Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑπόστολος Οικονόμου, Σκασιαρχείο
Να είσαι μαθητής στη Ζωσιμαία σχολή δεν ήταν τόσο εύκολο, όσο και το να ζεις σε μια επαρχιακή πόλη σαν τα Γιάννινα.
Γιατί η Σχολή αυτή είχε δημιουργήσει παράδοση πολλών επιτυχιών στις εξετάσεις για τα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα κι αυτό την είχε καταστήσει δέσμια μιας απαιτητικής νοοτροπίας, που χρόνο το χρόνο τη μετέτρεψε σ’ ένα αυστηρό σχολείο με μεγάλη πειθαρχία. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλο κόστος για πολλές γενιές νέων παιδιών που πέρασαν απ’ τα θρανία της και υπέστησαν τις συνέπειες μιας τέτοιας πνευματικής αγωγής. Σ’ ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον, με την ανάλογη νοοτροπία, βρεθήκαμε κι εμείς μαθητές της, προσπαθώντας ν’ αντέξουμε χωρίς συγκρούσεις την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και ν’ ανταπεξέλθουμε στο βασανιστικό μπελά των Μαθηματικών και Αρχαίων, του συντακτικού και των εξισώσεων. Μαζί μας στο ίδιο μαγκανοπήγαδο οι καθηγητές της Σχολής – αντίπαλοι αυτοί – θύματα της ίδιας νοοτροπίας και των μεγάλων απαιτήσεων, προσπαθώντας να φανούν αντάξιοι των προκατόχων τους αλλά και των φιλοδοξιών πολλών οικογενειών της πόλης, που κάθε χρόνο στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο είχαν σαν σημείο αναφοράς αυτούς και την εργασία τους.
Δίπλα μας, τις εκτός σχολείου ώρες, ήταν η πόλη.
Με τα πολλά σουλάτσα, το γήπεδο, το σινεμά, τα κορίτσια που πήγαιναν φροντιστήριο και τα ουζερί με το ατέλειωτο παράπονο των λαϊκών τραγουδιστών.
Και κάποιες στιγμές υπήρχε ο εαυτός μας, μόνο αυτός, όταν κλεισμένοι στο δωμάτιο του σπιτιού ή το βράδυ πριν κοιμηθούμε με κλειστά φώτα, ονειρευόμαστε περιφανείς νίκες και ατέλειωτους θριάμβους που ικανοποιούσαν την επιθετικότητα και τις φιλοδοξίες μας και άλλες, λίγες φορές αυτές, βλέπαμε επιτυχές σε μαθήματα και σπουδές, που ταυτίζονταν με τις προσδοκίες των γονιών μας και τους έκαναν περήφανους για μας.
Το περισσότερο παιγνίδι γίνονταν στη μάντρα αυτοκινήτων που είχε ο πατέρας του Αχιλλέα. Ένα παλιό εγκαταλειμμένο φορτηγό ήταν το επιτελείο μας, στεριωμένο στον τοίχο φτιάξαμε το μονόζυγο. Μαζί κι ο Γιάννης, οι τρεις, είχαμε το προνόμιο να είμαστε γείτονες, συμμαθητές και φίλοι. Όταν θέλαμε να ξεφύγουμε πιο πέρα, το λιβάδι της Κιάφας προσφέρονταν για τρέξιμο και ποδόσφαιρο με τ’ άλλα παιδιά της συνοικίας.
Ο Αχιλλέας πιο μαγκάκι και ζωηρός απ’ τους τρεις μας, αρκετές φορές μας άφηνε μόνους γιατί νταραβερίζονταν με κορίτσια, καθώς έλεγε, για τα οποία ύστερα μας διηγούνταν διάφορες ιστορίες που όσο πιο σκαμπρόζικες και τολμηρές ήταν, τόσο μεγάλωνε τη δειλία μας απέναντί τους. Έπρεπε δε να περάσουν μερικά χρόνια για ν’ αντιληφθούμε πως όλα αυτά ήταν κατασκεύασμα της φαντασίας του και ότι ο ίδιος ήταν δειλός όσο εμείς.
Τις εκτός παιγνιδιού ώρες, αφού περιποιούμαστε τους εαυτούς μας, με κυριότερη φροντίδα το χτένισμα και το ίσιωμα των μαλλιών, παίρναμε σβάρνα τους δρόμους της συνοικίας, με ίδιο ύφος και τρόπο βαδίσματος, επιβλέποντας τους ανθρώπους της, επιστατώντας σε κάθε εργασία που γίνονταν.
Και το βράδυ στο σπίτι λίγη μελέτη στα γρήγορα, όση χρειάζονταν να μην έχουμε προβλήματα με το σχολείο και τους γονείς μας.
Διαφορετική, ξένοιαστη εποχή, που η απόσταση του χρόνου την κάνει ομορφότερη και που θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Θα βοηθούσε σ’ αυτό περισσότερο απ’ όλα, ακόμη κι απ’ τη μεγαλύτερη ικανοποίηση βασικών αναγκών, η διέξοδος σε μια ζωή με μεγαλύτερη ποικιλία και περιπέτειες. Τέτοιες δυνατότητες όμως δεν υπήρχαν – όπως δεν υπάρχουν ποτέ – κι αυτό μας άφηνε με την αίσθηση του ανικανοποίητου, με τ’ όνειρο που δεν μπορούσε να βρει διέξοδο, ν’ ανταποκριθεί στην πραγματικότητα.
Παρηγοριά μας, τα διάφορα φτηνά περιοδικά και οι αστυνομικές ιστορίες σε βιβλία τσέπης, που διαβάζαμε στο παρατημένο φορτηγό της μάντρας ή και καμιά φορά κρυφά στο σπίτι. Τότε ταξιδεύαμε με τη φαντασία ακολουθώντας τους ήρωές μας σε χώρες εξωτικές, μακρινές, συμπάσχοντας μαζί τους και λυτρωμένοι κατά κανόνα με το αίσιο τέλος των περιπετειών τους. Πιστεύαμε πως η πραγματική ζωή βρίσκεται κει, μακριά απ’ τον τόπο μας, διαφορετική, με άλλους κανόνες και δυνατότητες, πέρα από κάθε αναγκαιότητα. Κι ελπίζαμε πως κάποτε θα συναντηθούμε μαζί της.
* * *Το μόνο καινούργιο εκείνη τη χρονιά στο σχολείο ήταν ο νέος καθηγητής Γαλλικών. Κι αν τον μνημονεύω, δεν είναι για τη μικρή ηλικία που είχε ή για τα σγουρά μαλλιά, τη γαμψή μύτη και τα κουρασμένα μεγάλα μάτια του πίσω απ’ τα γυαλιά μυωπίας. Ούτε για το ότι απέφευγε διακριτικά τους άλλους καθηγητές, μήτε και για τον τρόπο διδασκαλίας της ξένης γλώσσας. Σ’ αυτό δεν διέφερε και πολύ απ’ τον προηγούμενο, ούτε απ’ τους άλλους καθηγητές της σχολής.
Το αξιομνημόνευτο με αυτόν είναι, πως μετά τις πρώτες μέρες εκείνης της σχολικής χρονιάς, άρχισε ν’ αφιερώνει λίγη απ’ την ώρα του μαθήματος, για να μας γνωρίσει την ντόπια και ξένη (κυρίως αυτή) ποίηση και λογοτεχνία, με συνεχείς αναφορές στους κλασσικούς και τα έργα τους και με εμφανή την προσπάθεια μυήσεώς μας στον κόσμο του πνεύματος. Σ’ αυτό είχε την τεχνική του, περνώντας πάντα με κάποια αφορμή απ’ το μάθημα στις επί πλέον αυτές παραδόσεις, που πια ήταν μόνιμες την ώρα διδασκαλίας του. Έτσι λοιπόν μετά το γράψιμο και το διάβασμα των Γαλλικών, ακολουθούσε πάντοτε προς το τέλος μια μικρή διάλεξη με ανάλογο περιεχόμενο.
Στην αρχή, αυτή η προσπάθειά του, μας άρεσε, όχι τόσο γιατί ήταν σε βάρος ενός μαθήματος που βαριόμαστε, αλλά γιατί ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μας που ακούγαμε για καταραμένους ποιητές και Μπαλζάκ, για Ρώσους κλασσικούς και Κάφκα.
Σιγά-σιγά όμως το ενδιαφέρον μας εξανεμίστηκε, πάψαμε πια να τον παρακολουθούμε, περιμένοντας βαριεστημένοι την ώρα του διαλείμματος. Άλλωστε για να ’χει ενδιαφέρον ένα μάθημα σαν αυτό, χρειάζονταν διάλογος και συζήτηση, που όμως ήταν αδύνατα από έλλειψη ανάλογης παιδείας σε μας. Για ν’ αντιληφθείτε καλύτερα που βρισκόμαστε, σας λέω πως ίδια με τα δικά μας διαβάσματα ήταν και των υπολοίπων συμμαθητών μας.
Ο κ. Αρσένης όμως – αυτό ήταν τ’ όνομά του – δεν το ’βαζε κάτω. Συνέχιζε τις παραδόσεις αυτές με τον ίδιο ζήλο των πρώτων ημερών, ελπίζοντας ίσως πως αν κάτι δεν κερδίζαμε εκείνο τον καιρό, θα μπορούσαμε να το πετύχουμε στο άμεσο μέλλον.
Εκείνη τη βδομάδα είχαμε χάσει το ένα απ’ τα δυο του μαθήματα κι όπως μας πληροφόρησε ο Γυμνασιάρχης θα χάναμε και το άλλο της επόμενης μέρας, γιατί ο καθηγητής αυτός ήταν άρρωστος.
Αυτή τη μέρα επιλέξαμε με το Γιάννη να χάσουμε και τ’ άλλα μαθήματα μαζί με τα Γαλλικά. Καθώς καταλάβατε αποφασίσαμε για σκασιαρχείο μιας μέρας απ’ το σχολείο. Η χρονιά ήταν μεγάλη και κουραστική, ο Μάρτης μόλις μπήκε, οι Πασχαλινές διακοπές ήταν μακριά, το κουράγιο μας είχε εγκαταλείψει. Ό,τι έπρεπε για ξεκούραση μιας ημέρας και για ψάρεμα στο νησάκι.
Ανακοινώσαμε την απόφασή μας στον Αχιλλέα, αλλά παραδόξως αυτή τη φορά δε θα μας ακολουθούσε.
Όλο τ’ απόγευμα ασχοληθήκαμε με την οργάνωση του σκασιαρχείου αυτού, με το σχεδιασμό των κινήσεών μας της άλλης μέρας. Κανονίσαμε για τα χρήματα και πετονιές, το δρομολόγιο και τις δικαιολογίες. Τέλος δε, συνεννοηθήκαμε για την πρωινή μας συνάντηση.
* * *Βγαίνοντας πρωί απ’ το σπίτι βιαστικός για το ραντεβού μου, με περίμενε η έκπληξη της πυκνής ομίχλης, που είχε απλώσει παντού το άσπρο της σύννεφο, μη επιτρέποντας να δεις παρά μόνο λίγα μέτρα κοντά σου.,/p>
Αποβραδίς βέβαια έδειχνε πού θα πήγαινε το πράγμα. Απ’ τη μεριά της λίμνης, σαν να ’χε ανοίξει μια τρύπα σ’ αυτή, έρχονταν προς την πόλη μικρά κύματα ομίχλης, που σιγά-σιγά τη σκέπασαν όλη. Είχαμε πιστέψει πως ως το πρωί θα ’χε σκορπίσει, αλλά όπως αποδείχτηκε κάναμε λάθος εκτίμηση. Η εξέλιξη αυτή δεν υπήρχε στα σχέδιά μας, μα και να θέλαμε δεν μπορούσαμε τώρα να κάνουμε πίσω, δεν είμαστε για σχολείο, είχαμε μείνει τελείως αδιάβαστοι.
Ο Γιάννης με περίμενε νευρικός στο συμφωνημένο μέρος. Φαίνεται πως κι αυτός είχε απορρίψει την ιδέα της αναβολής, γιατί χωρίς να πούμε κουβέντα, προχώρησε προς τη μάντρα που ήταν ο πρώτος σταθμός μας.
Κρύψαμε τσάντες, πήραμε πετονιές και βιαστικά χωθήκαμε στο πρώτο δρομάκι. Από κει, περνώντας απ’ τα στενά σοκάκια της Καλούτσιανης που τόσο καλά γνωρίζαμε, φτάσαμε πίσω απ’ τα Λιθαρίτσια, χωρίς να έχουμε καμία ανεπιθύμητη συνάντηση. Διασταυρωθήκαμε μόνο με λίγα αυτοκίνητα που πήγαιναν προς το κέντρο, με τα φώτα αναμμένα και τους καθαριστήρες σε λειτουργία. Αποφύγαμε το δρόμο της Μητροπόλεως, μπήκαμε στα στενά της Σιαράβας. Εδώ, όπως φαίνονταν, η ζωή είχε ξεκινήσει από ώρα. Απ’ τα φωτισμένα εργαστήρια λαϊκής τέχνης ακούγονταν το μονότονο χτύπημα των σφυριών και το σφύριγμα κάποιου τεχνίτη. Πιο κάτω στα ξυλουργεία, τον τσιριχτό ήχο της μηχανής, προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να μαλακώσει η μουσική κάποιου ραδιοφώνου. Η μυρωδιά του κομμένου ξύλου απλώνονταν σ’ όλη τη συνοικία.
Βγήκαμε Σκάλα, δίπλα στο Σάββα. Τα χνώτα στα τζάμια δεν άφηναν να δεις μέσα, μα απ’ τις φωνές που ακούγονταν καταλάβαινες πως το καφενείο ήταν γεμάτο. Τα θολά τζάμια εμπόδιζαν να δούμε αν οι μεταφορείς έπιναν ακόμη τον καφέ τους ή είχαν αρχίσει τα τσίπουρα. Όπως και να ’χε, το μεροκάματο δύσκολα θα ’βγαινε σήμερα γι’ αυτούς. Μπροστά μας το φρούριο σκοτεινό και γυμνό, στο άσπρο φόντο πίσω και πλάι του.
Ο φίλος μου μίλησε πρώτος.
— Να πάμε μέσα απ’ το κάστρο. Δεν υπάρχει ψυχή τέτοια ώρα.
— Θα προλάβουμε το καραβάκι;
— Κάνε γρήγορα. Θα προλάβουμε.
Περάσαμε απ τη μικρή πύλη σχεδόν τρέχοντας. Εδώ η ψιλή σκόνη – όπως έδειχνε – της ομίχλης, ήταν πυκνή. Έρχονταν με μικρά κύματα και μας χτυπούσε στο πρόσωπο, μα πιο πολύ μας πάγωνε το υπόλοιπο κορμί. Ούτε το κρύο, ούτε η βιασύνη όμως μας εμπόδιζαν να προσέξουμε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών όπως αναδεικνύονταν στο θολό φόντο, με τα ζωηρά χρώματα των τοίχων, τις μεγάλες καμάρες, τις βαριές ξύλινες εξώπορτες, σαν ζωγραφικοί πίνακες δίχως βάθος.
Απ’ την πίσω πύλη φτάσαμε γρήγορα στο μώλο, που ήταν ο επόμενος σταθμός μας. Τώρα άρχιζαν τα δύσκολα. Έπρεπε να μπούμε στο καραβάκι χωρίς να μας δει κανένας γνωστός. Κρυφτήκαμε σ’ ένα απ’ τα πολλά πλατάνια, ελέγχοντας και τις δύο πλευρές τις παραλίας. Μέχρις ότου ακουστεί η κόρνα του μικρού καραβιού, ειδοποιώντας τυχόν καθυστερημένους επιβάτες, κανένας δεν πέρασε στο δρόμο μπροστά μας. Ησυχάσαμε δε περισσότερο όταν μπαίνοντας μέσα, διαπιστώσαμε πως ήταν σχεδόν άδειο, με μόνους επιβάτες το βαρκάρη, το βοηθό του και μια γριούλα καθισμένη στο πρώτο κάθισμα.
Οι βάρκες αραγμένες κοντά, πίσω τα γυμνά πλατάνια, στο καφενείο της παραλίας φαίνονταν λίγο φως.
Πηγαίναμε σιγά, με τον προβολέα αναμμένο, τη μηχανή χαμηλά. Προσπερνώντας την Κυρά Φροσύνη που αχνά διακρίνονταν, έψαξα τον όγκο απ’ το τζαμί του Ασλάν Πασά. Δεν φαίνονταν όμως τίποτε απ’ αυτό. Καμιά γραμμή, κανένα σχήμα. Σαν να μην υπήρχε. Ίσως μια φευγαλέα στιγμή μόνο, θα πρέπει να διέκρινα την κορυφή του μιναρέ, να βγαίνει στον ουρανό σαν απ’ το πουθενά, καθώς ο ήλιος σε κείνο το μέρος επιχειρούσε να βρει διέξοδο στην ομίχλη. Αριστερά δεξιά, μπρος και πίσω μας τίποτε. Βλέπαμε μόνο στα λίγα μέτρα τα πράσινα νερά και τη μεγάλη αυλακιά που άφηνε η βάρκα πίσω της.
Φτάσαμε στις σημαδούρες του κωπηλατικού ομίλου, χωρίς τα μαύρα πουλιά που κάθονταν πάνω τους να φοβηθούν και φύγουν, ακόμη κι όταν ο βοηθός του βαρκάρη κουνώντας τα χέρια του χούγιαξε αρκετές φορές.
«Χαζοπούλια. Μήτε φοβόσαστε, μήτε βλέπετε πέρα απ’ τη μύτη σας. Λίγα μέτρα πιο πάνω να πετάξετε και θα βγείτε στον ουρανό και τον ήλιο».
Τώρα πια πηγαίναμε στ’ ανοιχτά της λίμνης. Και στην περιπέτεια. Δεν ήταν σκασιαρχείο αυτό, αλλά ταξίδι στις άγνωστες θάλασσες του Βορρά, που θα συναντούσαμε ένα φιλόξενο λαό, με άγνωστη γλώσσα και παράξενες φορεσιές και θα μας υποδέχονταν φιλικά, με ωραία ξανθά κορίτσια να χορεύουν στη γιορτή προς τιμή μας.
Κι αν ο χορός ήταν άγριος από σκληροτράχηλους πολεμιστές κι εμείς τον βλέπαμε απ’ τους στύλους δεμένοι; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, αν τώρα δα πρόβαλε απ’ την ομίχλη, ο ακρόπρωρος ξύλινος δράκοντας του πολεμικού καραβιού τους;
Ο προβολέας που φάνηκε μπροστά, ήταν απ’ το καράβι που έρχονταν απ’ το νησί και πήγαινε για την πόλη. Ήταν γεμάτο νησιώτες που πήγαιναν στις δουλειές τους. Οι δυο βαρκάρηδες αντάλλαξαν χαιρετισμό με τις κόρνες, χαιρετισμός που πρέπει ν’ ακούστηκε σε όλη τη λίμνη.
Η κάθοδός μας στο λιμανάκι του νησιού, ήταν ο τελευταίος σταθμός που έπρεπε να προσέξουμε. Μα για καλή μας τύχη δεν υπήρχε ψυχή. Ερημιά και απόλυτη ησυχία.
Βοηθήσαμε τη γριούλα να κατεβάσει τις τσάντες της κι αυτή μας ρώτησε που πηγαίναμε.
— Για μια δουλειά του πατέρα μας, είχε έτοιμη τη δικαιολογία ο Γιάννης.
— Δεν πηγαίνετε σχολείο; ξαναρώτησε αυτή.
— Όχι δεν πήγαμε Γυμνάσιο, γιατί έπρεπε να δουλέψουμε. Θαύμασα την ετοιμότητά του.
Ελεύθεροι πια ξεκινήσαμε την όμορφη περιπέτεια του σκασιαρχείου. Μπορεί οι συνθήκες να μην ήταν ιδανικές εξαιτίας αυτού του υγρού σύννεφου που τύλιγε τα πάντα, ήταν όμως καλύτερες οποιασδήποτε σχολικής μέρας.
Περάσαμε το δρόμο με τα μαγαζιά που πουλάνε τις τουριστικές κακουγουστιές. Ήταν όλα κλειστά. Στο μπακάλικο της πλατείας αγοράσαμε ψωμί και τυρί, έπρεπε τώρα να επιλέξουμε το μέρος του καλατσιού μας.
Περπατήσαμε τα στενά δρομάκια με τα μικρά, χαμηλά σπίτια και τις κάτασπρες αυλές. Μάταια οι ανθισμένες πασχαλιές, προσπαθούσαν να σπάσουν αυτή τη χρωματική ομοιομορφία. Δε βρήκαμε κανένα στη διαδρομή αυτή, μόνο μερικές γάτες επιφυλακτικές στο πέρασμά μας. Το μουσείο του Αλή Πασά ήταν κλειστό, κλειστό και το μαγαζί μπροστά του. Στο πλαϊνό ενυδρείο δυο κυπρίνοι ξεκουράζονταν, ξεχασμένοι απ’ το περασμένο Φθινόπωρο. Ταράξαμε την ηρεμία τους, δίνοντας να φάνε απ’ το φαγητό μας.
Καθίσαμε στις πέτρες κάτω απ’ το υπόστεγο του μουσείου. Ο Γιάννης μάζεψε λίγα ξύλα κι άναψε φωτιά. Φάγαμε, ζεσταθήκαμε, καιρός ήταν να πάμε για ψάρεμα. Του το είπα.
Πριν απαντήσει έβγαλε κι άναψε τσιγάρο.
— Αν δεν βγει ο ήλιος, δεν βγαίνουν τα ψάρια.
— Κι αν δεν βγει μέχρι το μεσημέρι δε θα ψαρέψουμε;
— Κανονικά όχι, δε βλέπεις που δεν ακούγεται ούτε βάτραχος απ’ το κρύο;
Η εκδοχή αυτή δεν μου άρεσε, γιατί σαν καινούργιος ψαράς ήμουν ανυπόμονος, επιθυμούσα το ψάρεμα όσο τίποτε άλλο.
— Περισσότερο απ’ αυτό μ’ ανησυχεί μήπως δεν έρθει αεροπλάνο, συνέχισε. Δεν έρχεται αεροπλάνο, δεν έρχονται εφημερίδες νωρίς. Πότε θα διαβάσουμε τ’ αθλητικά;
— Έπρεπε να ’ρθουμε άλλη μέρα.
— Άλλη μέρα; Για σκέψου λιγάκι τα μαθηματικά, είπε για να προλάβει την απογοήτευσή μου.
Η υπόμνησή του αυτή είχε αποτελέσματα. Πιο πολύ κι απ’ τα μαθηματικά, δεν άντεχα την ειρωνεία του καθηγητή που τα δίδασκε. Καλύτερα δω και χωρίς ψάρεμα.
— Πάμε μια βόλτα.
Ξανά στα στενά, έρημα δρομάκια του οικισμού, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ομίχλη είχε αραιώσει, μπορούσες να δεις μέχρι πέρα. Ο ήλιος από πάνω προσπαθούσε να διαλύσει το διάφανο σύννεφό της ρίχνοντας τώρα περισσότερο φως.
Στην παραλία μπροστά στο Σαράι, οι αραγμένες από καιρό βάρκες, τ’ άτσαλα απλωμένα δίχτυα, οι ψαράδες που έλειπαν, όλα έδιναν την εικόνα ερήμωσης κι εγκατάλειψης. Ένας σκύλος βγήκε θυμωμένος απ’ το στενό, μα δεν καταδέχτηκε τα παιγνίδια που κάναμε. Του ανταποδώσαμε τα ίσα με πέτρες και ξύλα, μέχρις ότου μια γυναίκα μας έβαλε τις φωνές βγαίνοντας απ’ το σπίτι της.
Πήραμε το δρόμο με τις ανθισμένες κορομηλιές, που οδηγούσε στη Μονή Φιλανθρωπινών. Ανεβήκαμε την ανηφόρα, περάσαμε την εξώπορτα, η εκκλησία κλειστή. Καθίσαμε στα πεζούλια κάτω απ’ το μεγάλο χαγιάτι. Μετά από ώρα εμφανίστηκε μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, που μας πληροφόρησε ότι ο ηγούμενος έλειπε, η ίδια δεν είχε κλειδιά να ανοίξει.
— Περάστε μια άλλη ημέρα που θα ’ναι εδώ.
— Κρίμα, είπα στο φίλο μου, έχασες την ευκαιρία να δεις ζωγραφισμένους δίπλα στους Άγιους και μερικούς αρχαίους σοφούς. Και του εξήγησα – κάνοντας με τη σειρά μου τον έξυπνο – πως στις τοιχογραφίες της εκκλησίας αυτής, ανάμεσα στους Αγίους, όμοια μ’ αυτούς, ήταν ζωγραφισμένοι μια σειρά Ελλήνων σοφών: ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Σόλων, ο Πλούταρχος και άλλοι.
— Με φωτοστέφανο, ρώτησε.
Ήταν μια απορία που δημιουργήθηκε και σε μένα εκείνη την ώρα και σκέφτηκα πως γυρίζοντας σπίτι, έπρεπε να καταφύγω για την απάντηση στο βιβλίο απ’ το οποίο αντλούσα τις γνώσεις αυτές.
Βγαίνοντας απ’ το μοναστήρι μας περίμενε μια άλλη μέρα. Ο ήλιος είχε καταφέρει να διασπάσει τον κλοιό της ομίχλης σκορπίζοντας τα σύννεφά της στις άκρες του ορίζοντα, αποκαλύπτοντας έτσι τον καταγάλανο ουρανό και μια όμορφη εικόνα ακριβώς μπροστά μας. Τη λίμνη και την πόλη απλωμένη πίσω της.
— Σαν δικέφαλος αετός με τα δυο τζαμιά για κεφάλια, είπε ειρωνικά ο φίλος μου, κοροϊδεύοντας βέβαια τις παιδικές μας εκθέσεις, που σχεδόν όλες με αυτή την παρομοίωση άρχιζαν.
Ήταν καιρός για το πρόγραμμα του σκασιαρχείου μας. Ψάρεμα λοιπόν. Κατεβήκαμε τον μικρό λόφο και στην πρώτη μάνα που συναντήσαμε, ετοιμάσαμε τα σύνεργα του ψαρέματος. Ο Γιάννης έριξε πρώτος την πετονιά του και κάθισε στην πέτρα. Αυτό με δυσκόλεψε γιατί το υπόλοιπο άνοιγμα ήταν μικρό για να περάσω την πετονιά μου, χωρίς να μπλέξω με τη δική του και χωρίς να μου πέσει μέσα στα καλάμια. Έτσι μετά από μια αποτυχημένη γρήγορη κοντινή ριξιά, η δεύτερη όχι μόνο πέρασε στις καλαμιές, αλλά και πιάστηκε σ’ αυτές. Αυτό που φοβόμουν έγινε. Κι έγινε ακόμη χειρότερο γιατί με τις άτσαλες κινήσεις μου σκάλωσε περισσότερο στα καλάμια.
Ο φίλος μου ήταν αυτό που λέμε αυθεντία στο ψάρεμα. Πέρα απ’ τις τεχνικές γνώσεις που κατείχε, διέθετε και την ανάλογη αυτοπεποίθηση που με τη σειρά της του έφερνε τύχη. Όταν είδε πως τα πράγματα δυσκόλεψαν – δεν είχαμε άλλωστε την πολυτέλεια εφεδρικών εφοδίων ψαρέματος – ζήτησε να με βοηθήσει και με απλές κινήσεις αριστερά δεξιά, με τίναγμα του χεριού προς τα πάνω, κατάφερε να τα βγάλει όλα χωρίς απώλειες, πετονιά, αγκίστρια και βαρίδι. Ύστερα, αφού δόλωσε, με μια μόνη στροφή του χεριού του, πέταξε την πετονιά και την πέρασε εύκολα στο μέρος που έπρεπε. Κάθισα δίπλα του.
Ένας βάτραχος κοντά ξεκίνησε το δυνατό κι άγαρμπο τραγούδι του. Μακριά, στο βάθος του στενού ανοίγματος, φαίνοντας ένα μικρό μέρος της πόλης. Μπροστά οι σκιές απ’ τις καλαμιές έπεφταν στα πράσινα νερά, που με το κυμάτισμά τους έκαναν μια χρωματική ποικιλία κουραστική για τα μάτια. Όλη την επόμενη ώρα, αυτό ήταν το μόνο τοπίο που βλέπαμε στην αναμονή του τσιμπήματος κάποιου ψαριού. Σιωπούσαμε περιμένοντας το προειδοποιητικό χτύπημα στην άκρη του δάχτυλου, υπνωτισμένοι απ’ το συνεχές παιγνίδισμα των νερών μπροστά μας.
Το ψάρεμα θέλει υπομονή, αυτό το γνωρίζουν όλοι. Κι εμείς είχαμε περίσσια εκείνη τη μέρα. Όταν καταλάβαμε πως η φωλιά που επιλέξαμε δεν ήταν καλή, είχε περάσει πολύ ώρα. Αποφασίσαμε ν’ αλλάξουμε μέρος και να πάμε από την άλλη μεριά του νησιού, που την ώρα αυτή ο ήλιος τη χτυπούσε καλύτερα. Ίσως και τα νερά να ήταν εκεί πιο ζεστά.
Περπατώντας στο δρόμο, βρήκαμε κάποιον εργάτη να φυτεύει ένα πλάτανο προς το μέρος της λίμνης. Τον βοηθήσαμε ο ένας κρατώντας το δέντρο για να πατήσει το χώμα κι ο άλλος φέρνοντας με τον κουβά νερό. Φτάσαμε γήπεδο και σκεφτήκαμε να κάνουμε μια μικρή προπόνηση, δίχως μπάλα. Η σάπια κουκουνάρα την αναπλήρωσε, μέχρις ότου διαλύθηκε απ’ τις κλωτσιές μας.
Κυνηγήσαμε τις γουστέρες απ’ όλο το μέρος κι αποκαμωμένοι ξαπλώσαμε στα χορτάρια.
Καθισμένοι στη σέντρα, ακούγαμε τη συναυλία των βατράχων απ’ τη μεριά της λίμνης. Κανένας άλλος ήχος, καμιά φωνή. Τα αγριολούλουδα κοντά, ο ανοιχτός ορίζοντας γύρω μας, επέτειναν την αίσθηση απομόνωσης, δίνοντάς μας την εντύπωση πως είμαστε μόνοι σε τούτο τον μικρό τόπο.
Ποιος όμως θα ’ταν ο Παρασκευάς απ’ τους δυο μας;
— Σε ποιο μάθημα να φτάσανε τώρα;
Υπολογίσαμε πως τα δύσκολα είχαν περάσει. Στα τελευταία μαθήματα της ημέρας, κανένας μαθητής δεν είχε προβλήματα. Ακόμη κι εμείς.
— Αρκετά καθίσαμε, πάμε.
Λίγο περπάτημα ακόμη απ’ το μονοπάτι με τις μεγάλες ιτιές και φτάσαμε στο μέρος που θέλαμε.
Ο τόπος που βρήκαμε ήταν ιδανικός για το σκοπό μας. Το άνοιγμα στις καλαμιές ήταν φαρδύ, χωρούσε πολλά άτομα να ψαρέψουν. Ένας διάδρομος γης έφτανε ως την άκρη του καλαμιώνα, σαν ακρωτήρι που έμπαινε μέσα στη λίμνη.
Στην άκρη του διαδρόμου αυτού είδαμε καθισμένο έναν άντρα. Μας είχε γυρισμένες τις πλάτες, ο ήλιος μπροστά εμπόδιζε να τον δούμε καλύτερα.
— Φίλε τσιμπάει καθόλου, φώναξε ο Γιάννης.
Καμιά απάντηση. Δεν θα ’κουσε φαίνεται.
— Ε φίλε, ξανάπε δυνατά. Δεν γύρισε καν το κεφάλι του.
Βαδίσαμε προς τα κει προσεκτικά, γιατί ο διάδρομος ήταν ανώμαλος, γεμάτος πέτρες και ξύλα. Η λίμνη τώρα άνοιγε μπροστά μας μια μεγάλη, φωτεινή επιφάνεια, με το ανάλαφρο κύμα της να έρχεται και να χάνεται μέσα στα καλάμια.
Ο άνθρωπος αδιαφορώντας για μας, εξακολουθούσε να κοιτάζει μπροστά, σαν να μετρούσε το κάθε κύμα της λίμνης. Με το ένα χέρι κρατούσε την πετονιά, με το άλλο στήριζε το κεφάλι του.
Δεν γύρισε να μας δει, ακόμη κι όταν φτάσαμε τελείως κοντά του. Δίπλα του υπήρχε ένα τσαλακωμένο καπέλο και πάνω του ένα βιβλίο παλιό, διπλωμένο σε πολλές σελίδες. Έστριψα το κεφάλι για να διαβάσω τον τίτλο: Η Έρημος των Ταρτάρων.
— Σας πειράζει να ψαρέψουμε εδώ, ρώτησε ο Γιάννης.
— Όχι, απάντησε καθυστερημένα. Και γυρίζοντας το κεφάλι αργά είδαμε επιτέλους το πρόσωπό του. Τα σγουρά μαλλιά, τη γαμψή μύτη, τα κουρασμένα μεγάλα μάτια του πίσω απ’ τα γυαλιά μυωπίας.
* * *Στο μάθημα των Γαλλικών εκείνης της χρονιάς, οι βαθμοί και των δυο μας ήταν ασυνήθιστα ανεβασμένοι και ήρθαν σαν αποτέλεσμα της προσοχής και επιμέλειας που δείξαμε όλο τον υπόλοιπο χρόνο, όχι μόνο στην ξένη γλώσσα καθαυτή, αλλά και στις επί πλέον παραδόσεις του κυρίου Αρσένη, για την εξέλιξη και πορεία του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Έτσι το σκασιαρχείο αυτό, στα μέσα εκείνης της σχολικής χρονιάς, μας μύησε με τον πρωτότυπο τρόπο του στον όμορφο κόσμο της Ποίησης και Λογοτεχνίας, έναν κόσμο απ’ τη μαγεία του οποίο δεν ξεφύγαμε ποτέ στη ζωή μας.
Απόστολος Οικονόμου, «Σκασιαρχείο», Η ξερολιθιά, Δωδώνη, 1995, σ. 37-53.