Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Και κείνη την περίοδο δούλευα στα σπίτια που χτίζονταν για τους πρόσφυγες της Ανατολής. Πρέπει να ήταν λίγο έπειτ’ απ’ τον ερχομό μας στην Ελλάδα. Δουλειές δεν είχε, σκολειό δε μπορούσα να πάγω κι ο δρόμος που μ’ έμεινε να πάρω ήταν κατά τα έξω της πολιτείας. Εκεί χτίζονταν τα σπίτια.

Ανατολικά τα σπίτια είχαν τελειώσει και πολλές οικογένειες, απ’ αυτές που πρώτες - πρώτες φτάσανε στη Μακεδονία, αποκαταστάθηκαν. Ήταν μεγάλη ελπίδα η αποκατάσταση που γένηκε κι οι καρδιές φτερούγισαν. Οι νεοφερμένοι άρχισαν να σηκώνουν τα κεφάλια και μια μικρή λάμψη γέμισε τα μάτια.

Όμως ακόμα ήμασταν στην αρχή.

Δεν είχανε καλά - καλά τελειώσει οι ανατολικοί συνοικισμοί σαν άρχισε η δουλειά για τους άλλους. Δυτικά τώρα ξάπλωνε η πολιτεία, γεμίζανε οι ερημοτοπιές. Τρεις συνοικισμοί θα γίνονταν και σ’ όλη τη φαρδιά κι έρημη πλαγιά, ένας ανασκαμμός της γης κι ένα ατελείωτο σούρτα - φέρτα, που ποτέ δεν ξανάδε η απερπάτητη γη, κυριαρχούσε.

Αμέτρητα πρόσωπα πηγαινοέρχονταν, μετρούσαν κάρα, κουβαλούσαν υλικά, φκιάχνονταν στέρνες και φουρνέλα, φωλιές - φωλιές φουρνέλα, αντηχούσαν σ’ όλο τον τόπο.

Τα σπίτια θα γίνονταν, έπρεπε να τελειώσουνε το γρηγορότερο, νάμπει μέσα ο κόσμος που κείτονταν μες στους δρόμους. Σχολεία, αποθήκες, εκκλησίες, χρειάζονταν.

Και με τη βιασύνη αυτή μαζεύτηκε πολύς κόσμος στα σπίτια. Ήρθαν να δουλέψουν τεχνίτες παλιοί, π’ ανέβασαν γκιαβγκίργια στην Πόλη και το Βόσπορο, με πείρα, μα και μισογινωμένοι. Χοντροτεχνίτες που ξέραν ν’ ανεβάσουν χαμηλά ντουβάρια, με λάσπη ή ξερολιθιά, να ρίξουν στέγες από πλάκες και δοκάρια, να στρώσουν πατώματα από φαρδιές τάβλες, μα πέρα από κει τίποτα.

Και οι βιαστικές οικοδομές των συνοικισμών δε θέλαν τίποτα παραπάνω.

Είχε μεγάλο περιθώριο για πολλά χέρια, δεύτερα και τρίτα.

Και δεν ήμουνα μονάχα εγώ που πιάστηκα και μάθαινα. Πρωτόμπαιναν κι άλλοι που δεν είχαν ψωμί και λαχταρούσαν για δουλειά, γεωργοί στις παλιές πατρίδες και ναυτικοί και σερβιτόροι και πραματευτάδες ακόμα. Η ξαφνική μετανάστευση τους ανάγκαζε όλους ν’ ανασκουμπώνουνται και να συνηθίζουν σε καινούργιες δουλειές.

Το μεροκάματό μας δεν ήταν καλό, μα μας αποζημίωνε που μαζί μαθαίναμε και μια τέχνη. Μας ζέσταινε την καρδιά που θα είχαμε δουλειά δυο ολόκληρα χρόνια, τόσο λέγαν να βαστάξουν οι συνοικισμοί. Μας ζέσταινε που τ’ ανθρώπινα χέρια όλο ζητιούνταν.

Μα και κάτι άλλο. Όσοι δουλεύαμε στα σπίτια είμασταν νεοφερμένοι. Όλοι σχεδόν οι δεύτεροι τεχνίτες ήταν εσωτερικοί, απ’ τη Μακεδονία και μεις οι άλλοι από πιο μακριά. Και παλιοί και καινούργιοι, πάνω στη δουλειά, γνωριζόμασταν.

Δεν είναι παράξενο να το θυμηθούμε. Όλοι ρωμιοί κι ήμασταν τόσο διαφορετικοί. Αλλιώς μιλούσαμε, αλλιώς ντυνόμασταν, αλλιώς τρώγαμε. Το συζητούσαμε. Πώς γίνεται σε μια τόσο μικρή απόσταση η μια πατρίδα απ’ την άλλη κι οι άνθρωποι, εμείς οι ρωμιοί, νά 'χουμε ένα καθημερινό τρόπο τόσο διαφορετικό!

Οι μαστόροι απ’ την Ανατολή, στα φράγκικα ντυμένοι, σακάκι, παντελόνι, γιλέκο, μπαίνανε τα μεσημέρια στο μαγέρικο των σπιτιών, στην παράγκα και τρώγαν ασυλλόγιστα. Χωρίς να λογαριάζουν την ξόδεψη. Πίναν του σκασμού, χαχάνιζαν, κουβέντιαζαν κι όταν χορτασμένοι ξανάβγαιναν, ήταν μες στη διάθεση. Μιλόυσαν για γυναίκες, για πιοτό, το χασάπικο, τη λατέρνα. Κάπνιζαν αβέρτα και τράταιρναν έτοιμο τσιγάρο. Οι άλλοι, απ’ τη Μακεδονία, πάντα συλλογισμένοι. Με τις φορεσιές του τόπου τους, από ύφασμα χοντρό, τσόχινο, φαμένο τις πιο πολλές φορές απ’ τους ίδιους, τρώγανε έξω απ’ την παράγκα, φτηνά, με ψωμί που τους το 'στελναν απ’ τα χωριά τους και τύλιζαν τσιγάρο. Σπάνια να περάσουνε μες στην παράγκα και να πιούνε κρασί.

Μπροστά τους σα να στέκονταν ο χειμώνας, το παρακάτω.

Όμως αυτοί οι τελευταίοι είχαν άλλα και σαν ανοίγανε το στόμα, τα συννεφιασμένα πρόσωπά τους, παίρνανε μια παράξενη ζωηράδα. Όχι τ’ ανέμελου ανθρώπου μα τ’ άλλου, που πολύ στοχάζεται.

Κουβέντιαζαν για τη γη και τα καπνά της Μακεδονίας, την προετοιμασία και το εμπόριό τους έξυπνα και κοφτά. Σαν παλιοί ειδικοί, που από χρόνια ήταν γερμένοι σ’ αυτήν τη δουλειά.

Ξέρανε το δρόμο που παίρνει ο καπνός απ’ το χωράφι και κατόπι που μπαίνει στις αποθήκες της Καβάλας κι από κει στο ξένο πλεούμενο, ως τη φάμπρικα του Αμβούργου και γίνεται τσιγάρο. Μιλούσαν με νούμερα, χρήματα, ώρες δουλειάς και πολλά άλλα, που στους ξενιτεμένους μαστόρους και τους βοηθούς τους, θύμιζαν τους σαράφηδες της Πόλης και της Πάνορμος. «Μονάχα οι Εβραίοι έτσι λογάριαζαν»!

Τους άκουαν μ’ ανοιχτό στόμα και δεν ήταν μπορετό να καταλάβουν πώς οι άπλυτοι κι ανάλαγοι αυτοί εσωτερικοί, που δεν ξέρανε να μπήξουν σωστά μια καρφοβελόνα. ξέρανε τόσα και τα ξέταζαν τόσο βαθιά.

Με τον καιρό βρήκα μια εξήγηση. Καθώς όλοι αυτοί, οι δεύτεροι τεχνίτες, απ’ τα μέσα της Μακεδονίας, δεν είχαν όλον τον καιρό δουλειά, και δεν ικανοποιούνταν απ’ την οικοδομική, το επάγγελμα, το ρίχναν και στη γη. Να οικονομηθούν και να συμπληρώσουν από κει το ψωμί τους. Γίνονταν καπνοπαραγωγοί ή τραβούσαν στα καπνεργοστάσια, να δουλέψουν σαν καπνοδουλευτάδες.

Η σπουδή τους λοιπόν, είχε αυτού τη ρίζα, στον καθημερινό αγώνα.

Έτσι εκεί οι ντόπιοι δίδασκαν και οι καινούργιοι άκουγαν. Τις πολλές φορές δεν τους άκουγαν. Το ντέρτι τους ανέβαινε στην επιφάνεια και η νοσταλγία, για τον κόσμο των πατέρων που χάθηκε, γινόταν τραγούδι.

Ένα τραγούδι της Ανατολής, συρτό, αμανές, που γέμιζε λυπητεράδα όλη την άδεντρη κατωφεριά που δουλεύαμε. Και δεν ήταν σπάνιο τεχνίτες πρώτοι, πνιγμένοι στις θύμησες να παρατούν τη δουλειά και να δένουν δυο και τρεις μέρες στην παράγκα – καπηλειό των σπιτιών!

Μέσα από τέτοια γνωρίσματα οι δουλευτάδες σμίγανε. Και το σμίξιμο δε γινόταν μόνο τα μεσημέρια στη διακοπή, μα κι ύστερα απ’ τη δουλειά. Τα βράδια. Όταν τα μάζευαν και παίρνανε το δρόμο για την καπνούπολη, την Καβάλα, ή μέσα στα μισοτελειωμένα σπίτια, που πολλοί τα είχανε και στέγη τους.

Ένα πρωί, Ιούνης μήνας, μια-δυο ώρες ύστερα απ’ τη στιγμή που πιάσαμε δουλειά, ένας χτίστης απ’ την Τένεδο – κορμί ντροπαλό και στενόμακρο – θωρώντας αντίκρυ, τη Θάσο, να πλέει μεσ’ στο ήσυχο πέλαγο, μας ξεσήκωσε:

— Κοιτάτε την, φώναξε. Είναι σαν ξέτσιδη κοπέλα που ρίχτηκε στο νερό και φεύγει μπρούμυτα. Με τα τιναχτά πισινά της απ’ όξω. Σα να πηγαίνει για την πατρίδα!

Γυρίσαμε και στην αρχή, κοιτάζοντας απρόσεκτα, γελάσαμε. Μα γρήγορα συμμαζευτήκαμε. Στα πρόσωπα έσβησε το χάχανο καθώς αντιληφθήκαμε πως ο τεχνίτης είχε δέσει τ’ αντικρινό νησί με την πατρίδα του.

Κι η Τένεδο, συλλογιστήκαμε, είναι μπροστά στα Στενά, στον Ελλήσποντο, κι εδώ, στα σπίτια, δουλεύουνε πολλοί απ’ τη Μάδυτο και την Κριθιά, τεχνίτες χτίστες και μαραγκοί.

Το γλυκό φως του πρωινού, με τον ήλιο λίγο ψηλά και πίσω, η αλήθεια, στρογγύλευε το κορμί του νησιού, τη στεργιά του και το 'δειχνε σαν κορμί γυναίκειο, μιας κοπέλας ώριμης, που μόλις ρίχτηκε στη θάλασσα και ταξίδευε. Μα με το δεύτερο κοίταγμα δεν ήταν το ίδιο.

Ο Τενέδιος ονειροφανταζόταν, ταξίδευε, έμνησκε μονάχα με τ’ όμορφο που είπε!

Μυστήρια, αλήθεια, πράγματα για όλους μας, τους πρόσφυγες και τους εσωτερικούς, αυτά που είπε ο Τενέδιος. Τόσον καιρό εδώ κι έτσι να μη γυρίσει ο νους και να μη σοφιστεί κανένας μας! Το νησί να μοιάζει με μια πεσμένη στη θάλασσα κοπέλα, που δεν έρχεται κατά μας, κατά την Καβάλα, μιαν απόσταση δέκα μίλια, παρά να ξανοίγει κατά την Τένεδο, σ’ ένα πέλαγο άπιαστο!

Το νησί για μας τους άλλους, που δουλεύαμε στα σπίτια, ήταν μονάχα νησί. Βλέπαμε τα βουνά και τις ακρογιαλιές του και τ’ απόγευμα που ο ήλιος το τύλιζε μες στη λαμπράδα του και το διπλοφώτιζε, το ξεχωρίζαμε ως τ’ ακρόποδά του.

Δείχναμε, με το ηλιοβασίλεμα, τους πευκώνες του, τις βαθιές λαγκαδιές του, τα νερά και τα λιβάδια του, όλη τη βορεινή γραμμή του, σα να δείχναμε εδώ σιμά στα πόδια μας. Ξεχωρίζαμε τα μοναχικά σπιτάκια και τις ερημοτοπιές του, τα δέντρα στην ακροθαλασσιά, μισά στη στεργιά και μισά στη θάλασσα.

Τόσο τ’ απογευματινό ηλιοφώς μίκραινε την απόσταση και μας το 'φερνε κοντά μας!

Και μερικοί που είχανε κάμει στο σκολειό κουβέντιαζαν τα μεσημέρια για τους Θεούς του. Γιατί το νησί στα παλιά χρόνια είχε τους δικούς του Θεούς!

Πολλές φορές αυτήν την ώρα οι δουλευτάδες, πάνω στις σκαλωσιές κι από κάτω, κόβανε τη δουλειά και δείχναν αντίκρυ, το πανόραμα.

— Κοιτάτε! λέγαν.

Άνοιγαν τα κουτιά και παίρναν τσιγάρο ή τις ταμπακέρες τους και τύλιζαν. Σήκωναν τα κεφάλια κι αλάργευαν. Περνούσαν παν’ απ’ το νησί και φεύγαν. Πίσω βρίσκονταν οι χαμένες πατρίδες!

Ο στενόμακρος Τενέδιος αλληθώριζε κι ένας γέρος απ’ την Καισάρεια, κουβαλητής, έβγαζε το καλπάκι του, σα να πει προσευχή. Μέσα κει φύλαγε το μαντήλι του. Και μόνο γι’ αυτήν την ώρα το φύλαγε.

Στην Ανατολή είχανε μείνει οι δικοί του, η γυναίκα και τα τρία κορίτσια, «πού να πλανιούνται τώρα, έλεγε τούρκικα, οι θυγατέρες μου!». Τη γριά δεν τη λογάριαζε, ήταν σίγουρος γι’ αυτήν πως χάθηκε, πως τη σφάξανε.

Μοιρολογούσε μονάχα για τα κορίτσια! Αυτά ζούσαν.

Μπορεί και να μην έγιναν έτσι, όπως τα έλεγε. Οι δικοί του να πέρασαν στην Ελλάδα και τώρα από μέρος ελληνικό να τον αναζητούσαν!

Όμως ο γέρος μόλις βράδιαζε πάντα έβγαζε το καλπάκι και το μαντήλι του!

Η λιγόστιγμη διακοπή έπιανε όλο σχεδόν το μέρος της κομπανίας μας, πού και πού ακουγόταν κανένα σφυρί, να πέφτει πάνω στην πέτρα.

Κι οι ντόπιοι, οι εσωτερικοί, το καταλάβαιναν και περίμεναν.

Μόλις ο ήλιος σηκώνονταν απ’ αντίκρυ, άκουγα τη φωνή:

— Κυριάκο, νερό!

Και γω που ταξίδευα μαζί τους, στα Στενά, στον αφημένο κει πατέρα μου, με τη φωνή ξυπνούσα και τιναχτός τους πήγαινα τον τενεκέ να ξεδιψάσουν!

Η κλήση για το νερό ήταν το σημάδι πως είχανε ξαναγυρίσει. Πως η δουλειά ξανάπαιρνε τον κανονικό ρυθμό της!

Σίγουρα ο χτίστης απ’ την Τένεδο, μες στη λαχτάρα του για την πατρίδα, είχε παρομοιάσει τη Θάσο με γυναίκα!

Μα κι ώρες άλλες, οι άνθρωποι των σπιτιών κόβαν ή λιγόστευαν το ρυθμό της δουλειάς και παράξενα βυθίζονταν αντίκρυ. Και κουβέντιαζαν. Αυτή την άλλη ώρα, δε μπάιναν στη μέση οι χαμένες πατρίδες, μα η καινούργια ζωή.

Δεν το χωρούσε το μυαλό τους, σε μιαν απόσταση τόσο μικρή απ’ τη γυμνή πλαγιά που δουλεύαμε, δέκα όλα-όλα μίλια, όσο ήταν η Θάσο απ’ την πολιτεία, να 'χει τέτοια ευλογία εκεί, στη Θάσο, νερά, δέντρα, ίσκιους, λαγκαδιές! Κι εδώ να 'ναι έτσι ερημιά, χωρίς νερό και δέντρο. Να μην ακούγεται φωνή πουλιού.

Το βουνό να μην έχει μια βρυσούλα. Ν’ ανεβάζουν το νερό απ’ τα χαμηλά, τα ισιώματα κοντά στη θάλασσα, με βενζινομηχανές. Και πότε, το νερό, να 'ρχεται γλυκό, μα τις πιότερες φορές άρρωστο. Να φτάνει γλυφό κι αρμυρό, σκέτη θάλασσα!

Την ίδια μέρα με το ταξίδι του Τενέδιου πάλι αναστατώθηκαν. Ήθελε μιαν ώρα να γίνει μεσημέρι, όταν ξαφνικά ακούσανε να χτυπά το καμπανάκι. Κοίταξαν τα ρολόγια.

Πάιντος, μιαν ώρα νωρίτερα.

— Γιατί; φώναξαν.

— Νερό δεν ανεβαίνει, τους αποκρίθηκαν.

Στα χαμηλά πηγάδια δε μάζευαν γλυκό νερό, οι μηχανές τραβούσαν θάλασσα. Και με θάλασσα, το ξέρανε, λάσπη δε γίνονταν. Με την πρώτη υγρασία, θα ξερνούσαν.

Με το νερό που έπαψε ν’ ανεβαίνει ήρτε ξανά στη μέση τ’ αντικρινό νησί. Το πώς γίνεται η γη που κτίζουνε να 'ναι χωρίς νερό. Μια πολιτεία να υδρεύεται από μακριά, με τα γαϊδουράκια. Κι αντίκρυ, το νερό, να μονολογεί όλη τη μέρα και να κυλά αδιαφόρετα στη θάλασσα!

Τέτοιες ανακατεμένες ώρες καθησύχαζε τις καρδιές τους και τους έδινε κουράγιο και τις έδειχνε ένα δρόμο ο πρώτος μάστορας, ο επικεφαλής της κομπανίας μας. Ο Μαστρονικήτας.

Μεσ’ στη σύναξή μας ο μάστορας αυτός, σ’ όλα είχε κάτι να τους πει, θηλυκό πάντα, βγαλμένο απ’ το φως της μέρας.

Τους είπε:

— Εδώ σ’ αυτό το μέρος που είμαστε ο άνθρωπος δεν έμεινε ήσυχος. Δεν τον άφησαν ν’ ανοίξει μάτι. Πόλεμοι και διωγμοί και πείνα. Κάθε δέκα-δώδεκα χρόνια όλα απ΄την αρχή. Όσοι είσαστε από δω τα ζήσατε, τα ξέρετε. Εμείς που ήρθαμε εδώ απ’ την Ανατολή, τα διαβάζαμε στα φύλλα. Είναι η Μακεδονία π’ ακούγαμε. Γι’ αυτό δε βρίσκεις δέντρο, δεν έχει νερό! Μη λοιπόν παραξενεύεστε. Όμως από δω και πέρα το ελπίζω.

— Τι ελπίζεις; τον ρωτήσανε πολλοί.

—Λέγω πως οι άνθρωποι που θα μείνουνε στα σπίτια που χτίζουμε, θα φέρουνε και τα δέντρα και το νερό. Θα γίνει, μια μέρα το μέρος όπως αντίκρυ.

Είμασταν μαζεμένοι, σαν τόσες άλλες φορές όταν γινόταν διακοπή νερού, πίσω απ’ τη σκιερή μεριά της ξυλοπαράγκας που αποθηκεύαμε τα υλικά και το διπλανό μισοσηκωμένο σπίτι.

Ανάμεσό τους ανέβαινε πολύ θαλασσινό αεράκι και μας δρόσιζε.

Η παρέα άκουσε με προσοχή τα λόγια του Μαστρονικήτα και τώρα σιωπούσε. Όλοι σκέφτονταν. Όσο που ένας μας, παλιός κι αυτός χτίστης, γέννημα της τέχνης, που δούλευε αντικριστά στο ντουβάρι με το Μαστρονικήτα, μίλησε.

Δεν είχε την ίδια γνώμη με το μάστορα και το είπε:

— Θα τα κάμουνε όλα αυτά που λες, ως την ώρα που θα νομίσουν ότι στήνουν αληθινή, παντοτινή ζωή. Της πατρίδας. Ότι ρίζωσαν. Όμως πολύ το φοβούμαι, ότι οι πόλεμοι και η πείνα δε θα σταματήσουν. Θα διαβούν και το κατώφλι των καινούργιων σπιτιών. Μην ξεχνάς πως είναι δεύτερη φορά, μέσα σε δέκα χρόνια, που γινόμαστε πρόσφυγες! Κι από δω θα φύγουμε!

Τα τελευταία λόγια τους πάγωσαν όλους. Ένα σύγκρυο διάβηκε τα κορμιά τους. Ο διωγμός που δεν είχε ξεχαστεί φάνηκε ξανά μπροστά τους. Ο Μαστρονικήτας τα 'χασε, μα γρήγορα συνήρθε.

— Όχι, φώναξε, όχι. Δεν είναι τέτοια η ζωή. Κανένας μας βέβαια δεν ξέρει το αύριο. Τι θα γίνει. Και το ξέρω από δικού μου. Κι αυτό θα σε πω, για να δεις, ότι δεν έχεις δίκιο. Γύρισε καλά στο μάστορα και συνέχισε.

— Άκουσε. Είχα φτάσει το δεκαοχτώ στην Πόλη, φευγάτος απ’ τους δρόμους της Ανατολής. Από κει που σπάζαμε χαλίκι, που ζούσαμε με λίγη κουραμάνα και λίγο νερό. Ε, πίστεψέ με ούτε το είχα βάλει στο νου μου πως θα γλίτωνα. Πως μια μέρα θα γύριζα ζωντανός. Όχι μόνο γύρισα ζωντανός, τα κατάφερα και το 'σκασα, αλλά πήγα κι ως τη Γαλλία, κι από κει στην Αμερική. Βέβαια, ξαναγύρισα στην Ελλάδα. Αυτό είναι όλο. Εγώ λοιπόν είμαι το παράδειγμα. Όλα θα πάνε καλά, θα στερεώσουμε…

Πρασίνη Φώτη, «Ύστερα από τον ερχομό τους»