνο του Βρισιμιτζάκη (η ελευθερόστιχη μορφή του ποιήματος του Παπατζώνη ήταν εξόφθαλμη), αλλά δεν παρατηρεί τα άλλα τρία ελευθερόστιχα ποιήματα. Αντιθέτως, συγκαταλέγει, εσφαλμένα, στα ελευθερόστιχα ποιήματα το ένα από τα δύο ποιήματα του Χρίστου Γερογιάννη, το οποίο είναι γραμμένο σε ελευθερωμένο στίχο. Συνεπώς, δεν παρατήρησε ότι στην ανθολογία υπήρχαν αρκετά ακόμη ποιήματα σε ελευθερωμένο στίχο, τα οποία, όπως εκείνο του Γερογιάννη, θα μπορούσαν να (παρ)αναγνωστούν ως ελευθερόστιχα.

Δεύτερος ο Ξ.Α. Κοκόλης, σε μελέτη του με θέμα τη συχνότητα εμφάνισης και τη λειτουργία του διασκελισμού στην ελληνική ποίηση, κατά την περίοδο της μετάβασης από τον αυστηρά έμμετρο στον ελευθερωμένο και κατόπιν στον ελεύθερο στίχο, επιλέγει ως παράδειγμα, καταγράφει και σχολιάζει τους διασκελισμούς που εμφανίζονται στα ελευθερόστιχα ποιήματα της ανθολογίας του Άγρα. Ας δούμε λοιπόν ποια ποιήματα εντοπίζει ως ελευθερόστιχα ο μελετητής στην υπό εξέταση ανθολογία:

Οι ελεύθεροι (ή περίπου) στίχοι σ' αυτή την ανθολογία είναι ελάχιστοι:

  • Γ. Βρισιμιτζάκης (1890-1947), τα δύο ποι. της ανθολογίας, 9+22: 31 στ.
  • Χρίστος Γερογιάννης (1895-;), ένα από τα δύο ποι της ανθολογίας, 27 στ.
  • Νίκος Καρβούνης (1880-1957), το 1 ποι. της ανθολογίας, 86 στ.
  • Γιάννης Μαιναλιώτης (1894-;), 5 από τα 9 ποι. της ανθολογίας, 13+11+12+10+12: 58 στ.
  • Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950), ένα από τα 3 ποι. της ανθολογίας, 25στ.
  • Τάκης Παπατσώνης (1895-1976), το 1 ποι. της ανθολογίας, 32 στ.

σύνολο 259 στ.

Έντεκα ποιήματα συνολικά, που εκπροσωπούν κάτι λιγότερο από το 5% των ανθολογημένων 221 ποιημάτων (το 4,7% για την ακρίβεια)· ακόμη χαμηλότερο ποσοστό αποτελούν οι 259 στίχοι: 4,31% των έξι χιλιάδων στίχων της ανθολογίας. Οι έξι ποιητές πάντως φτάνουν το 8,57% των ανθολογουμένων· πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη ότι μόνον οι μισοί εκπροσωπούνται με μόνον ελευθερόστιχα ποιήματα[13].

Ο Κοκόλης καταγράφει όχι μόνο τα καθαρώς ελευθερόστιχα ποιήματα, αλλά και εκείνα που είναι γραμμένα σε «περίπου» ελεύθερο στίχο, χωρίς όμως να διευκρινίζει σε τι ακριβώς έγκειται αυτή η δυσδιακρισία. Είναι προφανές ότι ανάμεσα στα, κατά την κρίση του, ελευθερόστιχα ποιήματα συμπεριέλαβε και ορισμένα που ανήκουν στην κατηγορία των 28 ποιημάτων σε ελευθερωμένο στίχο. Αυτό όμως που κυρίως προκαλεί απορία είναι ότι η καταγραφή του δεν περιλαμβάνει επίσης τα δύο ποιήματα, του Λέανδρου Παλαμά, «Mabel» (σ. 163-164), και του Κλέωνα Παράσχου, «Ω θλιβερά απογεύματα…» (σ. 191). Τα ποιήματα αυτά διαφέρουν βέβαια ελάχιστα από τα ποιήματα του ελευθερωμένου στίχου, καθώς οι περισσότεροι στίχοι τους ακολουθούν τον τονικοσυλλαβικό ρυθμό. Ωστόσο η ύπαρξη στα ανωτέρω ποιήματα έστω και ελάχιστων άρρυθμων στίχων είναι ένα ασφαλές κριτήριο για να τα συμπεριλάβουμε στην κατηγορία των ελευθερόστιχων ποιημάτων.

Τελευταίος ο Νάσος Βαγενάς έκρινε την ανθολογία του Άγρα, επικεντρώνοντας την κρίση του στη μορφολογική, ιστορικογραμματολογική και αισθητική σημασία του ποιήματος του Τάκη Παπατζώνη, «Beata Beatrix»:

Ελάχιστα πράγματα σώζονται σήμερα ως ζωντανή ποίηση από τους στίχους του πλήθους των νέων ποιητών που συνωστίζονται στην ανθολογία του Άγρα (ο «Ορέστης» του Βάρναλη, ο «Hidalgo» του Φιλύρα, το «Εκάτης πάθη» του Λαπαθιώτη, το «Αθήνα» του Καρυωτάκη, και ίσως ένα δύο ακόμη άλλων ποιητών). Όμως σ' αυτά τα ελάχιστα ένα ποίημα ξεχωρίζει, οι στίχοι ενός ποιητή που η κριτική του τύχη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και διδακτική. Το ποίημα είναι το «Beata Beatrix» του Τάκη Παπατσώνη, ενός από τους λίγους ποιητές που ο Άγρας ανθολογεί με ένα μόνο ποίημα. Μέσα στο πυκνό, απολιθωμένο σήμερα, δάσος της ανθολογίας και ανάμεσα στα ολιγάριθμα ζωντανά ποιήματα που αναφέραμε, το ποίημα αυτό εμφανίζεται σαν ένα ξέφωτο, που ξαφνιάζει με την απροσδόκητη παρουσία του. Το απροσδόκητο έγκειται στη μοναδικότητά του, γιατί το ποίημα αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα ποιήματα της ανθολογίας, τα οποία - παρά τις προσωδιακές αναζητήσεις ορισμένων - κινούνται όλα στο χώρο εκείνης της ποίησης που για λόγους ευκολίας ονομάζουμε παραδοσιακή. Γραμμένο σε πραγματικό ελεύθερο στίχο, με γλώσσα που αψηφά τις επιταγές του ορθόδοξου και μαχητικού εκείνα τα χρόνια δημοτικισμού, με έκφραση ασύμβατη προς την ισχύουσα τεχνοτροπία, το «Beata Beatrix», που πρωτοδημοσιεύεται το 1920, αποτυπώνει το αίσθημα μιας νέας για την ποίησή μας εποχής, της νεοτερικής εποχής, της οποίας σημαδεύει την έναρξη αποτελώντας το πρώτο της φανέρωμα.[14]

Ο Βαγενάς θεωρεί, όχι άστοχα, ότι το ποίημα του Παπατζώνη είναι το μοναδικό στην ανθολογία του Άγρα που είναι γραμμένο σε «πραγματικό ελεύθερο στίχο». Το κριτήριό του είναι ευρύτερα μορφολογικό. Περιλαμβάνει, δηλαδή, και το κριτήριο της γλώσσας και της τεχνοτροπίας. Γι' αυτό, ενώ ο Βαγενάς επισημαίνει τις προσωδιακές αναζητήσεις ορισμένων [ποιημάτων]», χωρίς, πάντως, ούτε να προσδιορίζει τις καινοτομίες ούτε να καταγράφει τα σχετικά ποιήματα, θεωρεί ότι αυτά τα ποιήματα, όπως και όλα τα υπόλοιπα ποιήματα της ανθολογίας, ανήκουν στον χώρο της παραδοσιακής ποίησης, αν θεωρηθούν μ' ένα σύνθετο μορφολογικό κριτήριο (μορφή, γλώσσα, τεχνοτροπία).

Με αφορμή τις παρατηρήσεις των 3 μελετητών και τη γενική θεώρηση της μορφής των ανθολογημένων από τον Άγρα ποιημάτων, μπορούν να γίνουν κάποιες διαπιστώσεις. Ο αυστηρά έμμετρος στίχος παραμένει, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η κυρίαρχη μορφολογική επιλογή των νέων ποιητών. Ωστόσο οι σποραδικές εμφανίσεις του ελευθερωμένου στίχου, μορφής που έχει ήδη πίσω της ιστορία 3 περίπου δεκαετιών[15], και τα πρώτα δειλά φανερώματα του ελεύθερου στίχου δείχνουν την προϊούσα τάση της μορφολογικής αλλαγής και της ανανέωσης. Τα όρια ανάμεσα στον ελευθερωμένο και τον ελεύθερο στίχο παρουσιάζουν αρκετά μεγάλη ρευστότητα. Αν εξαιρέσουμε το ποίημα του Παπατζώνη που είναι καθαρά ελευθερόστιχο, με την έννοια ότι όλοι σχεδόν οι μεγάλου συλλαβικού μήκους στίχοι του είναι άρρυθμοι και έχουν πεζολογικό τόνο (αν και ο Παπατζώνης ανθολογείται με ένα μόνο ποίημα κι έτσι δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης με άλλα ποιήματά του), στην περίπτωση των ελευθερόστιχων ποιημάτων του Μαιναλιώτη, του Λέανδρου Παλαμά και του Παράσχου η ρυθμική απόσταση από τον ελευθερωμένο στίχο είναι αρκετά μικρή: με ελάχιστες διορθώσεις τα ποιήματα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν κείμενα σε ελευθερωμένο στίχο. Εξάλλου, οι συγγραφείς τους έχουν ανθολογηθεί και με ποιήματά τους σε ελευθερωμένο στίχο. Επαληθεύεται έτσι ότι ο ελευθερωμένος στίχος λειτουργεί ως ρυθμικό και κατ' επέκταση εκφραστικό προστάδιο του ελεύθερου στίχου. Τα καθαρά ή «πραγματικά», λοιπόν, ελευθερόστιχα ποιήματα είναι του Παπατζώνη και του Βρισιμιτζάκη. Το πρώτο ποίημα έχει συνδεθεί όχι μόνο ως προς τη μορφή αλλά και ως προς το περιεχόμενο και την έκφρασή του με την έλευση του μοντερνισμού στην Ελλάδα (αυτό επισημαίνει με έμφαση και ο Βαγενάς). Από την άλλη το ποίημα του Βρισιμιτζάκη είναι το μοναδικό φανερά καβαφογενές ποίημα της ανθολογίας. Η μορφή του φαίνεται να ενισχύει τα επιχειρήματα όσων κατηγορούσαν, αυτή την εποχή, τον Καβάφη για πεζολογία, χωρίς να αντιλαμβάνονται την πλούσια, υπόγεια ρυθμική ενορχήστρωση του σταθερά ελευθερωμένου (ιαμβικού ρυθμού) στίχου του Αλεξανδρινού ποιητή[16].

Επιπρόσθετα πρέπει να παρατηρήσουμε κάτι που δεν επισημάνθηκε από τους μελετητές της ανθολογίας του Άγρα, ότι τα ελάχιστα ελευθερόστιχα και τα λιγοστά ποιήματα σε ελευθερωμένο ιαμβικό στίχο εντάσσονται σ' ένα ευρύ σύνολο αυστηρά έμμετρων στίχων· μέσα όμως στο σύνολο αυτών των ποιημάτων εντοπίζονται ορισμένα που δείχνουν ό,τι χαρακτηρίστηκε ως πίεση στο εσωτερικό της παραδοσιακής φόρμας. Έτσι, υπάρχουν μερικά ποιήματα γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους αλλά αυτοί οι δεκαπεντασύλλαβοι είναι τόσο εξαρθρωμένοι που πιθανόν θα έκαναν ως και τον ρυθμικά καινοτόμο Παλαμά να δυσφορήσει[17]. Μάλιστα οι ρυθμικές καινοτομίες αυτών των ποιημάτων προηγούνται των ρυθμικών καινοτομιών του Καρυωτάκη, οι οποίες, γι' αυτόν τον λόγο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπερτιμημένες. Η μέχρι σήμερα επικρατούσα άποψη είναι ότι η τακτική του Καρυωτάκη για μεθοδευμένες μετρικές παραβάσεις εξυπηρετεί την αργή αλλά σταθερή υπονόμευση του παραδοσιακού θεσμοθετημένου μετρικού οργανισμού και αντανακλά στο περιεχόμενο της ποίησής του: η κοινωνική ασφυξία που εκφράζεται με το περιεχόμενο της ποίησης (και παραπέρα με τη ζωή του ανθρώπου) και που ως διαφυγή της βρίσκει την κοινωνική καταγγελία, συνοδεύεται από την αδυναμία της πλήρους έκφρασης μέσα στα παραδοσιακά σχήματα. Η αδυναμία αυτή υπερβαίνεται με την αθέτηση της γλωσσικής ορθοδοξίας και την παραβίαση της μετρικής νόρμας[18]. Σύμφωνα με τον Χρήστο Παπάζογλου, που εξέτασε διεξοδικά τη μετρική της καρυωτακικής ποίησης, το ποιητικό έργο του Kαρυωτάκη εγκαινιάζει μια διαφορετική από το παρελθόν σχέση ανάμεσα στις μετρικές αποκλίσεις και το περιεχόμενο: ενώ στην προγενέστερη και σύγχρονη του Kαρυωτάκη νεοελληνική στιχουργία οι μετρικές παραβιάσεις ήταν «συνηθισμένα και θεμιτά» μέσα για να ανανεώνεται ο στίχος και να «εξοικονομείται, με τρόπο φυσικό, ο ρυθμός»[19], άσχετα όμως από το περιεχόμενο, στον Kαρυωτάκη, για πρώτη φορά, είναι φαινόμενα εσωτερικής διαταραχής του ρυθμού και καίριας έκφρασης του περιεχομένου[20]. Η παραπάνω άποψη ίσως πρέπει να επανεξεταστεί, καθώς υπάρχουν ποιήματα του Παλαμά, γραμμένα πριν από εκείνα τον Καρυωτάκη, όπου ο χειρισμός των μέσων μετρικής ποικιλίας και η σύνδεσή τους με το περιεχόμενο επιφέρουν τόσο την εσωτερική διαταραχή του ρυθμού όσο και την καίρια έκφραση του περιεχομένου. Τα γραμμένα σε εξαρθρωμένους δεκαπεντασύλλαβους ποιήματα της ανθολογίας του Άγρα μπορούν πιθανόν να εξεταστούν ως ανάλογα μορφολογικά παραδείγματα. Τα ποιήματα αυτά είναι τα εξής: Χρίστος Γερογιάννης, «Ω!… ξύπνησε στη νύχτα μας» (σ. 23-25)· Κλέων Παράσχος, «Madrigal triste» (σ. 195) και Γιάννης Στογιάννης, «Ρόδα» (σ. 240).

Β) Το λυρικό είδος της παραδοσιακής ποίησης

Μια ανθολογία όπου ανθολογούνται 70 ποιητές στην περιορισμένη έκταση των 256 σελίδων της είναι αναμενόμενο να περιλάβει κατά κανόνα σύντομα κι επομένως λυρικά ποιήματα. Τέτοια ποιήματα, λοιπόν, ανθολογεί κατά κανόνα ο Άγρας, ενώ λιγοστά είναι τα ανθολογημένα μέρη συνθετικών ποιημάτων (εξάλλου την περίοδο εκείνη λιγοστά είναι και τα γραμμένα από λιγότερο ή περισσότερο νέους ποιητές συνθετικά ποιήματα). Αν αυτή η μεγάλη πλειονότητα των σύντομων λυρικών ποιημάτων κριθεί με γνώμονα την παράδοση του νεότερου ποιητικού μας λυρισμού, έτσι όπως η παράδοση αυτή ξεκινά από τον Σολωμό και καταλήγει σε ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του Παλαμά, η ποίηση που ανθολογεί ο Άγρας μπορεί να αποτιμηθεί ως συνέχιση και αξιοποίηση της λυρικής παραδοσιακής ποίησης, αλλά και ως εξάντλησή της. Πιο συγκεκριμένα, πολλά είναι τα ανθολογημένα ποιήματα που εντάσσονται φανερά στην εκφραστική τάση του παλαμισμού ή του μεταπαλαμισμού. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου χώρισε, με βάση ηλικιακά κριτήρια, τους ποιητές που ανθολογεί ο Άγρας σε δύο κατηγορίες ή ομάδες. Η πρώτη ομάδα ποιητών που διέκρινε ο Αργυρίου είναι οι «ποιητές που εμφανίζονται στα ελληνικά γράμματα τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας [20ού αιώνα], και ας τους ορίσουμε ως ποιητές της γενιάς του 1909, και ως επόμενης της γενιάς του 1880, της γενιάς του Κωστή Παλαμά»[21]. Πρόκειται λοιπόν για τους ηλικιακά μεγαλύτερους ποιητές της ανθολογίας, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται ακόμη στον αστερισμό της επιρροής του επιβλητικού παλαμικού ποιητικού έργου.

Αντιθέτως, αν δεχτούμε ότι στον αντίποδα της ποιητικής του Παλαμά βρίσκεται ο 59χρονος το 1922 Καβάφης, αυτός, μέσω της ανθολογίας, ηττάται κατά κράτος, αφού το μοναδικό όχι μόνο μετρικά αλλά και εκφραστικά καβαφογενές ποίημα είναι το «Ελληνική θάλασσα» του Βρισιμιτζάκη. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι ο Καβάφης κατέθετε στην τράπεζα του μέλλοντος κι αυτό απέδειξε η ιστορία της τύχης του ποιητικού έργου του. Εντέλει, λοιπόν, η μεγάλη πλειονότητα των ποιημάτων της ανθολογίας, θεωρημένων από τη σημερινή σκοπιά, δείχνει πόσο πολύ, τη στιγμή της έκδοσης της ανθολογίας, η ελληνική ποίηση αφενός είχε εξαντλήσει τον παραδοσιακό λυρισμό, αφετέρου είχε ανάγκη την ανανεωτική πνοή που έφεραν, λίγα χρόνια αργότερα, οι διάφορες εκδοχές του μοντερνισμού και η πλατιά αποδοχή και απήχηση της καβαφικής ποίησης. Οι μόνοι ποιητές της ανθολογίας που συνδέθηκαν με την εμπειρία του ελληνικού μοντερνισμού είναι ο Αναστάσιος Γ. Δρίβας και ο Τάκης Παπατζώνης και το μόνο ανθολογημένο ποίημα που εκφράζει αυτή την ανανεωτική πνοή και πραγματικά μοιάζει παράταιρο δίπλα στα άλλα είναι το «Beata Beatrix».

Γ) Ο αρνητικός ψυχισμός των νέων ποιητών της ανθολογίας

Ο σημερινός αναγνώστης της ανθολογίας του Άγρα εντυπωσιάζεται από το γεγονός ότι στα ποιήματα ιδίως των ποιητών που γεννήθηκαν στη δεκαετία 1890-1900 εκφράζεται ένας καθαρά αρνητικός ψυχισμός. Πρόκειται για τους λίγο-πολύ συνομήλικους του Καρυωτάκη, για τους ποιητές της γενιάς του. Είναι η δεύτερη ομάδα ποιητών την οποία διακρίνει ο Αργυρίου: «Ποιητές που εμφανίζονται γύρω στα 1920 και τους ορίζομε ως ποιητές της γενιάς του μεσοπολέμου»[22]. Σε αυτούς, λοιπόν, τους πιο νέους και καθαρά μεσοπολεμικούς ποιητές είναι διάχυτη εκείνη η ψυχική αίσθηση, η θεματική, αλλά και οι εκφραστικοί τρόποι, τα οποία αργότερα, μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, το 1928, προσέλαβαν το όνομα «καρυωτακισμός». Με τον όρο αυτό καταρχήν ορίστηκε η στάσιμη και αρνητική μίμηση του έργου του Kαρυωτάκη, που ξέσπασε ως βραχύβια μόδα μετά από την περίφημη πράξη της αυτοκτονίας του (1928-1935). Mε το πέρασμα όμως του χρόνου, ο όρος προσέλαβε τη σημασία της πεισιθάνατης αντιμετώπισης της ζωής, διαπιστωμένης στο έργο νεότερων ποιητών, της γενιάς του 1930 (Γιώργος Σεφέρης και νεανικός Γιάννης Pίτσος), της πρώτης (π.χ. Μανόλης Aναγνωστάκης) και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (π.χ. Βύρων Λεοντάρης). Το ενδιαφέρον, όμως, με πάμπολλα ποιήματα της ανθολογίας του Άγρα είναι ότι η ψυχοσυναισθηματική συγγένεια με εκείνη τη στάση ζωής που εξέφρασε ο Καρυωτάκης εμφανίζεται ως γενικευμένη τάση της νεανικής ποίησης 5 χρόνια νωρίτερα από την έκδοση του τρίτου και κορυφαίου ποιητικού βιβλίου του Καρυωτάκη, Ελεγεία και σάτιρες (1927), και 6 χρόνια πριν από τη συνταρακτική, όπως αποδείχθηκε στην πορεία του χρόνου, αυτοκτονία του. Μάλιστα ορισμένοι από τους νέους, τους μεσοπολεμικούς ποιητές της ανθολογίας του Άγρα, εμφανίζονται τότε, το 1922, αρκετά πιο καρυωτακικοί, πιο ψυχοσυναισθηματικά διαλυτικοί απ' ό,τι αργότερα ο Καρυωτάκης. Αφήνω στον αναγνώστη να κάνει αυτή τη διαβάθμιση. Από τη δική μου σκοπιά περιορίζομαι να καταγράψω εκείνους τους 31 ποιητές όπου σε όλα ή σε κάποια/κάποιο από τα ανθολογημένα ποιήματά τους εμφανίζονται στοιχεία της θεματικής, του ύφους, της αρνητικής ψυχοσυναισθηματικής διάθεσης, τα οποία μας είναι οικεία από την καρυωτακική ποίηση: Γιάννης Βούλης, Γεώργιος Βρισιμιτζάκης, Χρίστος Γερογιάννης, Μ. Δαμιράλης, Αλέκος Δράκος, Νίκος Ν. Δρακουλίδης (Άγγελος Δόξας), Χρήστος Ευελπίδης (Χρήστος Έσπερας), Ε.Γ. Ιωάννου (Τέλλος Άγρας), Νίκος Καρβούνης, Γιάννης Κοκκινάκης, Διονύσιος Π. Κουκουρίκος, Θαν. Κυριαζής, Νίκος Λαΐδης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Όμηρος Μπεκές, Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρις), Γεώργιος Α. Νάζος, Κώστας Νεάρχος (Κώστας Ουράνης), Σπύρος Νικοκάβουρας, Γιάννης Οικονομίδης, Ιω. Β. Οικονομόπουλος (Ρώμος Φιλύρας), Μήτσος Παπανικολάου, Κλέων Παράσχος, Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας), Γ.Λ. Ροϊλός (Ρόης), Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Βασίλειος Ρώτας, Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, Γεώργ. Θ. Σταυρόπουλος, Θρασύβ. Σταύρου (Μελικέρτης) και Γιάννης Στογιάννης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο ποίημα «Αλήθεια λέγω» (σ. 205), ποίημα του ηλικιακά μεγαλύτερου ποιητή της ανθολογίας, του Νικόλαου Πετμεζά (Λαύρα), ο οποίος βέβαια δεν ανήκει στη γενιά του Καρυωτάκη, η πρώτη στροφή έχει ως θέμα της την «καταφρονημένη γενιά»:

Αλήθεια, αλήθεια λέγω κι άκουσέ με,
δεν έχει και για μας ο κόσμος θέση.
Για μας που γεννηθήκαμε να κλαίμε,
για μας· που την καρδιά μας έχει δέσει,
ο πόνος με τετράδιπλα σκοινιά,
ω καταφρονημένη μας γενιά!

Η τόσο πυκνή παρουσία, στην ανθολογία του Άγρα, ποιημάτων που σήμερα χαρακτηρίζουμε καρυωτακίζοντα, κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει ό,τι ο ίδιος ο Άγρας ως διορατικός και οξύνους κριτικός της καρυωτακικής ποίησης διαπίστωσε, λίγα χρόνια έπειτα από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και σε απόσταση 11 ετών από την έκδοση της ανθολογίας, το 1933: «Κι έξαφνα, στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες, [ο Καρυωτάκης] μας εξεπέρασεν όλους, αμέσως και εξακολουθητικά!»[23]. Με άλλα λόγια, η γραμμένη μέχρι το 1922 αλλά και μέχρι το 1927 καρυωτακική ποίηση εντάσσεται στο κλίμα των ποιητών της «καταφρονημένης» γενιάς του, χωρίς ακόμη να εμφανίζει εκείνα τα στοιχεία που ξεχώρισαν τον Καρυωτάκη και τον έκαναν ποιητή-έμβλημα των μεταπολεμικών και των μεταπολιτευτικών ποιητικών γενεών. Αυτά τα στοιχεία εμφανίστηκαν με τη συλλογή του Ελεγεία και σάτιρες και εντοπίζονται ιδίως στην ενότητα «Σάτιρες».

Δ) Ο περίκλειστος ατομικός χώρος και η απόσταση από το ιστορικοκοινωνικό παρόν

Όταν ετοιμάζεται και εκδίδεται η ανθολογία του Άγρα, το 1922, προφανώς πριν ακόμη από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το ελληνικό έθνος ζούσε μέσα στον πυρετό μιας πρωτοφανούς εθνικής ανάτασης. Φαίνεται ο πυρετός αυτός μέσα από τα κείμενα της ανθολογίας; Η διαπίστωση είναι άμεση: τα σχετιζόμενα με το ιστορικό κλίμα της εποχής ποιήματα είναι ελάχιστα. Η φωτογραφία του Μήτσου Παπανικολάου με στρατιωτική στολή (σ. 184) και το βιογραφικό σημείωμα του αξιωματικού του ελληνικού στρατού Βασίλειου Ρώτα, που μας πληροφορεί ότι «αρρώστηκε κατά την αιχμαλωσία του στο Βερλ της Γερμανίας και τώρα νοσηλεύεται στην Ελβετία» (σ. 212), είναι οι λιγοστές πραγματολογικές μαρτυρίες της αναπότρεπτης εμπλοκής των λογοτεχνών στο σύγχρονο ιστορικό τους γίγνεσθαι (αν και από όλα τα άλλα βιογραφικά σημειώματα απουσιάζουν, παραδόξως, οποιεσδήποτε αναφορές που να δείχνουν την όποια εμπλοκή των προσώπων στα ιστορικά συμβάντα μιας τόσο πολιτικοκοινωνικά και στρατιωτικά ταραγμένης εποχής). Σ' ένα σύνολο 264 ποιημάτων, τα επίκαιρα, από ιστορικοπολιτική σκοπιά, ποιήματα είναι μόλις 4: «Είχα ένα σύντροφο…» (σ. 77-79) του Λέοντα Κουκούλα· «Αποχαιρετισμός» (σ. 170) του Σπύρου Παπαδόπουλου· «Το παραμύθι των ραγιάδων» (σ. 171-172) του Σμυρνιού Ανδρέα Παπαδόπουλου και «Τραυματίας» (σ. 216) του Βασίλειου Ρώτα. Μάλιστα και από αυτά τα 4 ποιήματα, γραμμένα σε μια εποχή εθνικής ανάτασης, μόνο εκείνο του Σμυρνιού Ανδρέα Παπαδόπουλου συντονίζεται με το γενικό κλίμα εθνικού ενθουσιασμού της εποχής, ενώ τα άλλα 3 κάθε άλλο παρά δείχνουν τη διάθεση για συμμετοχή στο γενικό αυτό κλίμα.

Πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η απόσταση από το ιστορικοκοινωνικό παρόν παρατηρείται στην ανθολογία του Άγρα σε μιαν εποχή κατά την οποία κάθε άλλο παρά λείπουν τα εθνικά-πατριωτικά ποιήματα. Αν θεωρήσουμε τις «εθνικές-πατριωτικές» ανθολογίες, έτσι όπως τις διακρίνουν σε θεματική κατηγορία οι Βαρακλιώτου, Καράογλου και Σδράλη[24], δείκτη της ποιότητας και της ποσότητας της σχετικής παραγωγής, περιορίζομαι να αναφέρω ότι στην περίοδο 1900-1950 στην κατηγορία αυτή οι Βαρακλιώτου, Καράογλου και Σδράλη εντάσσουν 5 ανθολογίες επί συνόλου 68 και, με αφορμή την ανθολογία Ποιητική πολεμική ανθολογία 1912-1913, του Αχιλλέως Καραβία (1913), παρατηρούν ότι «πολλοί ανθολογούμενοι ποιητές είναι ασήμαντοι ή παντελώς άγνωστοι»[25]. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το είδος της εθνικής-πατριωτικής ποίησης ασκείται από τους ασήμαντους και άγνωστους και, αν κρίνουμε από την ανθολογία του Άγρα, όχι από τους ηλικιακά νέους ποιητές, οι οποίοι φαίνεται όχι μόνο να μην συντονίζονται με το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής τους αλλά ως ποιητές να απέχουν συστηματικά από αυτό.

Ευριπίδης Γαραντούδης

Πίνακας περιεχομένων

Πίναξ των περιεχομένων (σ. ε΄-η΄)

Πρόλογος στην Ανθολογία των νέων [του Τέλλου Άγρα] (σ. θ΄-ιε΄).

Γεώργιος Αθανασιάδης (Γεώργιος Αθάνας) (1893-): «Ο πόνος της αγαπητικιάς» (σ. 1), «Τετράστιχα» (σ. 2), «Του πεθαμένου ναυτικού» (σ. 2-3).

Μιχαήλ Αναστασίου (1893-): «Intermediun» (σ. 4-5), «[Intermedium] XI» (σ. 5), «[Intermedium] XVIII» (σ. 5-6).

Γεώργιος Αργυρόπουλος (Κλαύδιος Μαρκίνας) (1892-): «Τέτοια η ζωή» (σ. 7-8), «Θάμουν αητός» (σ. 8), «Πότε να πέση χειμωνιά» (σ. 9).

Κώστας Βάρναλης: «Αλκιβιάδης» (σ. 10-11), «Ορέστης» (σ. 11-12), «Ο εκλεκτός» (σ. 12).

Κωστής Βελιμέζης (Κωστής Βελμύρας) (1898-): «Θυσία» (σ. 13-17).

Γιάννης Βούλης (1896-): «Η ακριβή σου θύμηση» (σ. 18), «Funèbre» (σ. 19), «Μυροφόρα» (σ. 19).

Γεώργιος Βρισιμιτζάκης: «Ελληνική θάλασσα» (σ. 20), «Φυγή μέσα στο χρόνο» (σ. 20-21).

Χρίστος Γερογιάννης (1895-): «Εσένα… θάχουμε θεό μας» (σ. 22-23), «Ω!… ξύπνησε στη νύχτα μας» (σ. 23-25).

Μ Δαμιράλης: «Μαρμαράδες» (σ. 26-27)

Δημοσθένης Δημακόπουλος (1886-): «Ρυθμοί» (σ. 28-30).

Δημ. Δημητριάδης (Ρήγας Γκόλφης) (1886-): «Τραγουδώντας βαθύφωνα» (σ. 31-32), «Για την παθητική συμφωνία του Τσαϊκόφσκη» (σ. 33), «Λουΐζα» (σ. 33-34), «Σ’ αγαπώ» (σ. 35-36).

Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα): «Σε μια νεκρή» (σ. 37-38), «Νεκρές» (σ. 38-39), «Voluptas» (σ. 39-40).

Αλέκος Δράκος (1902-): «Taberna bohemica» (σ. 41).

Νίκος Ν. Δρακουλίδης (Άγγελος Δόξας) (1897-): «Χινόπωρο» (σ. 42-43), «Ελεγείο» (σ. 43-44).

Αναστάσιος Γ. Δρίβας (1900-): «Μικρά ελεγεία Α» (σ. 45-46), «Μικρά ελεγεία Β» (σ. 46-47).

Χρήστος Ευελπίδης (Χρήστος Έσπερας) (1893-): «[Συχνά πηγαίνω μοναχός…]» (σ. 48), «[Έξω το χιόνι…]» (σ. 48-49), «[Στον κάμπο το μυριόχρωμο…]» (σ. 49), «[Οργιάζει γύρω η Άνοιξη…]» (σ. 49).

Ε. Γ. Ιωάννου (Τέλλος Άγρας) (1899-): «Το φθινοπωρινό ειδύλλιο» (σ. 50-51), «Ecloga» (σ. 51-52), «Σπουδές» (σ. 52-53). «Παραφωνίες» (σ. 53).

Γαλάτεια Καζαντάκη (Πετρούλα Ψηλορείτη): «Τα τραγούδια του Θεού. Τραγούδι Α» (σ. 54-55), «Τα τραγούδια του Θεού. Τραγούδι Β» (σ. 55-56), «Προσευχή» (σ. 56-57), «Η άνοιξη» (σ. 57), «Στη μάνα μας» (σ. 58), «Δέηση» (σ. 58).

Λαίλιος Καρακάσης (1889-): «Χαριτωμένος διάβολος» (σ. 59-60).

Νίκος Καρβούνης (1884-): «Το τραγούδι του νικημένου» (σ. 61-64).

Κ.Γ. Καρυωτάκης: «Γυρισμός» (σ. 65), «Αθήνα» (σ. 65-66), «Πολύμνια» (σ. 66-67).

Γιάννης Κοκκινάκης (1899-): «Εξαγνισμός» (σ. 68), «Κούραση» (σ. 69), «Θάνατος» (σ. 69-70).

Διονύσιος Π. Κουκουρίκος (1892-): «Κλειώ» (σ. 71), «Πεθαμένη αδερφούλα» (σ. 72), «Αρχαίο ειδύλλιο» (σ. 72).

Λέων Κουκούλας (1894-): «Ωδή σ’ ένα καράβι» (σ. 73-75), «Έρημο δρυ» (σ. 76), «Άσε…» (σ. 76-77), «Είχα ένα σύντροφο…» (σ. 77-79), «Σονέττο σε φίλο» (σ. 79).

Μίλτος Κουντουράς (1899-): «Ταξίδι» (σ. 80), «Του ναύτη εκείνου…» (σ. 81), «Αγωνία» (σ. 81), «Τραγωδία» (σ. 81).

Κώστας Κοντός: «Άνθινα τραγούδια Α» (σ. 83), «Άνθινα τραγούδια Β» (σ. 84).

Σωτήρης Κουϊμιτσόπουλος (Στέφανος Μόρφης): «Νανούρισμα» (σ. 85), «Η φυγή» (σ. 86), «Ορθρινό» (σ. 86-87).

Θαν. Κυριαζής (1888-): «Εκατόμβη. [Τα μάτια που μεθούσανε…]» (σ. 88), «Εκατόμβη. [Τραγούδι μου χαρμόσυνο…]» (σ. 88-89), «Εκατόμβη. [Παρηγοριά κι η θύμηση…]» (σ. 89), «Εκατόμβη. [Πλατιά χαρά τη χάρηκα…]» (σ. 89), «Εκατόμβη. [Και τώρα, πού θα πάρομε…]» (σ. 89-90), «Εκατόμβη. [Κι αν τη χαρά δεν ένοιωσα…]» (σ. 90), «Εκατόμβη. [Πλούσια η ορμή της γης…]» (σ. 90), «Εκατόμβη. [Τώρα στο βλογημένο….]» (σ. 90-91), «Εκατόμβη. [Ενός βοσκού το σούρισμα…]» (σ. 91), «Εκατόμβη. [Βαρύ το χέρι του Καιρού…]» (σ. 91).

Κωνστ. Κωνσταντινίδης (Πέτρος Μάγνης) (1880-): «Φθινοπωριάσματα» (σ. 92-93), «Μαρία η Μαγδαληνή» (σ. 94).

Νίκος Λαΐδης: «Λευκή νύκτα» (σ. 95-96), «Ώρα θλιβερή» (σ. 96), «Γλάροι» (σ. 96-97).

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1893-): «Αυγή» (σ. 98-99), «Τα Σαββατόβραδα» (σ. 99-100), «Εκάτης πάθη» (σ. 101), «Εαρινό» (σ. 101-102), «Ω, οι Αγάπες!» (σ. 102-103).

Μανώλης Μαγκάκης (1891-1918): «Τα Σεραφείμ» (σ. 104-105), «Το κύμα και τ’ αγέρι» (σ. 105), «Του χωρισμού» (σ. 105), «Όταν πέθανε το εξαδερφάκι μου Δώρος» (σ. 106), «Της ζωής και του θανάτου» (σ. 106).

Γιάννης Μαιναλιώτης: «Φιλοξενία» (σ. 107), «Από τους τόπους που προκρίνω» (σ. 107-108), «Αγνότης θεία» (σ. 108), «Και εγώ στης Αττικής…» (σ. 108), «Φως-φωνή» (σ. 109), «Το φως της Αβύσου» (σ. 109), «Ο Θάνατος» (σ. 110), «Η οπτασία της κόρης» (σ. 110-111), «Οι ήχοι οι μυστικοί» (σ. 111).

Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου: «Σαλώμη» (σ. 112-113), «Λεύκες» (σ. 113), «Κούκλα καραβιού» (σ. 114).

Τίμος Μαλάνος (1896-): «Ο Θεός μου» (σ. 115), «Εξύψωση» (σ. 116), «Θεοί πονεμένοι» (σ. 116-117), «Οι μάγοι» (σ. 117-118).

Απόστ. Μαμμέλης (1876-): «Πλάνοι φανταγμοί» (σ. 119), «Θείες οπτασίες» (σ. 120), «Εξαγνισμός» (σ. 120).

Απόστ. Μελαχρινός (1880-): «Απολυτίκια. Πάλι βρέχει…» (σ. 121-122), «Απολυτίκια. Λυώνει των κρίνων» (σ. 122), «Απολλώνιος» (σ. 122-125).

Φάνης Μιχαλόπουλος (1895-): «Διάλογοι. [Απ’ όσους χτίσατε ναούς…]» (σ. 126), «Διάλογοι. [Αν αψηφώ το θάνατο…]» (σ. 126-127), «Διάλογοι. [Μαυροπεπλούσα, ανάγυρτη…]» (σ. 127-128).

Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης) (1887-): «Η μπελού» (σ. 129-131).

Τάκης Μπαρλάς (1894-): «Η προσευχή των πεπεδημένων Ι» (σ. 132-134), «Η προσευχή των πεπεδημένων ΙΙ» (σ. 134-135), «Εισόδια (απόσπασμα)» (σ. 135-136).

Όμηρος Μπεκές (1889-): «Spleen» (σ. 137-138), «Η μεγάλη κυρία» (σ. 138), «Το χαρέμι» (σ. 138-139), «Οι λεύκες» (σ. 139-140).

Μαρία Μπόταση: «Καμέλιες-μενεξέδες» (σ. 141), «Η προσευχή του δάσους» (σ. 142).

Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρις) (1899-): «Άρρωστος» (σ. 143-144), «Σουρούπωμα» (σ. 144), «Νοσταλγία» (σ. 145-146).

Γεώργιος Α. Νάζος (1896-): «Ο δείπνος των ψυχών» (σ. 147-148), «Πικρή καρδιά μου» (σ. 148), «Η αμυγδαλιά» (σ. 148-149).

Κώστας Νεάρχος (Κώστας Ουράνης) (1890-): «Εαρινή βραδιά» (σ. 150-151), «Fontaine de Medicis» (σ. 151), «Edward VI» (σ. 152), «Γυρισμοί» (σ. 152-153), «Παρισινό τραγούδι» (σ. 153).

Σπύρος Νικοκάβουρας: «Στροφές. [Με βαρεμένη την ψυχή…]» (σ. 154), «Στροφές. [Ω πόσο ωραίος είν’ ο άνεμος…]» (σ. 154-155), «Στροφές. [Θα βγω στο φως του φεγγαριού…]» (σ. 155), «Στροφές. [Θ’ ανυψωθώ και θα σταθώ…]» (σ. 155), «Στροφές. [Έρμη ζωή, που απόμεινες…]» (σ. 155-156), «Στροφές. [Αστέρι διάφανο, χρυσό…]» (σ. 156).

Γιάννης Οικονομίδης: «Ερημιές» (σ. 157), «Μοναχή…» (σ. 158), «Χαρές» (σ. 158-159).

Ιω. Β. Οικονομόπουλος (Ρώμος Φιλύρας) (1889-): «Μπόρα του Μάη» (σ. 160), «Τοπίο» (σ. 161), «Hidalgo» (σ. 161).

Λέανδρος Παλαμάς (1891-): «Φεγγαροτράγουδο» (σ. 162-163), «Mabel» (σ. 163-164).

Ιωάν. Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-): «Περασμένη ζωή» (σ. 165-166).

Σπύρος Παναγιωτόπουλος (1894-): «Γράμμα» (σ. 167-168), «Οι στοχασμοί της νιότης. Η ίδια» (σ. 169), «Οι στοχασμοί της νιότης. Κυνηγοί» (σ. 169), «Οι στοχασμοί της νιότης. Αποχαιρετισμός» (σ. 170).

Ανδρ. Παπαδόπουλος (Σύλβιος) (1887-): «Το παραμύθι των ραγιάδων» (σ. 171-172), «Η μούσα μου» (σ. 172), «Μια τρικυμία» (σ. 172-173), «Ο παράδεισός μου» (σ. 173), «Πείσματα» (σ. 173-174), «Ισσάρ-τζαμί (Παλιά εκκλησιά των Αγ. Αποστόλων)» (σ. 174).

Γεώργ. Παπαδόπουλος (Μάρκος Αυγέρης): «Προσευχή Α. Ι» (σ. 175-176), «Προσευχή Α. ΙΙ» (σ. 176-177), «Προσευχή Β» (σ. 177-178).

Δημ. Παπαδόπουλος (Τυμφρηστός) (1882-): «Πάμε» (σ. 179-180), «Κυνηγώντας όνειρα» (σ. 180-181), «Σε προσμένω» (σ. 181-182), «Ο κορυδαλός» (σ. 183).

Μήτσος Παπανικολάου (1900-): «Ένα απόγεμα» (σ. 184-185), «Βαρύ τραγούδι του κάμπου» (σ. 185-186), «Νοσταλγία» (σ. 186), «Χειμώνας» (σ. 187).

Τάκης Παπατζώνης (1895-): «Beata Beatrix» (σ. 188-189).

Κλέων Παράσχος: «Σήμερα η μέρα πέρασε» (σ. 190), «Ω θλιβερά απογεύματα…» (σ. 191), «Αργά απ’ τα βάθη μου» (σ. 191-192), «Τόποι που δεν σας φαίδρυνε…» (σ. 192), «Δάση θυμάμαι…» (σ. 192-193), «Θυμάμαι απόψε…» (σ. 193), «Χλωμός απ’ το χαρούμενο…» (σ. 193-194), «Αγάλια αγάλια η σκέψη εκείνη…» (σ. 194), «Madrigal triste» (σ. 195), «Εγώ μαζύ σου…» (σ. 195), «Θυμάμαι ένα μικρό νησί» (σ. 195-196), «Σε κάποια πολιτεία…» (σ. 196).

Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας): «Η παραγγελιά» (σ. 197), «Στην ακροποταμιά» (σ. 197-198), «Κάτι που μούχουν πάρει» (σ. 198), «Τρεις αδερφές» (σ. 198-199), «Νεκροστόλισμα» (σ. 199), «Σπασμένη κιθάρα» (σ. 199-200), «Στα ξένα» (σ. 200-201), «Το εικόνισμα» (σ. 201), «Καλάμια» (σ. 201-202), «Σαν λιόγερμα» (σ. 202), «Παλιά αγάπη» (σ. 203), «Στ’ όρος των ελαιών» (σ. 203-204), «Στο γύρισμα του δρόμου» (σ. 204), «Ομιλία» (σ. 204-205), «Γενησαρέτ» (σ. 205), «Αλήθεια λέγω» (σ. 205-206).

Γ.Λ. Ροϊλός (Ρόης) (1903-): «Χωρισμός» (σ. 207), «Θαλασσινή άνοιξη» (σ. 208).

Ιωσήφ Ραφτόπουλος: «Κλάψιμο» (σ. 209), «Βγαίνοντας» (σ. 209-210), «Ορθός στην πλώρη ο Χάροντας» (σ. 210), «Στον κάμπο αλάργα» (σ. 210-211).

Βασίλειος Ρώτας (1889-): «Παλιά ιστορία» (σ. 212), «Γυρισμός» (σ. 213), «Χριστιανική προσευχή» (σ. 213), «Από το τραγούδι του καμπούρη ΙΙΙ» (σ. 214), «Από το τραγούδι του καμπούρη IV» (σ. 214-215), «Η πεθαμένη» (σ. 215-216), «Τραυματίας» (σ. 216), «Φουσκοδεντριά» (σ. 216-217).

Γεράσιμος Σπαταλάς (1887-): «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Αν πάει και δε σβυνόντανε…]» (σ. 218-219), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Θρασομανάει της σταφυλιάς…]» (σ. 219), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Δεντρώνες, η αύρα που απαλά…]» (σ. 219-220), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Δεν κλαίω την κλάψα του Δαυίδ…]» (σ. 220), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Κισσέ, που τόσο σ’ ύμνησαν…]» (σ. 220-221), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Άνοιξη, με τον ήλιο σου…]» (σ. 221), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Θάλασσα χαίρε, εγώ το φως…]» (σ. 221-222), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Τι τάχα αν τα φτερά σου…]» (σ. 222), «Καθώς αλλάζουν οι εποχές. [Τον Τρυγητή, που η πυρά…]» (σ. 223), «Οδός αναπαύσεως (Κέρκυρα)» (σ. 223-224), «Ιουλιανός» (σ. 224), «[Σα να κοιμάται γίγαντας…]» (σ. 225), «Ωδή στον Υμηττό» (σ. 225-227).

Μιχ. Δ. Στασινόπουλος (1903-): «Απ’ έξω» (σ. 228-229), «Οι λύπες μου» (σ. 229), «Μελαγχολία» (σ. 230).

Γεώργ. Θ. Σταυρόπουλος (1898-): «Τοιχογραφίες V» (σ. 231-232), «Τοιχογραφίες VII» (σ. 232-233), «Σαλώμη» (σ. 233), «Η παλιά μου γειτονιά» (σ. 234), «[Θα ξαναρθώ κάπια βραδιά…]» (σ. 234), «Ελεγείο» (σ. 235).

Θρασύβ. Σταύρου (Μελικέρτης) (1886-): «Η πηγή» (σ. 236-237), «Καλόγηρος» (σ. 237), «Εριννύες» (σ. 238).

Γιάννης Στογιάννης (1891-): «Η ζωή» (σ. 239-240), «Κυπαρίσσι» (σ. 240), «Ρόδα» (σ. 240).

Πάνος Ταγκόπουλος (1895-): «Ελάτια» (σ. 241-242), «Σαν τη θάλασσα» (σ. 242), «Στη λίμνη πλάι» (σ. 243), «Χινοπωριάτικο» (σ. 243-244).

Γεώργ. Τσιμπίδαρος (Γ. Φτέρης) (1892-): «Πηνελόπη» (σ. 245-249).

Νίκος Χαντζάρας (1884-): «Ειδύλλια 1» (σ. 250), «[Ειδύλλια] 2» (σ. 251), «[Ειδύλλια] 3» (σ. 251), «[Ειδύλλια] 4» (σ. 251-252), «[Ειδύλλια] 5» (σ. 252), «[Ειδύλλια] 6» (σ. 252-255).

Μιχ. Χατζηδημητρίου (Γλαύκος Αλιθέρσης) (1897-): «Απ’ τα “Κρινάκια του γιαλού”» (σ. 256).

Σημειώσεις

1 Έφη Χρ. Βαρακλιώτου, Χ.Λ. Καράογλου, Άριστη Σδράλη, «Ποιητικές ανθολογίες 1901-1950 (Πρόδρομη ανακοίνωση)», Μνήμη Ελένης Τσαντσάνογλου. Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πρακτικά Ζ΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Υπεύθυνος: Χ.Λ. Καράογλου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 431-453: 435. Για τα στοιχεία των ανθολογιών, βλ., ό.π., την υποσ. 7, σ. 435.

2 Βαρακλιώτου, Καράογλου, Σδράλη, ό.π., σ. 436.

3 Κώστας Στεργιόπουλος, «Άγρας Τέλλος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, Τόμος δεύτερος, Αθήνα, Πάπυρος 1997, σ. 102.

4 Βλ. Ερευνητική ομάδα, Εποπτεία: Χ.Λ. Καράογλου, Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση. Τόμος πρώτος. Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), Θεσσαλονίκη, University Studio Press 1996.

5 Παραθέτω τα ονόματα των διαφόρων ποιητών και ποιητριών, όπως ακριβώς εμφανίζονται στην ανθολογία. Αρκετά από τα ονόματα όπως και πολλά από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούν οι νέοι ποιητές της ανθολογίας μάς είναι γνωστά σήμερα σε, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετική μορφή τους.

6 Πρόκειται για τους ποιητές: Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Βούλης, Γεώργιος Βρισιμιτζάκης, Αλέκος Δράκος, Χρ. Ευελπίδης (Χρ. Έσπερας), Νίκος Καρβούνης, Κ.Γ. Καρυωτάκης, Γιάννης Κοκκινάκης, Κώστας Κοντός, Σωτήρης Κουϊμιτσόπουλος (Στέφανος Μόρφης), Μανώλης Μαγκάκης, Φάνης Μιχαλόπουλος, Τάκης Μπαρλάς, Γεώργιος Α. Νάζος, Ιω. Β. Οικονομόπουλος (Ρώμος Φιλύρας), Γεώργιος Παπαδόπουλος (Μάρκος Αυγέρης), Τάκης Παπατζώνης, Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας), Γ.Λ. Ροϊλός (Ρόης), Γεράσιμος Σπαταλάς.

7 Πρόκειται για τους ποιητές (πρόσθεσα το έτος γέννησής τους όπου είναι γνωστό): Κώστας Βάρναλης (1883), Γεώργιος Βρισιμιτζάκης (1890), Μ. Δαμιράλης (1892), Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα) (1881), Γαλάτεια Καζαντζάκη (Πετρούλα Ψηλορείτη) (1881), Κ.Γ. Καρυωτάκης (1896), Κώστας Κοντός, Σωτήρης Κουϊμιτσόπουλος (Στέφανος Μόρφης) (1884), Νίκος Λαΐδης (1900), Γιάννης Μαιναλιώτης (1894), Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου (1897), Μαρία Μπόταση, Σπύρος Νικοκάβουρας (1883), Γιάννης Οικονομίδης (1891), Γεώργ. Παπαδόπουλος (Μάρκος Αυγέρης) (1883), Κλέων Παράσχος (1894), Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας) (1873) και Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890).

8 Βαρακλιώτου, Καράογλου, Σδράλη, ό.π., σ. 436.

9 Aλέξανδρος Aργυρίου, «Eισαγωγή στη νεωτερική ελληνική ποίηση», H ελληνική ποίηση. A νθολογία-Γραμματολογία. N εωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη 1979, σ. 19-237: 91.

10 Ο Αργυρίου χωρίζει τους 75 συνολικά ποιητές που ανθολογούνται στην ανθολογία του Άγρα και στην ανθολογία που εκδίδεται, επίσης το 1922, από το περιοδικό «Πολιτισμός» (με ανθολόγο τον μη κατονομαζόμενο Φώτο Γιοφύλλη) σε δύο «βασικές κατηγορίες», με κριτήρια τον χρόνο γέννησής τους και τον χρόνο της πρώτης ποιητικής εμφάνισής τους: «(α). Στους ποιητές που εμφανίζονται στα ελληνικά γράμματα τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας [20ού αιώνα], και ας τους ορίσουμε ως ποιητές της γενιάς του 1909, και ως επόμενης της γενιάς του 1880, της γενιάς του Κωστή Παλαμά. (β) Στους ποιητές που εμφανίζονται γύρω στα 1920 και τους ορίζομε ως ποιητές της γενιάς του μεσοπολέμου» (Αργυρίου, ό.π., σ. 91).

11 Βλ. Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, «Χρονολόγιο Άγγελου Σικελιανού 1884-1951», Άγγελος Σικελιανός. Γιατί βαθιά μου δόξασα, Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού - Εθνικό Κέντρο Βιβλίου 2001, σ. 3-7.

12 Αργυρίου, ό.π., , σ. 110.

13 Ξ.Α. Κοκόλης, «Ο διασκελισμός κατά τη μεταβατική περίοδο», Η ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνική ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940), Επιμέλεια: Νάσος Βαγενάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1996, σ. 37-44: 38-39. Ο Κοκόλης μετρά ως 221 τα ανθολογημένα ποιήματα, επειδή προφανώς συναριθμεί τα διάφορα μέρη συνθετικών ποιημάτων ως ένα ποίημα. Αντιθέτως, η δική μου μέτρηση, η οποία αριθμεί χωριστά κάθε μέρος συνθετικού ποιήματος, ανεβάζει τον αριθμό των ανθολογημένων ποιημάτων σε 264.

14 Νάσος Βαγενάς, «Beata Beatrix», Το Βήμα, 11 Απριλίου 1999. Αναδημ. στο βιβλίο του Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, Αθήνα, Κέδρος 1999, σ. 325-330: 326-327.

15 Για τον ελληνικό ελευθερωμένο στίχο, βλ. τη μελέτη της Άννας Κατσιγιάννη, «Mορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. (Συνοπτικό διάγραμμα)», Παλίμψηστον, τχ. 5, 1987, σ. 159-184.

16 Για την υπόγεια ρυθμική ενορχήστρωση της καβαφικής ποίησης, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του και της σύγχρονης πρόσληψής της, Αθήνα, Καστανιώτης 2005, σ. 139-145.

17 Για τη μετρική θεωρία και τη μετρική πράξη του Παλαμά, βλ. Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά.ό.π., σ. 21-160.

18 Βλ. το βιβλίο του Χρήστου Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Αθήνα, Κέδρος 1988.

19 Παπάζογλου, ό.π., σ. 158.

20 Βλ. τη μετρική εξέταση του παλαμικού ποιήματος «Στιγμές και ρίμες, 21», στο βιβλίο μου, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά, ό.π., σ. 150-156.

21 Αργυρίου, ό.π., σ. 91.

22 Αργυρίου, ό.π., σ. 91.

23 Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, Επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη 19847, σ. 190-219: 192. Το δοκίμιο του Άγρα χρονολογείται το 1933.

24 Βλ. αναφορά για αυτές τις ανθολογίες στους Βαρακλιώτου, Καράογλου, Σδράλη, ό.π., σ. 436-437.

25 Βαρακλιώτου, Καράογλου, Σδράλη, ό.π., σ. 437.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20