ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Ψυχάρης, Γιάννης
Το Ταξίδι μου (απόσπασμα)
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥΚΣΤ΄Οἰκιακὰ κυνάριαὍσα εἶπα τὰ παίρνω πίσω· δὲ μιλοῦν πούπετις σὰ στὴν Ἀθῆνα (ἐννοεῖται, δὲ μιλοῦν τόσο καλά). Θυμήθηκα τὶς γαζίες τῆς Πόλης. Στὴν Πόλη, ὅταν κόψῃ ὁ μπαχτσεβάνης τὶς γαζίες, τὶς δένει μὲ μιὰ ψιλὴ κλωστὴ σὲ κάτι μικρὰ ξυλάκια· τρυπᾷ ἕνα κολοκύθι καὶ βάζει τὰ ξυλάκια· τὸ κολοκύθι, ὅλο τρυπημένο μὲ τὰ ξυλάκια καὶ γεμάτο γαζίες, σὲ φαίνεται πὼς λουλουδιάζει καὶ μοσκοβολᾷ. Μιὰ μιὰ πουλεῖ ὁ μπαχτσεβάνης τὶς γαζίες κι ἀπομνίσκει τὸ κολοκύθι ὁλόξερο, χωρὶς καμιὰ μυρωδιά. Σὰν τὶς γαζίες, ψὲς τὸ βράδυ σὲ μιὰ βεγγέρα ποὺ βρίσκουμουν, τὰ μέν, τὰ δέ, τὰ γάρ, τὰ μέντοι, τὰ δὴ κι ὄλες οἱ ἄλλες ἑλληνικοῦρες στόλιζαν καὶ κεντοῦσαν τὴν ὁμιλία. Πόσες φορὲς ἔπρεπε νἀκούσω θυγατράσι καὶ πατράσι! Πόσα κοχλιάρια νὰ καταπιῶ! Πόσα τέϊα νὰ χορτάσω! Πόσα λίαν γοητεύομαι νὰ φάω! Πόσα ὥστε νὰ χωνέψω! Τὴ νύχτα, ποὺ πήγα νὰ πέσω στὸ κρεββάτι, δὲν μπόρεσα νὰ κοιμηθῶ. Ἔκαμνα ὅλο τὸ ἴδιο ὄνειρο· ὅλο τὸ ἴδιο φάντασμα μὲ κυνηγοῦσε. Σφαλνοῦσα τὰ μάτια καὶ μὲ φαίνουνταν πὼς ἕνα σωρὸ γαϊδουράκια, −νόστιμα γαϊδουράκια, καλοσιασμένα καὶ καλοστολισμένα − στέκουνταν τριγύρω μου, ἄνοιγαν τὸ στόμα τους μεγάλο μεγάλο καὶ γκάριζαν ὅσο μποροῦσαν. Ξυπνοῦσα καὶ ξανάπεφτα. Τὰ γαϊδουράκια μὲ μιᾶς γίνουνταν ὀνάρια, τὰ ὀνάρια ὄνοι, οἱ ὄνοι πάλε σκυλιὰ καὶ τὸ κάθε σκυλὶ ἔβγαινε κύων· οἱ κύνες γάβγιζαν ποὺ κόντεβε νὰ σκάσουν. Πηδοῦσαν ἀπάνω μου τὰ ζῶα, σὰ λυσσιασμένα, καὶ δάγκαναν τὶς χυδαιότατές μου γάμπες. Τὸ πρωΐ, εἶχα δουλειὰ στὸν Περαιᾶ καὶ πῆρα τὸ σιδερόδρομο. Ἀγόρασα μιὰ φημερίδα νὰ διαβάσω. Στὴν Ἀθῆνα, γρήγορα διαδίδουνται τὰ νέα· ξέρουν τὸ κάθε πρᾶμα ἅμα γίνῃ, κάποτες πρὶ γίνῃ, καὶ πολλὲς φορὲς χωρὶς νὰ γίνῃ διόλου. Ἡ γαζέττα ἔλεγε· − «Λύσσα λύσσην πέφυκε. Τὰ μέν, ὁ ἐν Παρισίοις ἄμουσός τε καὶ βάρβαρος ἕλλην καθηγητής, κ. Ἰ. Ν. Ψυχάρης, ὁ μυρίαις μανίαις οἰστρηλατούμενος, ὁ καταστροφεὺς τῆς ἡμετέρας γλώσσης, ὁ ὑβριστὴς ἔθνους ὁλοκλήρου, ὁ λίαν καταλλήλως ἐπικληθεὶς Ἡρόστρατος ὁ Β΄, ὁ Ζωΐλος τοῦ ἡμετέρου Ὁμήρου, ἡ ξένως φθεγγομένη χελιδὼν (τὸ χελιδόνι μὲ κολάκεβε), ὁ τὴν ἀθῶον ψυχὴν καὶ τὸν τῶν Ἀθηνῶν γλωσσολόγων ἠρέμα ρέοντα βίον καταταράξας, ὁ τὸν ἐν εἰρήνῃ διάγοντα Χατσιδάκιον καταξυγκυκήσας, ὁ τῆς ἀπείρου καὶ παγκοσμίου αὐτῶν δόξης ζηλώσας τοὺς δασκάλους, ὁ ἐν γερμανικαῖς ἐφημερίσι δικαίως ὑπὸ τῶν ἡμετέρων λογίων διαβληθεὶς καὶ σφοδρὰ ἐπικριθεὶς (βαριοῦμαι καὶ δὲν ἀντιγράφω τοὺς ἄλλους μου τίτλους), ὁ κύριος οὗτος, ἅτε λυσσητικός, ἐ δ ή χ θ η τῇ παρελθόντι νυκτὶ ὑπό τινος οἰκιακοῦ κυναρίου. Μικροῦ γε καὶ δεῖ, ὁ κ. καθηγητὴς τὰ ἐτσίτωσεν. Τὰ δὲ (καιρὸς εἶταν!), ἀποβήσεται (ἄλλα φύλλα ἔβαζαν ἀποβήσει, ἄλλα θέλει ἀποβῇ ἢ ἀπεβῇ, ἄλλα πάλε ἵνα ἀποβῇ· κάθε γαζέττα εἶχε τὸν τύπο της) ἐν Παρισίοις (δὲν ἔγραφε κανένας εἰς Παρισίους· εἶναι χυδαῖο τὸ εἰς)· λύσσᾳ γὰρ ἑάλω τὸ κυνάριον. Ἀναγκασθήσεται οὖν ὁ βάρβαρος ὁμογενὴς ἵνα ἐπιζητήσῃ θεραπείαν παρὰ τῷ περιφήμῳ τῆς Γαλατίας Ποιμένι. Ἵνα ἐπάρῃ αὐτὸν ὁ ὑπερίδρομος!» Πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια· δυσκολέβουμαι νὰ διαβάζω φημερίδες καὶ συχνὰ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τί γράφουν· ἔχουν παρὰ πολὺ σοφία. Μιὰ μέρα παραπονιούμουν ποὺ πολλὲς φορὲς μὲ ξεφέβγει τὸ νόημα μιᾶς λέξῃς, καὶ πολὺ φρόνιμα μ' εἶπε μιὰ νόστιμη κυρία· −«Φαίνεται ὅτι δὲν ἐμάθετε ἱκανὰ ἑλληνικὰ εἰς τὸ σχολεῖον». Καλὰ ποὺ τἄκουσα κι ἀφτό! Εἶχε δίκιο ἡ νόστιμη κυρία. Γιὰ τοῦτο βασανίζουμουν καὶ τώρα· δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τί εἶχε καὶ καλὰ νὰ μὲ δείξῃ τὸ σκυλί. Γιατὶ ἔλεγε ἡ γαζέττα ἐδήχθη; Σὰ νὰ μισοκαταλάβαινά ποὺ τὸ σπιτόσκυλο μ' εἶχε δαγκάσει, ἀφοῦ διάβαζα για λύσσα. Μὰ ἔπρεπε κι ὅλας νὰ μὲ δείξῃ; Τὶ μ' ἔδειχτε; τάχατις γιὰ νὰ μὲ βγάλῃ μασκαρᾶ ἢ νὰ πῇ τὸν Παστέρ· − «Ἐδῶ σὲ θέλω! Διὲς πῶς στὸν ἔκαμα. Γιάτρεψτον τώρα, ἂν μπορεῖς!» Κάθουμουν καὶ λυπούμουν τὸν καιρό ποὺ πέρασα παιδὶ στὸ σκολειὸ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Παρισιοῦ. Χαμένος κόπος! Σπούδαξα στὸ Παρίσι, καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ξέρω, σὰν ποὺ τὄγραφε μιὰ μέρα ἕνας φίλος μου, μήτε τἀρχαῖα μήτε τὰ μεσαιωνικὰ μήτε τὴ δημοτική. Γιατί δὲ μ' ἔβαλε ὁ πατέρας μου νὰ σπουδάξω ἢ στὴν Πόλη ἢ στὴν Ἀθῆνα; Θὰ μάθαινα τουλάχιστο δυὸ ἑλληνικὰ καὶ θὰ μὲ φαίνουνταν ἡ καθαρέβουσα μάλαμα. Δὲν κάθισα στὴν Πόλη κ' ἡ τιμωρία μου σήμερα εἴταν ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὶ ἔγραφε γιὰ μένα ἡ φημερίδα. Γιὰ τὴν καλή μου τύχη βρίσκουνταν πλάγι μου στὸ βαγόνι ὁ φίλος μου ὁ Ω καὶ μὲ τὰ ξήγησε ὅλα πολὺ καθαρά· (ὁ Ω εἶχε σπουδάξει στὴν Ἀθῆνα). − «Τὸ ἐδήχθη γράφεται μὲ η· εἶναι παθητικὸς ἀόριστος α΄· ὁ ἐνεστὼς τῆς ἐνεργητικῆς φωνῆς εἶναι δάκνω· σημαίνει τὸ αὐτὸ καὶ τὸ βάρβαρον δαγκάνω καὶ κλίνεται δάκνω, δάκνεις, δάκνει· μέσος μέλλων δήξομαι, δήξῃ· ἔδακον, ἔδηξα, δεδηχώς, δέδηγμαι, ἐδήχθην, ὅθεν καὶ τὸ δηχθείς». − «Τί λωλὸ ῥῆμα, πετῶ καὶ τοῦ λέω! σὰ νὰ τὄπιασε τρέλλα μὲ μιᾶς. Τὸ δάκνω πάει καὶ γίνεται δήξομαι καὶ ἀπὸ τὸ δήξομαι τὸ ἴδιο ρῆμα πηδᾷ στὸ ἐδήχθην! Ἔχουν τὸ λόγο τους τέτοιοι τύποι; Ἡ γραμματικὴ πῶς τοὺς ξηγᾷ;» − «Τοὺς ἐξηγεῖται ἄριστα· εἶναι ἀνώμαλοι». −«Τί μὲ λέτε; Ἔχει λοιπὸ κ' ἡ ἀρχαία γλῶσσα ἀνωμαλίες;» − Ὁ φίλος μου Ω δὲ μ' ἄκουγε· −«Τὸ ἐδείχθη γράφεται μὲ ει· εἶναι παθητικὸς ἀόριστος α΄· ὁ ἐνεστὼς τῆς ἐνεργητικῆς φωνῆς εἶναι δείκνυμι − παρατηρήσατε, δὲ παρακαλῶ, τὴν κατάληξιν μι· εἶναι ἀρχαιοτάτη· τὸ μι εἶναι συναίρεσις τοῦ ἐγώ. Οἱ λέγοντες οὖν δείκνυμι ἀρχαιότατοι τυγχάνουσιν ὄντες καὶ τὴν σήμερον −. Τὸ δὲ δείκνυμι σημαίνει τὸ αὐτὸ καὶ τὸ βάρβαρον δείχνω ἢ δείχτω κλίνεται δείκνυμι, δείκνυς, δείκνυσι, ἐνεργητικὸς μέλλων δείξω, ἔδειξα, δειχθήσομαι, ἐδείχθην, ὅθεν καὶ τὸ δειχθείς». − «Καὶ πῶς θὰ διακρίνουμε, τόλμησα νὰ ρωτήξω, ἀφτὰ τὰ δυὸ ρήματα, ἐδείχθην καὶ δειχθείς, δηχθεὶς κ' ἐδήχθην;» Ο Ω − «Λίαν ἀγράμματος τυγχάνετε ὤν· διὰ τοῦ η καὶ τοῦ ει κατέστη ἡ διαφορὰ πασίδηλος· οἱ ἀρχαῖοι, σοφοὶ ὄντες καὶ φρόνιμοι, ἵνα διακρίνωσι τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ δέ, ἔγραφον πότε διὰ τοῦ ει, πότε διὰ τοῦ η». − «Ἕνα πρᾶμα μὲ βασανίζει. Ὅταν ἔγραφαν, πάει καλά! μὰ ὅταν εἶταν καὶ μιλοῦσαν, πῶς ἔκαμναν; Παραδείματος χάρη, ὅταν ἔλεγε ἕνας ἀρχαῖος· ἔδειξα τοῦ δεῖνα τὸν…τὴ ράχη μου (ἢ κάτι ἄλλο), φοβοῦμαι νὰ μὴ φαίνουνταν πὼς λέει ἀνοησία, γιατὶ εἶναι κάτι πράματα, −μὲ συμπάθειο!− ποὺ μπορεῖ πολὺ ἔφκολα ὁ καθένας νὰ δείξῃ μὲ ει, καὶ ποὺ φαίνεται ἀδύνατο νὰ δήξῃ μὲ η». Χωρὶς νὰ μὲ δώσῃ ἀπάντηση, ξακουλούθησε ὁ λογιώτατος. −«Ὁ παθητικὸς ἀόριστος α΄ ἐδήχθην, ἐν χρήσει νῦν παρ' ιμῖν, (μὲ γιῶτα τἄκουγα κείνη τὴν ὥρα, μὲ γιῶτα τὸ γράφω) καὶ παρ' ιμῖν θὰ ἦτο ἐν χρήσει, ἐὰν καὶ ιμεῖς εἴχετε σπουδάσειν ἐν τοῖς ιμετέροις γυμνασίοις καὶ οὕτως ἐμανθάνετε ἑλληνικά· (στα δυὸ τὰ ιμῖν ἔβαζε ὁ φίλος μου ἕνα χυδαιότατο ι· μὰ τώρα καταλάβαινα τὴ νοστιμάδα· τὸ πρῶτο εἶταν ἡμῖν κ' ὑμῖν τὸ δέφτερο· μόνο γιὰ τὰ γυμνάσια, μὲ φάνηκε σὰ σκοτεινούτσικο τὸ ιμετέροις). − Οἱ δὲ ἡροστρατοῦντες καὶ ζωϊλεύοντες (ἀφτὸ τὸ ζωϊλεύοντες τὄλεγε μὲ κάποιο τόνο καὶ σὰ νὰ τὸ καμάρωνε) ἀγνοοῦσιν τὰ τοιαῦτα· αἰώνια μυστήρια μενεῖ αὐτοῖς τό τε ἐδείχθην καὶ τὸ ἐδήχθην, χαίρουσιν γὰρ μόνον καθυβρίζοντες τὸ ἔθνος». Ὄνειρο δὲν εἶταν· ἀλήθεια μὲ δάγκαναν τὰ σκυλιά. Κατέβηκα στὸν Περαιᾶ κι ἀποροῦσα μ' ὅσα ἔβλεπαν τὰ μάτια μου. Τί ἀκάματος λαός! Τί ἐνέργεια ποὺ τὴν ἔχει! Μὲ τί πόθο πιάνει τὴ δουλειά. Εἶναι τώρα πενῆντα χρόνια, μόλις εἶταν ἡ Ἀθῆνα! κοντέβουν τριάντα χρόνια ποὺ πῆγα πρώτη φορὰ παιδὶ στὸν Περαιᾶ, καὶ μόλις εἶταν ὁ Περαιᾶς. Σήμερα βλέπεις παντοῦ δρόμους, μαγαζιά, μηχανές, φάμπρικες, βιομηχανία, κίνηση κ' ἐμπόριο. Οἱ φάμπρικες ἀφτὲς πόσο μ' ἀρέσουν! Ἡ λέξη μπορεῖ νὰ εἶναι ξένης παραγωγῆς· οἱ φάμπρικες ὅμως εἶναι δικές σας − κι ἀφτὸ μᾶς φτάνει, παιδιά. Πρέπει νἄρθῃ κανεὶς ἀπὸ τὴν Τουρκιά, γιὰ νὰ καταλάβῃ τὴ διαφορά, γιὰ νὰ διῇ τί θὰ πῇ ἔθνος, τί εἶναι λαός, τί γίνεται μὲ τῆς ψυχῆς τὴν ἐνέργεια, μὲ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας, τί μπορεῖ νὰ κατορθώσῃ ἡ λεφτεριά. Σᾶς βεβαιώνω ποὺ ὁ Παρθενῶνας δὲ μ' ἀρέσει ὅσο μ' ἀρέσει τὄνομα της· ἡ Ἀκρόπολη τόσο ὡραία δὲν εἶναι. Μιὰ φορὰ μόνο εἶδα τὴν Ἀκρόπολη καὶ δὲ θέλησα νὰ τὴν ξαναδιῶ. Μ' ἔφτανε ποὺ πατοῦσα λέφτερο χῶμα. Ἀπὸ τὴν Τουρκιὰ κατεβαίνω καὶ ξανοίγει ἡ καρδιά μου. Ὁ Φειδίας δὲν μπορεῖ νὰ μὲ δείξῃ ὡραιότητες πιὸ μεγάλες ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ φαίνεται σ' ὅλα τὰ μάτια, ἀπὸ τὴ λεφτεριὰ ποὺ καθαρίζει τὸν οὐρανό, ποὺ σ' ὁλωνῶν τὴν ὄψη φέγγει κι ὁλωνῶν τὰ πρόσωπα φωτίζει. Ἐδῶ βλέπω ἔθνος! Ἐδῶ βλέπω ζωή! Βλέπω κάπου κάπου καὶ κάτι ἄνοστα γραψίματα στὰ μαγαζιά· −«Τῇ καλαισθησία» ἢ «Ἀποθήκη οἴνων καὶ πνευματωδῶν ποτῶν». Μὰ δὲν πειράζει. Σὰ νὰ μὴν εἴτανε γραμμένα! Ὁ καλός μας ὁ λαὸς κορακίστικα δὲν ξέρει· τὸ κρασὶ πάντα κρασὶ τὸ λέει. Ἀφίνει τὶς ψεφτιὲς στοὺς ἄλλους· ἂς πᾶ νὰ γελᾷ ὁ δάσκαλος καὶ τὸν ἐμαφτό του καὶ τὸν κόσμο, γράφοντας οἶνος, ἐκεῖ ποὺ πίνει κρασί. Ἐμᾶς, ἀδέρφια, δὲ μᾶς μέλει! Γιὰ πῆτε μου, παιδιά, εἶναι πουθενὰ καμιὰ λέξη ποὺ νἀξίζῃ τὸ κρασάκι τὸ δικό μας, τὸ κρασάκι ποὺ πίνουμε καὶ ποὺ μᾶς βάζει στὴν καρδιὰ πόθο γιὰ τὴ δουλειὰ καὶ στὸ κεφάλι τὴ ζωηρή του φλόγα; Μὲ τὸ λαὸ πάντα τὰ συφωνοῦμε. Ξέρει ποὺ τὸν ἀγαπῶ καὶ δὲν πιστέβει τοὺς δασκάλους, ὅσο κι ἂν τοῦ φωνάζουν πὼς δὲν ἔχω πατριωτισμό. Ἂς μὲ δαγκάσουν καὶ βλέπουν! Ὁ ἀδερφός μου ὁ Γιάννης δὲ σηκώνει τέτοιους χωρατάδες. Γιὰ τοῦτο καὶ γὼ τρελλαίνουμαι γιὰ τὸν καλό μας τὸ γραικικὸ λαό. Ἔχω μάλιστα μιὰ ἰδέα· ἡ νέα μας φιλολογία θὰ βγῇ καμιὰ μέρα μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ. Στὰ νησιά, ὅσο τραγουδοῦν τὰ τραγούδια τους, ἄξαφνα ξεφυτρώνει κανένας Ὅμηρος καὶ βάζει κάτω τοὺς δασκάλους. Στὰ πρόστυχα θέατρα ποὺ μαζώνεται ὁ λαός, ποὺ συνάζουνται νάφτες, μπακάληδες καὶ δουλεφτάδες, ἄξαφνα φαίνεται κανένας Σαικσπεῖρος, χυδαῖος σὰν τὸ Σαικσπεῖρο. Εἶναι καιρὸς ποὺ θὰ τὸν εἴχαμε, ἂ δὲν εἶταν τόσα σκολειὰ κι ἂν ὁλημέρα δὲ μᾶς χαλνοῦσαν καὶ γλῶσσα καὶ μυαλό. Ἂς πᾶν ἄλλοι νὰ παραστήνουν τὸ Φιλοχτήτη στὰ θέατρα, καὶ νὰ νομίζουν οἱ δύστυχοι πὼς τὸν καταλαβαίνουν. Ὅταν εἴμουν παιδὶ δεκαπέντε χρονῶ στὸ λύκειο, θυμοῦμαι ποὺ μᾶς ἔβαλε ὁ δάσκαλός μας νὰ μάθουμε ἀπ' ὄξω καὶ νὰ παραστήσουμε τὸ Φιλοχτήτη. Ὅ τι στὸ Παρίσι κάμνουν τὰ παιδιά, στὴν Ἀθῆνα τὸ κάμνουν οἱ μεγάλοι. Ἀπ' ἀφτοὺς τοὺς μεγάλους δὲ θὰ βγῇ ὅμως, σᾶς τὸ λέω γώ, κανένας Σοφοκλής. Ὥσπου νὰ διοῦμε καὶ μεῖς τὸν ποιητὴ ποὺ προσμένω, μιὰ συβουλὴ νὰ δώσουμε στοὺς νέους. Τραβᾶτε, παιδιά, ἴσια στὸν Περαιᾶ, νὰ μάθετε τὴ γλῶσσα. Καλήτερα θὰ τὴ μάθετε στὸν Περαιᾶ παρὰ στὸ σκολειό. Ἀπὸ τὴν καθαρέβουσα τίποτις δὲ βγαίνει· δὲν εἶναι ἄξια νὰ σᾶς δείξῃ τί θὰ πῇ ἀληθινὴ τέχνη. Οἱ δασκάλοι νομίζουν πὼς φτάνει κανεὶς νὰ βάλῃ δοτικές, νἀκουλουθῇ τὴ γραμματικὴ τῆς ἀρχαίας καὶ νὰ λέῃ ἤκουσα ἀντὶς ἄκουσα καὶ παιδίον ἀντὶς παιδί, γιὰ νὰ γράφῃ καλά. Εἶναι ὅμως ὥρα νὰ διοῦμε τὸ κάτω κάτω τί τρέχει. Ἀλήθεια τὸ παρακάμαμε μὲ τὰ κορακίστικα κι ὁ κόσμος ἀρχίζει νὰ τὸ λέῃ. Μᾶς χαλνοῦν τὴ γλῶσσα, καταντοῦν καὶ κωμωδία, γιατὶ νὰ διῆτε τί γίνεται. Ἕνας δάσκαλος ἀκούει ἄλλο δάσκαλο ποὺ βγάζει λόγο καὶ ρητορέβει· «Μάσι ράσι κάσι οῖεν φλοῖεν κουκουροῖεν πατραμητραφρυγακακαούσας περιώρισται». Ἁρπάζει τὸ περιώρισται ὁ δάσκαλος (τἄλλα ὁ δύστυχος δὲν μπόρεσε νὰ τὰ καταλάβῃ)· −«Μπᾶ; λέει μέσα του· ἀφτός ποὺ μιλεῖ ξέρει τὸ λοιπὸ ποὺ ὁ παθητικὸς παρακείμενος εἶναι περιώρισται!» Χαίρεται. Ἔπειτα γυρίζει καὶ σοῦ λέει· − «Ὁ τάδε γράφει καλά!» Τί θὰ πῇ ἀφτὸ τὸ γράφει καλά; θὰ πῇ ποὺ ξέρει νὰ βάλῃ περιώρισται. Μόνο ἀφτὸ θὰ πῇ; Ὄχι! Θὰ πῇ κ' ἕνα ἄλλο· −«Τὸ ξέρει τοῦ λόγου του, μὰ τὸ ξέρω καὶ γώ, ἀφοῦ τὸ κατάλαβα. Σοφοὶ κ' οἱ δυό μας». Γιὰ νὰ γράψῃ κανεὶς καλά, δὲν εἶναι ἀνάγκη νἄχῃ μήτε τέχνη, μήτε πνέμα, μήτε φαντασία, μήτε νοῦ· πρέπει νὰ βάζῃ φάσι μάσι ράσι καὶ περιώρισται. Τὸ ἔθνος τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἔξυπνο ἔθνος· μόνο στὸ ζήτημα τῆς γλώσσης εἶναι ποὺ τὰ μπερδέβει. Μὲ τέτοια φάσι μάσι ράσι πιάνεται ὁ κόσμος. Εἶναι μιὰ ἀηδία ποὺ πάει νὰ φρίξῃ κανεὶς μόνο ποὺ τὸ συλλογιέται. Οἱ νέοι μας τουλάχιστο δὲν πρέπει νἀκοὺν ἀφτὰ τὰ φάσια μάσια καὶ μήτε νὰ τὰ θέλουν πιά. Βλέπω ποὺ κοντέβουν καὶ κεῖνοι νὰ βαρεθοῦν τοὺς δασκάλους κι ἀλήθεια τἀξίζουν οἱ δασκάλοι. Χάρηκα ποὺ εἶδα ἕναν ἢ δυὸ νἄχουν ἀφτὴ τὴ γνώμῃ· φοβοῦνται ὅμως νὰ μιλήσουν καὶ ντρέπουνται τοὺς σοφολογιώτατους. Κάπου κάπου, μέσα σὲ χίλιους ἀθρώπους βρίσκεις μισὸ ἄθρωπο ποὺ συχάθηκε τὰ δασκάλικα, ποὺ διψᾷ νἀκούσῃ γλῶσσα δική του. Ἀφτὸς ὁ μισὸς θὰ γίνῃ ἕνας σωστὸς καὶ δὲ θὰ τὰ θέλῃ μισά· ἀφτὸς ὁ ἕνας ὁ σωστὸς θὰ γίνῃ πάλε χιλιάδα, κι ἀφτὴ ἡ χιλιάδα θὰ γίνῃ χιλιάδες καὶ χιλιάδες. Ἔτσι λίγο λίγο προχωροῦμε καὶ στὸ τέλος μᾶς φωτίζει ἡ ἀλήθεια. Σταθῆτε μόνο νὰ βγῇ ἕνας ποὺ νὰ νοιώθῃ ἀπὸ τέχνη, ποὺ νἄχῃ φαντασία καὶ ποιήση· νὰ διῆτε πὼς βάζει κάτω τὸν κακόμοιρο τὸ δάσκαλο ποὺ γράφει καλά· ἀφτὸς ὁ ἕνας −ἀκοῦτε με καὶ μένα− ἀπὸ τὸν Περαιᾶ θὰ μᾶς βγῇ καμιὰ μέρα. Πολλὴ ὥρα ὅμως δὲν εἶχα νὰ κάτσω στὸν Περαιᾶ μήτε νὰ προσέξω σ' ὅσα κοίταζα. Εἶχα ἄλλες ἰδέες στὸ κεφάλι. Δὲν εἶναι μόνο τὸ ζήτημα τῆς γλώσσης ποὺ μᾶς βασανίζει· εἶναι καὶ τὸ ζήτημα τῆς προφορᾶς. Ὅλο συλλογιούμουν τὰ λόγια τοῦ φίλου μου τοῦ Ω. Τί καλά ποὺ μ' εἶχε διδάξει! Ἀφτὸ τὸ ζήτημα τῆς προφορᾶς, τώρα πρῶτα τὸ καταλάβαινα. Μὲ λίγα ποὺ μ' εἶπε, φωτίζουνταν ὁ νοῦς μου. Εἶδα πόση σοφία εἶχαν τόντις οἱ ἀρχαῖοι· δὲν τὴ φαντάζουνται στὴν Ἐβρώπη. Πρὶν πῇ λέξη ὁ πρῶτος Ἕλληνας ποὺ ἄρχισε νὰ μιλήσῃ τὴ γλῶσσα του, ἤξερε νὰ γράφῃ. Πρὶν ἀνοίξῃ τὸ στόμα του, εἶχε μάθει τἀρφαβῆτα. Καὶ βέβαια! Στὴν ἀρχή, − καθὼς τὸ κατάλαβαν ὅλοι σήμερα στὴν Ἑλλάδα, − ἡ γλῶσσα εἶταν ὁλογεμάτη ι· μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πρόφερναν τὸ ι, η, υ, ει, υι, καὶ τὸ οι. Τί ἔκαμε τότες ὁ Γραικός; Ἀπὸ τότες εἶταν ξυπνὸς καὶ πῆρε ἀπόφαση, γιὰ νἀποφύγῃ τὴ μονοτονία, νὰ βάζὴ κάπου ι, κάπου η, υ, ει υι, ἢ οι. Βλέπεις ὅμως, ποὺ γιὰ νὰ καταφέρῃ τέτοιο πρᾶμα, ἔπρεπε νὰ γράφῃ πρὶν ἀκόμη νὰ μάθῃ νὰ μιλῇ, γιατὶ ἀλλιῶς ἀπαρχῆς ὅλα θὰ τὰ μπέρδεβε. Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ διακρίνῃ τὴ μιὰ λέξη ἀπὸ τὴν ἄλλη· ἡ γλῶσσα μας θὰ εἶχε τρομερὴ μονοτονία· ὁ πρῶτος Γραικὸς ποὺ ἄρχισε νὰ γράφῃ, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ξέρῃ μὲ τί τρόπο ἔπρεπε νὰ γράψῃ ὅσα ἄκουγε, ἀφοῦ ὅλα εἶχαν τὴν ἴδια προφορά. Ὕπαρχε λοιπὸ ἀρφάβητο, πρὶ γίνῃ γλῶσσα. Μάλιστα, γιὰ πιώτερη ἀσφάλεια, ἅμα ὁ ἕνας ἔλεγε μιὰ λέξῃ, τὴ συλλάβιζε κι ὅλας· ἔτσι καταλάβαινε ὁ ἄλλος πῶς ἔπρεπε νὰ τὴ γράψῃ. Ἂν εἴτανε νὰ πῇ εἰδοποίησις, δὲν τὄλεγε ἁπλὰ σάν ποὺ τὸ λέμε τώρα· πρῶτα πρόφερνε τὴ λέξη, ὕστερα μὲ τὴν ἴδια φράση καὶ μὲ μιὰ ἀναπνοὴ περνοῦσε ξεχωριστὰ κάθε ψηφί· − «Εἰδοποίησις, τούτ' ἔστι ἒ ψιλὸν ἰῶτα ψιλὴ δέλτα ὂ μικρὸν πῖ ὂ μικρὸν ἰῶτα ὀξεῖα ἦτα σῖγμα ἰῶτα σῖγμα». − Τὸ σύστημα τοῦτο καταντοῦσε ἀναγκαῖο. Στοῦ Περικλῆ τὰ χρόνια, ὅταν τὄφερνε ὁ λόγος νὰ πῇ ἕνας Ἀθηναῖος τάλλουνοῦ ισερχετε, ἔπρεπε νὰ τὸ συλλαβίσῃ στὴν ἴδια στιγμή, γιὰ νὰ διῇ ὁ ἄλλος Ἀθηναῖος τί πρᾶμα ἔρχεται; γουρούνι (ὗς ἔρχεται); πρόβατο (οἷς ἔρχεται); καμιὰ οὐράνια δύναμη (ἲς ἔρχεται); ἢ ἁπλὰ ἂν μπαίνει κανεὶς μέσα (εἰσέρχεται). Δὲν ἔφτανε τἀφτί· ἡ προφορὰ δὲν ἀρκοῦσε· ὀρθογραφοῦσαν καὶ μιλοῦσαν. Ἔτσι δὲν ἔκαμναν ποτὲς λάθος. Ἀφτὸ τὸ σύστημα πολὺ τὸ συστήνω στοὺς δικοὺς μας· πρέπει νὰ συλλαβίζουν. Ἀλλιῶς δὲ θὰ ξέρουμε τί γλῶσσα μιλοῦν. Ὅταν τὴ γράφουν, ἀπὸ τὴν ὀρθογραφία μποροῦμε τουλάχιστο νὰ καταλάβουμε ποὺ ὁ σκοπός τους εἶναι νὰ γράψουν τὴν ἀρχαία. Μὰ ὅταν τοὺς ἀκούμε καὶ μιλοῦν, πῶς θὰ κάμουμε γιὰ νὰ καταλάβουμε ἂν τόντις ἀρχαίους τύπους μεταχειρίζουνται ἢ ὄχι; Ὅσο τοὺς διαβάζεις, σὲ φαίνεται ποὺ ἡ γλῶσσα τους εἶναι ἀρχαία· μὰ σὲ παρακαλῶ μιὰ στιγμὴ νὰ ξεχάσης, ἂν εἶναι δυνατό, ποὺ ἔχεις μπροστά σου τυπωμένο βιβλίο, καὶ νὰ τὸ διαβάσῃς, ὄχι μὲ τὰ μάτια, ἀλλὰ μὲ τἀφτιά. Ἄκουσε τί λέει, γιατὶ ἂς εἶναι δάσκαλος ἢ μπακάλης, πλούσιος ἢ φτωχός, ὅλος ὁ κόσμος θὰ προφέρῃ ὅπως τὰ σημειώνω τώρα. «Ενdις νεοτέρις χρόνις σπουδέαν κε, ούτος ιπίν, απότομον μετάβασιν ιπέστι ι ελινικὶ γλόσα, εξοὺ ο Κοραὶς μετὰ δινάμεος κε τόλμις ανdεπεξελθὸν κατὰ του παρελθόνdος, ιπέθετο τὰ θεμέλια εφὸν στιριζομένι προέβι ι νέα ελινικί. (Μὴν ἀπορῇς ποὺ βλέπεις μιὰ γλῶσσα νἄχῃ θεμέλια, νὰ στηρίζεται σ' ἀφτὰ τὰ θεμέλια, κι ὡστόσο νὰ προβαίνῃ. Ἀφτὰ εἶναι ποὺ σὲ δείχτουν τὴν σπουδαίαν καί, οὕτως εἰπεῖν, ἀπότομον μετάβασιν κτλ). Αλὰ του αιδίμου ανδρὸς ι εργασία, ος ικός, δὲν ιδίνατο νὰ ινε επὶ πολὶ επαρκίς. Ι επελθούσα ελεφθερία, ο σιμbαρακολουθὸν αφτὶ πολιτιζμός, δὲν ιδίνανdο νὰ αρκεσθόσιν ιζ γλόσαν διμιουργιθίσαν εν δουλία κε βαρβαρότιτι. (Τέτοια λέν, τέτοια διδάσκουν ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ δεινοὶ μας γλωσσολόγοι· ἡ γλῶσσα μας μορφώθηκε ἐν δουλείᾳ καὶ βαρβαρότητι· φαίνεται ὅμως, γιὰ νὰ τὸ λέν, πὼς ἡ γλωσσολογικὴ τοὺς ἐπιστήμη δὲν προέβη ἀκόμη ἀρκετά· γιὰ τοῦτο νομίζω καὶ γὼ ποὺ ἡ ἐργασία τους δὲν δύναται νὰ εἶναι ἐπὶ πολὺ ἐπαρκής). Ούτο δὲ ι καθιμὰς γλόσα ίπο τις ανάγκις οθουμένι ιπερεπίδισε τὰ πρὶν στενὰ όρια· αλ επίισε τούτο άνεφ τινὸς χαλινοὺ, κε δια τούτο παρατιρούμεν εν αφτὶ παρισιγμένας κε φράσις κε ρίσις ξενικὰς κε ατόπους (πρβλ. Κεφ. Θ΄) κε ίφος παράχορδον δὲ καθόλου έλιψιν αρμονίας κε ομαλότιτος. Τιν bαρεκτροπὶν δὲ τάφτην τιζ γλόσις, απὸ πολλοὺ ίδι καταφανὶ γενομένιν, πολίμεν επεχίρισαν νὰ αναστίλοσιν, αλὰ τὸ κ. Κόντο προέκιτο νὰ ἀναλάβι τὸν δινὸν αγόνα τιζ διορθόσεος αφτὶς κε καθάρσεος διὰ τιζ διμοσιέφσεος τὸν Γλοσικὸν αφτοὺ Παρατιρίσεον. (Ἡσύχασα τώρα! Καλὰ ποὺ βρέθηκε ἕνας ἄθρωπος νὰ διορθώσῃ μοναχὸς του ὅσα ἔκαμαν τόσοι αἰῶνες καὶ νὰ δώσῃ καθάρσιο στὴν ἱστορία!) Δισχεροὺς δέ, ανμὶ αδινάτου, ούσις τις περίσιναγογίς τον φιλαδίον, εν ις σποράδιν ίνε κατάκεχοριζμένε ε Γλοσικὲ Παρατιρίσις, παρακαλέσαμεν τὸν επιφανὶ καθιγιτίν, όστις (τὸ ὅστις εἶναι βέβαια ἀττικισμὸς) προθίμος παρέσχε τιν ίλιν τοὺ σίμερον εκδιδομένου τόμου, όν κε παραδίδομεν ις του κινοὺ τιν χρίσιν (Σπολλάτη καὶ νὰ μᾶς ζήσῃ!) Εν Αθίνες τι 30 οκτοβρίου 1882 Ἔτσι λὲν τὰ Καταστήματα. Ἔτσι μιλοῦν οἱ δασκάλοι. Πολὺ πολὺ παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστη μου νὰ μὴ νομίσῃ πὼς χωρατέβω. Ἂς βάλη τὸ παιδί του ἢ κανένα του φίλο νὰ τοῦ διαβάσῃ ἀφτὸ τὸ κατεβατό, σάν ποὺ τὄχω γραμμένο· ἔπειτα ἂς τὀρθογραφίσῃ ὅπως θέλει κι ἂς τὸ διαβάσῃ ὁ ἴδιος δυνατὰ τοῦ φίλου του ἢ τοῦ παιδιοῦ του· δὲν θἄχη καμμιὰ διαφορά. Ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος θὰ προφέρουν κάθε λέξη ἀπαράλλαχτα μὲ τὸν τρόπο ποὺ σημειώσαμε τὴν καθεμιά. Μήτε οι, μήτε ω θὰ πῇ στὴν πρώτη φράση· ἐν τοῖς νεωτέροις χρόνοις· θὰ τό πῃ σὰ νὰ εἴτανε γραμμένο εν τις νεοτέρις χρόνις· μάλιστα ἀντὶς τ θὰ βάλῃ d γαλλικὸ ὕστερα ἀπὸ τὸ ν. Λέξις καὶ λέξεις ἔχουν τὴν ἴδια προφορά· ι βάζεις καὶ στὰ δυό. Μ' ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ δάσκαλος μιλεῖ, δὲν τὰ λέει ὄμορφα καὶ παστρικὰ ὅπως τὰ γράφει· τὰ λέει ἴσια ἴσια μὲ τὴν ὀρθογραφία ποὺ βάλαμε σ' ὅλο κεῖνο τὸ κατεβατό. Τί θὰ ποῦν ὅμως οἱ ξένοι ἅμα τὸ διοῦν καὶ καταλάβουν πὼς ἔτσι μιλοῦμε; Βέβαια θὰ τοὺς φανῇ γλῶσσα «δημιουργηθεῖσα ἐν δουλείᾳ καὶ βαρβαρότητι». Πολὺ πιὸ φρόνιμο λοιπὸ νὰ συλλαβίζουμε ἀπὸ τώρα κι ὀμπρός. Χωρὶς τὸ συλλαβισμό, κ' ἡ ὀρθογραφία δὲν ἔχει πιὰ τὸ λόγο της. Γιατὶ πάντα μπορεῖ νὰ μᾶς πῇ κανείς· ἀπὸ ποῦ ἤξεραν οἱ ἀρχαῖοι τὴν ὀρθογραφία τους, ἂν τόντις μιλούσανε σὰν ποῦ μιλοῦν κ' οἱ δασκάλοι σήμερα; Ἢ εἶχαν ἄλλη προφορὰ ἢ ἔγραφαν πολὺ ἀνόητα ὕλη, ἐν τοῖς νεωτέροις, γλῶσσα, ἀντὶς νὰ γράψουν ίλι, εν τὶς νεοτέρις, γλόσα, ὅπως μποροῦμε καὶ γράφουμε τώρα, χωρὶς νἀλλάξῃ ἡ προφορὰ μας μὲ τὴν ὀρθογραφία. Φανταστῆτε σήμερα στὴ Γαλλία νὰ μὴν ἤξερε νὰ γράφῃ κανένας, νὰ μὴν εἴταν πούπετις ἀρφάβητο στὸν κόσμο. Μ' ἄλλα λόγια, ἂς συλλογιστοῦμε πὼς βρίσκεται ἡ Γαλλία στὴν ἴδια θέση ποὺ βρέθηκαν ὅλοι οἱ λαοὶ στὴν ἀρχή, γιατὶ στὴν ἀρχή, πρῶτα μίλησαν οἱ ἀθρῶποι, ὕστερα ἔγραψαν (τοὺς Ἕλληνες, ἐννοεῖται, δὲν τοὺς λογαριάζουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους· εἶταν ξεχωριστοὶ σὲ κάθε πρᾶμα). Στὴν ἀγράμματη Γαλλία ἔρχεται ἄξαφνα ἕνας ξένος. Ἀκούει τὴ γλῶσσα καὶ τοῦ ἀρέσει· θέλει νὰ τὴ βάλῃ στὸ χαρτί· θέλει νὰ τὴ γράψῃ. Πῶς νὰ κάμῃ; Ὁ ξένος ἀρφάβητο δὲν ἔχει· ἐτυμολογίες δὲν ξέρει· ἀπὸ λατινικά, ἀπὸ συγκριτικὴ γραμματολογία δὲν ἄκουσε στὴ ζωή του· εἶναι ἀγράμματος σὰν τοὺς ἄλλους. Ἄξαφνα τοῦ περνᾷ μιὰ ἰδέα ἀπὸ τὸ κεφάλι· βρίσκει σημεῖα γιὰ κάθε προφορά· βρίσκει τὸ γαλλικὸ ἀρφάβητο. Τώρα ποὺ βρῆκε τἀρφάβητο, μὲ τί τρόπο θὰ γράψῃ τίς λέξες ποὺ θἀκούση; Ὅπως τὶς ἀκούσῃ κι ὄχι ἀλλιῶς. Θὰ σημειώσῃ τὴν προφορά· τὸ beau θὰ τὸ κάμῃ σήμερα bo καὶ τὸ aimer θὰ τὸ κάμῃ émé. Ὁ ἴδιος ἄθρωπος, νὰ πάῃ στὴν Ἑλλάδα, πῶς θὰ γράψῃ τὴ λέξη εἰδοποίησις; θὰ τῇ γράψῃ ιδοπίισις, ἀφοῦ ἔτσι τὴ λὲν οἱ δασκάλοι. Πρῶτα, γράφουν οἱ ἀθρῶποι ὅπως μιλοῦν· ἔπειτα, μὲ τὰ χρόνια, ἀλλάζει ἡ προφορά, μὰ στέκεται πάντοτες ἡ ἴδια ὀρθογραφία, γιατὶ ἔτσι συνήθισαν· τὸ aimer, δὲν εἶναι ἀκόμη πολὺς καιρός ποὺ λέγουνταν aimer, μὲ αϊ καὶ ρ, αϊμέρ· κατάντησε ὅμως νὰ εἶναι σήμερα εμέ· κι ὡστόσο τὸ γράφουν πάντοτες aimer, πάει νὰ πῇ αϊμέρ. Στὴν Ἑλλάδα, πῆραν τὰ πράματα ἄλλο δρόμο κι ἀπαρχῆς ἔγραφαν ὅσα κανένα στόμα δὲν πρόφερε ποτές· ἤξεραν ἀπὸ τότες ποὺ δὲν εἶναι πατριωτισμὸς νἀλλάξῃ ἡ προφορὰ ἑνὸς λαοῦ. Γιὰ τοῦτο σκόρπιζαν ἐδῶ καὶ κεῖ πνέματα, τόνους ποὺ δὲν εἶχαν ἀξία καμιά, ἀφοῦ σήμερα δὲ λέμε μήτε ψιλή, μήτε δασεῖα, μήτε ὀξεῖα, μήτε βαρεῖα, μήτε περισπωμένη. Μὴ μὲ πῇς πὼς γιὰ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνέματα μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ διαφορά. Ὁ θεὸς νὰ σὲ φυλάξῃ νὰ μὲ κάμῃς τέτοια παραχωρήση! Ἅμα τὸ λές, παραδέχεσαι ποὺ ἄλλαξε ἡ προφορά, κι ἅμα ἄλλαξε, εἶναι τάχατις μεγαλήτερη ντροπή, τὸ αι νἄγινε ε, παρὰ νὰ μὴν ἔχουμε πιὰ τὴν περισπωμένη καὶ τὴν ὀξεῖα, ἀφοῦ σήμερα μήτε νοιώθει ὁ κόσμος τί μπορεῖ νὰ εἶταν περισπωμένη κι ὀξεῖα; Ὁ τονισμὸς εἶναι ὡστόσο ἡ πιὸ σημαντικὴ διαφορὰ ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνῃ μιὰ γλῶσσα ἀπὸ τὴν ἄλλη· ὁ τονισμὸς τῆς ἀρχαίας εἶναι ποὺ τὴν ξεχωρίζε, ποὺ τὴ διακρίνει ἀπὸ τὴ νέα. Ἀφτὴ ἡ περισπωμένη ποὺ δὲ σὲ φαίνεται τίποτις, ἀφτὴ ἡ ὀξεῖα ποὺ τὴ λὲς μικρὸ πρᾶμα, εἶναι τὰ χαραχτηριστικὰ σημάδια τῆς ἀρχαίας. Εἶναι βουνὰ καὶ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους. Μάλιστα, ἂν προσέξῃς καλά, θὰ διῇς ποὺ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ τονισμοῦ ἔφερε στὴ νέα μας τὴ γλῶσσα, στὴ δημοτική, ὅλες τὶς ἄλλες ἀλλαγές. Μόνο καὶ μόνο γι' ἀφτὸ τὸ λόγο, μορφώθηκαν τόσοι κανούριοι τύποι. Μπροστὰ στὸν τονισμό, τό ε ἀντὶς αι, τὸ β ἀντὶς β κι ὅλα τἄλλα εἶναι παιχνίδια. Μὴν πῇς τὸ λοιπὸ ποὺ εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι περισπωμένη κι ὀξεῖα· νὰ λὲς πὼς ἔβαζαν τοὺς τόνους, γιατὶ φάνταζαν καλὰ στὸ χαρτί, γιατὶ τοὺς φαίνουνταν οἱ τόνοι σὰ μιὰ νόστιμη ζουγραφιά ποὺ στόλιζε τὰ βιβλία τους, καὶ γιὰ τοῦτο τοὺς ἔφτειαξαν οἱ γραμματολόγοι· νὰ λὲς πὼς οἱ ἀρχαῖοι ἤξεραν τὴ γραμματική, πρὶ νὰ ξέρουν τὴ γλῶσσα. Ἀμὲ ὁ Ὅμηρος, ὁ Σοφοκλής, ὁ Ἐβριπίδης, πῶς τὸ κατάφερναν, ὅταν ἔκαμναν τοὺς στίχους των; Πῶς μποροῦσαν, ἂς ποῦμε, νὰ διακρίνουν τὸ α υ ι ἀπὸ τὸ α υ ι;[2] Πῶς γνώριζαν τί διαφορὰ εἶχαν ἀναμεταξύ τους τὸ ι καὶ τὸ ει; Θέλεις νὰ στὸ πῶ; Ἔπαιρναν τὸ λεξικὸ καὶ σκάλιζαν κάθε λέξῃ. Ἡ προφορά, δηλαδὴς ἡ ζωντανὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς δείξῃ τὴν προσωδία… Ἀφτὰ λὲν οἱ δάσκαλοι, χωρὶς νὰ τὸ βλέπουν κ' οἱ ἴδιοι. Πρέπει κανεὶς νὰ μὴ σπούδαξε στὴ ζωή του κι ἀφτὴ τὴν ἀρχαία, γιὰ νὰ κάθεται νὰ μᾶς λέῃ πὼς δὲν ἄλλαξε ἡ προφορά· ὡστόσο τέτοια παιδιακήσια ζητήματα ἔχουν οἱ δικοί μας στὸ στόμα· γίνουνται περιγέλοιο στὸν κόσμο· ὁ κόσμος φωνάζει ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε στὸ νοῦ μας τί εἶναι ἐπιστήμη − κ' οἱ δασκάλοι τὸ λὲν πατριωτισμό. |
Ψυχάρης, Το Ταξίδι μου, επιμ. Ά. Αγγέλου, Αθήνα, Εστία, 1993, σσ 188−197