Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα

Κάτι με τρώει και δεν έχω ύπνο τις νύχτες.

Στριφογυρίζω ώρες στο κρεβάτι μου. Ύστερα σηκώνομαι, ντύνομαι προσεχτικά και βγαίνω έξω στη σκοτεινή πόλη.

Υπάρχουν πόλεις ανάλαφρες. Όπου γλιστράς πάνω τους. Όλη την ώρα φεύγεις. Υπάρχουν άλλες βαριές. Σα να τις σηκώνεις στις πλάτες σου.

Οι σπουδαίες πόλεις όμως ξεχωρίζουν από τη μυρωδιά.

Αυτές είναι και σπάνιες.

Η μυρωδιά βέβαια αυτή δεν είναι η ίδια.

Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κάπνας αιωρείται πάνω από τα Γιάννενα.
Όταν μάλιστα βρέχει, τότε έρχεται από τη μεριά του Κάστρου πιο βαριά κι γίνεται αναπόφευκτα αισθητή.

[…]

Όταν πρωτοήρθα στα Γιάννενα ήμουνα πολύ χαρούμενος. Ένιωθα ανάλαφρος και χωρίς καμιά έγνοια. Αγόρασα μάλιστα ένα ποδήλατο. Την τρίτη μέρα από τον ερχομό μου και ενώ τριγύριζα πάνω στο ποδήλατο αμέριμνος, χτύπησε η σάλπιγγα υποστολή της σημαίας.

Ήταν βραδάκι. Το πολύβουο πλήθος που πηγαινοερχόταν στην κεντρική λεωφόρο ακινητοποιήθηκε στη θέση που βρισκόταν και σε όποια κατεύθυνση έτυχε να ατενίζει.

Τα πρόσωπα ήταν ανέκφραστα και τα σώματα όλα σε θέση προσοχής. Η γαλανόλευκη κατέβαινε αργά και η διμοιρία στρατιωτών μπροστά στο διοικητήριο παρουσίαζε όπλα.

Κατακόκκινος ο σαλπιγκτής φούσκωνε τα μάγουλα, φούσκωνε και προσπαθούσε να δυναμώσει στο έπακρο την ένταση του ήχου.

Ανέβαινε το σάλπισμα στα χιονισμένα βουνά, πέρναγε πάνω από τη λίμνη, πάνω απ’ τα καμπαναριά με τις φωλιές των πελαργών που ακίνητοι και αυτοί στο ένα πόδι αφουγκράζονταν περίλυποι. Το ίδιο περίλυπα ήταν και τα αγάλματα στην πλατεία και στον «κήπο» μέσα.

Ακίνητος στεκόταν επίσης ο κόσμος και τα αυτοκίνητα στο δρόμο, τη λεωφόρο Δωδώνης, περιμένοντας να τελειώσει ο ήχος της σάλπιγγας. Μόνον εγώ έκανα κύκλους ανάμεσά τους αμήχανος πάνω στο ποδήλατο.

Αμέσως μόλις τελείωσε το σάλπισμα, το πλήθος συνέχισε με την ίδια βιάση προς την κατεύθυνση που πήγαινε. Σα να είχαν πετρώσει για μια στιγμή και ύστερα να ξυπνούσαν ξανά, επιλήσμονες και σε ασυνειδησία του γεγονότος της προηγούμενης στιγμής.

Το συμβάν αυτό της υποστολής της σημαίας, καθώς αντιλήφθηκα αργότερα, απέβη για μένα πολύ σημαντικό.

Όταν τελείωσε ο σαλπιγκτής, πρόσεξα πως οι κάτοικοι της ακριτικής αυτής περιοχής είχαν αγνοήσει την παρουσία μου. Δεν είχαν καν αντιληφθεί πως εγώ κινούμουν ανάμεσά τους όση ώρα διαρκούσε το σάλπισμα.

Με τρόμο ανακάλυψα ότι δεν υπήρχα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είχα δηλαδή υπόσταση.

Από τότε άρχισα να παρατηρώ τα αμέτρητα αγάλματα της πόλης, να διαβάζω τις επιτύμβιες πλάκες και να επισκέπτομαι τα μουσεία και τα ιστορικά κτίρια της περιοχής. Γρήγορα γνώριζα κάθε εκδοχή του πνιγμού της κυρα-Φροσύνης, εντρύφησα στην αιμοδιψή φυσιογνωμία του Αλή Πασά και ένα απέραντο δέος με καταλάμβανε όποτε έφερνα στο νου μου το γερακίσιο βλέμμα του Κίτσου Τζαβέλα ή τη σεπτή μορφή του Μάρκου Μπότσαρη. Οι νεότερες επίσης εποχές της απελευθέρωσης της πόλης των Ιωαννίνων μεταφέρονταν καθημερινά στη συνείδησή μου και έφτασα ακόμα να αγαπώ ή να ταυτίζομαι με αντίστοιχους ήρωες, όπως ο ρομαντικός ποιητής Λορέντζος Μαβίλης και αυτός ακόμα ο θρυλικός βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α΄.

Αχός από μάχες, οδυνηρά τραγούδια γυναικών που θυσιάζονταν σε απόκρημνα βουνά για να αποφύγουν την ατίμωση από τους Τούρκους, ή εκρήξεις από εξωκλήσια που ανατίναζαν μοναχοί, αντιβοούσαν μέσα μου. Και όλα αυτά αποκλειστικά και μόνο γιατί γοητεύτηκα από το γεγονός ότι οι άξεστοι αυτοί χωριάτες ήτανε σε θέση να στέκονται μια δεδομένη στιγμή και να υπακούουν στα κελεύσματα της σάλπιγγας.

Σκέφτηκα πολύ και διαπίστωσα ότι εγώ δεν μπορούσα να απολαύσω ακριβώς αυτή τη λειτουργικότητα της στιγμής.

Άρχισα τότε για πρώτη φορά να βλέπω στον περασμένο χρόνο.

Διστακτικά ψαχούλευα το παρελθόν και ξαφνιασμένος διαισθανόμουν μια απροσδιόριστη προσδοκία που αναδευόταν μέσα μου. Είδα ότι οι άνθρωποι εκείνοι ακινητοποιούνταν αβίαστα και εντελώς φυσιολογικά και αυτό το απέδωσα σε κάποια βαθύτερη επίγνωση της ταυτότητάς τους που οφειλόταν στην ιστορική συνείδηση.

Γι’ αυτό αγάπησα τους Γιαννιώτες ήρωες και τα αγάλματά τους. Αλλά και τα κανόνια και το κάστρο τους.

Ήμουνα κι εγώ τώρα πάνω σ’ ένα σκηνικό με ανειλημμένο ρόλο.

Ανδρέας Μήτσου, «Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα»,Ο χαρτοπαίχτης έχει φοβηθεί, Νεφέλη, 1993, σ. 131-149.