Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Χρονικό μιας σταυροφορίας

Είχε βραδιάσει όταν έφτασαν στα Γιάννενα. Ο Δίων ξαναπήγε στο ίδιο ξενοδοχείο κι αγνόησε τις ερωτήσεις του ξενοδόχου για «τους άλλους δύο κυρίους που ήταν μαζί του πριν δεκαπέντε μέρες». Ήταν κουρασμένος, και τώρα που είχαν περάσει η ζάλη του ούζου κι η συγκίνηση ένιωθε πολλή πείνα. Ρώτησε ποιο ήταν το καλύτερο εστιατόριο στην πόλη, κι ο ξενοδόχος τούδωσε μια διεύθυνση.

—Κάντε γρήγορα όμως, πρόσθεσε, γιατί είναι οχτώ, και στις εννιά σταματάει η κυκλοφορία.

Βγαίνοντας από το εστιατόριο στις εννιά παρά τέταρτο, ύστερα από ένα καλό γεύμα, ο Δίων έπεσε πάνω στο λοχαγό Πέτροβιτς, που στεκόταν μπροστά στην είσοδο με τη βαλίτσα στο χέρι. Εξήγησε στο Δίωνα πως είχε χάσει τον οδηγό, πως πεινούσε και φοβόταν να μπει στο εστιατόριο γιατί δεν ήξερε ελληνικά.

—Σε ποιο ξενοδοχείο μένετε; ρώτησε ο Δίων.

—Δεν έχω ξενοδοχείο ακόμα, φοβόμουν να πάω γιατί δεν ξέρω ελληνικά, κι η ταυτότητά μου…

Έδειξε μια ταυτότητα με τ’ όνομα Ιωάννης Παπαδόπουλος.

—Αύριο πρωί-πρωί φεύγω, πρόσθεσε.

—Και πού θα κοιμηθείτε απόψε;

—Δεν ξέρω.

Έμοιαζε να τάχει τελείως χαμένα.

—Ελάτε μαζί μου, είπ’ ο Δίων και τον πήρε στο ξενοδοχείο του.

Στο δρόμο αναρωτήθηκε πώς αυτός ο άνθρωπος, που δεν έμοιαζε καθόλου καταφερτζής, είχε καταφέρει να φτάσει απ’ το Στρατηγείο του Μιχαήλοβιτς ως εδώ, περνώντας μέσα απ’ τις γραμμές των Γερμανών, των παρτιζάνων του Τίτο, των Αλβανών κομμουνιστών και του ΕΛΑΣ. Ρώτησε το Σέρβο για τον Τίτο.

—Nous ne connaissons pas ce monsieur, ήταν η περήφανη και ανεδαφική απάντηση.

Έτσι, συλλογίστηκε αργότερα ο Δίων, θα μιλούσε το 1790 ένας Γάλλος αυλικός για τον Danton.

Στο ξενοδοχείο ο Δίων αψήφησε τ’ ανακριτικά βλέμματα του κουτσόβλαχου, εγκατέστησε τον Πέτροβιτς σ’ ένα δεύτερο κρεβάτι στην κάμαρά του και τούδωσε λίγο ψωμοτύρι που βρέθηκε μέσα στο σάκο του. Η ευγνωμοσύνη του Σέρβου ήταν συγκινητική στην υπερβολή της.

—Δε θα ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη σας, του είπε πριν κοιμηθούν. Χωρίς εσάς δεν ξέρω τί θα είχα κάνει.

—Τίποτα, τίποτα, αποκρίθηκε ο Δίων νυσταλέα.

—Άμα τελειώσει ο πόλεμος, σας περιμένω στο Βελιγράδι να σας φιλοξενήσω, να σας γνωρίσει η γυναίκα μου. Δικηγόρος Ράικο Πέτροβιτς, θα με βρείτε στον τηλεφωνικό κατάλογο…

Την άλλη μέρα ο Σέρβος τράβηξε για τη Φλώρινα. Ο Δίων έμεινε μόνος του τις τέσσερες μέρες που χρειάστηκαν ώσπου να βγάλει την άδεια του ταξιδιού για την Αθήνα, και τις πέρασε σεργιανίζοντας στις όχθες της λίμνης και στα στριφογυριστά στενά σοκάκια.

Στα Γιάννενα βρίσκονταν τότε κάθε λογής ύποπτες φυσιογνωμίες διαφόρων εθνικοτήτων. Στα κέντρα και στους δρόμους κυκλοφορούσαν χαφιέδες των Γερμανών και των Ιταλών, Αρβανίτες, Σέρβοι, Ρουμάνοι, πράκτορες των κομμουνιστών κι άλλοι του Μαχόμενου Στρατού. Όλες οι κινήσεις και προπαγάνδες, μυστικές και φανερές, συναντιόνταν εκεί, και στα εστιατόρια άκουγε κανένας άλλη γλώσσα σε κάθε τραπέζι. Πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν στην παρανομία και δεν έμοιαζαν να σκοτίζονται γι’ αυτό.

Ο Δίων δεν μπορούσε να συνηθίσει σ’ αυτή την ατμόσφαιρα. […]

Ρόδης Ρούφος, Χρονικό μιας σταυροφορίας, Κέδρος, 1972, σ. 231-233