Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΒασίλης Γκουρογιάννης, Τα Γιάννενα από φωτογραφίες
Τα Γιάννενα από φωτογραφίες
Όταν η μνήμη οπλοφορεί, το όπλο της είναι η φωτογραφική μηχανή.
Ό,τι αποτελεί θαυμαστό στη διαδικασία της φωτογράφισης δεν είναι η ακριβής αποτύπωση τοπίων, προσώπων, αντικειμένων, αλλά το εφευρετικό κατόρθωμα να αναρροφώνται όλα αυτά ταυτόχρονα κι αστραπιαία στο σκοτεινό θάλαμο της μηχανής, όπως συμβαίνει μια χαώδης υποθαλάσσια καταβύθιση χωρίς η επιφάνεια των νερών να προδίδει το συμβαίνον.
Ξεφυλλίζω μαθητικές και νεανικές φωτογραφίες, κυρίως ασπρόμαυρες, από το δέντρο του προσωπικού μου χρόνου.
Φωτογραφίες τραβηγμένες στα κάστρα, στη λίμνη, στα τζαμιά, σε γυμνασιακές εκδρομές σε πλησίον αξιοθέατους και ευρύχωρους τόπους. Το μικρό γυαλιστερό χαρτί γίνεται οθόνη, ζωντανεύει, σαλεύω μέσα του. Εδώ βρίσκομαι επάνω στην τσιμεντένια στέγη ενός πυροβολείου. Ένα από την οδοντωτή σειρά των πυροβολείων της οχύρωσης του Μπιζανίου, γερμανικού σχεδιασμού προς χρήση του τουρκικού στρατού. Από την κούφια κοιλιά της οχυρής θέσης λείπει ο ατσάλινος δράκος που κάποτε κοιτούσε προς το Νότο και ξερνούσε ατσάλι και φωτιές. Ανιχνεύω με τις παλάμες μου τα αποφλοιωμένα τοιχώματα, τις βαθιές εγκοπές καμωμένες σίγουρα από τις αθόρυβες εκρήξεις του χρόνου, μα κι από τα θραύσματα εκείνων των οβίδων που άλλοι ατσάλινοι δράκοι (φιλικοί αυτοί) έριχναν κατά δω από το χάνι Εμίν Αγά.
Ο τόπος δεν μυρίζει καμένη πυρίτιδα, αλλά κοπριά σταυλισμένων αιγοπροβάτων, δεν αναπηδούν στο τσιμεντένιο δάπεδο πυρακτωμένοι κάλυκες, οι πυροβολητές δεν συγκρατούν με το χέρι τα φέσια από το ωστικό κύμα.
Είναι σούρουπο. Κοιτάζω προς Βορράν. Κοιτάζω την πόλη. Μια γλυκιά αχλύ απλώνεται πάνω της ως να είναι λίμνη ζαχαρόμελο που βράζει και ατμίζει.
Τώρα εδώ ο φακός με πήρε από δυτικά. Θα πρέπει να βρίσκομαι στον αυλόγυρο του τζαμιού του Αλή Πασά. Ο ήλιος προφανώς χάνεται πίσω από τα βουνά της Δωδώνης, το τελευταίο φως μεταποιεί σε χαλκό το βραχώδες έδαφος των Τζουμέρκων.
Κοιτάζω προς Ανατολάς. Το νησάκι αναδύεται από τα νερά της λίμνης. Το μοναστήρι των Φιλανθρωπινών στάζει από τη στέγη του βούρκο και νερά και οι αγιογραφημένοι στον πρόναό του Έλληνες φιλόσοφοι για ακόμη μια νύχτα στους αιώνες σκιρτούν να αποτοιχισθούν, να φτερουγίσουν ως την Ιερή Δωδώνη.
Η λίμνη στοιχειωμένη. Ίσως εμφανισθούν τα παιδιά του Αλή Πασά βυθισμένα στα γουναρικά και τις πιρόγες και η κάνη των όπλων να ξεπροβάλει τινάζοντας μολύβι προς τις σκιαγμένες αγριόπαπιες. Εδώ τα μικρά καραβάκια – με εισιτήριο δυο δραχμών – εκτελούν ακατάπαυστα το δρομολόγιο Μώλος – Νησί – Ντραμπάτοβα. Τα χέρια των παιδιών φθάνουν ως το νερό και οι παλάμες σχίζουν τα σκουροπράσινα νερά. Στα δάχτυλα αγγιστρώνονται ξεριζωμένα νούφαρα.
Αξέχαστα ταξίδια χωρίς προορισμό, έτσι μόνον για να βουτούν οι παλάμες μας στα σκουροπράσινα νερά, να στάζουν τα δάχτυλα χλιαρό νερό, να μυρίζουν βούρκο.
Μώλος – Νησί – Ντραμπάτοβα – Νησί – Μώλος. Στο στόμα γεύση βατραχοπόδαρων, τηγανισμένων με αυγό.
Αρχές καλοκαιριού μετά τις γραπτές εξετάσεις κατευθείαν βουτιά στο «Δώδεκα», πίνοντας στην ίδια θέση από το ίδιο νερό που ήπιε η κυρα-Φροσύνη μαζί με άλλες χριστιανές και μουσουλμάνες.
Το νερό της λίμνης αφήνει γλυφάδα στο λαρύγγι και το στεγνό δέρμα του κολυμβητή λόγω της εναπόθεσης λεπτών ιζημάτων επάνω του γίνεται μια τεράστια περγαμηνή όπου μπορείς να γράψεις ολόκληρα κείμενα. Αντί πένα, με ξυλαράκι πλατάνου γράφτηκε σε εφηβικό πόδι φθάνοντας ψηλά, σχεδόν στη διχάλα το σουξέ της εποχής.
«Όσο αξίζεις εσύ και η καρδιά σου η χρυσή δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη!»<.p>
Η γη ήταν ολόκληρη εκεί, στα ηλεκτρόφωνα της παραλίας που περιέστρεφαν θεαματικά το σύνολο των δίσκων όπως περιστρέφεται η γη και ξαφνικά το «νοήμον» μηχάνημα αποσπούσε με την αρπάγη του το δίσκο που ήξερε ότι επιθυμούσες κι αντιλαλούσαν τραγούδια ως το απέναντι Στρούνι, στις πλαγιές του Μιτσικελιού.
«Θα πουλήσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι» κι ύστερα απ’ αυτό με συχνότητα φυσικού φαινομένου ακουγόταν η καουμπόικη μουσική από το «Τρύπιο δολάριο».
Σε άλλος φωτογραφικό στιγμιότυπο η «Εμποροπανήγυρη». Αυτή γινόταν αρχές Σεπτέμβρη. Μετσοβίτικες φλοκάτες απλωμένες στα πλατάνια της λίμνης, τα έντονα χρώματά τους αλλοίωναν μαγικά τα σκουροπράσινα νερά, μουσούδια ευτυχισμένα και λαίμαργα φώλιαζαν στο μαλλί της γριάς.
Κολλητά στο Κάστρο το γιγάντιο βαρέλι «Ο γύρος του θανάτου»! Στον κλειστό χώρο του, ο ακροβάτης μοτοσικλετιστής λατρευόταν με εισιτήριο πέντε δραχμών. Αυτός ήταν ο πρώτος θεός της ζωής που εκτελούσε αδιαμφισβήτητο θαύμα.
Και πάλι εδώ η λίμνη αλλά παγωμένη. ποδήλατα τριγυρίζουν στα νερά της. Άνθρωποι παράτολμοι απομακρύνονται αρκετά μακριά από τη στεριά, αφουγκράζονται με αλάνθαστο ένστικτο τους τριγμούς του πάγου.
Ο νυκτερινός βοριάς κατάβρεξε τους παρόχθιους πλατάνους, η ανατολή τους βρήκε ντυμένους με διάφανους πάγους και τους άναψε σαν πολυέλαιους. Καρέκλες λησμονημένες από τις καλοκαιρινές μέρες, βρεγμένες στην προκυμαία, έγιναν εφήμεροι θρόνοι μεγαλοπρεπείς και λείοι.
Αυτή η πόλη θαρρείς δεν έχει ηλιακό φως. Ο φωτεινός δίσκος που περιστρέφεται στο στερέωμα δεν είναι ο ήλιος της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά ένα είδος σέλας πολικό που φιλτράρει τις ακτίνες του μέσα από πηχτόν αιθέρα. Αυτό το αμβλυμμένο φως δίνει στις κινήσεις των ανθρώπων την πένθιμη γοητεία των παραφυσικών σκιών.
Ίσως αυτό εξηγεί την εμμονή του Θ. Αγγελόπουλου να κάνει πολλά γυρίσματα ταινιών σ’ αυτή την πόλη.
Λόγου χάρη κι αυτή η τελευταία φωτογραφία δεν έχει καθόλου φωτεινότητα. Δείχνει να είναι προχωρημένο δειλινό επάνω στα νότια κάστρα. Φωτογραφία κομμένη σχεδόν στη μέση, για την ακρίβεια διαμελισμένη. Το ψαλίδι έπρεπε τότε να έκοβε με οργή. Αυτό μαρτυρείται από την τεθλασμένη γραμμή. Προς τη δική μου μεριά έμεινε το δεξί τζάμι, λίγα αγριόχορτα στα πόδια μου, μια αγριοσυκιά κρεμασμένη στο ύψος της πολεμίστρας και στ’ αριστερό μου χέρι πλεγμένο ένα δεξί λεπτό χέρι ορατό πιο κάτω από τον αγκώνα του. Περασμένο στο δάχτυλο ένα απλό δαχτυλίδι μάλλον ασημένιο, ένα από τα άφθονα μικροκοσμήματα που εμπορεύονται Γιαννιώτες ασημουργοί.
Δείχνει ένα προχωρημένο δειλινό, σχεδόν σούρουπο. Το κάστρο στουπώνει τα ρήγματά του με σκοτάδι.
Είναι λεπτή η στιγμή, η πιο λεπτή ισορροπία που συμβαίνει σ’ έναν αγαπημένο τόπο, όταν το πρώτο αραιό σκοτάδι κλείνει κάπως τις πληγές, ακριβώς λίγο προτού το ηλεκτρικό φως τις φωτίσει πάλι με το δυνατό, το άσπλαχνο φως των χειρουργείων.