Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΔημ. Στ. Σαλαμάγκας, Τα τελευταία καλντερίμια
Κάποιο βράδυ του Νοέμβρη…
β΄ —Τα τελευταία καλντερίμια
Ο Μήτσιος Καστρινός, συνέχισε το δρόμο του, χτυπώντας ρυθμικά με τα πόδια του το καλντερίμι, που ανοιγόταν προς το παζάρι, το σημερινό εμπορικό δρόμο.
Σα μιαν ανάμνηση απόμακρης βραδινής καμπάνας, ο κρότος των βημάτων του τον ξαναγύρισε, καθώς σκυφτός προχωρούσε, στις παλιές, τις γνώριμές του συλλοές• και στην ερεθισμένη του φαντασία, ξαναχύμηξε ορμητικά και βίαια το Κάστρο, με όλη την παράξενη γοητεία του.
Το Γιαννιώτικο όμως Κάστρο, έχει από καιρό τώρα χάσει όλη τη μυστηριακή του υποβολή, την τόσο προσφιλή σε μερικούς, που αισθανόταν τόσο θέλγητρο να γυρίζουν, ερημικοί κι απόμακροι στα στενά σοκάκια του, τα κατακάθαρα καλντερίμια του, την τόσο ελκυστική γι’ αυτούς ατμόσφαιρά του.
Το βαθύ χαντάκι που το απομόνωνε από την πόλη, ισοπεδώθηκε• τα δυνατά, τ’ ανίκητα στήθεια του, τα τραυμάτισαν οικτρά, ανοίγοντας δώθε-κείθε τρύπες για ευκολώτερη συγκοινωνία• το Ρολόι του βουβάθηκε, ραγίστηκε, ρημάχτηκε• στις πολεμίστρες του, φυτρώσαν αγριόχορτα.
Κι ο κασμάς του εργάτη, ξερίζωσε κάποτε και το τελευταίο καλντερίμι των Γιαννίνων.
Κι εκεί ακόμα που δεν τόχει ολόκληρο ανασκάψει, το πλήγωσε κατά τέτοιον ανεπανόρθωτο τρόπο, που σου κάνει λύπη να το κοιτάς: σακάτικο, ελεεινό, κακομοίρικο. Ο σωλήνας του νερού, έπρεπε να περάσει από παντού• και στο πιο στενό και στο πιο απόμακρο σοκάκι• και στον αδιέξοδο ακόμα δρομάκο, το γνώριμο μόνο σε λιγοστούς• κι από το μέγαρο του παραλή κι απ’ το καλύβι του μεροκαματιάρη.
Μ’ αν ο σωλήνας της ύδρευσης είχε ανασκάψει όλη την πόλη, και την είχε μεταβάλει σε πεδίο μάχης ύστερα από καταιγισμό πυροβολικού, το κακό δεν ήταν ανεπανόρθωτο, παρά μονάχα για το κακόμοιρο το καλντερίμι, το τελευταίο καλντερίμι των Γιαννίνων.
Οι άλλοι δρόμοι που είχαν συγχρονιστεί πρωτύτερα, κάποτε βέβαια θα ξαναφτιανόταν. Το καλντερίμι όμως, το τελευταίο καλντερίμι των Γιαννίνων, έσβησε πια οριστικά. Δε θα το ξαναφκιάξει κανείς…
Εκεί που προσεκτικά κ’ υπομονητικά ο παλιός τεχνίτης κάρφωσε στέρεα μέσα στη γη και για πολλές δεκάδες χρόνια τ’ άσπρα μυτερά λιθάρια, έπεσε τώρα το συντριμμένο χαλίκι κι απάνου του ο αμείλικτος οδοστρωτήρας, που ζιουλίζει και συνθλίβει και πολτοποιεί• κι ύστερα τη λιθαρένια μάζα, τη σκεπάζει με λεία και στρωτή άμμο.
Εκεί που γυάλιζε καθαρό και στέρεο το λιθάρι, έπεσε το χώμα που τα ισοπεδώνει όλα, μα που ύστερα από λίγο καιρό, γεμίζει από λάκκους κι από σκόνη, με λάσπη και παγίδες, για βάσανα και για καημούς των νοικοκυράδων, που θέλουν «λάμπινους και φέγγινους» τους οβορούς και τις αυλές.
Κι εκεί που άλλοτε αντηχούσαν βαριά τα γερά παπούτσια, μπορεί και γλιστράει τώρα, αθόρυβο και ύπουλο, το λεπτεπίλεπτο σκαρπίνι με το λαστιχένιο τακούνι, και το ψηλό γοβάκι, που φκιάνει το ψεύτικο μπόι και ξεγελάει και πλανεύει.
Περνούσα συχνά απόνα στενόμακρο δρομάκο του Κάστρου, όπου τα σπίτια, όλο και συμπιέζονται και στριμώχνονται, ανήσυχα, θαρρείς, ακόμα και φοβισμένα, κάτου από την προστασία των επάλξεων, κοντά στην πλατειά και γερή αγκαλιά του τείχους που, ανίκητο και φοβερό, υψωνόταν περήφανο για να προστατέψει τον κάθε καιρού εξουσιαστή του.
Απόνα απ’ τους δρομάκους εκείνους του Κάστρου, τους τόσο στενούς, που αν απλώσεις τα χέρια, νομίζεις πως σίγουρα θ’ αγγίξεις τα πλευρά του, κι όπου ο αέρας, θαρρείς πως έμεινε ίσαμε σήμερα ακίνητος κι ανάλαγος, απ’ τα παλιά ακόμα χρόνια. Τόσο το κάθε βήμα ξυπνάει παλιούς αντίλαλους και ζωντανεύει λησμονημένες ιστορίες!…
Ποδοβολητά αλόγων και κλαγγές από σιδερένιες πανοπλίες• βαρειά βήματα Νορμανδών και βούκινα Βυζαντίνων, κι αλαλαγμούς Σλαύων κι Αρβανιτάδων και Φράγκων και Τούρκων• αγωνίες και λαχτάρες πολιορκημένων και κατάχρυσες κορώνες• φρίκες κι απελπισίες μπουντρουμιών• ματωμένα σύνεργα και καταδίκες, δόξες και μεγαλεία.
Δούκες και Δεσπότες, Βασιλιάδες και Τυχοδιώκτες, Βεζύριδες και Τυράννους.
Μυρουδιές από τειάφι και μπαρούτη κι αρώματα από θυμιάμα και λιβάνι.
Μέσα στα στενά αυτά, ο μοναχικός διαβάτης αισθάνεται τον εαυτό του, σα βουτηγμένο ολότελα μέσα στους καιρούς που πέρασαν. Τόση σιγή και ημίφως, τόση σκιά και ψυχράδα κυριαρχεί.
Κι οι ομιλίες που τις ακούς να βγαίνουν, μουντές κι απόμακρες απ’ τα μαντζάτα και τους οβορούς και τα χαγιάτια των σπιτιών, που είναι έτοιμα θαρρείς να σμίξουν με τ’ αντικρινά τους, στην ερεθισμένη σου φαντασία, φαίνουνται σα φωνές από τα περασμένα. Πολεμικές ιαχές κι οιμωγές κατάδικων• ψαλμωδίες και ύμνοι, θυμοί κι απελπισίες.
Μια μυρουδιά από περγαμηνή κι από κερί κι από θυμιάμα γεμίζει τον αέρα.
Και μοναχά ο ουρανός, στενή λουρίδα στις στέγες των σπιτιών, κατορθώνει με τη γαλάζια απεραντοσύνη του, να σε πείσει πως δε ζεις κι ατός σου σ’ εκείνους τους καιρούς που πέρασαν.
Και με τη σκέψη της γαλήνης και της ελπίδας που συμβολίζει, σταλάζει στην ψυχή του την παρήγορη ιδέα της αιωνιότητας και του απείρου.
Οι πέπλοι που ρίχνουν τα χρόνια καθώς περνούν και φεύγουν ένα-ένα σ’ εκείνα πόχουν πια περάσει, σκεπάζουν και σβήνουν θαρρείς από πάνω τους κάθε τι το πρόστυχο και το χυδαίο το συνηθισμένο και το καθημερινά κουραστικό.
Κ’ αυτά ακόμα τα σκοτεινά κι άγρια δράματα της ιστορία, από την παλαιότητα, παίρνουν κάτι το θρυλικό κι απόκοσμο, κι αποκτούν μιαν ακατανίκητη έλξη και μια παράξενη γοητεία• και μεταβάλλονται όλα σε θρύλους και παραδόσεις, που κάθε μια γενιά, τους φυλάει και τους παραδίνει αμετάβλητους στη γενιά που την ακολουθάει, σαν κάτι το πολύτιμο, σαν πως παραδίνεται στοργικά ένα πετράδι, ένα διαμάντι, ένα παλιό χειρόγραφο, ένα παλιό εικόνισμα, κάποιο φοβερό μυστικό: αστείρευτες πηγές αναμνήσεων κι ιστορίες πολλών αιώνων.
Το καλντερίμι όμως σβήνει, τώρα πια, οριστικά, απ’ τα στενά του Κάστρου.
Κι ο αντίλαλος των βημάτων του, δε θα βοηθήσει πια το μοναχικό διαβάτη να χάσει τον εαυτό του, να σβήσει το σήμερα και να βουτηχτεί ολάκερος μέσα στο θρύλο και την παράδοση και την ιστορία, και να μπορέσει ύστερα να ζωντανέψει την ψυχή των περασμένων: το παλιό τραγούδι και τον παλιόν αχό• το θαυμαστό κεντίδι και το υφάδι τ’ αργαλειού• το σκαλιστό το ξύλο και το παλιό το τζοβαΐρι και το παλιό το εικόνισμα.
Αυτά, που ίσως νάηταν πραγματικά πιο ωραία και πιο ζωντανά και στέρεα και πρωτότυπα και πιο αληθινά απ’ τα σημερινά παιδιά του οδοστρωτήρα πολιτισμού• μα που ίσως και να φαίνονται τέτοια, μόνο στα μάτια του νοσταλγού διαβάτη.
Γιατί, οι πέπλοι που ρίξαν απάνου τους τα χρόνια που πέρασαν, ίσως να τα παρουσιάζουν στα διψασμένα μάτια του σα μέσα σε θαυμαστό όνειρο• χωρίς τις μιζέριες τους, τις μονοτονίες τους, τις αθλιότητές τους και κάποτε τις φρίκες τους.
—Ωραία, θρυλικά, παραμυθένια, ηρωικά!…
Δημ. Στ. Σαλαμάγκας, «Κάποιο βράδυ του Νοέμβρη, β’ Τα τελευταία καλντερίμια», Άπαντα, εκδόσεις Παπαζήση, τ. 4, σ. 7-14.