Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Στα χαλάσματα»

[…] Που να ιδήτε τον Κώστα Θόδωρο εδώ δα, στην Πουβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως που μολόγησαν. Είν’ ενενήντα χρονών άνθρωπος. Αφ’ όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και την γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ’ από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά• όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαργιά στους ίσκιους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης, πού να ζυγώσ’ εκεί στο χωριό. Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα.

Μια βολά πέρνανε απόξω από τα Γιάννενα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τo ’γινε κολτσίδα για να τον πάρει μια ψίχα στα Γιάννενα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να ιδεί στα Γιάννενα στρούγγες κι αυτός κι μαντριά. Για τσελιγγάτο τα ’χε πάρει στο νου το κι αυτός. Μήνα ρώτησε καμιά βολά για να μάθει; Τί τον έγνοιαζε για να ρωτήσει; Κ’ ύστερα, σαν γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για την τσοπάνικη ζωή• και να ρωτήσει τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννενα, του ’ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κι έτσι τα ’πλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγγάτο. Σα μπήκε στα Γιάννινα κ’ είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος κι έχασκε σαν αλαλιασμένος. Κ’ ύστερα πόφυγε, τίναξε στο κουμέρκι τον κουρνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ’ ένα λιθάρι κι έριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσαι, διάτανε• αμ’ που μ’ έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση. Ακόμα βουίζουν τ’ αυτιά μ’ απ’ την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π’να τους κάψ’ η αστραπή ντε. Μ’τι ήσαν τούτ’ ωρέ Καράλ’! Σα διατάν’ μόμοιαζαν όλοι ντυμέν’ έτσι. Σαν εκείνους π’γλέπω τ’ Λαμπρή στ’ν Αγιά-Παρασκευή στ’ν εκκλησιά, πόχουν ζουγραφισμέν’ την κόλασ’. Κι εκείν’ οι δρόμ’, κι εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ’, φύλαξέ με!» Κι έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πως ζαν έτσ’ απανουτοί, πως παίρνουν αέρα!» Έλεγε. Ο Καράλης γέλασε, τι να ’κανε. Τώρ’ αν τον ρωτήσεις τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννενα: «Φεύγα, γιε μ’, θα σου πη, από δαύτα, μη μπεις εκεί μέσα τι θα πεθάν’ς. Μια ψίχα μπήκα γω μέσα μια βολά όλ’ όλ στη ζωή μ’ και πήγε να με πιαστεί η ανάσα. Φεύγ’ από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Σταν’ και πάλε στάν’.» […]

Κώστας Κρυστάλλης, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005.