Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη

ΚΛΕΙΔΩΣΕ την πόρτα. Βγήκαν στο δρόμο. Έβρεχε. Μια ψιλή βροχή. Τα φώτα του δρόμου αναμμένα. Στο βάθος απέναντι οι πολυκατοικίες. Το κάστρο φωτισμένο. Το έβλεπαν καθώς κατέβαιναν τις σκάλες μέσα από ένα άνοιγμα που άφηναν τα σπίτια.

— Χαμήλωσε το κεφάλι, θα χτυπήσεις στα κλαδιά του πεύκου. Στον ορίζοντα, πέρα στη θάλασσα, τα γρι–γρι ψαρεύουν. Οι πολυκατοικίες κλείνουν τώρα τη θάλασσα που άλλοτε φαινόταν από δω ψηλά.

Οδός Θεσσαλονίκης. Η στάση των λεωφορείων έρημη. Το τελευταίο λεωφορείο από ώρα έχει φύγει. Οδός Υψηλάντου. Χαράλαμπος Γιολδάσογλου: Ποτά-τρόφιμα, φιάλες υγραερίου. Οδός Αιμιλιανού. Stayer, βυτιοφόρο για τη μεταφορά πετρελαίου, κήποι, σπίτια χαμηλά, η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, το κάστρο και το παλιό υδραγωγείο. Πεύκα στους κήπους. Ακόμα οι πολυκατοικίες δεν εξαφάνισαν τον ορίζοντα.

— Από δω πού πάμε;

— Κατεβαίνουμε στη θάλασσα.

— Σε ποια θάλασσα;

— Κάτω στο παλιό Φάληρο, στις παλιές Μπανιέρες. Εκεί που κολυμπούσαμε τα καλοκαίρια.

— Δεν κολυμπούσα εγώ.

— Κατέβαινα από δω για τη θάλασσα, αυτές οι σκάλες είναι καινούριες, παλιότερα ήταν στενός δρόμος, σχεδόν μονοπάτι. Εδώ που βρίσκεται ο κήπος ήταν αγκάθια και δίπλα μονοπάτι.

— Τι οδός είναι αυτή;

— Δεν ξέρω, δε θυμάμαι, δεν έχεις έρθει άλλη φορά από δω;

— Όχι, το σπίτι μου είναι στην Παναγία. Στο γυμνάσιο πήγαινα από την οδό Ρούσβελτ.

— Αυτές οι πέτρες απαγορεύουν την κάθοδο των αυτοκινήτων. Οδός Χαριλάου Τρικούπη. Αυτό το παλιό κτίριο με τον τρούλο στην κορυφή είναι ο παλιός Ραδιοφωνικός Σταθμός, το είχε χτίσει παλιά ένας καπνέμπορος, τώρα στεγάζεται η ΚΥΠ. Οδός Ηρακλείου. Όπως βλέπεις σου περιγράφω όλη τη διαδρομή για να τη θυμάσαι. Τα αντικείμενα βαστάνε τη μνήμη μας. Εσύ τι βλέπεις;

— Δε θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα. Σχεδόν δεν μπορώ να σου περιγράψω το δωμάτιό μου.

— Από δω βγαίνουμε στην οδό VII Μεραρχίας. Δίπλα τώρα είναι η Μασωνική Στοά.

— Κάτι έχω ακούσει.

— Ναι, οι μπάσταρδοι. Εδώ είναι η στάση των λεωφορείων για τη Δεξαμενή. Αυτές οι σκάλες που τώρα κατεβαίνουμε, δίπλα από τη Σχολή Πυθαγόρας, θα μας βγάλουν στις Μπανιέρες.

— Όταν πηγαίναμε εκδρομή για την Καλαμίτσα αυτές οι σκάλες δεν υπήρχαν, αλλά από δω περνούσαμε.

Κατέβαιναν τις σκάλες. Στάθηκαν στο τέλος.

Ο δρόμος έμοιαζε αδιέξοδος καθώς τεράστια πολυκατοικία τον έφραζε αφήνοντας στο πλάι μικρό στενό δρομάκι.

— Δε θα σε ξαναδώ.

— Πίσω απ’ αυτή την πολυκατοικία είναι η θάλασσα. Εδώ μ’ έφερνε η μητέρα μου για κολύμπι, είχε ξύλινα παραπήγματα όπου γδύνονταν χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες, και στην αμμουδιά υπήρχε ένα διαχωριστικό σύρμα όπου ένας ναύτης περιπολούσε.

— Αστείο.

— Ναι, τώρα είναι.

Πέρασε το λεωφορείο της γραμμής Νο 4. Η θάλασσα ακουγόταν. Πέρασαν την άσφαλτο και ακούμπησαν στον τοίχο. Από τη θάλασσα ερχόταν μια αίσθηση αλμύρας. Η βροχή είχε σταματήσει.

— Αυτά είναι υπολείμματα σκάλας, από δω κατεβαίναμε στην άμμο.

— Δεν υπήρχε αυτό το ντουβάρι;

— Όχι, είναι καινούριο, έγινε τελευταία με το δρόμο. Εκεί κάτω, βλέπεις, είναι υπολείμματα από σπίτι χτισμένο πάνω στη θάλασσα, κάηκε στην Κατοχή. Η αμμουδιά διαμορφώθηκε διαφορετικά με τον καινούριο δρόμο.

— Ναι, εδώ είδαμε κάποτε ένα πτώμα, μια γυναίκα πνιγμένη, την έβγαλε το κύμα έξω, ναι, έχει αλλάξει η αμμουδιά.

— Πώς;

— Είχε αυτοκτονήσει, έτσι λέγαν, για ερωτικούς λόγους.

— Πέρασε καιρός.

— Ναι.

— Βγάλε τη μαντίλα σου, δε βρέχει πια.

Την τράβηξε σιγά, την κατέβασε στο λαιμό της. Τα μάτια της πέσαν σ’ ένα παράθυρο φωτισμένο. Περπατούσαν για το κέντρο της πόλης. Δε μιλούσαν.

— Εδώ είναι το Φάληρο, πριν ήταν κέντρο διασκέδασης, μάζευε πολύ κόσμο, εδώ στη γωνία, μετά έγινε Μουσείο κι ύστερα Ωδείο, τώρα όλα αυτά έχουν χαθεί, έγιναν προσχώσεις τεχνητές στη θάλασσα, νέοι τοίχοι να συγκρατούν το χώμα και οι δρόμοι για την έξοδο από την πόλη και την είσοδο…

Προσπάθησε να την κοιτάξει στα μάτια, αλλά η Ιωάννα είχε γυρίσει το πρόσωπό της από την άλλη πλευρά.

— Αυτό εκεί είναι το καινούριο Μουσείο, εδώ που περπατάμε λίγο πιο εκεί ήταν το παλιό, η θάλασσα έφτανε εδώ μέχρι τα πόδια μας, εδώ που δημιούργησαν τις προσχώσεις.

— Εδώ μας έφερνε βόλτα ο πατέρας μου τις Κυριακές.

— Τι άλλο θυμάσαι;

— Τίποτε, ήμασταν πιτσιρίκια.

— Κι εμείς φεύγαμε από το σχολείο και παίζαμε εδώ, ήταν κλειστή θάλασσα και αμμουδιά.

— Είχε βράχια.

— Όχι, δεν είχε.

— Όταν μας έφερνε ο πατέρας μου είχε βράχια.

— Ναι, είχε βράχια εδώ κάτω στο Φάληρο, όμως πιο μέσα ήταν αμμουδιά και νεκροταφείο παλιών καϊκιών, φτιάχναμε καραβάκια από ξύλα και βάζαμε ένα χαρτί για πανί.

— Από πιτίκες.

— Και από σανίδες, είχε πολλά παλιά ξύλα εδώ.

Προχωρούσαν στο πεζοδρόμιο. Τ’ αυτοκίνητα περνούσαν μουγκρίζοντας δίπλα τους.

— Αυτός ο δρόμος ήταν θάλασσα, έφτανε μέχρι τα καπνομάγαζα, με μαούνες φόρτωναν καπνά, βλέπεις τις σκάλες από τις πόρτες της αποθήκης. Τα πλοία μένανε μακριά, δεν υπήρχε λιμάνι τότε, με τις μαούνες κουβαλούσαν εμπορεύματα και ανθρώπους. Δες εκεί ψηλά στο καπνομάγαζο γράφει Αφοί Μισσιριάν.

— Να περάσουμε από τον άλλο δρόμο. Mercedes Benz. Εδώ δεν έρχεται το καλοκαίρι το τσίρκο;

— Ναι, εκεί στήνουν τη μεγάλη τέντα τους. Σου πονάει το πόδι;

— Ναι, με χτυπάει το παπούτσι.

Ο ουρανός καθάριζε. Αυτοκίνητα. Πολυκατοικίες. Λεωφορεία. Φορτηγά. Ψυγεία. Εκδρομικά. Θέση για τουριστικά πλοία. Φόρτωναν στο λιμάνι. American Export Line. Τμήμα Ασφαλείας Καβάλας. Από κάτω Ασφαλιστικές Εταιρίες. Olympic Air Ways.

— Θέλεις να καθίσουμε;

— Όχι. Κρυώνω.

— Εκεί στο ΝΟΚ, που βλέπεις, η προβλήτα ήταν πριν χρόνια άδεια κι έμπαινε η θάλασσα. Σα μια πισίνα με πέτρες. Ήμουν παιδί, είχαν πιάσει ένα δελφίνι και το ρίξαν εκεί μέσα. Πήγαινα και το χάζευα, έτρεχε σ’ όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθούσε να βρει έξοδο, έφτιαχνε τεράστια άλματα, έπεφτε στα βράχια και φώναζε. Πέθανε.

— Ψόφησε.

— Πέθανε.

— Ψόφησε. Για τα ζώα λένε ψόφησε.

Καΐκια στη σειρά. Το καΐκι «Αγία Κυριακή». Το καΐκι «Ναυσικά». Το καΐκι «Αγία Τριάδα». Texaco. Μπισκότα Παπαδοπούλου. Και τσιμέντα. Ματσάγγος. Καΐκι «Ταξιάρχης». Ναυς-Νηός. F/B «Θάσος». Χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.

— Κρυώνω. Φυσάει και κουράστηκα.

Στάθηκαν.

— Τι βλέπεις;

— Τίποτε.

— Κοίταξε καλά. Πίσω από τη νύχτα είναι η θάλασσα, υπάρχει, είναι τα νησιά, πιο πέρα είναι ο ήλιος που σε λίγο θα προβάλει. Στις 6.55’. Αναπότρεπτα.

Η Ιωάννα κοιτούσε, πέρα από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες της παραλίας, το βαρύ κατακάθι της νύχτας, τώρα σιγά-σιγά γινόταν πιο ελαφρύ από το φεγγάρι που περνούσε σα σαΐτα αργαλειού μέσα από τα αραιά σύννεφα. Γύρισε και κοίταξε τον Ιωάννη στα μάτια. Ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. Γύρισαν την πλάτη στη θάλασσα κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το λιθόστρωτο.

Μάρκογλου Πρόδρομος, Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη, Αθήνα, Στιγμή, 1985, σ. 76-85