Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

3.

Κατέβηκε από το λεωφορείο. Παρέλαβε το σάκο του. Αναζήτησε το ουρητήριο του πρακτορείου. Βγαίνοντας άκουσε: «Κύριε καθηγητά…» Γύρισε το κεφάλι, είδε το πρόσωπο ενός πρόωρα γερασμένου άντρα με λειψά δόντια, κουρεμένα μαλλιά. «Με θυμάστε;» τον ρωτάει. «Και πώς μπορώ να σε ξεχάσω, ρε Πανούλη», του λέει. Ήταν συμμαθητές στο δημοτικό. «Πέρασαν χρόνια». Γέλασε. «Πώς πάνε οι καρδερίνες», του λέει, «έχεις ακόμη δίχτυα και φίντες;» Ο άλλος διόρθωσε τις τιράντες του. «Δε βλέπεις, κύριε καθηγητά, μας κατέστρεψαν, κάψανε τα πεύκα, δεν υπάρχει πούπουλο». «Το διάβασα στις εφημερίδες», είπε. «Τι γίνεται εδώ, τη βγάζεις στο πρακτορείο;» «Ναι, εδώ, έχω χρόνια, κρατάω το ουρητήριο και την αποθήκη». «Καλύτερα εδώ παρά σε άλλα αφοδευτήρια», είπε. «Θυμάσαι τον Κολινδρό, που καθαρίζαμε μουλάρια», είπε ο Πανούλης, «και τότε καθάριζα αφοδευτήρια». Κούνησε το κεφάλι του. Σήκωσε το σάκο του. «Φεύγετε;» «Όχι, μόλις ήρθα».

4.

Περπατάει σε μια πόλη που τώρα πια δεν υπάρχει. Δεν ξέρει ακόμη πού υπάρχει και για πόσο ακόμη θα υπάρχει. Μια πόλη που τρίζει τα δόντια της. Μια πόλη που υπόσχεται τον έρωτα και την επανάσταση. Αυτοί οι δρόμοι μοιάζουν, κάτι του θυμίζουν, αλλά δεν είναι εκείνοι. Με μιαν άλλη πόλη επικάλυψαν την παλιά του πατρίδα. Άνθρωποι με διαφορετικά φερσίματα, με άλλη γλώσσα και τρόπους την κατοικούν. Δεν είναι πια οδόφραγμα, που η νύχτα το βρίσκει να μάχεται. Απ’ το λιμάνι της δεν ξεκινάνε μηνύματα για όλο τον κόσμο. Το κόκκινο επίθετο χάθηκε στον σκοτεινό ορίζοντα. Περπατάει σε δρόμους που πλήθη τούς πέρασαν οργισμένα. Καπναποθήκες που μέσα στους σκοτεινούς όγκους γενιές δούλεψαν και χρόνια πάλεψαν για το μέλλον τους. Δεκαετίες κλόνιζαν οι εργατικοί αγώνες την πόλη. Σκληρή τρομοκρατία. Έτσι, μετά τον Εμφύλιο, αρχίζει προσπάθεια αλλοίωσης των κατοίκων. Έτσι το ’53, διαλύουν το καπνεργατικό επάγγελμα, η κρίση κορυφώνεται το ’58-’60, γενικεύεται η επεξεργασία των καπνών με μηχανές. Η πόλη αιμορραγεί. Διασχίζει τα χρόνια: αυτοί που δούλευαν πεινούσαν, αυτοί που ήταν άνεργοι λιμοκτονούσαν.

1896: Η πρώτη απεργία. Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι καπνεργάτες ενωμένοι, με ταξική συνείδηση, άφησαν τις αποθήκες και βγήκαν στους δρόμους, ήταν πρωτοφανές, ζητούσαν αυξήσεις, από κάπου πέσαν πυροβολισμοί, κάποιος σκοτώθηκε, ο στρατός διέλυσε τους εργάτες, αλλά, για να ησυχάσουν τα πνεύματα, τα αφεντικά δώσαν μια μικρή αύξηση.

Αυτή η πρώτη απεργία.

1908: Γεννιέται το πρώτο καπνεργατικό σωματείο. Μέλη 4.500 Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, οι Αρχές αναγκάζονται να το αναγνωρίσουν. Με απεργία καθιερώνεται το σωματείο. Μειώνονται οι ώρες εργασίας σε εννιάμισι. Ο αγώνας για ψωμί δεν άφηνε περιθώρια για φυλετικές σοβινιστικές ανοησίες.

1924: Μετά τον πόλεμο, μετά την καταστροφή της Ασίας, καλή χρονιά για τα αφεντικά, τα φτηνά εργατικά και αγροτικά χέρια δημιουργούν μεγάλες προοπτικές κερδών, αλλά η απόφαση των εμπόρων να εξαγάγουν τα καπνά χωρίς επεξεργασία στο εξωτερικό, για να χτυπήσουν τους εργάτες, δημιουργεί μεγάλη αναταραχή, άντρες, γυναίκες, παιδιά κατεβαίνουν στην παραλία, να εμποδίσουν τη φόρτωση στα πλοία, καταφθάνει η χωροφυλακή κι αρχίζει άγρια συμπλοκή με πέτρες, ξύλα, χέρια και δόντια, τέλος, δύο νεκροί και δεκάδες τραυματίες, μες στον αγώνα ντόπιοι και πρόσφυγες ενώθηκαν για πάντα, τα καπνά έμειναν στην πόλη.

1927: Έμποροι σπάζουν τη συμφωνία, που είχε γίνει μετά από αγώνες, ώστε η αμοιβή των εργατών να είναι τα 7/25 της αγγλικής λίρας, δεν πληρώνουν, απολύουν, οι εργάτες εφαρμόζουν μείωση της απόδοσής τους, οι έμποροι λοκ-άουτ, ανοιγοκλείνουν κατά βούληση τις αποθήκες με ξένους εργάτες, οι καπνεργάτες πολιορκούν τις καπναποθήκες, επεμβαίνει η χωροφυλακή και ο στρατός, άγριες συγκρούσεις.

1928: Πρόγραμμα να χτυπηθεί η ενότητα των εργατών, προσπαθούν να διαλύσουν το σωματείο, δημιουργούν αντισωματείο, να πέσουν οι αμοιβές, να βρεθούν φτηνά εργατικά χέρια, ανοίγουν σταδιακά τα μαγαζιά, δουλεύουν μικρές ποσότητες, δημιουργούν τεχνητή ανεργία, η ενότητα στο σωματείο είναι αρραγής, αρχίζουν οι απεργίες, οι απειλές δε βρίσκουν έδαφος, εργάτες πολιορκούν τα μαγαζιά, στρατοκρατούν την πόλη, δεκάδες οι τραυματίες, η χωροφυλακή με έφιππους χτυπάει με γυμνά σπαθιά τα πλήθη, τρομοκρατία και εξαθλίωση των εργατών, μετά από τριάντα ημέρες αγώνα σταματάνε, γυρίζουν στις δουλειές τους, τους ξεδιαλέγουν και ελάχιστοι βρίσκουν δουλειά, τους περιμένουν ατιμωτικές συνθήκες εργασίας κι εκμετάλλευσης.

1932: Ημέρες της μεγάλης κρίσης, ελάχιστοι δουλεύουν, θερίζει η πείνα, η φυματίωση, η αθλιότητα. Μια μικρή συγκέντρωση έξω από την αποθήκη του «Σουηδικού Μονοπωλίου» για ενημέρωση των εργατών, ξαφνικά, με την επέμβαση της χωροφυλακής, μετατρέπεται σε μακελειό, ρίχνουν στο ψαχνό, δυο χτυπήθηκαν από σφαίρες, ο Ψαρόπουλος ξεψύχησε επιτόπου, την άλλη μέρα τον έθαψαν σκεπασμένο με τα την κόκκινη σημαία και το σφυροδρέπανο.

1933: Η κρίση συνεχίζεται, οι έμποροι επιζητούν να μειώσουν κι άλλο το κόστος των καπνών, καταργούν την κλασική επεξεργασία κι εφαρμόζουν την τόγκα, που σημαίνει μεγάλη παραγωγή και τον αποκλεισμό των αντρών από τη δουλειά, αρχίζουν άγριες συμπλοκές, οι εργάτες κλείνονται μέσα στα μαγαζιά με μαύρες σημαίες, τα γυναικόπαιδα κυκλώνουν τις αποθήκες, στρατός και χωροφυλακή χτυπάνε ασταμάτητα, η πόλη γεμίζει φωνές και βόγκους, απέραντο πεδίο μάχης, εκατοντάδες τραυματίες, συλλήψεις, εκτοπίσεις, μετά από έξι ημέρες φτάνουν στο συμβιβασμό.

Και ο αγώνας συνεχίζεται, 1934, 1935, 1936.

1946: Η πρώτη μεγάλη διαδήλωση και απεργία μετά τον πόλεμο, η χωροφυλακή και οι παρακρατικοί χτυπάνε, μπροστά στην Εμπορική Τράπεζα σκοτώνεται ο εργάτης Καραγιώργος και λίγο πιο πέρα στον Αϊ-Νικόλα σκοτώνεται ένα παιδί.

Κι έγιναν κι άλλοι αγώνες μέσα στον Εμφύλιο κι ύστερα, το 1953, και μέχρι το 1960, γιατί τίποτε δε χαρίστηκε κι ούτε χαρίζεται. Διασχίζει τα χρόνια και τους δρόμους μιας πόλης που βάφτηκε στο αίμα. Μιας πόλης που δεν υπάρχει πια πουθενά. Μιας πόλης τώρα παραδομένης στις ηδονικές απονεκρώσεις, καυλωμένης από το ρυθμό της πολιτικής οικονομίας.

[…]

6.

Το κλειδί δάγκωσε την κλειδαριά. Ένας ήχος, βαθύς αναστεναγμός, γύρισε το κλειδί στη γλώσσα της πόρτας. Μπήκε κι έκλεισε. Το φως από τις λάμπες του δρόμου έφτανε μέσα από σφαλισμένα παράθυρα. Άφησε το σάκο. Στον πίνακα πήγε του ηλεκτρικού, σήκωσε τον γενικό διακόπτη, γύρισε το διακόπτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα του δωματίου. Ένα φως ξεψυχισμένο απλώθηκε πάνω στους σκονισμένους τοίχους. Τα λιγοστά πράγματα ήταν σκεπασμένα με παλιές κουρελούδες από την εποχή θανάτου του αδερφού του. Πέρασε στην κουζίνα, άνοιξε τη βρύση. Βήχας τράνταξε την μπρούντζινη κάνουλα κι ένα καφέ πεθαμένο νερό ξεχύθηκε. Την άφησε να τρέχει. Ο δικηγόρος είχε σεβαστεί τις επιθυμίες του. Πήγε στο τραπέζι του δωματίου. Τράβηξε κι έστρωσε ανάποδα το τραπεζομάντιλο, έβγαλε το κάλυμμα από τα την καρέκλα. Κάθισε. Απέναντι στον τοίχο, πάνω από το τραπέζι, σε μια εταζέρα, κούρνιαζε ένα μικρό αρχαίο ραδιόφωνο Φίλιπς. Γύρισε το διακόπτη, βραχνά παράσιτα μεσαίων κυμάτων ξεχύθηκαν, προχώρησε τη βελόνα, μια απροσδιόριστη μουσική βγήκε μέσ’ απ’ τη σκόνη. Στον άλλο τοίχο, ο μεγάλος καθρέφτης με την πομπώδη χρυσοβαμμένη κορνίζα.

Πήγε στο δωμάτιο του αδερφού του. Ένα καβαλέτο, μια καρέκλα, ένα μικρό ξύλινο μπαούλο. Άνοιξε το μπαούλο. Ο δικηγόρος τού είχε πει, εκεί μέσα είχε βάλει ένα ντοσιέ με σχέδια. Βρήκε τη ρόμπα του αδερφού του κοκαλωμένη από ξεραμένα χρώματα. Από κάτω το ντοσιέ. Τίποτε άλλο.

Γύρισε στο τραπέζι. Έλυσε τα κορδόνια κι από μέσα ξεχύθηκαν τα χαρτιά με τα σχέδια. Τ’ άπλωσε στο τραπέζι. Ήταν όλα σχέδια που είχαν σαν θέμα τους την ίδια γυμνή γυναίκα. Μια γυναίκα με φθαρμένο, βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα. Μόνο σ’ ένα σχέδιο είχε επιμείνει στο πρόσωπο, ένα πρόσωπο γεμάτο αγωνία και θυμό. Ο ζωγράφος ήθελε να αποτυπώσει τη φθορά αλλά μαζί και κάτι άλλο, που δεν ήξερες αν ήταν η άποψη του ζωγράφου ή βιολογική αντίδραση του μοντέλου, τη μη παραδοχή της εγκατάλειψης, τη μη παραδοχή της απώλειας, του συμβιβασμού με κάτι αναπόφευκτο.

Τα σχέδια πρέπει να ήταν από την Ελισάβετ, μια γυναίκα που είχε γνωρίσει και περιμαζέψει ο αδερφός του, την βρήκε παγωμένη μια μέρα στα σκουπίδια και την εγκατέστησε εδώ, ήταν αλλόκοτη και πέθανε πριν από τον αδερφό του στο νοσοκομείο αντικρίζοντας τη θάλασσα. Του είχε γράψει τότε ο ζωγράφος: «Ήμουν πάντα ένα ανυπόφορο και ύποπτο πρόσωπο, ένας που δεν του έχουν εμπιστοσύνη, γιατί καθώς ήμουν απορροφημένος από τη δουλειά μου και τις σκέψεις μου, ξεπερνούσα αδιάφορα τις κοινωνικές συμβάσεις, αυτά που θέλω κι αυτά που έχω στο μυαλό μου είναι τρομαχτικά, γιατί η τέχνη είναι η διάρρηξη της ψυχής, είχε την απόλυτη ανάγκη μου αυτή η γυναίκα και μόνο αυτό δικαιολογούσε τη συμπαντική μου παρουσία, μόνο έτσι η ζωγραφική μου είχε νόημα ύπαρξης».

Περιμάζεψε τα σχέδια.

Πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. Εδώ ήταν το μεγάλο παλιό μπαούλο με τις μεταλλικές γωνίες, κουβαλώντας μέσα σ’ αυτό ό,τι τους είχε απομείνει, μετά την καταστροφή της Μικρασίας, έφτασαν εδώ οι γονείς του, στη νέα τους πατρίδα, με την ψυχή στο στόμα. Μέσα βρήκε πεταμένα διάφορα πράγματα, κυρίως όμως ρούχα της μητέρας και του πατέρα. Τ’ ανακάτεψε, μια μυρουδιά μούχλας τον πήρε, στον πάτο βρήκε μια μεγάλη φωτογραφία της οικογένειας. Λίγο πριν από τον πόλεμο. Από τα δεκαεφτά πρόσωπα της φωτογραφίας τώρα ζούσαν μόνο αυτός και τα δυο του ξαδέρφια. Άφησε τη φωτογραφία. Από μια τσάντα της μητέρας, γεμάτη χαρτάκια και μαντιλάκια, έβγαλε μια κάρτα, στη μια όψη ήταν ένα άγνωστο γι’ αυτόν κτίριο με φοίνικες, στην άλλη όψη έγραφε η μητέρα προς τον πατέρα από το νοσοκομείο: «…να προσέχεις τα παιδιά, τα μάτια σου και τα παιδιά». Από μια τσέπη του σακακιού τού πατέρα έβγαλε ένα χαρτάκι, έγραφε: «…8x12=98+23=132». Μια ζωή λάθη στους υπολογισμούς και στις εκτιμήσεις.

Γύρισε με τη φωτογραφία στο τραπέζι.

Στον άλλο τοίχο είχε απομείνει έκθετος ο μεγάλος καθρέφτης με τα την πομπώδη χρυσοβαμμένη κάποτε κορνίζα. Στάθηκε εκεί μπροστά και κοίταξε το είδωλό του μέσα στα θαμπά ξεφλουδισμένα φύλλα του αργύρου. Προχωρούσε αντίστροφα μέσα στο χρόνο και το νέο τοπίο φωτιζόταν τώρα από έναν άλλο καιρό. Ήταν 10 του Φλεβάρη και γιόρταζε ο πατέρας του, όλο το σόι μαζεμένο σ’ αυτό το δωμάτιο, πάνω από είκοσι άτομα, αδέρφια, ξαδέρφια από τον πατέρα και την μάνα του, πώς τους έπαιρνε ο χώρος, κουβέντιαζαν ζωηρά, πίναν ούζο, τρώγαν παστρουρμά και λουκάνικα που είχε φτιάξει ο πατέρας, με τα χέρια του, για να τους θυμίσει την πατρίδα, ήταν σόι ανάκατο από μικροαστούς εμπόρους και καπνεργάτες, μόνο ο ξάδερφος της μητέρας ήταν γιατρός, και ενώ το κέφι είχε φουντώσει κι η ζέστη από τη σόμπα ανέβαινε, καθώς έξω χιόνιζε, βλέπει τον πατέρα, λίγο πιωμένο, να γυρίζει απότομα στον μεγάλο του αδερφό και να του φωνάζει: «Τι έγινε ο Παύλος;», έπεσε βουβαμάρα, ο θείος του κοιτούσε με τέλειο ξάφνιασμα, «Εσύ τον σκότωσες», είπε ο πατέρας, «τον άφησες να πάει εξορία το 1943, όταν οι Τούρκοι σας βάλανε φόρους, για να γλιτώσεις την περιουσία σας, κι όταν γύρισε ερείπιο το 1948, εσύ είχες ξεπουλήσει τα πάντα, διέλυσες την εταιρεία, του είπες πως πτώχευσες, δεν του έδωσες τίποτε, κι έβγαλες τα χρήματά σου έξω, ήταν, έλεγες, από δικές σου συναλλαγές, τον άφησες να πεθάνει, να σκάσει από στεναχώρια χωρίς να σου πει κουβέντα, γιατί ήταν φιλότιμος και περήφανος, μου τα είπε όλα η γυναίκα του το καλοκαίρι που πήγα στην Κωνσταντινούπολη, δε γύρισες να δεις την οικογένειά του, τα κορίτσια του Παύλου έγιναν δούλες, τον εκδικήθηκες επειδή δε σ’ άκουσε και παντρεύτηκε μια φτωχιά Αρμένισσα, ενώ εσύ του είχες έτοιμη μια πλούσια δικιά μας, τον σκότωσες, του είπες ψέματα, είπες και σ’ εμάς ψέματα, για κάτι ψωροχιλιάδες». Ο πατέρας άρχισε να κλαίει με αναφιλητά, ο θείος σηκώθηκε, «Αυτά είναι συκοφαντίες», είπε, «εκείνη η Αρμένισσα τον κατέστρεψε, εγώ έκανα ό,τι μπορούσα», άρπαξε το παλτό του και βγήκε έξω.

Σε λίγο είχαν φύγει όλοι.

«Μέρα που βρήκες να ξεσπάσεις», είπε η μητέρα. Ο πατέρας βγήκε στο μπαλκόνι, χιόνιζε, έκλαιγε. «Έλα μέσα, θα πουντιάσεις», είπε η μητέρα, αλλά εκείνος έμενε εκεί έξω και γέμιζαν τα μαλλιά κι η πλάτη του χιόνι.

Άναψε τσιγάρο, περπατώντας έκανε ένα μικρό κύκλο στο δωμάτιο. Γύρισε πάλι μπροστά στον καθρέφτη.

Μέσα στον σκοτεινό χρόνο ο Αντώνης, ξάδερφος της μητέρας, 1948, άρρωστος, να τον κρύβουν, καπνεργάτης, στέλεχος του Κόμματος στην παρανομία, να αιμορραγεί τώρα από την παλιά φυματίωση, να τρέμουν τα φυλλοκάρδια τους, ούτε η μητέρα του ήξερε πού βρίσκεται ο Αντώνης, ήταν κρυμμένος σε μια μεγάλη άδεια στέρνα στο πίσω μέρος του πλυσταριού, ψηλός, γεροδεμένος κάποτε, γεμάτος ζωή, ακόμη και τώρα γεμάτος αισιοδοξία, είχε ωραία φωνή, όταν ήταν κορίτσι η μάνα, την συνόδευε σε χορούς και γλέντια, γι’ αυτό είχαν με την μητέρα σχέσεις στενές, γι’ αυτό είχε το θάρρος να ζητήσει να τον κρύψουν τώρα που ήταν στα τελευταία του κι αιμορραγούσε, δεν κράτησε πολύ, την άνοιξη πέθανε, δεν ήξεραν τι να κάνουν, τέλος, φώναξαν τον πατέρα του Αντώνη, αφού τον πότισαν ρακί, του είπαν όλη την ιστορία, έκλαιγε για ώρα, τέλος, αποφάσισαν, για να αποφύγουν μπλεξίματα, τον έθαψαν κρυφά στη γωνιά του κήπου, κουβάλησαν και πέτρες, τάχα θα ψήλωναν τον τοίχο, τις στοίβιασαν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, ένας μικρός τύμβος στη γωνιά του κήπου, η μητέρα του Αντώνη δεν έμαθε ποτέ τίποτε, όλοι τον είχαν για αγνοούμενο, όταν όλα πέρασαν, δεν είχε μείνει πια κανένας από τη μεριά του χαμένου, κι όταν κάποτε ο πατέρας είπε να τον βγάλουν, η μητέρα αντέδρασε, «Τώρα δεν έχει κανένα νόημα», είπε, «καλύτερα εκεί που είναι, κοντά μας».

Κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, τώρα που θα γκρέμιζαν το σπίτι, τι θα έπρεπε να κάνει με τον Αντώνη, τίποτε δεν μπορούσε να κάνει, κι ύστερα πάντα κάποιοι μπαίνουν στα θεμέλια δρόμων και γεφυριών.

Γύρισε προς το τραπέζι, στο ραδιόφωνο μια φωνή πνιγμένη στα παράσιτα διάβαζε κάποιο δελτίο ειδήσεων, συγκράτησε μόνο πως ο καιρός θα ήταν αίθριος.

Έπρεπε όμως τώρα να κατεβεί στο υπόγειο. Κάτι που χρόνια γύριζε στο μυαλό του και το ανέβαλλε, έπρεπε να γίνει. Ο χρόνος είχε πια εξαντληθεί. Άνοιξε το ντοσιέ κι έβαλε μέσα τη φωτογραφία και τα σχέδια. Έβγαλε από το σάκο του ένα φακό. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο. Βόγκηξαν τα σανίδια, η σκόνη του βούλωσε τα ρουθούνια. Κατέβηκε κάτω στο πλυσταριό. Αράχνες του έφραζαν το δρόμο. Γύρισε πίσω, βρήκε μια εφημερίδα, κατέβηκε πάλι κάτω, άναψε την εφημερίδα, έτσι άνοιξε δρόμο μέσα από τα πέπλα των εντόμων, έφτασε εκεί που στοίβιαζαν τα ξύλα. Έψαξε στην απέναντι γωνία. Με το πόδι καθάρισε το δάπεδο που ήταν από χώμα και υπολείμματα από τα παλιά ξύλα που τώρα η υγρασία τα είχε λιώσει. Βρήκε την πέτρα που ήταν το σημάδι, μ’ ένα ξύλο την ξεκόλλησε από τη βάση της, την παραμέρισε, το χώμα υγρό και μαλακό, έσκαψε με το ξύλο, βρήκε το τενεκεδένιο κουτάκι, καθώς το τραβούσε έξω διαβρωμένο από την υγρασία διαλύθηκε. Βρήκε το δεματάκι με το κηρόχαρτο μέσα στο κουτί. Γύρισε και βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Του είχε κοπεί η αναπνοή, σαν να είχε κάνει μακροβούτι σε βρόμικα νερά. Κάθισε κι ακούμπησε στο τραπέζι, να πάρει μιαν ανάσα. Σκέφτηκε πάλι τον Νίκο, στο δωμάτιο πάνω από το φούρνο, όταν εκείνη την ημέρα, λίγο πριν από το θάνατό του, του παρέδωσε το γράμμα του για να το δώσει, όταν αποκατασταθεί, όπως είπε, η κομματική νομιμότητα, στον γραμματέα της πόλης. Ο σπάγκος έσπασε, ξεδιπλώνοντας το δέμα, το κηρόχαρτο διαλυόταν, μέσα στις δίπλες βρήκε ένα άλλο χαρτί, που κάποτε πρέπει να ήταν γραμμένο με μελανί μολύβι, αλλά τώρα ήταν ένας πολτός μούχλας.

Ποια δικαίωση άραγε περίμενε ο Νίκος; Διαγραμμένος από το 1946, μέχρι που πέθανε εκείνη την άνοιξη του 1951, δεν το επικαλέστηκε ποτέ στις διώξεις που του επιβάλλανε. Δεν παραδέχτηκε ποτέ τη διαγραφή. Κι αν τώρα θα μπορούσε να υπάρξει αποκατάσταση, μετά από σαράντα χρόνια, ποιον θα ενδιέφερε; Ποιος τον θυμόταν; Ποιοι να τον υπερασπιστούν κι από ποιον; Τώρα που όλα αλλάζουν και προβάλλει, στο βάθος του ουρανού, γυμνή μια πελώρια κι άδικη τραγωδία.

Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, βγήκε στην ταράτσα. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι ερχόταν από τη θάλασσα. Στη γωνιά του κήπου ήταν ακόμη ο σωρός από τις πέτρες πνιγμένες στις βατομουριές. Η νύχτα έλαμπε, διάστικτος ο ουρανός κυλούσε γαλαξίες, θάλασσα σελήνης κράμα, σγουρή ανάσα αύρας, δροσίζει το φως του σκοταδιού, φωνές, συνομιλίες δήλωναν χειρονομίες, ένα πλοίο στο δρόμο του φεγγαριού, τα πρόσωπα του δράματος φύγανε, δεν είναι πια στον κόσμο τούτο, ποιος ουρανός ποια θάλασσα ποια γη, σελήνη του Ιούλη στον κήπο δέντρα, έτσι κι αλλιώς γνώση απόγνωση ίδια κόψη, έδωσαν στο σπέρμα του έναν κώδικα, επαληθεύει ο κώδικας τον εαυτό του, απάντηση δε δίνει, καμιά απάντηση, εξάλλου όλα θα χαθούν κι όλα θα μεταλλάξουν, κιμωλία του φεγγαριού, φως της σελήνης άσπρο.

7.

Μπήκε στο λεωφορείο. Ήταν σχεδόν άδειο. Η ζέστη ανυπόφορη. Κάθισε στα τελευταία καθίσματα, έτσι για να έχει περισσότερο αέρα από τα’ ανοιχτά παράθυρα.

Καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε στους στενούς δρόμους για την έξοδο της πόλης, αφίσες που πουλούσαν προϊόντα αδιάφορα και παρότρυναν σε πλασματικές ανάγκες, κολακεύοντας αισθήματα υπεροχής και διάκρισης, ψάρευαν στα θολά, έτσι κι αλλιώς, νερά του συνειδητού κι ασυνείδητου. Σε μιαν άλλη κοινωνία η διαφήμιση έπρεπε να καταδικαστεί ως η πλέον αντικοινωνική πράξη.

Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού, κλείδωσε για τελευταία φορά, έχωσε το κλειδί στη ρίζα της ροδοδάφνης, όπως έκανε πάντα για να το βρίσκουν τα άλλα μέλη της οικογένειας, ο ήλιος μόλις είχε φανεί, κατέβηκε στη θάλασσα, κάθισε στο καφενεδάκι, πήρε καφέ κι άκουσε το δελτίο ειδήσεων, κάπου συγκράτησε πως ο καιρός θα ήταν αίθριος, μετά από λίγο τράβηξε για το σταθμό λεωφορείων, έξω από την είσοδο του σταθμού είδε τον Σίμο τον βουβό να μαζεύει φραγκοδίφραγκα από τους ταξιδιώτες, εκείνος δεν τον γνώρισε, διασχίζοντας το πεζοδρόμιο για να μπει στο λεωφορείο, έβαλε στο χέρι του Σίμου ένα χαρτονόμισμα, ξαφνιάστηκε, αλλά στο βλέμμα του δεν υπήρχε η αναγνώριση.

Έφευγε κουβαλώντας ένα βιβλιάριο τραπέζης με κάτι εκατομμύρια, το φάκελο με τα σχέδια του αδερφού του και μια οικογενειακή φωτογραφία. Έχοντας στο μυαλό του αυτή την αποχώρηση είχε καθυστερήσει την επιστροφή. Ήταν άδικο, γιατί αυτοί που είχαν χτίσει το σπίτι, απέβλεπαν σε μια ζωή με δικαιοσύνη, ούτε στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό τους ότι η ενέργεια αυτή κάποτε θα μεταφραζόταν σε χρήμα. Σκέφτηκε τις δύσκολες μέρες που είχαν περάσει, τον αδερφό του που έζησε τις μέρες του σε έσχατη ένδεια. Τώρα ήταν σαν να τα καρπώθηκε όλα αυτός, όλα για τον εαυτό του, όλη τη στέρηση των άλλων. Καθόλου δεν τον αλάφρωνε η σκέψη πως τα χρήματα θα πήγαιναν στα παιδιά του, που, φυσικό ήταν, ζητούσαν όλο και νέα προϊόντα για κατανάλωση, αφού όλα γρήγορα χάναν τον προορισμό τους και καταλήγαν στα σκουπίδια. Ζούσαν τη δική τους ζωή με τα δικά τους σφάλματα και τις δικές τους δημιουργίες.

Το λεωφορείο έτρεχε διασχίζοντας καινούργιους δρόμους, νέους οικισμούς, ο ήλιος φώτιζε ξανθιές αμμουδιές, γαλάζιες θάλασσες, πράσινους βυθούς. Πόσες φορές δεν είχε επιθυμήσει να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια παρόμοια ακρογιαλιά.

Θέλησε να έρθουν διαφορετικά τα πράγματα για τη γενιά του, αλλά το τι ήθελε αυτός, μαζί με άλλους, δεν είχε τώρα κανένα νόημα. Η ιστορία πήρε δικούς της δρόμους. Η ζωή συνθέτει καινούργιες μορφές. Ό,τι πέρασε παραμένει μια εν δυνάμει παρακαταθήκη γι’ αυτούς που θα ακολουθήσουν.

Ό,τι πέρασε, σκέφτηκε, πέρασε σωστά, διαφορετικά οι απώλειες θα ήταν αβάσταχτες.

Πρόδρομος Μάρκογλου, «Επιστροφή», Σταθερή Απώλεια: διηγήματα, εκδ. Νεφέλη 2001, σ. 171-175, 179-188.