Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Γυαλί Καφενέ

Διάβασα στα «δικά μας και ξένα» του σημερινού «Ηπειρωτικού Αγώνος» το σχόλιο για την πλατεία Γυαλί Καφενέ —Γεωργίου Σταύρου είναι το επίσημο όνομά της— και το καφενείο της που χρόνια τώρα μένει κλειστό. Γιατί;

Γιατί να μην έχει στέκι και τόπο συνάντησης η μισή Ήπειρος; ( Η άλλη μισή Ήπειρος έχει τόπο συνάντησης το τζαμί της Καλούτσιανης).

Ντόπιοι, ταξιδιώτες, χωριάτες, το γυαλί καφενέ είχαν για τόπο ραντεβού.

—Θα σε περιμένω στο γυαλί καφενέ.

—Θ’ ανταμώσουμε στο γυαλί καφενέ.

—Έλα να πιούμε καφέ στο γυαλί καφενέ.

Στο παχύ ίσκιο απ’ τα δέντρα της πλατείας κάθονταν, ξεκουράζονταν κι έπινε τον καφέ του κόσμος και κοσμάκης. Κι ας κουτσούλαγαν καμμιά φορά απάνω στα τραπέζια οι γκαΐλες κι οι κιλιλάδες που χάλαγαν τον κόσμο με τις φωνές τους απάνω στα δέντρα και στις στέγες απ’ τα γύρω σπίτια.

Αργά, νύχτα έφτασα στα Γιάννινα απ’ την Αθήνα μέσω Πρέβεζας. Ήμουν φοιτητής —εδώ και σαράντα χρόνια— κι ήρθα να πάω στο χωριό να περάσω λίγες μέρες απ’ τις καλοκαιρινές διακοπές. Ακέρηο βιβλίο με ταξιδιωτικές εντυπώσεις μπορούσες να γράψεις μ’ ένα μονάχα ταξίδι εκείνης της εποχής. Βαπόρια-σκυλοπνίχτες που μας κουβάλαγαν στην Πρέβεζα, βαρκάρηδες, χαμάληδες, αυτοκίνητα-σαράβαλα, δρόμοι με σκόνη πόφτανε τον ουρανό. Ταξίδι-Οδύσσεια, τρεις και τέσσερες μέρες να φτάσεις στο χωριό σου.

Στο Γυαλί Καφενέ, λοιπόν μας ξεφόρτωσε το αυτοκίνητο. Στο χάνι του Κοντού ζήτησα να ξημερώσω, κι ο συχωρεμένος ο Κοντός με είδε που σκιαζόμουν απ’ τους κοριούς και τους ψύλλους και μου παραχώρησε το δωμάτιο που έμνησκε αυτός για να με καθησυχάσει.

Δε θυμάμαι αν με περιποιήθηκαν τα έντομα αυτά, πληγή του Φαραώ για τα σπίτια την εποχή εκείνη. Την κούραση και τη νύστα που είχα έπεσα ψόφιος στον ύπνο. Σκυλιά να με τράβαγαν δεν ξυπνούσα.

Με ξύπνησαν όμως πρωί-πρωί οι φωνές της πλατείας του Γυαλί Καφενέ. Η ζωή της μέρας που άρχιζε, τα Γιάννινα που ξυπνούσαν. Καθαρό Γιαννιώτικο χρώμα απ’ το Γυαλί Καφενέ.

Η φωνή ενός που πούλαγε πεπόνια με το καροτσάκι με ξύπνησε απ’ το γλυκό πρωινό ύπνο. Σαν να την ακούω τώρα-για:

—Τρεις κι μι του σμάδ’. Τρεις κι μι του σμάδ’.

Ξαφνιάζεται κανένας όταν έρχεται απ’ την Αθήνα κι ακούει τα ντόπια. Όλην την ώρα εκεί άκουες: Τρεις και με την μάχαιραν. Όλα με τη βούλα.

Βγήκα, θυμάμαι, στο παράθυρο να με βαρέσει ο δροσερός πρωινός αέρας κι αγνάντευα την πλατεία και τον κόσμο.

Πρωί-πρωί την είχαν ζώσει την πλατεία με σταφύλια-κόφες απ’ τα χωριά της Ζίτσης και σύκα απ’ τα Κούρεντα. Συνέχεια έφταναν κι άλλα φορτωμένα ζώα κι άκουες στις πλακόστρωτες αυλές απ’ τα χάνια σαν να περνάει ιππικό.

Θυμάμαι τον καλλίφωνο πλανόδιο μανάβη-μποσταντζή που πέρναε ξυπόλυτος και διαλαλούσε το πράμα του στη Γιαννιώτικη γλώσσα:

—Πατάτες, κουλουκ’θάκια. Ντομάτες – μήλα κόκκινα. Πιπεριές, πατριτζάνια. Καστραβέτσια, μακεδονίσιααααααα…

Ο άλλος που με ξύπνησε: Εδώ τα γλυκά τα χειμων’κά. Έχω βότ’νες (είδος πεπονιών) Μπρακ’μαδίσιες, γλυκές σα μέλ’. Τρεις και μι του σμάδ’. Τρεις κι μι του σμάάάάάδ’…

Στο Γυαλί Καφενέ διασταυρώνονταν και καλημερίζονταν πρωί-πρωί οι τσαγγαράδες κι οι τσαρ’χάδες που πάαιναν να πιάκουν δουλειά. Σε καθαρή τσιούρικη γλώσσα τους άκουες:

—Πούεισουν μωρέ χαλασιά σ’; Σε χαλεύαμαν εψές εγώ κι ο αδερφόσιμ να πάμε για κάνα ξαμίσιο (βραδυνή ρακοποσία), π’θενά εσύ. Σε χάσαμαν, το χα με έψιλον. (Δε λείπει ποτέ το λεπτό κοροϊδευτικό πνεύμα απ’ τους Γιαννιώτες).

—Έρθα σπίτ. Γκραγκάν’σα τ’ν πόρτα, γκραγκάν’σα τ’ν πόρτα: Ίτσ κρίσ’. Έρ’ξα κατσ’κάρια σ’ν κουμπλιά: Π’θενά εσύ.

Κουμπλιά είναι η κορομηλιά που δεν έλειπε από καμμιά Γιαννιώτικη αυλή. Τώρα με τις καινούργιες οικοδομές χάνονται κι αυτές ραγδαία όπως χάθηκαν κι οι τσαρ’χάδες, τα λελέκια κι οι κιλιλάδες.

Πούναι ο συχωρεμένος Σπύρος Κοντός που κοίταζε να αδειάσουν πρώτα οι κατσαρόλες και μετά να επιτρέψει την αναχώρηση του λεωφορείου που πρακτόρευε (ο Θεός να τόκανε λεωφορείο — ένα σαράβαλο σκεπασμένο με τέντα).

Σωρό μέσα οι επιβάτες επί ώρες ψένονταν στον ήλιο.

—Άιντε κυρ Σπύρο. Πότε θα φύγει τ’ αυτοκίνητο;

—Για, ψ’χή μ’. Για, να μαζευτούν κι οι άλλοι… (Να ξοδευτούν οι κατσαρόλες δηλαδή).

Ποιος απ’ τους παλιότερους δε θυμάται το συμπαθή γεροντάκο το μπάρμπα Βασίλη που πούλαε κουλούρια με τον ταβλά του γύρο στην πλατεία του Γυαλί Καφενέ, γύρα στα χάνια.

—Κουλούρια-δυάρες. Κουλούρια-δυάρες.

Και δεν του ξέφευγε τίποτε απ’ τη ζωή του Γυαλί Καφενέ. Που σχολίαζε το κάθε τι με το λεπτό θυμοσοφικό του πνεύμα.

Στην πλατεία του Γυαλί Καφενέ βγήκε μετά τη χειροτόνησή του ο συχωρεμένος ο παπα-Κώστα Μπ. Νέος τότες ο παπάς. Μελαχρινός. Μαύρα κορακάτα φρύδια, γένια και μαλλιά. Καινούργια μαύρα γυαλιστερά ράσα, ένα κατάμαυρο σύνολο.

—Σιδεροκέφαλος παπά. Ο ένας. —Να ζήσεις παπά. Ο άλλος. —Καλή ιεροσύνη παπά όλοι.

—Ε, ωρέ. Είπε ο μπάρμπα Βασίλης, αφού κοίταξε ώρα πολλή με προσοχή τον καινούριο παπά: Κακό πέτ’χαιμα (επιτυχία) τον έκανε στη βαφή ετούτον τον παπά ο δεσπότης. Σαν να τον κολύμπησε σε βαρέλα με μαύρη βαφή, δηλαδή.

(Είχαμε δεν είχαμε περάσαμε πάλι από παπαδοϊστορία).

Τέτοιος ήταν ο μπάρμπα Βασίλης που κι όταν πέθνησκε ακόμα δεν τάφηνε το πνεύμα, σαν να κορόιδευε και το χάρο.

Ύστερα από χρόνια με φώναξε η γρηά του να τον εξετάσω. Μέσα στ’ Αρχιμαντρειό έμενε.

Στα κακά του χάλια, πόδια πρησμένα, λίγα ήταν τα ψωμιά του μπάρμπα Βασίλη.

—Ε. Τί είδες; Τί λες; Με ρώτησε σαν τέλειωσα την εξέτασή μου.

—Γεράματα, μπάρμπα Βασίλη. Γεράματα. Του είπα ψέματα, να μην καταλάβει την αλήθεια.

(Αλήθεια. Πόσες φορές αναγκαζόμαστε να παίζομε θέατρο εμείς οι γιατροί. Τραγικός ρόλος στο θέατρο της ζωής. Να λες και μεγάλα και μικρότερα ψέματα, κι ας λένε οι άλλοι ό,τι θέλουν).

Ο μπάρμπα Βασίλης που καταλάβαινε την πικρή αλήθεια γυρίζει και μου λέει με πικρό χαμόγελο, παίζοντας με τις λέξεις:

—Αμ, δεν είναι για ράμματα ετούτη η δουλειά (Γεράματα – για ράμματα). Καταλαβαίνω εγώ. Είναι για σπάγκους.

Ήθελε να πει ότι πρέπει νάχει έτοιμα τα μπαγάζια του, δεμένα γερά για το μεγάλο ταξίδι που γυρισμό δεν έχει…

Πάει κι ο Κοντός, παν κι οι άλλοι χαντζήδες, παν κι οι Βοϊδιτσαίοι με τ’ αυτοκίνητά τους, πάει κι ο μπάρμπα Βασίλης.

Μένει το κλειστό καφενείο του Γυαλί Καφενέ, παλιό τούρκικο καρακόλι. Μένει κι η ακακία του Γυαλί Καφενέ πόχει απάνω της φυτρωμένη —σα δίδυμες φαίνονται— μια μεγάλη συκιά. Κι έχει εφέτος ένα φόρτωμα σύκα η βλογημένη. Όποιος θέλει ας έρθει να τη δει.

Αναστάσιος Παπαγγέλης, «Γυαλί καφενέ», Ο Παπά Φίλ’ππας κι άλλες ιστορίες, Γιάννινα, 1971, σ. 10-13.