Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ γλυκιά Μπονόρα
Βράδυ και το ρολόι του Άγιου Παύλου διαλάλησε την ώρα σ’ ολόκληρη την πόλη. Πολλοί υποστήριζαν ότι οι κωδωνοκρουσίες του ναού ακούγονταν μέχρι τη Νέα Πέραμο, ακόμα κι ως τη Θάσο, επρόκειτο όμως μάλλον για υπερβολή. Σε βεβαιωμένες περιπτώσεις πάντως, και μέσα από πυκνή ομίχλη, η μεταλλική φωνή του Αγίου είχε οδηγήσει με ασφάλεια ψαράδες πίσω στο λιμάνι.
Ο Θανάσης Μ., καθώς προχωρούσε, έστρεψε τα μάτια του προς το καμπαναριό κι έκανε το σταυρό του. Την ίδια στιγμή το πόδι του βούτηξε μέσα σε μια λακκούβα και το παπούτσι του γέμισε νερό. Αμέσως έσκυψε κι ανέβασε το ρεβέρ του παντελονιού του ως πάνω από το γόνατο. Έπειτα, ρίχνοντας μία ματιά απογοήτευσης προς την κατεύθυνση του Πολιούχου, του γύρισε την πλάτη και συνέχισε την περιπλάνησή του.
Ήδη αισθανόταν κουρασμένος και στον κατήφορο κόντεψε δυο φορές να σωριαστεί μέσα στις λάσπες. Αν κάποιος τον έβλεπε από ψηλά έτσι που τρέκλιζε, θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι τα βήματά του ήταν μπερδεμένα με τα νήματα των σκέψεών του. Ένας οδηγός όμως, στη στροφή του καπνομάγαζου, του το φώναξε δυνατά μ’ αλλιώτικο τρόπο: «Ν’ αυτοκτονήσεις θέλεις, ρε σουράκλα;». Αυτός τον έβρισε, μα η φωνή του ξέψυχη χάθηκε στον αέρα.
Σε λίγο έφτασε στην Πλατεία των Ηρώων και στάθηκε στη στάση του αστικού λεωφορείου. Ψάχνοντας το μαντίλι του έβγαλε από την τσέπη του μια τσαλακωμένη τσίχλα. Την έβαλε στο στόμα του, είχε δυο δόντια χαλασμένα κι η αναπνοή του μύριζε απαίσια…
Όταν το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά του, ο Θανάσης ούτε κουνήθηκε απ’ τη θέση του. Ο οδηγός έκλεισε την πόρτα κι έφυγε, παρατηρώντας τον επίμονα απ’ το πλαϊνό καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Τότε μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και χιλιάδες βαρέλια κατρακύλησαν με θόρυβο παίρνοντας θέση για την επερχόμενη νεροποντή. Αυτός συνήλθε, χώθηκε κάτω απ’ το μεταλλικό στέγαστρο και κάθισε στο βρόμικο παγκάκι. Έβγαλε το παπούτσι του και το γύρισε ανάποδα, κάτω απ’ τη σόλα του ανακάλυψε μία μεγάλη τρύπα. «Ο ξεπεσμός μου απέκτησε και σήμα», σκέφτηκε και με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τα θολωμένα μάτια του. Στο πλάι του είδε έναν υπαίθριο κρουνό. Σηκώθηκε και πήγε κι έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ το νερό. Προς στιγμήν ένιωσε μια γλυκιά ανακούφιση, τον τελευταίο καιρό ανέβαζε πίεση αλλά, παρ’ όλες τις συστάσεις των γιατρών, δεν έπαιρνε χάπια. Έπειτα αισθάνθηκε να μουσκεύεται ο γιακάς τού πουκαμίσου του κι αποτραβήχτηκε με το κεφάλι σκυμμένο. Όταν σήκωσε τα μάτια του, αντίκρισε στο βάθος τα φώτα του Σταθμού των Υπεραστικών Λεωφορείων.
Με βήμα αργό προχώρησε προς την κεντρική είσοδο. Πλησίασε την τζαμαρία της πρόσοψης κι είδε μέσα μια ηλικιωμένη καθαρίστρια, που σφουγγάριζε το πάτωμα. Στο βάθος, στο μοναδικό φωτισμένο εκδοτήριο εισιτηρίων, ένας υπάλληλος σκυμμένος φαινόταν να κάνει λογαριασμούς. Έσπρωξε μια από τις γυάλινες πόρτες και μπήκε διστακτικά μέσα στην αίθουσα. Προχώρησε και στάθηκε ακίνητος μπροστά του. Ξερόβηξε και μόλις ο άλλος σήκωσε τα μάτια του, αυτός, χωρίς περιστροφές, τον ρώτησε: «Τι ώρα φεύγει το επόμενο λεωφορείο;».
Ο υπάλληλος περιέφερε το βλέμμα του στην αίθουσα, η γριά είχε πάει στ’ αποχωρητήριο να γεμίσει τον κουβά της με νερό. Έπειτα ξανακοίταξε κατάφατσα τον άγνωστο, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να του πει ότι το Πρακτορείο είχε κλείσει κι ο ίδιος τυχαία είχε απομείνει μέχρι αργά. Μα τ’ ανακατωμένα μαλλιά του Θανάση και προπαντός τα θολωμένα μάτια του τον έκαναν να πιστέψει ότι ήταν τύπος αποφασισμένος για όλα.
«Το επόμενο λεωφορείο για πού;», ψέλλισε, ενώ με τρόπο έσπρωχνε τα χρήματα και τα χαρτιά του μέσα στο συρτάρι. «Για όπου να ’ναι», είπε αυτός και στο λαιμό του ανέβηκε ένας λυγμός.
Ο ταμίας κλείδωσε το συρτάρι κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. «Το μόνο λεωφορείο από δω και πέρα είναι η ανταπόκριση των δύο και τέταρτο γι’ Αθήνα», απάντησε.
Αυτός κοίταξε το ρολόι του, η ώρα ήταν δώδεκα παρά είκοσι. «Σε παρακαλώ, μου κόβεις ένα εισιτήριο;», μουρμούρισε.
Ο άλλος είπε: «Μπορείτε να βγάλετε και μέσα στο λεωφορείο…» αλλά ο Θανάσης δεν του έδωσε σημασία, γιατί κάτι έψαχνε μέσα στις τσέπες του. Τότε ο ταμίας πήρε στα χέρια του μια μεταλλική κασετίνα, την άνοιξε κι έκοψε δύο χρωματιστά χαρτάκια. Έπειτα είπε διστακτικά: «Χίλιες εφτακόσιες δραχμές». Ο Θανάσης έβγαλε από το φάκελο, που του είχε δώσει το πρωί η «γλυκιά Μπονόρα», δύο κολλαρισμένα χιλιάρικα και τ’ άφησε πάνω στο μάρμαρο που τους χώριζε.
«Στη φυλακή ο ταμίας μας περνούσε τις νύχτες του σιδερώνοντας χαρτονομίσματα», είπε, κι ο άλλος χαμογέλασε τρέμοντας. «Χρόνια ολόκληρα έκανε στην Αθήνα τον παραχαράκτη και τα νταλαβέρια με τα χρήματα ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε!», συνέχισε. «Βέβαια, αν σκότωνε την πεθερά του, θα έτρωγε το πολύ είκοσι χρόνια φυλακή, ενώ αυτόν τον έβαλαν ισόβια, τάχα με τις ενέργειές του θα γκρέμιζε το σύστημα… δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις!». Ο άλλο έκανε μια αστεία γκριμάτσα κι είπε: «Ε, πώς!». «Ο μάγειράς μας, πάλι», ρούφηξε τη μύξα του, «ήτανε σεφ σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο της Ρόδου, ώσπου έπιασε τη γυναίκα του στα πράσα…».
«Είναι βλακεία να καταλήγεις στη φυλακή για μια γυναίκα», έτριψε ο ταμίας με τα δάχτυλά του τα δυο χαρτονομίσματα, προσπαθώντας να ελέγξει τη γνησιότητά τους.
[…]
Έβαλε τα εισιτήρια στην τσέπη του κι ύστερα μέτρησε τα ρέστα. Χωρίς να πει καληνύχτα βγήκε απ’ το σταθμό κι ο άλλος έτρεξε ξοπίσω του και κλείδωσε την πόρτα…
Η οδός Βενιζέλου περνούσε φαρδιά πλατιά μπροστά απ’ το Δημαρχείο. Από μακριά είδε την πρόσοψη της Δημοτικής Λέσχης, που πρόσφατα είχε αναπαλαιωθεί. Δε σκόπευε ν’ ανέβει επάνω, γιατί δεν ήθελε να παραβεί τον όρκο που είχε δώσει, ότι δε θα ξανάπιανε τράπουλα στα χέρια του. Από την άλλη, ήθελε οπωσδήποτε να χαιρετήσει τους φίλους του, αν και σ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειάς του τού είχαν φερθεί απαίσια. Θα μπορούσε βέβαια να πήγαινε επάνω και να μην έπαιζε, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι είχε το επιβάλλον να το κάνει.
Μ’ αυτές τις σκέψεις έστριψε να φύγει, την ώρα που κάτι σταγόνες χοντρές σαν δαμάσκηνα άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό. Θέλοντας και μη ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα.
Ο Μάρκος, όπως πάντα, καθόταν στο μικρό γραφείο του και φύλαγε τσίλιες. Μόλις είδε τον Θανάση τον υποδέχτηκε μ’ ένα ψυχρό χαμόγελο. «Άργησες», του είπε μετά απ’ τα προκαταρκτικά. «Τέτοια ώρα έχουν φύγει όλοι». Αυτός αναγκάστηκε να βγάλει απ’ την τσέπη του το φάκελο και να του μοστράρει τα λεφτά του. «Τελικά», χαμογέλασε ο άλλος αμήχανα, «καλά λένε ότι είσαι εφτάψυχος! Είναι στο ιδιαίτερο», άλλαξε το τροπάρι του, «αλλά δε μ’ αφήνουν να βάζω όποιον κι όποιον, καταλαβαίνεις…».
Αυτός χαμογέλασε συγκαταβατικά κι έπειτα, διασχίζοντας το μεγάλο σαλόνι, πήγε στο μέσα δωμάτιο, όπου πέντε άτομα έπαιζαν πόκα. Τη στιγμή της εισόδου του όλοι ήταν αφοσιωμένοι σ’ ένα κόλπο χτυπημένο άγρια και δεν του έδωσαν σημασία.
Κάθισε δίπλα στο μόνο της παρέας που είχε κάνει πάσο. «Γεια σου, Νίκο», τον χαιρέτησε κι εκείνος το μόνο που βρήκε να πει ήταν: «Απόψε θα μας πάρουν και τα σώβρακα». Έπειτα τον πρόσεξε καλύτερα και ξαναείπε: «Τι έγινε, βρέχει έξω;», και δικαιολογήθηκε: «Παίζουμε από τις πέντε το απόγευμα χωρίς σταματημό!»…
Τελικά το κόλπο το κέρδισε ο Αντώνης κι η τσόχα μπροστά του γέμισε μάρκες και χιλιάρικα. Την ίδια στιγμή ο «Αλβανός» στράφηκε προς το μέρος του και του ευχήθηκε: «Θανάση,… άντε, ρε, και καλός πολίτης!». Στη συνέχεια και οι υπόλοιποι τον στόλισαν με κάτι παρόμοιο κι αυτός αισθάνθηκε σαν ν’ απολύθηκε πρόσφατα απ’ το στρατό και αντί για υποσχέσεις μάζευε ευχές. Μόνον ο Παναγιώτης, που απ’ τη χασούρα είχε μια μάπα μπλε, τον ρώτησε: «Θα κάτσεις να παίξεις;».
«Πρώτα να φάω κάτι, να συνέλθω…», απάντησε αυτός και χωρίς να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του, έγειρε το σώμα του και πάτησε το κουδούνι υπηρεσίας. Οι άλλοι ξανάρχισαν να παίζουν κι ο Μάρκος κατέφτασε βαριεστημένος. «Θα μου φέρεις μια ομελέτα και μια μπίρα», είπε, κι ο καφετζής, με μια εύγλωττη γκριμάτσα, μουρμούρισε: «Στις δώδεκα το βράδυ ομελέτα… ούτε εστιατόριο να ήμασταν!».
Έφυγε τσατισμένος και τότε ο «Αλβανός», κάνοντας πάσο απανωτά δύο φορές, τον ρώτησε: «Είσαι μέρες έξω;».
«Βγήκα σήμερα μ’ αναστολή του υπολοίπου της ποινής μου», του απάντησε αυτός. «Κι ήρθα… να μετρήσω τους φίλους μου και τους εχθρούς μου!».
«Πάντως από μας δεν πρέπει να έχεις κανένα παράπονο!», είπε ο Νίκος ενώ ανακάτευε την τράπουλα.
«Ούτε παράπονο έχω ούτε χρωστάω σε κανέναν ευγνωμοσύνη», τον αποστόμωσε ο Θανάσης.
Ο Παναγιώτης πήρε τα χαρτιά του κι είπε: «Πέντε». Όλοι πήγαν πάσο κι εκείνος πήρε μόνο τα δικά του φράγκα.
«Οι αρχαίοι έλεγαν πως το μεγαλύτερο ελάττωμα στον κόσμο είναι η αχαριστία!», πέταξε ο Δημοσθένης και καμάρωσε σαν να είχε πει καμιά σοφία.
«Πραγματικά!», συμφώνησε κι αυτός μαζί του. «Μετά από τόσα χρήματα που μου φάγατε, ούτε ένα επισκεπτήριο ή ένα γράμμα να με ρωτήσετε πώς τα έβγαζα πέρα!».
«Πάντως δε διεκδικήσαμε και όσα είχαμε να λαμβάνουμε από σένα!», εξήγησε ο Νίκος τι εννοούσε προηγουμένως.
Ο «Αλβανός» μοίρασε μια «εξάφυλλη», αλλά όλοι πήγαν πάλι πάσο.
«Κι από την άλλη, τι έγινε που έχασες τόσα λεφτά;» τον πείραξε ο Αντώνης. «Μήπως δικά σου ήτανε;».
«Η Εταιρεία Ύδρευσης να ’ναι καλά!», κορόιδεψε κι ο Δημοσθένης.
«Εσύ, κυρ Αντωνάκη,… να κρεμόμασταν από την πάρτη σου, να μας έσωζες και τη ζωή!», τον δάγκωσε αυτός. Ο Αντώνης, που ήθελε όλοι να τον σέβονται, από τη σαστιμάρα του δεν απάντησε. «Όταν ήρθε η κόρη μου να σου ζητήσει δανεικά…», συνέχισε ο Θανάσης…
«Της έδωσα δύο “γραμμάτια” δικά σου κι είπα ότι σου χαρίζω όσα μου χρωστούσες!», ξαναβρήκε γρήγορα την ψυχραιμία του.
«Και τι θα έδινα, ρε, στους δικηγόρους; Τις χαρτοπετσέτες με την υπογραφή μου;», απάντησε αυτός αηδιασμένος.
«Ένας καταχραστής του Δημοσίου», τον κορόιδεψε ο Δημοσθένης, «πάντα κρατάει μια πισινή για τέτοιες ώρες!».
«Εσύ, δηλαδή, ένα μέρος απ’ τα λαδώματα το βάζεις σε χωριστό λογαριασμό;», τον ειρωνεύτηκε ο Θανάσης. Ο άλλος έκανε να κινηθεί εναντίον του, από παλιά οι δυο τους δε χωνεύονταν, μα χώθηκαν ανάμεσά τους οι υπόλοιποι.
«Τελικά, ήρθες για να μας χαλάσεις το παιχνίδι;», τον αποπήρε ο Παναγιώτης. «Από την ώρα που ξεκινήσαμε παίρνω πεντάρια και δυο φορές που είχα άσσο όλοι πήγαν πάσο εξαιτίας σου».
«Εγώ, μωρέ, τους επηρέασα;», διαμαρτυρήθηκε αυτός.
«Εσύ όταν έπαιζες, δεν ήθελες ούτε οι μύγες να πετούν!», γέλασε πρόστυχα ο «Αλβανός».
«Εγώ εκείνο που ξέρω είναι ότι… έχετε κάνει κόμμα εναντίον μου!», τους πρόσβαλε ομαδικά. «Κι αυτό που σας ενώνει είναι οι τύψεις σας!». Οι άλλοι θίχτηκαν απ’ την κουβέντα του, αλλά δεν τον σιχτίρισαν, γιατί εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ο Μάρκος, που ήξερε να χειρίζεται κατάλληλα τις δύσκολες καταστάσεις. Ο καφετζής πήγε κι άφησε το δίσκο στο παραδιπλανό τραπέζι κι είπε με ύφος περιφρονητικό: «Το εστιατόριο είναι εδώ, κύριε αποτέτοιε…»
Ο Θανάσης κοκκίνισε ολόκληρος, αλλά σηκώθηκε και πήγε κι έκατσε μπροστά στο πιάτο του χωρίς αντίρρηση. Το κατασκεύασμα που θα έτρωγε είχε τα μαύρα του τα χάλια. Έπιασε το ψωμί κι ήταν ξερό, ενώ η μπίρα θύμιζε κατουρλιό. Έκοψε μια μπουκιά, μόλις τελείωνε το φαγητό του θα έφευγε αμέσως.
Ο Αντώνης μοίρασε «δύο τετράφυλλες παικτές» και το παιχνίδι άρχισε και πάλι. Ο Παναγιώτης έριξε τα ρέστα του απ’ το δεύτερο φύλλο κι οι άλλοι ακολούθησαν αδίστακτα. Ο Μάρκος τάχα μάζευε τ’ άδεια ποτήρια αλλά καθυστερούσε για να δει την εξέλιξη του κόλπου.
Ο Αντώνης άνοιξε τα δύο τελευταία φύλλα και την ίδια στιγμή όρμησαν μέσα στο δωμάτιο τρεις άντρες της Ασφάλειας. «Ακίνητοι εκεί που βρίσκεται ο καθένας!», φώναξαν και με μεγάλα βήματα πλησίασαν προς την παρέα.
[…]
Την ίδια στιγμή μπήκαν μέσα στην αίθουσα δύο αξιωματικοί της αστυνομίας. Ο ένας είχε στην επωμίδα του δυο άστρα κι ο άλλος πάνω απ’ το κοστούμι του φορούσε μία σκούρα καμπαρντίνα. Χωρίς να πουν κουβέντα εξέταζαν μια τις φάτσες και μια τα τραπουλόχαρτα και τα χρήματα, που ήταν σκόρπια στο πάτωμα.
Έπειτα ο υπομοίραρχος έσκυψε, σήκωσε την τσόχα, και την ξανάβαλε στο τραπέζι. «Βάλτε όλα τα αντικείμενα στη θέση τους!», είπε ξερά. Με μισή καρδιά οι παίχτες έσκυψαν και πέταξαν ό,τι μπορούσε ο καθένας πάνω στην τσόχα. «Βγάλτε κι ό,τι έχετε στις τσέπες σας κι αφήστε τα κι εκείνα πάνω στο τραπέζι», συμπλήρωσε ο ανώτερος.
«Με συγχωρείτε, κύριε αστυνόμε», προσπάθησε ο Αντώνης να τον καλοπιάσει. «Τα χρήματα που έχουμε στις τσέπες μας δε μετείχαν στο παιχνίδι… Εγώ…», χαμογέλασε αμήχανα, «αύριο το πρωί έχω να πληρώσω γραμμάτιο και κουβαλάω μαζί μου όλα τα λεφτά του μαγαζιού…».
«Μάρκο…», φώναξε ο αστυνομικός τον καφετζή. Εκείνος ήρθε μπροστά του με ύφος βρεγμένης γάτας. «Από τι ώρα παίζουν οι κύριοι;».
«Τώρα μόλις αρχίσαμε, κύριε διοικητά», πρόλαβε κι είπε ο Παναγιώτης.
Ο Μάρκος τα έχασε και δεν ήξερε τι να πει.
«Αν θέλεις να πέσεις στα μαλακά, πες την αλήθεια!», τον φοβέρισε ο δεύτερος, με τη στολή.
«Έπαιξαν όλες κι όλες… πέντε ώρες, κύριε διοικητά», είπε, και ο Θανάσης θαύμασε πόσο εύκολα ένα γαϊδούρι γίνεται από το ζόρι καναρίνι.
«Άρα, τα κερδισμένα χρήματα στο τέλος κάθε σεάνς έμπαιναν στις τσέπες σας!», στράφηκε ο αξιωματικός προς το μέρος της παρέας. «Και τα χαμένα έβγαιναν μέσα απ’ αυτές. Λοιπόν, κάνετε αυτό που σας είπα, αν θέλετε να σας αντιμετωπίσουμε με κάποια κατανόηση… Κι εσείς κύριε…», γύρισε προς το μέρος του Θανάση. «Μην κάνετε τον κουφό!».
Ο Θανάσης προς στιγμήν τα έχασε. «Με συγχωρείτε, κύριε μοίραρχε…», ξεκίνησε να λέει, αλλά ο αξιωματικός τον κοίταξε βλοσυρά και είπε: «Κάνε αυτό που σου λέω κι άσε τα παραπανίσια λόγια!».
«Μα εγώ δεν έπαιζα χαρτιά!», διαμαρτυρήθηκε ο Θανάσης και τότε οι δύο της Ασφάλειας τον άρπαξαν απ’ τους αγκώνες και μαλακά τον οδήγησαν μπρος στο τραπέζι.
«Εγώ ήρθα εδώ να φάω μια ομελέτα και να δω τους φίλους μου!», τσίριξε αυτός, τη στιγμή που ο ένας της Ασφάλειας του αναποδογύρισε τις τσέπες του σακακιού του κι άδειασε το περιεχόμενό τους πάνω στην τσόχα. «Τα εισιτήριά μου!», πήγε ο Θανάσης να τ’ αρπάξει και τότε ο ασφαλίτης του έδωσε μία σπρωξιά και τον έστειλε τρία μέτρα παραπέρα. «Σε μία ώρα θα έφευγα στην Αθήνα…», κλάφτηκε κι ο διοικητής του απάντησε: «Αύριο το πρωί, αν θέλεις, σε στέλνουμε τζάμπα στην Κομοτηνή!».
Τσιαμπούσης Βασίλης, Η γλυκιά Μπονόρα: διηγήματα, εκδ. Κέδρος, 2000, σ. 173-177, 179-184, 185-187