Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όπως τα κούρνισες, Θε’ μου

Δεν ξέρω γιατί, αλλά με συγκίνησε που έμαθα ότι γεννήθηκα στο Νησί. Ένα μικρό νησάκι στη μέση της λίμνης, με καμιά δεκαριά μοναστήρια και το σπίτι όπου σκότωσαν τον Αλή Πασά. Όλο κι όλο τρακόσα μέτρα περπάτημα είναι, αν θέλεις να το φέρεις γύρω γύρω. Αλλά και τι δεν έχει σ’ αυτά τα τρακόσα μέτρα. Ως και φαντάσματα, ολόγυρα στο σπίτι του Αλή Πασά. Ακόμη και σήμερα, όταν πηγαίνω, εκεί είναι, τα οσφραίνομαι· πόσο μάλλον τότε που γεννήθηκα, που η ιστορία ήταν ακόμη νωπή. Οι κάτοικοι μιλούσαν για τον ίδιο τον Αλή Πασά, ότι δεν άφησε ποτέ το νησί που αγαπούσε και περιφερόταν ακόμη γύρω από το σπίτι του. Είναι πάντως αλήθεια ότι το νησί αυτό, ένα βήμα από τα Γιάννενα, έχει πάντα άλλο καιρό από την πόλη. Λιακάδα στα Γιάννενα; Βροχή στο Νησί. Συννεφιά στα Γιάννενα; Λιακάδα στο Νησί. Κι έτσι που το βλέπουν οι Γιαννιώτες μπροστά τους, να επιπλέει σαν ένας άλλος κόσμος πάνω στα θολά νερά της λίμνης, πιστεύουν πως εκεί είναι η Άλλη Ζωή. Ο κόσμος των πεθαμένων. Εκεί, λοιπόν, γεννήθηκα εγώ. Στην Άλλη Ζωή. Μέρα πανηγυριού. Γι’ αυτό ίσως αισθάνομαι τόσο ενοχλημένη απ’ αυτό τον κόσμο. Κάποιο απ’ αυτά τα πνεύματα θα μπήκε μέσα μου την ώρα που γεννιόμουν. Κι είναι στιγμές που δε θέλω να δω άνθρωπο μπροστά μου. Σβήνω τα φώτα και κάθομαι ώρες στο σκοτάδι, ώσπου να μου περάσει. […]

Τα Γιάννενα ήταν πολύ μικρά. Και δεν ήταν παρά μερικά χρόνια που είχαν φύγει οι Τούρκοι κι ήταν σαν να μην είχαν φύγει καθόλου. Τα σπίτια ήταν τα ίδια. Με τα τούρκικα χαγιάτια και τις σκοτεινές κάμαρες. Οι άνθρωποι οι ίδιοι. Στενόμυαλοι και μισογύνηδες, όπως οι Τούρκοι. Τις βλέπαν τις γυναίκες σαν αντικείμενο κι όχι ανθρώπους. Έτσι και πέρναγες από τα καφενεία της Καλούτσας, οι ναργιλέδες παίρναν και δίναν. Λες και βρισκόσουν στην Κωνσταντινούπολη. Όσο για τα φέσια, δε λέγαν να τα βγάλουν από το κεφάλι τους. Και μπορεί οι γυναίκες να μη φορούσαν φερετζέδες, αλλά πού να δεις καμιά στο δρόμο. Ήταν απαγορευμένο να κυκλοφορούνε. Τα ψώνια τα κάναν από τους πλανόδιους που περνάγαν καθημερινά από σπίτι σε σπίτι. Άσε που έβλεπες μερικές να φοράνε ακόμη το σαλβάρι. Αλλά και ντελάληδες είχαμε, που λέγαν τις ειδήσεις της ημέρας, ενώ έβγαιν’ εφημερίδα. Πόσοι όμως ξέρανε γράμματα να διαβάσουν; Είχαμε μορφωμένους. Ήταν η Ζωσιμαία Σχολή, που έβγαζε σπουδαίους ανθρώπους, από τουρκοκρατίας ακόμη. Αλλά αυτοί ήταν λόγιοι. Σκυμμένοι στα βιβλία τους. Κι οι περισσότεροι φεύγαν για την Αθήνα. Ο πολύς ο κόσμος —αυτοί οι νοικοκύρηδες οι λεγόμενοι— ήτανε «στόκια» τελείως. Για να μην πω αναλφάβητοι.

Βασίλης Ζιώγας, Όπως τα κούρντισες, Θε’ μου, Καστανιώτη, 1993, σ. 12-13.