Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ι

Ο Λάζαρος περπατά στο δρόμο και δεν μπορεί να σηκώσει στους ώμους του το βάρος του πρώτου θανάτου. Το κορμί του ξαφνικά του γίνεται άχρηστο, κι ολόκληρος είναι ένα δέντρο από δάκρυα. Δεν περπατά. Τρεκλίζει. Τα ξένα πόδια του τον οδηγούν στο πάρκο που συνορεύει με τη θάλασσα. Περνά το πάρκο προσπαθώντας να στηρίξει το κορμί του σε αδύναμα κλαδιά νεαρών δέντρων. Φτάνει στη θάλασσα κ’ εκεί σκύβει κλαίγοντας επάνω της. Θέλει να πνίξει μέσα της τα δάκρυά του. Όμως τα βλέπει να επιπλέουν σαν τις λαδιές. Έτσι εγκαταλείπει τη μάταιη αυτή προσπάθεια και συνεχίζει το δρόμο του κοντά στην παραλία. «Μπροστά μας απλωνόταν η θάλασσα, ένα μαύρο πανί που φιλτράριζε το γάλα της ομίχλης. Φιλέρημα φώτα σε όλο το μάκρος της. Τέτοια η πόλη, μου έλεγες, καταχνιασμένη, μυστηριακή, δυσπρόσιτη, μ’ αρέσει. Έπειτα καθίσαμε σ’ ένα ερημικό καφενείο κι ακούσαμε ρεμπέτικα, δίπλα στο κύμα». Μα τώρα η θάλασσα είναι γκρίζα κι αναίσθητη. Δεν μπορεί να τον καταλάβει. Κι ο Λάζαρος έχει ανάγκη συμπόνιας. Γι’ αυτό και όταν βλέπει μια γνωστή του να περνά στο αντικρινό πεζοδρόμιο, τρέχει να τη χαιρετήσει με την κρυφή ελπίδα πως θα εισπράξει λίγο οίκτο. Ζητά τον οίκτο ο νέος ποιητής. Δεν τον ζητιανεύει. Κρατά μια δική του αξιοπρέπεια που σε λίγο υποχωρεί, και τότε μπαίνει στο κατάστημα ενός φίλου του για να του πει «τελειώσαν τα ψέματα, χωρίσαμε σήμερα, χωρίσαμε για πάντα». Όμως δεν του λέει τίποτα. Μόνο ότι έχει πάρει την απόφαση να φύγει απ’ την πόλη τους για λίγο καιρό, γι’ αυτό και πέρασε να τον αποχαιρετήσει. Όχι, δεν ξέρει από τώρα να του πει πότε ακριβώς θα γυρίσει. Δεν θέλει να σκέφτεται την επιστροφή στην πόλη αυτή, την άδεια και την έρημη, τη σκληρή με τις γωνιές της, την ύπουλη με τα σταυροδρόμια της, την προδοτική με τα πάρκα της, την ενοχλητική με τους ανθρώπους της, που ο καθένας ξεχωριστά είναι και λίγο υπεύθυνος για το θάνατό του. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί τώρα είναι ότι θα φύγει, γιατί δεν αντέχει άλλο μες τα ερείπιά του. Ζητά ν’ αλλάξει σκηνικό, ατμόσφαιρα, αέρα. Απόψε κιόλας, απόψε, ναι, θα πάρει το υπεραστικό λεωφορείο της γραμμής και θα πάει στην άλλη πόλη όπου γεννήθηκε, εκεί όπου μεγάλωσε μέσα στην πρώτη αθωότητά του, ενώ εδώ στο κάτω-κάτω έμεινε πάντα ένας πρόσφυγας, ένας αναφομοίωτος με τους γηγενείς που, πρόσφυγες κι αυτοί, είχαν φροντίσει από πιο νωρίς για το βόλεμά τους. Επιστρέφει στην κάμαρά του, κι ανίκανος να βρει γιατριά αλλού, πίνει, ζαλίζεται, γράφει, και με τα χαρτιά του νωπά ακόμη απ’ το αίμα που δεν πρόφτασε να ξεραθεί, παίρνει το μικρό βαλιτσάκι του με δυο αλλαξιές εσώρουχα, τις πυτζάμες του, παίρνει και λίγα χρήματα δανεικά απ’ το περίπτερο της γειτονιάς του και φεύγει. Στο δρόμο το ρευστό τοπίο του δίνει τη χαρά να συνειδητοποιεί το χαμό του, το χαμό της, μπορεί κ’ εντοπίζει καλύτερα το θάνατό του, το θάνατό της, στο σκηνικό των βουνών που αλλάζει συνεχώς, της μιας λίμνης που ακολουθεί την άλλη, του ενός μικρού χωριού που έρχεται μετά το άλλο, χάντρες κομπολογιού περασμένες στο κορδόνι της ασφάλτου που ολοένα μπουλντόζες τη στρώνουν κι ολοένα είναι χαλασμένη. Παραπόταμοι του θυμίζουν τ’ ανατιναγμένα γεφύρια στο αντάρτικο, δρόμους παρακαμπτήριους όπου οι βοδάμαξες σέρνονταν μες τη σκόνη, και στο Στρυμώνα τώρα είναι η καινούργια γέφυρα, δίπλα στην άλλη, την παλιά, που έμεινε για πάντα έτσι, με σίδερα στραμπουληγμένα και χυμένο μπετόν, σαν πετρωμένος καταρράχτης. Το «σάλι» που τους περνούσε με τη μανιβέλα απ’ τον ποταμό, τότε σύνορο της Βουλγάρικης και της Γερμανικής Κατοχής, είναι δεμένο τώρα στη μια όχθη του, σαν μικρό πλωτό εργοστάσιο για να μαζεύει το χρυσάφι απ’ την ιλύ. Κ’ ύστερα έρχεται η φθινοπωρινή θάλασσα που ακροφιλά την κροκαλένια παραλία. Το σκηνικό αλλάζει συνεχώς, δέντρα και πλαγιές μ’ ενδημικά τρυγόνια, αλλάζουν όλα, κι αυτός κολλημένος εκεί, σ’ εκείνη τη στιγμή που έφευγε μες τα σύνορα του πόνου της, στα σύνορα του κορμιού της, δεν ξέφευγε τίποτε από πάνω της, κανένας καπνός δεν έβγαινε απ’ την τσιμινιέρα, κανένας ατμός απ’ τους αρμούς της, κανένα σύννεφο δεν αυλάκωνε το πέρασμά της, περπατούσε ήρεμα, αποφασισμένα, έγκλειστη στον πόνο της, κι αυτό τον αρρώσταινε ακόμα πιο πολύ, «το μόνο που δε θα συνηθίσω ποτέ είναι η σκέψη ότι θάμαστε στην ίδια πόλη», κ’ έπειτα αυτή απομάκρυνση, η τελευταία σιωπή της, η άφθογγη παραδοχή, «ή όλα ή τίποτα μαζί σου», το γλίστρημά της μέσα από το πάρκο που τα φώτα του ήταν υγρά απ’ την ομίχλη και τα σπίτια μέσα στην καταχνιά έμοιαζαν με πρύμες καραβιών που έδεσαν για πάντα στο λιμάνι. Ο ελεγκτής ανεβαίνει, κ’ είναι ο κάμπος ξανά, αδιέξοδος σαν όλους τους κάμπους, σπαρμένος ευγενή καπνά και πικρό ρύζι. Σκυφτοί οι χωρικοί μες τα βαλτόνερα. Η κούρσα κάποιου μεγαλοκαπνά. Γυναίκες ετοιμόγεννες, ετοιμοθάνατες. Πόσες φορές, αλήθεια, πόσες; «Αυτό που κάνω λέγεται απάτη». Μουσθένη, Αυλή, Ποδοχώρι, Δωμάτια, Ροδολείβος, Ξεχασμένη, Δοξάτο. Η κότα κάτω απ’ τα πόδια του διαμαρτύρεται: ούτε ένα μνημείο για τους εκτελεσμένους. «Όταν πλένω τα χέρια μου πάντα σε θυμάμαι. Γιατί;» Τι κι αν τα δαχτυλίδια έπεσαν, αφού τα δάχτυλα μένουν ακόμα; «Κοντά σου μόνο την ευτυχία μπορώ να σκέφτομαι. Μαζί σου αλητεύω Ο άλλος δεν μ’ αφήνει ούτε να…» «Πότε θα παντρευτείτε;» «Μετά από τρία χρόνια». «Κι ως τότε;» «Θα γίνω από τώρα γυναίκα του μόνο και μόνο για να λυτρωθώ από σένα». «Θα το κατορθώσεις;» «Όσο να πεις, θάναι κάποια ανακούφιση». Μια γριά ξερνάει μες το νάιλον σακουλάκι που της προμήθευσε ο εισπράκτορας. Μα πόσα ξεζεμένα άροτρα; Πόσα υνιά χωρίς αλέτρι; «Φίλοι δεν μας εμποδίζει να μείνουμε κανείς». «Ή όλα ή τίποτα μαζί σου». Το λεωφορείο σταματά. Κατεβαίνει. Έχει στενούς συγγενείς στην πόλη αυτή, αλλά αυτός τραβά γραμμή για το σπίτι του φίλου του που είναι πάνω στο λόφο. Περνά έτσι μέσα απ’ τα μπλόκια των καπνομάγαζων. Βαριά η μυρωδιά της τόγκας βγαίνει απ’ τα καγκελόφραχτα παράθυρά τους. Κοιτάζοντας μέσα βλέπει γυναίκες στο παστάλι, στο ξεφύλλισμα, μαστιγοφόρους αρχιεργάτες και στιβαδόρους στο τρασφέρι ν’ ανεβοκατεβαίνουν τα εκατό σκαλιά, ολόκληρο τ’ οκτάωρο, φορτωμένοι τόγκες. Προχωρά μέσα από δρόμους άχαρους και στενούς, δεν έχει ούτε νερό στα σπίτια, και στα «λαθραία», μες τη ρεματιά, βλέπει γυναίκες που είναι χωρίς δουλειά, γιατί στα καπνομάγαζα θέλουν τις μικρούλες, εκείνες που γυαλίζουν στ’ αφεντικά. Κισμετλέν ολγάζ: όπου φτωχός κ’ η μοίρα του. Το παλιό τένις-κλαμπ είναι χορταριασμένο. Μια γίδα ανενόχλητη βόσκει στο χώρο του τερέν. Μα σε ποιο κλαμπ οι κυρίες του πινάκλ σκοτώνουν τώρα την πλήξη τους; Βίλλες, ήσυχα σπίτια, μέσα σε κήπους, δέντρα που απλώνονται σα δίχτυ στον ουρανό όπου λιθρίνια σύννεφα ξεψυχούν ματωμένα, μεγάλα σκυλιά, μικρά παιδιά μ’ εκείνη την προφορά από νταντά ελβετίδα, λακέδες, αυτοκίνητα, Ι.Χ., Ξ.Α., C.D., κ’ έπειτα οι γειτονιές, το Σούγιελο, τα Πεντακόσια, τα Χίλια, όπου η φυλή της ανθρώπινης φτώχειας κρέμεται απ’ τα προσφυγικά μπαλκόνια και τα γερμανικά παράθυρα. Μικρά παιδιά, όλο μύξες κ’ αίματα, μπερδεύονται στα πόδια του, καθώς τα πετραδάκια της άμμου. Χώνονται μέσα στα δάχτυλά του, τον πονούν. «Τσίριε, μια βοήθεια σας παρακαλώ, έχω παιδί παράλυτο στο νοσοκομείο». Στο σπίτι του φίλου του, πάνω απ’ τα βακούφικα του Μωχάμετ Άλυ, ζητά άσυλο για μερικές μέρες. Υπάρχει ευτυχώς ένα δωμάτιο ελεύθερο κ’ εκεί, μόλις εξασφαλίζονται οι δυο τους, χωρίς χρονοτριβή, ανοίγει το βαλιτσάκι του, βγάζει τα χαρτιά του, κι αρχίζει να του διαβάζει, χωρίς ωστόσο να τελειώσει, γιατί στο μεταξύ τον πνίγουν τα δάκρυα και τότε — όπως όταν αδειάζουν τα νερά από έναν κόλπο ή μια στέρνα και φανερώνεται ο βυθός με τα μυστήρια κι απόκρυφα ευρήματά του, που δεν είναι τα κατακάθια του, όπως όταν οι βάνες ανοίγουν και το αίμα γίνεται νερό που τρέχει ακατάπαυστα κι ορμούν χείμαρροι, αφρίζουν ξεπηδώντας, χαρούμενοι για την απελευθέρωσή τους απ’ το φράγμα μας, και γινόμαστε οι θεατές του βυθού μας, ξαφνιασμένοι μ’ αυτά που κρύβαμε, τρομαγμένοι με κάτι καβούρια τεράστια που χώνονται σε χαραμάδες, σκιαγμένοι απ’ το φως, έκπληκτοι με κάτι κλαδιά που βλάστησαν σε μικρά δέντρα, με κάτι χρυσόψαρα που παλεύουν στη λάσπη, κι ανακουφισμένοι που έφυγαν τα περισσεύματα, άδειοι, χωρίς κανένα κενό, σαν καβαλάρηδες πεσμένοι κατάχαμα, ενώ τ’ άλογά μας τρέχουν αχαλίνωτα στον πλατύ κάμπο και χάνονται στη θάλασσα και γίνεται η χαίτη τους αφρός του πελάγου — λέει στο φίλο του συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά, πράγματα που θα τον βοηθήσουν να καταλάβει την κατάστασή του, την απώλειά του, μ’ ένα λόγο την τελική ήττα του. Ο φίλος του , γνώστης παρόμοιων θανάτων κι αυτός, — είναι εκείνος που έγραψε το στίχο «όταν ο χωρισμός γίνεται ατέλειωτη αντάμωση κ’ η αντάμωση αναζήτηση παντοτινή» — τον ακούει προσεκτικά, με κατανόηση, αφήνοντάς τον ελεύθερο να ξεσπάσει, και μόνο στο τέλος του λέει κάτι για το μελόδραμα που υπάρχει σε κάθε μελλοθάνατο, και για το χρόνο που απαλύνει τις πληγές, δίχως βέβαια να τις επουλώνει. Κ’ ύστερα, ακολουθώντας τη συνταγή της ανάρρωσης, τον οδηγεί σ’ ένα δωμάτιο με μονωτικό σαν στούντιο ηχογράφησης, κ’ εκεί τον αφήνει μόνο του να ξημεροβραδιάζεται ακούγοντας αχόρταστα τόνους μουσικής από δίσκους. Κι ο Λάζαρος ανακαλύπτει έτσι χαρές που δεν τις γνώριζε, αγαπά κομμάτια κλασικά που ως τότε μόνο εκνευρισμό του έφερναν, και καταλαβαίνει ότι ο πρώτος θάνατός του δεν πήγε ολότελα χαμένος μια που τον βοήθησε να βρει μέσα του πηγές άγνωστες, να γνωρίσει κόσμους που δεν θα τους άγγιζε αλλιώς ποτέ. Και ηρεμεί, γαληνεύει. Ετοιμάζεται να γυρίσει στην πόλη του αλλαγμένος. Μα τώρα είναι κάτι άλλο που τον βασανίζει: αν την δει στο δρόμο καμιά φορά, τυχαία βέβαια, τι θα κάνει; Θα την χαιρετήσει ή θα προσποιηθεί τον αδιάφορο; Κι αν της μιλήσει, τι να της πει; «Για τα τραγούδια κάποιας πληθωρικής εποχής;» Καλύτερα να κάνει πως δεν την είδε καθόλου. Μα τότε δεν θάναι σα να επαληθεύει τα λόγια της, «θα συναντιόμαστε στο δρόμο σα δυο ξένοι»; Και τέτοια χαρά, ότι μάντεψε από πριν ό,τι θ’ ακολουθούσε, δεν θέλει να της δώσει. Τότε; Μες το υπεραστικό λεωφορείο της επιστροφής αγωνίζεται ν’ αποφασίσει ποια θάναι η στάση του απέναντί της από δω και πέρα. Κ’ η φιλία, το ξέρει, είναι πάντα ένα ημίμετρο. «Καλύτερα ν’ αφήσω τα πράγματα να έρθουν μοναχά τους», σκέφτεται. «Όπως έρθουν θα είναι καλά, γιατί θα πει πως δεν γινόταν αλλιώς. Κι όμως πόσο πιο εύκολα θάταν και για τους δυο μας, αν έλειπε μόνο εκείνη η μερική ευτυχία που γευτήκαμε και που μας εμποδίζει τώρα να πάρουμε μια τελική απόφαση!» Τελική! Θυμάται με τι γλύκα πρόφερε άλλοτε αυτή η λέξη! Μπορούσε να της πει «να φάμε μια τελική πάστα, να πάμε σ’ ένα τελικό σινεμά». Μα να που ακόμα δεν έφτασε στην πόλη του κι απ’ τα προπύλαιά της τον υποδέχονται όλα τα προβλήματά του. «Στο τέλος δεν ξέρω. Τι θα κάνω; Τι να κάνω; Ποιος θα μου το πει;» Η δεκαήμερη παραμονή κοντά στο φίλο του της άλλης πόλης του φαίνεται κιόλας τόσο μακρινή, σα να μη μεσολάβησε τίποτα ανάμεσα στον πηγαιμό και στο γυρισμό του, σα να μην άκουσε όλη εκείνη τη μουσική, μπάλσαμο και στήριγμα στην ευάλωτη καρδιά του. «Πρέπει νάμαι εγώ ο δυνατός, λέει μέσα του. Εκείνος που ορίζει. Ο Ρυθμιστής. Ο Παντοκράτωρ». Σε λίγο μπαίνει στην πόλη του σαν μέσα σ’ ένα καμίνι όπου πρόκειται κι αυτός να ψηθεί, να βάψει με το αίμα του τις γωνιές της, να κάνει με την πτώση του την άσφαλτο να δακρύσει. Πώς θάναι αύριο ο ποιητής της, αν δεν την χρωματίσει τώρα με το αίμα του που μοσκοβολά ακόμα αγιόκλημα και βασιλικό;

Βασιλικός Βασίλης, Οι φωτογραφίες, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1964, σ. 11-16.