Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα

Οι ταξιδιώτες που τυχαίνει να μπουν για πρώτη φορά σε ξένη πόλη, βλέπουν πάντα αυτά που φαίνονται με την πρώτη ματιά και πάντοτε απέξω. Τους δρόμους βλέπουν και τα σπίτια• το πώς είναι καμωμένα, τις ιδιομορφίες που έχουν και τα τέτοια.

Παρατηρούν και τους ανθρώπους: να μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά ή να περπατούν, έξω, στους δρόμους. Τους ακούνε κιόλας να μιλούν, να λένε τα δικά τους• γιατί η κάθε πόλη έχει το δικό της το ρυθμό, το ιδιαίτερό της ύφος κι αυτό είναι που τραβάει τον ταξιδιώτη. Αυτό είναι κιόλας που τον μελαγχολεί. Τη θέλει όμως, όπως φαίνεται, αυτού του είδους τη μελαγχολία γιατί είναι κάτι που έρχεται απέξω, κι όσο να ’ναι, δεν πρόκειται να κρατήσει για πάντα. Σε δυο-τρεις μέρες θα ’χει φύγει από κει και στα δικά του θα γυρίσει πάλι• στο σπίτι του και στις συνήθειες τις δικές του σε κείνη την καθημερινότητα που τον κρατάει σε κάποια ισορροπία.

Παρόλο όμως που οι ταξιδιώτες, όταν βρίσκονται σε ξένη πόλη, παρατηρούν τα πάντα, τους διαφεύγει κάθε φορά πως αυτό που βλέπουν δεν είναι άλλο παρά μονάχα το σκηνικό. Ένα σκηνικό όπου παίζεται μια παράσταση στα δικά τους τα μέτρα και με τη δική τους τη συμμετοχή, ενώ η πόλη παίζει αλλού και πάντα πίσω απ’ τις κουρτίνες: μια άλλη παράσταση δίνεται εκεί, που δεν πρόκειται ποτέ τους να τη δουν, αφού, έτσι κι αλλιώς, αυτοί δε βρίσκονται μέσα στα πρόσωπα του δράματος. Απέξω πάντα θα ’ναι, μιας κι είναι μόνο θεατές: οι θεατές ενός μεγάλου σκηνικού, όσο μια πόλη ολόκληρη, με τις χιλιάδες της ψυχές: ψυχές που ξετυλίγουν μπρος στα μάτια τους ένα θέαμα όμοιο με κείνο που θα ’βλεπαν και σ’ οποιαδήποτε άλλη πόλη, γιατί στην εξωτερική εικόνα μόνο θα σταθούν κι αυτή είναι που θα κρατήσουν όταν φύγουν.

Οι άνθρωποι, όμως, της πόλης θα μείνουν εκεί, όπως και πριν για μια ολόκληρη ζωή θα μείνουν κι εκεί θα συνεχίσουν. Το ρόλο που τους έταξε η μοίρα θα συνεχίσουν να παίζουν και το βάρος του θα σηκώνουν, κάθε μέρα, μέχρι να πέσει η αυλαία, για τον καθένα χωριστά — κι όσο να γίνει αυτό, σκοινάκια αδιόρατα θα τους ενώνουν: δικτυωτό περίπλοκο, όπου η ζωή, σαν μια τεράστια αράχνη —σκοτεινή και ραδιούργα— θ’ απλώνεται συνέχεια. Θα τους κρατάει δεμένους μεταξύ τους και λίγο λίγο θα τους φθείρει, μέσα σ’ αυτή την καθημερινότητα των συναλλαγών, των συμφερόντων και των ενοχών —σ’ αυτό, τέλος πάντων, το πανάρχαιο παιχνίδι που δεν έχει τέλος.

Τα Γιάννενα, αυτή η πόλη, που ’ναι χτισμένη ψηλά στο οροπέδιο κι εκατοντάδες χρόνια τώρα ζει με το βραχνά του γρανιτένιου όγκου που της κλείνει τη θέα, δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που λέγαμε πιο πριν. Έχει κι αυτή τους κατοίκους τους δικούς της, έχει και τους επισκέπτες: ανθρώπους, ταξιδιώτες, δηλαδή, που έρχονται σ’ αυτήν από διάφορα μέρη και σε διαφορετικές εποχές.

Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, μπαίνουν στην πόλη από δυο μεριές. Δυο πύλες έχουν τα Γιάννενα. Τη μια στα βόρεια και την άλλη στη νότιά τους την πλευρά.

Εκείνη που βρίσκεται στη βορεινή πλευρά είναι κοντά στο φόρο τον παλιό, λίγο πιο πάνω απ’ τη Λιμνοπούλα. Από κει μπαίνουν στην πόλη όσοι κατεβαίνουν ψηλά από το Δρίσκο αφού περάσουν πρώτα την Κατάρα. Είναι αυτοί που έρχονται με αυτοκίνητα απ’ τη μεριά της Θεσσαλίας, απ’ τη Θεσσαλονίκη και γενικά από τα βόρεια.

Από την ίδια πύλη, όμως, θα περάσουν κι αυτοί που έρχονται απ’ τη μεριά του Ιονίου, όπως κι οι άλλοι που ταξιδεύουν αεροπορικώς. Θα κατεβούν εκεί πιο έξω, δίπλα στα θεόρατα βουνά — στο αεροδρόμιο θα κατεβούν, που γράφει στη στενή πεδιάδα, σαν μια γκρίζα κοντυλιά. Ένας διάδρομος στενός που τον ορίζουν μια σειρά χρωματιστά μπαλόνια, κάτι μπαλόνια φουσκωτά που δείχνουν ολοένα προς τα βόρεια• εκεί, κατά τα μέρη τα άγρια που τρέχει ο μεγάλος ποταμός με τα πολλά γεφύρια: στα δυτικά χωριά του Ζαγοριού και στα μαστοροχώρια που σκεπάζονται από τον ίσκιο• βαρύ της γρανιτένιας ραχοκοκαλιάς του Πίνδου. […]

Κόσμος πολύς περνάει τώρα από την πύλη αυτή όπου περνάει κι απ’ την άλλη: αυτήν που έχει η πόλη στη νότιά της πλευρά.

Από κει το έμπα γίνεται από δυο μεριές. Από τον πάνω δρόμο το φαρδύ με τα πολλά τα βενζινάδικα και το πανεπιστήμιο κι από τον κάτω, το στενό• το δρόμο της Ανατολής όπου και ο συνοικισμός Βιετνάμ, με τις παράγκες των φτωχών, καθώς και ο Ακραίος, το στρατόπεδο, που βγάζει στην Καλούτσιανη.

Οι δρόμοι αυτοί φέρνουν στην πόλη όσους έρχονται από τα νότια• κι είναι πολλοί. Μέρα και νύχτα μπαίνουν από κει οι οδηγοί των φορτηγών — με το τσιγάρο, αναμμένο, στο χέρι που κρέμεται μόνιμα έξω απ’ το παράθυρο και με το κασετόφωνο στη διαπασών, να εκπέμπει τραγούδια βάρβαρα και νταλκαδιάρικα στη σκοτεινή την πεδιάδα, αλλά κι οι επιβάτες των λεωφορείων γέρνοντας από τη νύστα στα καθίσματα σαν πεθαμένοι, μέχρι να πιάσουν τη Μπάφρα, γιατί, μετά, ξυπνάνε ξαφνικά όλοι μαζί κι αρχίζουν την κουβέντα. Βγάζουν τις χτένες και χτενίζονται, τακτοποιούνε λίγο τον καβάλο κι αμέσως ύστερα αρχίζουν να μαζεύουν τις σακούλες.

Εκεί, πάνω-κάτω, βρίσκεται το όριο κι από τη θέση αυτή αρχίζει κι η ετοιμασία για την είσοδο στην πόλη.

Αυτοί οι ταξιδιώτες είναι συνήθως ντόπιοι. Μικρέμποροι και φοιτητές από τα Γιάννενα, παιδιά που σπουδάζουν στην Αθήνα, μετανάστες από τη Γερμανία ή και χωριάτες απ’ τα κοντινά χωριά, που αρρώστιες ή δουλειές τους τράβηξαν, θέλαν δε θέλαν, στην πρωτεύουσα.

Μαζί μ’ αυτούς μπαίνουν στην πόλη από κει κι εκείνοι που έρχονται με τα δικά τους τα αυτοκίνητα. Ντόπιοι κι αυτοί, πιασμένοι: χοντρέμποροι, μεσίτες κι εργολάβοι• γιατροί, καθηγητές κι αεριτζήδες ή και παιδιά πλουσίων, που πετάγονται, δίχως σκοπό, ως τα περίχωρα κι όλο μαρσάρουν, μες στη νύχτα, τρέχοντας με εκατόν πενήντα.

Από τον ίδιο δρόμο, όμως περνάνε και οι άλλοι. Οι ξένοι, δηλαδή, που έρχονται στην πόλη για διακοπές. Είναι αυτοί που κόβουν βόλτες, ύστερα, κάτω στη λίμνη και στο Κάστρο• που πηγαίνουν, όλοι μαζί, στη μεγάλη τη σπηλιά ή στο νησί. Αυτοί που περιεργάζονται, όλη μέρα, τις βιτρίνες με τ’ ασημικά και ψάχνουν για μπουγάτσες στην πλατεία.

Είναι οι θεατές που λέγαμε και στην αρχή. Αυτοί που βλέπουν μοναχά το σκηνικό μιας κι είναι αδύνατο να πάρουν μέρος στην παράσταση που δίνει η πόλη, πίσω απ’ τις κουρτίνες, κάθε μέρα. Γι’ αυτό και κατεβαίνουν στο Κριθαροπάζαρο, να πούμε. Στέκονται εκεί, για ώρα, και κοιτούν. Τα μαγαζιά, κοιτάζουνε, με τα μαντζούνια και τις περίεργες στοές, με τα παλιά ποτοποιεία. Τα πανδοχεία τα ετοιμόρροπα περιεργάζονται και την αρχιτεκτονική τους σχολιάζουν μεγαλόφωνα.

Τα βλέπουν όλα αυτά, λοιπόν, λες κι είναι μόνο μέρος κάποιου σκηνικού: γκρεμίσματα ωραία και χτίσματα νεκρά. Στοιχεία διακόσμησης —μιας άλλης, έντρομης ζωής— άξια να κρατηθούν στο σκοτεινό το θάλαμο της φωτογραφικής τους μηχανής, χωρίς καθόλου να υποψιάζονται πως λίγο πάνω απ΄ το κεφάλι τους, εκεί, στο πανδοχείο του Μπαλάνου, στο τρίτο παράθυρο ακριβώς κι αριστερά της πόρτας με τα χρωματιστά τα τζαμιλίκια, βρίσκεται το δωμάτιο όπου είναι κλεισμένος, από ώρες, μόνος τους ο Βύρωνας ο Ζήνδρος και υποφέρει. […]

Νίκος Χουλιαράς, Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα, Νεφέλη, 1990, σ. 11-18.