Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Δεν κυκλοφορούσε στην παραλία της πόλης, γιατί φοβόταν να μη συναντήσει το θάνατο. Οι φίλοι, οι γνωστοί και οι συνομήλικοί του υπακούοντας στις συμβουλές των γιατρών για περισσότερη κίνηση εν όψει των καρδιοπαθειών και του κυκλοφοριακού, έτρεχαν στην κορνίς της πόλης, μόλις άρχιζε να δύει ο ήλιος και αναχωρούσαν τα ψαροκάικα, για να μεταμορφωθούν σε πολιτείες του πελάγου. Τον γέμιζαν θλίψη με το φοβισμένο βλέμμα τους και ακριβώς επειδή για χρόνια απουσίαζε άρχιζαν να τον ενημερώνουν καταλεπτώς για τους πεθαμένους φίλους και για τους άρρωστους συνομηλίκους, ενώ η μόνη συζήτηση που τους ευχαριστούσε ήταν η συζήτηση για τα φάρμακα και τις αρρώστιες. Δυσανασχετούσε γιατί ήθελε να ζήσει κι άλλο χωρίς τη σκέψη ότι ξόφλησε, γι αυτό έβαφε ξανθό το μαλλί, ντυνόταν με ρούχα ανοικτά, ποτέ σκούρο πανωφόρι, έστηνε την κορμοστασιά του και τούρλωνε το μικρό του ύψος, περπατούσε στητός, όλος καμάρι, νεανικός και φρέσκος. Πάντως δύσκολα μπορούσε να αποκρύψει τα εβδομήντα πέντε του χρόνια, μόνο να ξεγελάσει μπορούσε τους συνομηλίκους, για να τον κολακεύσουν ότι κρατιέται καλά, αφού όλοι γνώριζαν το κρυφό του μαράζι.

Στην πόλη τον λογάριαζαν πλέον ως ποιητή. Έσβησε ο απόηχος από το άχαρο επάγγελμα του ζαχαροπλάστη, που μισούσε από την πρώτη ημέρα που το άρχισε, γιατί ο πατέρας του τού άφησε παρακαταθήκη να φτιάχνει νόστιμα λουκούμια, και, καθώς δεν ηδυνήθη να σπουδάσει, αναγκάστηκε να ζήσει εμπορευόμενος τα λουκούμια που έφτιαχνε με τα ποιητικά του χέρια. Ήδη είχε εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, γράφτηκε μέλος της Ενώσεως Λογοτεχνών, είχε αποκτήσει από αντιπαροχή τρία διαμερίσματα κι ένα κατάστημα, που του πρόσφεραν ένα παχυλό εισόδημα που, σε συνδυασμό με την πενιχρή σύνταξη του ζαχαροπλάστη, αποτελούσαν ένα ικανοποιητικό σύνολο για να ζει πλουσιοπάροχα με τη γυναίκα του Βέρα, της οποίας εκτιμούσε την φιλαργυρία και την καπατσοσύνη, αφού χάρη σ’ αυτήν (δαχτυλίδι και προίκα μοναδική στη ζωή του) έστησε μια ολόκληρη περιουσία και μπόρεσε να μορφώσει και να προικίσει τις δύο κόρες του. Βέβαια μια ζωή τσιγαριζόταν, δεν μπορούσε να διαθέσει χρήματα για να αγοράσει βιβλία και περιοδικά, γινόταν συχνά βάρος στους βιβλιοπώλες και ζητούσε δανεικά βιβλία και περιοδικά, ώστε να τα επιστρέψει μόλις τα διαβάσει. Μια ματιά ήθελε να ρίξει μόνο, γιατί συχνά είχε κατατάξει τους συγγραφείς και λίγες περιπτώσει τον άγγιζαν, γι αυτό επέμενε να τα δανείζεται για λίγο και να τα επιστρέφει χωρίς φθορές.

Στο γραφείο ήρθε με τη σύζυγό του Βέρα, την οποία δεν αποχωριζόταν ποτέ, σε μια εποχή που επιχειρούσα να σταδιοδρομήσω ως δικηγόρος. Με είχαν επηρεάσει με την αρνητική τους γνώμη άνθρωποι που χρόνια εκτιμούσα μιλώντας για την προσωπικότητά του με περιφρόνηση. Από την πρώτη επαφή όμως κατόρθωσε να με κερδίσει, γιατί με την ανοικτή και φιλική συμπεριφορά του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη συμπεριφορά της γυναίκας του, που δεν μπορούσε να κρύψει την επιθετικότητά της. Μιλούσε σχεδόν με έξαλλο τρόπο για την κοροϊδία της πολιτείας που εννοούσε να τους εμπαίζει και δεν επέτρεπε να γκρεμισθεί το ερείπιο, που έκλεινε ένα από τα μαγαζιά της αντιπαροχής και τους εμπόδιζε να το αξιοποιήσουν πλήρως. Έχαναν λεφτά από το δήθεν παραδοσιακό και έπρεπε να βρεθεί τρόπος να το γκρεμίσουν.

Απορούσα με το θράσος της. Σε μια εποχή που είχαν απομείνει ελάχιστα αρχοντικά και σχεδόν μετρημένα απομεινάρια μιας άλλης εποχής και είχε πλέον αφυπνισθεί η περιβαλλοντική συνείδηση των Νεοελλήνων που έσπευδαν να γλυτώσουν ό,τι απόμενε, η κυρία Βέρα επεδίωκε να γκρεμίσει ένα κτίριο του δέκατου ένατου αιώνα που για χρόνια αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της πόλης, αφού δέσποζε για δεκαετίες πάνω στο παλιό λιμάνι. Το κτίριο είχε κηρυχθεί διατηρητέο όχι μόνο γιατί αποτελούσε κτίσμα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας, κράμα δυτικότροπων ρυθμών και ανατολικών, αραβικών επιρροών, αλλά κυρίως γιατί είχε συνδεθεί με τις πιο ιστορικές στιγμές της πόλης, αφού δέσποζε σ’ όλες τις καρτ ποστάλ και τις λιθογραφίες που απεικόνιζαν το λιμάνι της πόλης ακόμη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μπροστά σ’ αυτό το κτίριο αποβιβάσθηκε το πρώτο άγημα του ελληνικού στρατού για να απελευθερώσει την πόλη από την κυριαρχία των Βουλγάρων στις 29 Ιουνίου 1913 και ο ναύαρχος Κουντουριώτης διέσχισε την οδό που περνά ακόμη από μπροστά του για να φτάσει στο Διοικητήριο, όπου έγινε η επίσημη παράδοση της πόλης. Ακόμη μου έμενε στη μνήμη η εικόνα του Ελευθερίου Βενιζέλου στη μοναδική καρτ ποστάλ που διασώθηκε από την προπολεμική Καβάλα να μιλάει από το μπαλκόνι του επίδικου κτιρίου ανάμεσα στο δήμαρχο Ευγένιο Ιορδάνου και τον υπουργό Υγείας, όταν επισκέφθηκε την πόλη για να εγκαινιάσει το φθισιατρείο στις παρυφές της πόλης, που στέγασε πολλούς καπνεργάτες.

Η Βέρα και ο ποιητής που την άκουγε άβουλος και άφωνος με προβλημάτισαν. Μου ζητούσαν να πετύχω τον αποχαρακτηρισμό του κτιρίου από παραδοσιακό και διατηρητέο σε κατεδαφιστέο μόνο και μόνο για να αξιοποιήσουν το κατάστημά τους, που αποκτούσε ως διαμπερές μεγαλύτερη αξία. Το όνειρό τους ήταν να το χωρίσουν και να αποκομίσουν υψηλότερο ενοίκιο από δύο διαφορετικά καταστήματα. Ο ποιητής αρκέστηκε να ψελλίσει πως όταν κτιζόταν το μεγαθήριο επί της δικτατορίας αποφασίσθηκε να γκρεμισθεί το κτίριο και τότε μεν δεν έγινε, αλλά ήταν απόφαση της πολιτείας που τώρα έπρεπε να υλοποιηθεί, γιατί το κουφάρι του μόνο σαν εστία βρομιάς και δυσωδίας μπορούσε πια να χρησιμεύσει.

Το βράδυ περπάτησα μόνος στην περιοχή του λιμανιού, όπου είδα το κτίριο να ταξιδεύει στο χρόνο. Γερνούσε στη σιωπή του και τη σκοτεινιά της περιοχής, φάντασμα και απομεινάρι του παρελθόντος που έχασε την παλιά του θέση στο χείλος της παραλίας, όταν αυτή μπαζώθηκε και επεκτάθηκε για να κτιστεί λεωφόρος σαράντα μέτρων. Κάτω από τους ερειπωμένους κίονές του μύριζε άλμη και μυρωδιά ιχθυηρών, ενώ ακουγόταν ο ήχος του δέρματος και των φιλιών από παράνομα ζευγαράκια που τρέφονταν από τις κόχες και τους ερημικούς μαιάνδρους που σχηματίζονταν στο ισόγειό του.

Άκουγα καθώς το περιεργαζόμουν τις φωνές των ποιητών να ηχούν στις αίθουσές του και να προκαλούν το πατριωτικό φρόνημα των συμπατριωτών τους για τη συνέχιση των εθνικών αγώνων στην τουρκοκρατούμενη πόλη. Ανάμεσα στα τόπια των υφασμάτων των εμπορικών καταστημάτων του ισογείου ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης συνήθιζε να απαγγέλλει με βαλαωρίτειο ύφος και συνωμοτική διάθεση μακροσκελή ποιήματα για την ελευθερία, ενώ συγκεντρώνονταν χρήματα για να προσφερθούν στην εθνική δράση για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Επιχείρησα να ερευνήσω πιο επίσημα το παρελθόν του κτιρίου, για να αντλήσω επιχειρήματα που θα με βοηθούσαν να είμαι πιο πειστικός στην οργάνωση της παρουσίασης του θέματος ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου, όπου θα συζητιόταν η αναθεώρηση του σχεδίου της πόλης. Στη διάρκεια της Κατοχής το κτίριο αποτέλεσε τη μυστική έδρα των πρώτων απελευθερωτικών δυνάμεων και εδώ πρώτα υψώθηκε η ελληνική σημαία από τους πρώτους εφίππους του ΕΛΑΣ, για να απλωθεί σύντομα σ’ όλη την πόλη. Σε φωτογραφία της απελευθέρωσης μπροστά στο κτίριο λαός με βάγια, κλωνάρια, λευκά μαντίλια και γροθιές σηκωμένες υποδέχεται το πρώτο άγημα των γενειοφόρων ελασιτών που καμαρώνουν στα άλογά τους. Μετέπειτα το κτίριο στέγασε δημόσιες υπηρεσίες και αρχές, στους διαδρόμους του συνωστίζονταν υπάλληλοι με κολλημένη αξιοπρέπεια και φοβισμένο βλέμμα, ενώ στα υπόγεια η σκόνη και τα τρωκτικά ρήμαζαν όσο, ελάχιστο βέβαια, αρχειακό υλικό είχε διασωθεί από την καταστροφική μανία των Βουλγάρων που στην προσπάθειά τους να εκβουλγαρίσουν την περιοχή είχαν πυρπολήσει σχεδόν τα πάντα.

Δεν ήμουν διόλου ευχαριστημένος από την αποστολή μου. Το παρελθόν του κτιρίου άρχισε να βαραίνει τους ώμους μου και να πολιορκεί τη συνείδησή μου, η οποία αρνιόταν να υπακούσει στις εφορμήσεις της Βέρας και διατηρούσε τις σφοδρές αντιρρήσεις της για την απαξία του κτιρίου. Η Βέρα είχε παραγκωνίσει σε χρόνο ανύποπτο τον ποιητή, αντιλήφθηκε την αλλαγή της στάσης μου και άρχισε να με μπολιάζει με ενέσεις αισιοδοξίας, σαλπίζοντας επιθετικά μαρς με τους εμπρηστικούς λόγους της. Πρέπει να παλέψουμε, πρέπει να επιτεθούμε ξεχνώντας τις κουλτουριάρικες αντιρρήσεις μας, πρέπει να το γκρεμίσουμε, πρέπει να πέσει, πρέπει να αγωνιστούμε αποφασιστικά. Ο ποιητής είχε κουρνιάσει σε μια άκρη και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Σώπαινε, υποδηλώνοντας την ανικανότητά του, ενώ άφησε όλο το πεδίο ανοικτό στη Βέρα.

Η Βέρα δεν κατόρθωσε να με εμψυχώσει μέχρι την παρουσίαση του φακέλου στο Δημοτικό Συμβούλιο, όπου παρουσίασα το θέμα εντελώς χλιαρά, επιχειρώντας να μην υπερβώ τα όρια της ευπρέπειας και να μη γελοιοποιηθώ με αστήρικτα και παιδαριώδη επιχειρήματα. Ο ποιητής πήρε το λόγο μετά από μένα και ξεκίνησε γεμάτος ορμή για να με συμπληρώσει, ήταν επιθετικός και εμπρηστικός, ίσως και λίγο προσβλητικός προς τα πρόσωπα των δημοτικών συμβούλων, ενώ κοίταζε συχνά προς τη μεριά της Βέρας ζητώντας συγκατάνευση, κουράγιο, ενθάρρυνση και αυτοπεποίθηση. Το σώμα του συμβουλίου ατένιζε παγωμένο και αδιάφορο την αγόρευση του ποιητή, ο οποίος συναισθανόταν την αποτυχία του να τους πείσει και συνέχιζε με μεγαλύτερη επιμονή να ανεβάζει τον τόνο της φωνής, να σφίγγεται, να υψώνει το ανάστημά του, να κοκκινίζει στο ανοιχτόχρωμο πρόσωπό του (οι φλέβες του λαιμού ξεπετάχτηκαν σαν χορδές βιολιού διαμαρτυρόμενες για τη σκληρή μεταχείρισή τους), ενώ, καθώς δεν ήταν μαθημένος να μιλά για ώρα, άρχισε να ραντίζει κοινό και συμβούλους με τα σάλια του.

Βρισκόταν στον τέλειο παροξυσμό που προκλήθηκε από την αίσθηση της αδικίας και του διαχωρισμού που εφαρμοζόταν στην περίπτωσή του. Η οικονομική άνθηση του μέλλοντός του εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτή την απελπισμένη εμφάνιση και γι’ αυτό το λόγο επένδυσε τη μεγαλύτερη δύναμη που διέθετε, λησμονώντας προς το παρόν τον ευαίσθητο κόσμο των ποιημάτων του, που έσταζαν ανθρώπινη συγκατάβαση και ξεχείλιζαν ζεστά αισθήματα αγάπης, μελαγχολικής αναπόληση και ποιητικής μοναξιάς.

Όταν τελείωσε, η Βέρα τον πλησίασε και του πρότεινε το μαντίλι της για να σκουπιστεί. Ο ποιητής επιθεώρησε το ακροατήριό του μ’ ένα ύφος θριάμβου και με μια δόση πικαρισμένης περιφρόνησης. Μετά το πέρας της ομιλίας αποδείχτηκε πως μόνο ένας δημοτικός σύμβουλος τον είχε παρακολουθήσει, ο οποίος μάλιστα, καθηγητής φιλόλογος καθώς ήταν, παρατήρησε με ειρωνική διάθεση πως αυτός, ένας ποιητής, με την ομιλία του αυτή αντιστρατεύεται τη φύση του και τον προορισμό του, που είναι η προάσπιση του ωραίου και η διατήρηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της γενέθλιας πόλης του. Αναρωτήθηκε γιατί επέλεξε την οδό του συμφέροντος την ώρα που έπρεπε να τον ενδιαφέρει μόνο η υστεροφημία.

Στην επιστροφή η Βέρα ήταν ευχαριστημένη και μάλιστα επιβράβευσε τον ποιητή με έναν καλό της λόγο, σε αντίθεση με τον ίδιο που δεν έκρυβε την αγανάκτησή του. Περπατούσαμε σιωπηλοί κι έβλεπα τον ποιητή να βράζει χωρίς να τολμά να εξεγερθεί. Παρέμενε παγερά σιωπηλός και δεν μετατόπιζε την κουβέντα στα ποιήματα, τη μικρή προσωπική του όαση, μέσα στην οποία ανακουφιζόταν κι απ’ όπου έδιωχνε τη Βέρα που δεν είχε θέση ως παρείσακτο πρακτικό πνεύμα.

Η Βέρα μ’ έναν τελευταίο έπαινό της (σήμερα ο Γιάννης μίλησε σαν άντρας και όχι σαν ποιητής) έδωσε χαριστική βολή στη σιωπή του ποιητή και άνοιξε τους ασκούς της οργής του. Επιτέλους τον είδα να εξοργίζεται μαζί της, της καταλόγιζε πως τον παρέσυρε σε ρόλο άχαρο, πως σκοπός της ήταν να τον εκθέτει, πως χαίρεται όταν τον εκθέτει και τον δένει με την πιο πεζή καθημερινότητα, θέλει να τον στεγνώνει, για να μη σκέφτεται τίποτα άλλο παρά μόνο το χρήμα και το κέρδος, την εξασφάλιση για τα γεράματα που ήρθαν κι ακόμη αυτοί αναλώνονται πώς να τα εξασφαλίσουν, αιχμάλωτοι των έμμονων ιδεών της και των φοβιών που του μετέδιδε όταν του υπέβαλε την ιδέα του ανήμπορου θανάτου, αχ, να μην πέσουμε στα κρεβάτια, Γιάννη, γιατί αν πέσουμε ποιος θα μας κοιτάξει, Γιάννη, οι κόρες μας είναι σκληρές, Γιάννη, μόνο τον εαυτό τους κοιτάζουν, και μ’ αυτό τον τρόπο τον υπέβαλε στην πιο εξευτελιστική οικονομία, στην πιο σκληρή στέρηση την ώρα που πίστευε πως μετά από σαράντα δύο χρόνια δουλειάς θα μπορούσε να απολαύσει λίγες ομορφιές της ζωής. Γιατί δεν τον άφηνε να παρατήσει τη δουλειά η Βέρα, χρόνια ολόκληρα πάντα έβρισκε δικαιολογίες, πάντα ζητούσε να τον στεγνώσει, να τον αφυδατώσει και μαζί να δώσει χαριστική βολή στα ποιήματά του που ποτέ δεν χώνεψε. Με στράγγισες, της καταλόγιζε, με μαράγκιασες, μαύρισες την ψυχή μου και μ’ άφησες ξερό, χωρίς λάμψη, να κλαίω μπροστά στα ρημάδια που δεν έγιναν ποτέ ποιήματα της προκοπής. Γιατί τα ποιήματα είναι η φωτογραφία της ψυχής μας, απεικονίζουν το βυθό του εαυτού μας και για μένα υπήρξαν η λάμψη που έδινε νόημα στη ζωή μου.

Η Βέρα παρέμεινε σιωπηλή όσο διάστημα μιλούσε ο ποιητής και δεν τολμούσε να τον κοντράρει, προφανώς γιατί λογάριαζε την παρουσία μου και δεν ήθελε να δίνει αφορμές για πικρόχολα σχόλια. Χωρίσαμε με παγωμένες χειραψίες, ενώ όσο απομακρυνόμουν άκουγα να ορθώνεται ο αντίλογος της Βέρας που ξεκίνησε ήπια και αύξαινε σε ένταση όσο μεγάλωνε η απόσταση που μας χώριζε.

Ο ποιητής και η Βέρα χάθηκαν για είκοσι ημέρες, ξεχνώντας εντέχνως την αμοιβή που μου όφειλαν για τις υπηρεσίες μου. Εμφανίστηκαν την ημέρα που εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, το οποίο γνωμοδότησε ομοφώνως να διατηρηθεί το παραδοσιακό.

[…]

Με τον ποιητή δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ και απορώ πώς δέχθηκε να μη μου μιλήσει στο τηλέφωνο για να γλυτώσει τα λεφτά της αμοιβής μου. Αφού επί ημέρες βασανίσθηκα ηθικά και ψυχικά και αφού συμβουλεύθηκα μια δεκάδα φίλων και γνωστών, αποφάσισα να διεκδικήσω την αμοιβή μου τη στιγμή που οι ίδιοι φαίνεται να την είχαν ξεχάσει. Θεωρούσα πως δεν επεδίωκαν να με εκμεταλλευθούν οι δύο φίλοι, και ειδικά ο ποιητής που συνδέθηκε μαζί μου με «ακατάλυτη» φιλία. Ζήτησα τηλεφωνικά από τη Βέρα να μου στείλει τα χρήματα και εισέπραξα την άρνησή της και τελικώς την εξοργισμένη απάντησή της να μην περιμένω ούτε δραχμή, γιατί δεν κατάφερα τίποτα. Το ποσό που ζητούσα ήταν μηδαμινό, είκοσι χιλιάδες αν θυμάμαι καλά, και αυτή μου έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Ξαναπήρα αμέσως και ζήτησα τον ποιητή. Αρνήθηκε να μου τον δώσει υποστηρίζοντας πως δεν μπορεί να έρθει, γιατί στεναχωρέθηκε από τη συμπεριφορά μου και ήδη παρουσιάζει καρδιακή αρρυθμία. Μου ζήτησε να πάψω να τους ενοχλώ και ότι δεν είχα κανένα δικαίωμα να τους στεναχωρώ, μάλιστα μου τόνισε ότι ήμουν και αυθάδης, γιατί επεδίωκα να εξασφαλίσω αμοιβή από μια φιλική σχέση. Μπροστά στην κακία της Βέρας έμεινα εμβρόντητος και παρόλο που στην αρχή οργισμένος από τη συμπεριφορά της ετοίμασα μια αγωγή για την καταβολή της αμοιβής μου, εν τούτοις, μετά από μια πιο ψύχραιμη εξέταση, κατέληξα σε μια δηλητηριώδη επιστολή προς εκείνον, όπου του υπενθύμιζα πως η ποίηση και η ανθρωπιά χρειάζονται καρδιά και γενναιοψυχία και πως η ποίηση είναι η τέχνη του ξοδέματος, που αντιπαθεί τη μιζέρια, την τσιγκουνιά και τα φτωχά αισθήματα. Ακόμη και τότε, στην περίοδο της μεγάλη οργής μου, δεν κατέληξα με την επωδό ότι τώρα καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν και ελάσσονες ποιητές που ποτέ δεν ξεπερνούν τα κουτσουρεμένα τους αναστήματα.

Δεν συναντήθηκα μαζί τους ποτέ πια, ενώ μάθαινα ότι έρχονταν στην πόλη για να επιμεληθούν την περιουσία τους και ότι ο ποιητής συνέχιζε να περπατά στην παραλία καταδικασμένος στην παρέα των συνταξιούχων φίλων του, αγκαλιά με τον επικείμενο θάνατό του. Θα τους είχα ξεχάσει εντελώς αν μια επιστολή του ποιητή Μιχάλη Χύτρα προς το δήμαρχο Καβάλας δεν έφερνε στο προσκήνιο το χαμένο πρόσωπο του ποιητή. Ο Χύτρας συνάντησε τον ποιητή στην Αθήνα σχεδόν ογδόντα χρονών, άρρωστο (η αιώνια καρδιά του που ποτέ δεν πάθαινε τίποτα και πάντα εμφανιζόταν για να τον σώσει και να του προσφέρει μιας πρώτης τάξεως πρόσχημα) και σχεδόν ετοιμοθάνατο με την πικρία ότι ποτέ δεν τον τίμησε η ιδιαίτερή του πατρίδα. Ζητούσε λοιπόν να οργανωθεί για λογαριασμό του μια τιμητική εκδήλωση στο Μέγαρο των Γραμμάτων και να του απονεμηθεί μια τιμητική πλακέτα για τη συνολική προσφορά του.

Το Μέγαρο των Γραμμάτων είχε αποκτήσει αίγλη που ξεπερνούσε τα όρια της πόλης, αφού αναπαλαιώθηκε υποδειγματικά από το δήμο και αποτέλεσε χώρο πνευματικών εκδηλώσεων. Ο δήμαρχος θυμήθηκε την παρέμβαση και την προσπάθεια του ποιητή που επιχείρησε πριν έξι χρόνια να πετύχει τον αποχαρακτηρισμό του και να το κατεδαφίσει. Αναρωτήθηκε πώς παρασύρθηκε τότε από τη Βέρα ο ποιητής και πώς εκτέθηκε στην κοινή συνείδηση. Μου επέστρεψε την επιστολή λέγοντας ειρωνικά πως η βέρα δεν είναι πάντα η καλύτερη προίκα για έναν ποιητή.

Χαρπαντίδης Κοσμάς, «Η βέρα του ποιητή» Οι εξοχές των νεκρών, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1995, σ. 87-97, 99-101