Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟ ΑΓΑΘΟΣ, παρά το άγαρμπο σουλούπι του, ήτανε πάντα ελαφροπάτητος. Γι’ αυτό και δεν αντιλήφθηκα την άφιξή του, παρά μόνον όταν στάθηκε απέναντί μου προσπαθώντας, με βαθιά κατάπληξη, να διακρίνει κάποιον ειρμό σε όσα έβλεπε. Όμως, πάντα ευγενικός και ήρεμος, σύντομα ανέβαλε την προσπάθεια γι’ αργότερα και είπε απλούστατα «Βρε, βρε, σαν τα χιόνια… Πώς από δω;» λες και ήταν το φυσικότερο των πραγμάτων ν’ ανέβω για μια καλημέρα, καθώς περνούσα κάτω από το σπίτι του μόνο με το σώβρακο. Και κάθισε στην καρέκλα ρωτώντας τα νέα μου.
Στην άνεσή του αυτή προσπάθησα κι εγώ ν’ ανταποκριθώ και να εξηγήσω ανέμελα τα της καταστάσεώς μου, αλλά κατάφερα μόνο να αρθρώσω μερικές ασυνάρτητες φράσεις, όπου συμφύρονταν ασύντακτες οι λέξεις «λάσπη», «μπατζάκι» και «δεσποινίς Κλαίρη». Δυστυχώς, παρά την πρόθεσή μου, ένα βαρύ, ολοστρόγγυλο κουρσούμι έκλεινε σταθερά τον λαιμό μου και στο στόμα μου, αντί για σάλιο, ελίμναζε ματζούνι. Κι έτσι παράτησα ξαφνικά την μάταια προσπάθειά μου κι έσκυψα βιαστικά, δαγκώνοντας τα χείλια μου για να μη βγουν οι λυγμοί που, απροσδόκητα, με συγκλόνισαν.
Ο Αγάθος δεν μίλησε, μόνον έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός κι έπειτα σηκώθηκε και, χωρίς να σείσει τίποτε, χάθηκε προς το βάθος της σάλας, αφήνοντάς με διακριτικά στον θρήνο μου. Όταν επέστρεψε, μου μέναν ακόμη κάτι λίγοι, εντελώς δευτερεύοντες λυγμοί, τους οποίους και εύκολα κατάπια. Στάθηκε μπροστά μου κρατώντας το παντελόνι μου και με κοίταζε με μιαν αναποφάσιστη έκφραση. «Έλα», μου είπε, «Φρέσκο φρέσκο…», αλλά τότε ακριβώς ξεκαθάρισε τη διάθεσή του κι αφήνοντας τη φράση του μισή ξέσπασε σε γέλιο τρανταχτό, σε καγχασμό, που ποτέ μου δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Σαστισμένος εγώ, με το παντελόνι στο χέρι, δεν ήξερα πώς να εκλάβω αυτή του την εκδήλωση και προς στιγμήν θεώρησα τον εαυτό μου βαθύτατα θιγμένο και πήρα το πρέπον ύφος. Αλλά το γέλιο του Αγάθου ήταν ξέφρενο, ισοπεδωτικό και αναντίρρητο. Και, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να γελάω κι εγώ, εις πείσμα των πληγωμένων αισθημάτων μου. Όταν δε από το τράνταγμα μου έφυγε το πεσκίρι, τότε ο Αγάθος αποχαλινώθηκε, τίναξε το κεφάλι ψηλά εκθέτοντας διάπλατη την ημιονική του μασέλα κι εγώ τον ακολούθησα σπαρταριστά, διπλωμένος στα δυο. «Βρε τον Μπούλη!…» εκραύγαζε ο Αγάθος μεταξύ των κυμάτων γέλιου που τον συνέθλιβαν, «Α, την Κλαίρη!…» και ξεσπούσε πάλιν ακράτητος σε νέο χαχανητό, το οποίο έδινε νέα ορμή και στο δικό μου.
Τέλος, κάποτε ξεδώσαμε κι ανάμεσα στις τελευταίες, άτονες εκρήξεις μου κατάφερα να ντυθώ. «Δεν πάμε», μου λέει ο Αγάθος με μάτια ακόμη δακρυσμένα, «έναν περίπατο να τα πούμε;». Και καθώς η καρδιά μου ήταν πια βαθύτατα ξαλαφρωμένη, μια με το θρήνο και μια με το γέλιο, φρέσκια φρέσκια και καθαρή σαν το λευκό μου παντελόνι, η πρότασή του, που με ξανάφερνε σε περασμένες εποχές, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό.
Ούτε στη σάλα ούτε στη σκάλα συναντήσαμε ίχνος των δύο φοβερών θηλυκών του σπιτιού. Η μαντάμ Ρενέ και η Δις Κλαίρη είχαν εξαφανιστεί, πράγμα που διευκόλυνε πολύ την διέλευσή μου. Και είχαμε πια κατεβεί στην αυλή έτοιμοι για να βγούμε στο δρόμο, όταν από το πίσω μέρος του σπιτιού υψώθηκε κυματιστό ένα τραγούδι. Ήταν τραγούδι περιπαθές, όλο αίσθημα και η φωνή γλυκύτατη, λυρική, μ’ έναν ελαφρό λαρυγγισμό στις χαμηλές νότες, που κάτι μου θύμιζε… Σταματήσαμε και στο απορημένο βλέμμα μου ο Αγάθος κούνησε το κεφάλι καταφατικά και κοίταξε μ’ ένα μειδίαμα σχεδόν τρυφερό προς τους ξεφτισμένους τοίχους που ανέδιδαν αυτή την παθητική μελωδία. Σιγομουρμούρισε το σκοπό:
«Μμμμ… ραράμ… ραμ… ράρα… Τίαραρόμ….»
«Νόρμα. Του Μπελίνι…» με πληροφόρησε. Κι έτσι, ξεκινώντας για τον περίπατο, έμαθα πως η Δις Κλαίρη ήταν γνωστή πολύ πέραν των συνόρων της γειτονιάς της για την ωραιότατη φωνή της και μάλιστα παλαιότερα είχε τραγουδήσει με μεγάλη επιτυχία σε κάμποσες λυρικές εσπερίδες του «Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών». Όμως οι ευοίωνες προοπτικές μιας μουσικής καριέρας έσβησαν γι’ αυτήν σταδιακά, όταν επαρουσίασε κάποιες νευρικές διαταραχές (και με κοίταξε με νόημα) αλλά και από την γενικότερη, όχι πολύ εγκρατή ροπή της προς τα ερωτικά (και με κοίταξε με περισσότερο νόημα). Τώρα πια μόνο της ακροατήριο, εκόν άκον, ήταν η γειτονιά, τις φορές που την έπιανε το μεράκι της και τραγουδούσε με τις ώρες κλεισμένη στην κουζίνα.
Παρά τα εχθρικά μου αισθήματα, ομολογουμένως με είχε εντυπωσιάσει η γλυκύτητα της φωνής της, όπως και το απροσδόκητο ταλέντο της. Όμως ταυτόχρονα μου έκανε εντύπωση, και μάλιστα οδυνηρή, ο τρόπος που ο Αγάθος μιλούσε γι’ αυτήν. Ο τόνος της φωνής και η έκφραση του προσώπου του επρόδιδαν σαφώς μία συμπάθεια γι’ αυτό το, εν κατακλείδι, ανήθικο παχύδερμο που τόσο πολύ με είχε ταπεινώσει. Αν μη τι άλλο, περίμενα από τον Αγάθο τουλάχιστον μια στάση πιο αυστηρή, μιαν ηθική καταδίκη τελοσπάντων.
Αλλ’ εν τω μεταξύ, στην διάρκεια αυτής της ενημερώσεως, είχαμε πάρει δρόμους που ποτέ μου δεν είχα ξαναπεράσει. Ανηφορίζαμε από ώρα καλντερίμια στρωμένα όχι με τους γνωστούς κυβολίθους της Νεαπόλεως, αλλά με πέτρα κοινή, ακατέργαστη, λειασμένη από μακρότατη χρήση. Διασχίζαμε δρομάκια στενά, στριφογυριστά, τα οποία εντελώς ιδιότροπα σταματούσαν αίφνης σε κάποιαν αυλόπορτα ή παίρναν μια ξαφνική στροφή και κάτω, σε μέγα βάθος, πάνω από στέγες άτακτες, μπλεγμένες σε σχήματα αναπάντεχα και πέραν κάθε ορθοτομικής λογικής, στραφτάλιζε η θάλασσα. Βρισκόμασταν στο Μεγάλο Κάστρο.
Από τα δύο κάστρα της Νεαπόλεως το ανατολικό ήταν το Μεγάλο – όνομα και πράμα. Ολόκληρη η χερσόνησος που έκλεινε τον κόλπο απ’ αυτή τη μεριά περιεβάλλετο από τείχος γεροδεμένο, βυζαντινό, με πύργους στιβαρούς κάθε τόσο και επάλξεις οδοντωτές. Η σημαντική αυτή οχυρωμένη έκτασις, πυρήνας της μετέπειτα επεκτάσεως της Νεαπόλεως, έβριθε κυριολεκτικώς μέχρι σκασμού από σπίτια κάθε μεγέθους και σχήματος, που με αλλόκοτες συστροφές και συσπάσεις κατελάμβαναν και το τελευταίο εκατοστό διαθέσιμου χώρου, μετά βίας αφήνοντας κάποια φειδωλά περάσματα για τα σοκάκια. Τα οποία, ακολουθώντας τα καπρίτσα του βράχου και των παροδίων ιδιοκτητών, στριφογυρνούσαν ασταμάτητα, ασφυκτιώντας ανάμεσα σ’ εξώστες, σαχνισιά και χαμηλές στοές. Δρόμοι άναρχοι, παράλογοι και παράτολμοι, μισοσκότεινοι και σχεδόν σκεπαστοί από τις προβολές των άνω ορόφων, με μάντρες ψηλές που έκρυβαν με ζήλο μικροσκοπικές αυλές, απ’ όπου ξεχύνονταν κουβέντες, κουζινίλα και αγιόκλημα. Ήταν ένας άλλος κόσμος εδώ, κλειστός κι ακατανόητος για μένα, που είχα έως τότε εντρυφήσει μόνο στην καμπίσια άπλα της Αργυρουπόλεως, στην στεγνή ομοιομορφία του προσφυγικού συνοικισμού της θείας και στην ευφάνταστη μεγαλοπρέπεια της αρχοντικής συνοικίας του Αγίου Νικολάου.
Ο Αγάθος εκινείτο σ’ αυτόν τον λαβύρινθο με μιαν άνεση που επρόδιδε μεγάλην εξοικείωση και με μαεστρία καλλιτέχνη έπαιρνε άλλοτε κάποιο δυσδιάκριτο πέρασμα κι άλλοτε μια ξαφνική στροφή και μ’ έβγαζε πότε μπροστά σ’ ένα αρχοντόσπιτο που δέσποζε πάνω σε κάποιο βράχο, πότε σε μία κρήνη τουρκική στη μέση μιας ελάχιστης πλατείας με το μοναχικό πλατάνι της και πότε σε κάποιο βυζαντινό εκκλησάκι στριμωγμένο ανάμεσα στα φουρούσια που τεντώνονταν άπληστα πάνω από τον μικρό του περίβολο. Είχε πολύ ύφος αυτή η περιήγηση, κάτι το ταχυδακτυλουργικό και, παρά τις σαφείς προτιμήσεις μου προς τα αρχοντικά της κάτω πόλης, είχα ενδομύχως γοητευτεί.
Στη διάρκεια αυτού του μακρού περιπάτου ο Αγάθος δεν έπαυε να μου εξηγεί, με φωνή χαμηλή, γεμάτη σχεδόν από μιαν ευλάβεια, την προέλευση και το σκοπό των μνημείων, τη ζωή και την ιστορία αυτού του τόπου. Και σε κάποια σημεία, προφανώς ειδικώς επιλεγμένα κατόπιν εμβριθούς ενασχολήσεως με την τοπογραφία της περιοχής, σταματούσε και μου έδειχνε ψηλά με το μακρύ, κοκκαλιάρικο δάχτυλό του: «Η Ακρόπολις!». Σήκωνα κι εγώ τότε συνεπαρμένος το κεφάλι και θαύμαζα τον κατακόρυφο βράχο που κρεμόταν από πάνω μας τριγυρισμένος από το τείχος της Ακροπόλεως. Ήταν τόσο υποβλητική, τόσο μυσταγωγική όλη αυτή η περιήγηση, ώστε κάποια φορά που ατενίζαμε από μια μικρή πλατεία την πύλη της Ακροπόλεως, πάνω στην οποία κυμάτιζε πλατιά η γαλανόλευκη, μ’ έπιασε η έξαρση και σιγοτραγούδησα με συγκίνηση και περίπου σε στάση προσοχής το πατριωτικό τραγουδάκι που μας μάθαινε άλλοτε στο Δημοτικό η κυρία Κική:
«Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω
με λαχτάρα σταματώ
υπερήφανα δακρύζω
ταπεινά σε χαιρετώ…»
Όταν έστρεψα το βλέμμα μου γλαρό στον Αγάθο, τον βρήκα να με κοιτάζει βλοσυρά και μάλλον επιτιμητικά. «Πίσω μας», απάντησε στην έκπληξή μου, «βρίσκεται το Ιμαρέτ!».
Έστρεψα μηχανικά, μη καταλαβαίνοντας το νόημα της παρατηρήσεώς του. Πίσω μας, τω όντι, εξετείνετο μέχρι το βάθος του δρόμου τοίχος μακρός και ουδέτερος, γερασμένος σημαντικά, του οποίου το αξιοσημείωτο για την περιοχή μήκος διέκοπταν μόνο δύο - τρία κιγκλιδόφρακτα παράθυρα και δύο ευμεγέθεις πύλες, κλεισμένες ερμητικά με βαρύτατα ξύλινα πορτόφυλλα. Υπεράνω δε έκαστης, εν είδει αετώματος, απλώνονταν φαρδιά πλατιά δαιδαλώδεις αραβικές επιγραφές περιπεπλεγμένες σε ξεφτισμένο βαθυπράσινο φόντο. Και πάνω απ’ την οδοντωτήν επίστεψη του περιβόλου τρούλοι υψώνονταν ποικίλων διαστάσεων, μολυβδοσκεπείς, περιβάλλοντες δύο ογκωδεστέρους που εδέσποζαν του συνόλου. Το κτίσμα ήταν επιβλητικό στις διαστάσεις του και συνάμα υποβλητικό με το περίκλειστο και μυστικοπαθές του ύφος και, καθώς δεν το είχα αντιληφθεί αμέσως, εφάνταζε τώρα στα μάτια μου σαν να είχε εμφανιστεί πίσω μου μυστηριωδώς, με κάποιον απατηλό τρόπο.
Ο Αγάθος εμφανώς απολάμβανε την εντύπωση που μου είχε προξενήσει. Και με την ικανοποίηση του γνώστη και εραστή με οδήγησε, μέσα από κάποιο αφανές παραπόρτι, στο εσωτερικό του. Εκεί, στέκοντας στον ανώτερο από τους δύο εξώστες που περιέβαλλαν την εσωτερική αυλή, άκουγα αφηρημένος, τον Αγάθο να μου εξηγεί με θέρμη για το πάλαι ποτέ περιβόητο ίδρυμα που έδρευε εδώ, το Μέγα Ιμαρέτ, ιεροδιδασκαλείον μαζί και πτωχοκομείον, όπου οι νεαροί μοναχοί (κι έδειξε τα κελιά τους πίσω μας) μελετούσαν το Κοράνι και προσέφεραν την ιερήν υπηρεσία της ελεημοσύνης…
Η αφαίρεσίς μου ωφείλετο στο ότι απροσδοκήτως και στα ξαφνικά είχε αποκαλυφθεί μπροστά μου αυτή η μυστική Παράδεισος που τόσο ευσυνείδητα και ζηλόφθονα φρουρούσε από τα μάτια των αδαών ο τυφλός τοίχος του δρόμου: οι ανάλαφρες τοξοτές κιονοστοιχίες των δύο επαλλήλων εξωστών περιέτρεχαν τον ανοιχτό κεντρικό χώρο και κάτω, στον βυθό του, τέσσερα κυπαρίσσια όριζαν λυγερά τις γωνίες της σκιερής αυλής, κι ένα μαρμάρινο σιντριβάνι σημείωνε τον ομφαλό της. Ο ήλιος, που είχε γείρει πια σημαντικά προς τη δύση του χρυσώνοντας μόνο τις κορυφές των κυπαρισσιών και το ανώτερο διάζωμα, άφηνε την αυλή στο ημίφως και τον υπόβλητο νου μου ν’ αποκαθιστά τους σπασμένους μαρμάρινους κρουνούς, ν’ απομακρύνει τα σκουπίδια, τα καφάσια και τα λοιπά βέβηλα σημάδια της ερημώσεως, να παρακολουθεί τους σιωπηλούς μοναχούς να περιδιαβαίνουν ή να στοχάζονται στον χώρο αυτό της περισυλλογής ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός… Είχα δηλαδή και πάλι, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, βουλιάξει στις φαντασιώσεις μου και χρειάστηκε ο Αγάθος να επαναλάβει την προτροπή του για να προχωρήσουμε προς το τζαμί, όπου και με εισήγαγε από ένα ανασφάλιστο παράθυρο.
Εδώ μέσα βασίλευε σκότος εσπερινό και πλήρης εγκατάλειψις. Πλην εγκατάλειψις, θα έλεγα, ζώσα. Γιατί ήταν εμφανέστατο πως τίποτε δεν είχε διαταράξει αυτήν την μοναξιά αφ’ ότου εγκαταστάθηκε εδώ, κάτω από τον μεγάλο τρούλο, και μόνο η σκόνη που κατεκάλυπτε το παν, κάποια πεσμένα επιχρίσματα της οροφής και ο γερμένος πολυέλαιος του κέντρου μαρτυρούσαν πως ο χώρος είχε μείνει έρημος προ πολλού. Κατά τα άλλα, τα δύο πελώρια κεριά, διαμέτρου ανθρωπίνου μηρού, έστεκαν ακόμη εκατέρωθεν της ιεράς κόγχης, σ’ ένα κούφωμα του τοίχου περίμεναν ακόμη τους αναγνώστες τους δερματόδετα Κοράνια κι ένα τριμμένο πράσινο λάβαρο κρεμόταν στον νότιο τοίχο. Εδώ πλέον ήταν σαφή, απτά τα ίχνη των ανθρώπων που είχαν άλλοτε περάσει κι ίσως εκεί, στις σκοτεινότερες γωνιές, στις κόγχες που μόλις διακρίνονταν ψηλά στο διάζωμα, ίσως εκεί ακόμη αιωρούνταν οι προσευχές τους…
Παρατηρούσα τους ποικιλόσχημους σταλακτίτες που είχε σχηματίσει το λιωμένο κερί γύρω από τον κορμό του, το καμένο χοντρό φυτίλι, που έγερνε ακόμη ελαφρά από το τελευταίο άγγισμα που το ’σβησε. Η φωνή του Αγάθου είχε σωπάσει. Κινήθηκα προς το μέρος του κι ο ξερός κρότος των γυαλιών από κάποιο πεσμένο καντήλι, που θρυμματίστηκαν κάτω από τα πόδια μου, ράπισε τους τοίχους και γύρισε ενισχυμένος και κοφτερός. Τινάχτηκα τότε αλαφιασμένος με τις τρίχες ορθές, κακάρισα παράφωνα σε μιαν ατυχή απόπειρα να γελάσω και, προσπαθώντας να βάλω τάξη στον σφυγμό μου ζήτησα να φύγουμε. Με την σύμφωνη γνώμη δε του Αγάθου, έσπευσα προς το παραπόρτι αποφεύγοντας επιμελώς να κοιτάξω κάτω, προς τους σιωπηλούς ίσκιους της αυλής.
Πήραμε το δρομάκι δίπλα από τον τοίχο του Ιμαρέτ. Με τη διάθεση κατά πολύ βελτιωμένη έξω στο φως ρώτησα τον Αγάθο πώς συμβαίνει να γνωρίζει τόσο καλά αυτά τα μέρη κι έμαθα πως πάντα, όταν κάποιο θέμα τον απασχολεί έντονα, το βρίσκει πολύ αποδοτικό να συλλογίζεται περπατώντας μέσα σ’ αυτήν την ομορφιά και ησυχία. «Όλα εδώ είναι ιστορικά», είπε, «και ξέρεις πόσο η Ιστορία με απασχολεί». Η επιβεβαίωση αυτή του συνεχιζομένου ιστορικού του ενδιαφέροντος με χαροποίησε, μια και μου έδινε λαβή να μιλήσω επιτέλους κι εγώ για τις ιστορικές μου αναζητήσεις, οι οποίες άλλωστε με είχαν ωθήσει σ’ αυτήν την συνάντηση. Άνοιξα, λοιπόν, το στόμα μου να του πω, αλλά την ίδια στιγμή ο δρόμος πήρε μιαν ακόμη στροφή και έμεινα ως είχα. Γιατί, με την πιο απροσδόκητη και παράλογη τροπή των πραγμάτων, ο αδιάσπαστος συμφυρμός σπιτιών, τοίχων και μαντροτοίχων που τόσην ώρα μας περιέσφιγγε, όλως αιφνιδίως κόπηκε με το μαχαίρι και μπροστά μας απλώθηκε απρόσκοπτη μια πλατεία αληθινή, φαρδιά και πλατιά, ελεύθερη κι αδέσμευτη από παντού κι απαλλαγμένη όχι μόνον από κτίσματα, αλλά και απ’ αυτό τούτο το τοπίο. Ήταν μια πλατεία μετέωρη, ήταν μια σχεδία που έπλεε ολομόναχη στο αδιατάρακτο και αχανές γαλάζιο του ουρανού. Ή μήπως ήταν η πελώρια σκηνή ενός θεάτρου φανταστικού, καθ’ όλα έτοιμου να παίξει εντός ολίγου το συναρπαστικό του έργο; Το σκηνικό ήταν ήδη στημένο στην εντέλεια: τις δυο συγκλίνουσες πλάγιες πλευρές, άκρη άκρη στο χάος, έκλεινε παραπέτο ανάλαφρο, με κομψά μαρμάρινα κολονάκια, απ’ όπου μεριές μεριές θαλερά αναρριχητικά ξεχείλιζαν και χύνονταν στο άπειρον. Την κύρια όψη, στο πίσω μέρος, έφραζε τοίχος αρχαιοπρεπής, από ορθογώνιους καλοπελεκημένους πλίνθους, που ανέβαινε κλιμακωτά προς το κέντρο του και απ’ τα δυο του άκρα ξεπετάγονταν ντελικάτοι δυο φοίνικες με λυτή την πλούσιά τους κόμη. Το ημικύκλιο του τοίχου παρακολουθούσε, ψηλαφώντας τη βάση του, πάγκος μαρμάρινος, σαν τελετουργικός, με ποδαράκια τορνευτά. Και υπεράνω του υψηλοτέρου μεσιανού σημείου, πίσω από τον τοίχο, υψωνόταν ένας φάρος λευκός, στηριγμένος ποιος ξέρει σε ποιο συννεφάκι. Τέλος, στη μέση ακριβώς της σκηνής, πάνω σε βάθρο υψηλό και περίτεχνο, ένας ιππεύς φοβερός, με την σπάθα ψηλά και τα πλούσια ρούχα ν’ ανεμίζουν, έσπευδε προς τα εκεί που ατένιζε ο φάρος.
«Μα τι είναι αυτό;!» είπα εμβρόνητος. «Καλό… Καλό…» είπε ο Αγάθος επιδοκιμαστικά, με την ικανοποίηση του καλλιτέχνη που επιτέλους θαυμάζει το έργο του τελειωμένο. Κι αφού το βλέμμα του περιήλθε το σύνολον ερευνητικά και βεβαιώθηκε πως όλα ήταν στη θέση τους, καλώς και εν σοφία καμωμένα, μου απάντησε: «Η πλατεία Καραμανόλη».
«Εμμανουήλ Μπαλάφας», είπε, καθώς τα βήματά μας ηχούσαν στο γρανιτένιο πλακόστρωτο, «Ήρως και Μάρτυρας του Έθνους, οπλαρχηγός της Νεαπόλεως. Ληστής και Κλέφτης των βουνών, είδε αίφνης μέσα του το φως, το 21. Φόβος και τρόμος των Τουρκών, που τον ονόμασαν Καρά Μανόλη. Δύο φορές πάτησε τη Νεάπολη. Έσφαξε τον πασά και το χαρέμι του μες στο κονάκι». Έκανε παύση. «Τον εκτελέσανε πανδήμως, επίσημα κι ιεροτελεστικά σ’ αυτήν εδώ την πλατεία», πρόσθεσε χαμηλόφωνα. Ο ρυθμός του γινόταν αργός κι ο τόνος του ονειροπόλος. Ένα αεράκι ξαφνικό, απ’ τη μεριά της θάλασσας, αναστάτωσε τις φοινικιές. «Το κονάκι του πασά», είπε, δείχνοντας από τον πάγκο που καθίσαμε στην απέναντι μεριά. Την πλευρά απ’ όπου μπήκαμε κάλυπτε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, μέγα τούρκικο αρχοντικό με τους καφασωτούς εξώστες να προέχουν πάνω απ’ το κενό. Παρατεταμένη σιγή. Ένα γέλιο εκ βαθέων, γυναικείο, έφθασε από τη μεριά των σπιτιών. Το ακροάσθηκε προσεκτικά, μέχρι που έσβησε. «Τι γέλια… Πόσα γλέντια και χαρές…» είπε κοιτώντας με σηκωμένο το ένα φρύδι το κατάκλειστο κονάκι. «Πόση ευτυχία… Δύναμη και πλούτος!». Έκανε παύση μεγαλύτερη, κοιτώντας το τουρκόσπιτο ερευνητικά. «Πόσες φορές να ένιωσε ο πασάς τη μέθη της ευτυχίας του; Την αλαζονεία της επιτυχίας;», αναρωτήθηκε. «Πόσο άραγε να επαναπαύθηκε στην καλοτυχία του;», συμπλήρωσε. Συλλογίστηκε λίγο. «Τον σκότωσε ο ληστής», διαπίστωσε, χωρίς ίχνος χαιρεκακίας. Το φως που έλαμπε στην άκρη της σπάθας έσβησε κι ο ήλιος βυθίστηκε πίσω από το απέναντι κάστρο. Σηκώθηκε κάπως κουρασμένα, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και κοίταξε παρατεταμένα και στοχαστικά το χάλκινο άγαλμα. Τον ακολούθησα σιωπηλός μέχρι το παραπέτο. «Σκέψου τον Καραμανόλη», είπε σκυφτός πάνω από τα κάγκελα, προς τα βράχια που κρημνίζονταν σχεδόν κατακόρυφα στη σκουροπράσινη θάλασσα, και συλλογίστηκε αρκετά. «Πόσες φορές απελπίστηκε μέχρι θανάτου χάνοντας ένα παλικάρι, μια καλή λεία, μια μάχη…». Οι παύσεις μάκραιναν αισθητά. «Σκέψου τον τη μεγάλη στιγμή, με το φοβερό σπαθί υψωμένο πάνω από τον πασά. Σκέψου τους Νεαπολίτες να τον ανεβάζουν στα ουράνια, να του φιλούν κλαίγοντας τα πόδια μέσα στον καλόν όντα, και το κομμένο κεφάλι καρφωμένο στην αυλόπορτα…». Το σκέφτηκε με τα μάτια ανοιγμένα περισσότερο του κανονικού. «Τι έξαρση! Τι μέθη!», είπε προς το καχεκτικό πευκάκι που επέμενε ν’ ακροβατεί στον βράχο. «Πότε να ξεψύχησε άραγε, ποια στιγμή, στο κόψιμο ποιου μέλους του; Συχνά αναρωτιέμαι.», είπε κι έδειξε πίσω του, προς την πλατεία, χωρίς να στραφεί. Το τζιτζίκι που τόσην ώρα επέμενε αδιάλλακτο, εγκατέλειψε. Γυρίσαμε στον πάγκο. Σουρούπωνε ραγδαία κι η θαλάσσια αύρα έσερνε ένα χαρτί στο πλακόστρωτο. Κάπου επαίζαν ελαφρά τραγούδια. Σ’ ένα νεύμα του κάθισα υπάκουα. «Δεν θέλω να πω ματαιότης ματαιοτήτων, όχι αυτό!», είπε ορθός, επεξηγώντας τα λόγια του με χειρονομίες θεατρικές. «Όμως η γνώση τέτοιων και παρομοίων περιστατικών, η αποφορτισμένη θεώρηση της αενάου διαδοχής τους και η εμβάθυνση στο νόημά της είναι μια φιλοσόφηση αναπόφευκτη, όσο και αναγκαία, σε κάποια στιγμή της ζωής, για ορισμένους, τουλάχιστον, ανθρώπους». Παύση με τα χέρια ανοιχτά. «Μακάρι για όλους…», επηύξησε. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες και συνέχισε αποφασιστικά, αρχίζοντας να βηματίζει ζωηρά δεξιά και αριστερά μου: «Η Ιστορία είναι Φιλοσοφία! Ναι, είναι Φιλοσοφία και Ηθική και καταφύγιον παρηγορίας! Το είπαν και οι Αρχαίοι: “όλβιος όστις έσχεν ιστορίης μάθησιν”. Σκέψου πόσο ανόητα κάθε στιγμή στριφογυρνάμε και αγωνιούμε γύρω από τον εαυτό μας, πόσο ανιστόρητα τον κάνουμε κέντρο του Σύμπαντος. Σκέψου πόσο μοναδικές θεωρούμε τις απελπισίες μας, σκέψου τους σπαραγμούς και τους θρήνους μας, τις αμέτρητες φοβερές στιγμές που αγγίζουμε τον πάτο της δυστυχίας, απεγνωσμένοι από τη βεβαιότητα πως κανείς ποτέ άλλοτε δεν κακόπαθε έτσι.» Το ισχνό, μακρύ χέρι του χαμήλωσε με μια σύνθετη καμπύλη. «Και συλλογίσου πόσο απερίσκεπτα δεχόμαστε ως δεδομένο αυτό που έχουμε και πόσο εύπιστα προσκολλώμαστε στην βεβαιότητα πως αύριο θα είναι ακόμη καλύτερα και πως με τα χρόνια πάντα θα ξεπερνάμε τις ελλείψεις, τις αδυναμίες, τις ανικανότητες κι όλο θα προχωράμε βαθύτερα και βαθύτερα στην ευτυχία. Σκέψου ακόμη, πόσο αυτονόητα πιστεύουμε στη μοναδικότητά μας, πόσο πρόθυμα αλαζονευόμαστε. Και πόσο εύκολα γι’ αυτό γκρεμιζόμαστε την άλλη στιγμή στην πιο μαύρη δυστυχία. Σκέψου ακόμη», είπε σταματώντας ξαφνικά μπροστά μου, «με πόσο ασυλλόγιστη βεβαιότητα κι υπεροψία καταδικάζουμε τις αδυναμίες, τα λάθη των λιγότερο ευνοημένων, των αδυνάτων, των πεπλανημένων, με πόσην αυταρέσκεια διαπιστώνουμε τις αμαρτίες τους, με πόσο ρηχήν ηθική τις καυτηριάζουμε. Κι ακόμη πόσο αφιλοσόφητα κάνουμε το εφήμερο κτήμα μας αιώνιο, πόσο αξιοθρήνητα λησμονούμε αυτούς που το κατείχαν εξ ίσου αναντίρρητα λίγο πριν –και που το έχασαν εξ ίσου αναντίρρητα». Σταμάτησε γεμάτος ένταση για να πάρει ανάσα και να μου δώσει τον χρόνο ν’ αναλογιστώ ένοχα την Κλαίρη και τις πατριωτικές μου εξάρσεις. Αλλά σιγά σιγά χαλάρωσε, το τσιτωμένο λιγνό κορμί του μαλάκωσε κι ήρθε και κάθισε δίπλα μου. «Γι’ αυτό σου λέω», συνέχισε μετά από λίγο με φωνή ήπια, «πως η Ιστορία είναι Φιλοσοφία. Σκέψου πως βρίσκεται κάπου ψηλά, μετέωρος πάνω από την πόλη. Κάθεσαι εκεί και η ματιά σου καταργεί τις αποστάσεις και τα εμπόδια κι ακοή σου συλλαμβάνει τα πάντα. Πόσες εξάρσεις ευτυχίας θα έχεις δει σ’ έναν αιώνα; Πόσες σπαρακτικές κραυγές θα ‘χεις ακούσει; Πόσες αμαρτίες αναμαρτήτων θα έχεις διαπιστώσει; Πόσες ατέλειωτες αλλαγές χεριών πάνω στα πράγματα; Πόσες βεβαιότητες, πόσες επάρσεις, πόσες καταβαραθρώσεις;». Έσκυψε το κεφάλι με ελαφρό χαμόγελο. «Και πόσο να βαρύνει άραγε το καθένα απ’ αυτά στον τελικό ισολογισμό;», είπε προς τις μαλτεζόπλακες. «Σκέφτομαι τις πέτρες, τη γη, τον αέρα… Όλα τα αιώνια. Πρέπει ν’ αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση και χαμόγελο συμπάθειας την εγωπαθή υπερβολή μας…», είπε σχεδόν εύθυμα. Το συλλογίστηκα στη διάρκεια μιας μεγάλης παύσεως. «Αυτή είναι η ιστορική αντίληψη του παρόντος», είπε τέλος με μιαν βαθιάν ανάσα, «Όταν την κατακτήσεις, τότε θα έχεις γίνει ήρεμος και ήπιος, σεμνός και ταπεινός, φιλάνθρωπος κι επιεικής, έτοιμος και ικανός να ζήσεις ουσιαστικά… Θα είσαι πια…». Έπεσε σιγή. Περίμενα να συμπληρώσει «Φιλόσοφος», αλλ’ αυτός μουρμούρισε κάτι άλλο που δεν κατάλαβα κι έπειτα σηκώθηκε ήσυχα και πήγε κι έκατσε στη άλλη άκρη του πάγκου, ολομόναχος, κοιτώντας κατά την πόλη.
Και με το τέλος του μονολόγου άναψαν τα φώτα της πλατείας, τέσσερις φανοστάτες γύρω από τον Καραμανόλη και μια γιρλάντα ανάμεσα στους φοίνικες. Άναψαν και τα φώτα κάτω στην πόλη και λαμπύριζαν ζεστά μέσα στην βαθυκύανη αμφιλύκη.