Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα»

[…]
Περνώντας από την Ζαρά, ήταν πλειά μέσα στα Γιάννινα. Κόσμος πολύς αναδεύονταν άνω-κάτω και πέρα-δώθε. Βλέποντας ο Κουτσογιάννης το πλήθος αυτό, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά στη ζωή του, με τες ασυνήθιστες φορεσιές τους, για τα μάτια του: γούνες, τζουμπέδες, ντουλαμάδες, σιαλιβάρια, λιμπαντέδες, φράγκικα, είπε:

—Ούι, μάννα μου, αρχόντοι!

Νομίζοντας, ότι κάθε άνθρωπος, που δεν φόραε σιεγκούνια ή φουστανέλες, ήταν άρχοντας χωρίς άλλο!…

Όταν ζύγωσε το πλήθος, άρχισε να καλημεράει δεξιά και ζερβιά, φέροντας το δεξί του χέρι στα στήθια του, σ’ ένδειξη μεγάλου σεβασμού.

—Καλ’μέρα! Καλ’μέρα! Καλ’μέρα.

Αλλά κανένας δεν του απολογιόνταν: «Καλή σου ημέρα!» ή «Πολλά τα έτη», αλλά τραβούσαν όλοι στην δουλειά τους, χωρίς να τον προσέχουν.

Τότε ο Κουτσογιάννης, καλημερώντας και μη λαβαίνοντας απάντηση, θύμωσε και μουντζώνοντας με τα δυο του τα χέρια όλον εκείνον τον κόσμον, που αναδεύονταν, σαν μελίσσι, ξεφώνησε:

—Ου! στον διάβολο, παλιανθρώποι! ας είστε κι αρχόντοι! Και δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα αν είχαταν στο μαντρί καθένα σας πάλε δεν θα είχαταν τόσο σηκωμένη την μύτη, και θα καταδέχοσταν ν’ απολογηθείτε στην καλ’μέρα του Θεού! Ου! να μου χαθείτε!

Βλέποντας κι ακούοντας αυτά ο Κώστας του φώναξε με θυμό:

—Γιάνν’! Γιάνν’! Ώρε Γιάννη!

Ο Κουτσογιάννης ξακολουθούσε να βρίζει απάνω στον θυμό του, σαν να μην τον άκουε τον Κώστα, λέγοντας:

—Ωρέ, έχω καλ’μερήσει και καλ’μερήσει ανθρώπους• τσιελεγκάδες βαρβάτους με δυο χιλιάδες, με τρεις, με τέσσερες, με πέντε μ’ εφτά και με δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα και κανείς δεν μ’ αρνήθηκε την καλ’μέρα. Έχω καλ’μερήσει Σκέντο, Μπέζα, Γκίζα, Γιάγκα, Μπάρδα κι ούλη την Βλαχουνιά, κι ούλοι μου απαντούσαν: «Καλή σου ημέρα» και «πολλά τα έτη» κι εσείς οι κ…

—Ώρε Γιάνν’! ώρε Γιάνν’! φώναζε συγκρατούμενα ο καημένος ο Κώστας ψηλά από το μουλάρι, αλλά πού να βάλει αυτί ο Κουτσογιάννης!

Κάποτε επιτέλους του απολογιέται:

—Ε! ωρέ, τι θέλεις;

—Είσαι ντίπου λάβδα-ο-λο, καημένε! Τι σε φταιν ο κόσμος και τους βρίζεις; Δεν λες ότι σου τες βρέχει και κανένας;

—Γιατί δεν απολογιούνται στην καλ’μέρα μου;

—Γλέπεις τι πολυκοσμία είν’ εδώ πέρα;

—Και σαν είναι τι;

—Έχει λογαριασμό! Αν όλος αυτός ο κόσμος χαιρετούσαν τον έναν και τον άλλον που απαντούσαν στον δρόμο, τότε δεν θάκαναν άλλη δουλειά, παρά να χαιρετούν από το πρωί ως το βράδυ.

Σώπασε ο Κουτσογιάννης, αλλά κοίταξε άγρια-άγρια όλους τους ανθρώπους, που αντιδιάβαιναν σαν να ήθελε να τους φάγει με τα μάτια, ή να τους πιάσει με την κλύτσα του και να την σπάσει στην ράχη τους.

Εκεί, που όλο έμπαιναν προς τα μέσα της πολιτείας, ένας Χότζας, σαν ανθρώπινο πετούμενο, άρχισε άξαφνα το μπαγλάτημα, ψηλά σ’ έναν μιναρέ, και να ψέλλει την προσευχή του.

—«Αλλάααααχ…»

Ξεπετάχτηκε ο Κουτσογιάννης ως απάνω κι είπε στον Κώστα με φόβο και περιέργεια:

—Αδερφούλη Κώστα! Τ’ είναι πάλε αυτός ο διάβολος, που ψέλλει εκεί απάνω;

—Ο Χότζας, ο τουρκόπαπας, που διαβάζει…

—Έτσι είναι οι Τούρκοι οι παπάδες;

—Έτσι…

—Το μεσημέρι λειτουργούν οι χοτζάδες;

—Ωρέ, έλα κοντά μου, διάολε, και μην γκαρίζεις έτσι, γιατί θα μας ακούσουν οι Τούρκοι και θα βρούμε κανένα άντεμα!

Ακολούθησε ο Κουτσογιάννης τον Κώστα• κι όσο κι όσο προχωρούσαν προς την καρδιά της πολιτείας, τόσο πυκνότερη η πολυκοσμία, τόσο κι η οχλοβοή δυνατότερη. Χριστιανοί, Τούρκοι, Εβραίοι πήγαιναν άνω-κάτω και πέρα-δώθε σαν μελίσσια στο κρινί. Οι Χριστιανοί περβατούσαν περήφανα, οι Τούρκοι αργά-αργά, και πολλοί απ’ αυτούς τραβούσαν τσιουμπούκι, ενώ περβατούσαν, κι οι Εβραίοι, ζωσμένοι στην μέση τους ταβλάδες, γεμάτους πραγματείες, περβατούσαν, άναργα-άναργα, φωνάζοντας ψαλμωδικά:

—Ράααααματα καλά! Πραμμάαααατειες καλέεεεες!

Βλέποντας όλ’ αυτά ο καημένος ο Κουτσογιάννης, γύριζε σαν ανεμοδείχτης, αλλά τι να πρωτοϊδεί και τι να πρωτακούσει, απ’ όλα όσα ήταν ολόγυρά του. Βρίσκονταν σ’ έναν φοβερό λαβύρινθο μέσα, που τούχε πάρει όλον του τον νου. Ήθελε νάχε χίλια μάτια να βλέπει κι άλλα χίλια αυτιά ν’ ακούει. Ένα ζευγάρι μάτια κι ένα ζευγάρι αυτιά δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν καθόλου την περιέργειά του.

Τέλος έφτασαν στο χάνι του Πράσσου, στον «Πλάτωνα», μοναδικό χάνι και ξακουσμένο σ’ όλην την Ήπειρο. Εκεί ήταν ο μεγαλύτερος θόρυβος και το μεγαλύτερο κακό. Σαράντα καβάλες έμπαιναν και σαράντα καβάλες έβγαιναν. Θόρυβος, κακό, κοσμοχαλασιά! Οι λαχανοπούλοι φώναζαν απ’ έξω.

—Σπανάκια, παζιά, μαρούλια, μακεδονίσι, κολοκυθάκια, χλωροκούκκια…

Οι κρεασοπούλοι: ο ένας απ’ εδώ βροντερά-βροντερά:

—Κατσκομούνχοοο!

Οι άλλοι απ’ εκεί:

—Κριαρήσιοοο!

Τρίτος με ψιλή φωνή:

—Αρνάκι το καημένο!

Τέταρτος:

—Κατσίκιιι!

Κι ανάμεσα σ’ όλες αυτές τες φωνές ξεχωριστές κουβέντες των κρεασοπούλων, που πουλούσαν, κι έκοβαν:

—Κόψ’ τ’ αγά το κεφάλι’!

—Βγάλ’ του μπέη τον λαιμό!

—Κόψ’ τ’ άρχοντα το μπούτι!

Τα ποδοβολητά των αλόγων και των μουλαριών ψηλά στα γκαλτερίμια ξυπνούσαν και πεθαμένους, και κοντά σ’ αυτά όλα, που είπαμε, άλλοι συγκρατούμενοι θόρυβοι από τες ζυγαριές των καταστημάτων, από τα ξεφορτώματα των φορτιών, από τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και των μουλαριών, και τα γκαρίσματα των γαϊδουριών, από τα βελάσματα των προβάτων, των γιδιών, των αρνιών και των κατσικιών, που τα κουβαλούσαν στην αγορά για να τα πουλήσουν , από τα πελεκήματα των σαμαράδων, από τα χτυπήματα των τσαρουχάδων και των κουντουράδων, από τα τσιοκανίσματα των σιδεράδων και των χαλκωματάδων, από τα καλλιγώματα των πεταλωτάδων, από τα τραγούδια των τσιούρηδων και των μπαντίδων, που είχαν πάντα την κάπα τους κρεμασμένη στα χάνια, από τα λαλούμενα των Γύφτων, έκαναν ένα είδος διαβολικής μουσικής, πόφτανε ως τα κατακλείδια της γης κάτω, κι ως τον ουρανόν απάνω.

Κατέβηκε από το μουλάρι ο Κώστας, το ξεφόρτωσε και το παράδωκε σ’ έναν από τους πολλούς αχουρτζήδες του χανιού, έδωκε την κάπα του, και την βελέντζα του σ’ ένα χαντζόπουλο, και πήρε τες πλόσκες του, τα σακκούλια του και το ντισάκι του για να βγει στο παζάρι να ψωνίσει. Ο Κουτσογιάννης τον πήρε από το κοντό, σαν το πιστό σκυλί τον αφέντη του.

Μόλις έκαναν λίγα βήματα κι ο Κουτσογιάννης ρώτησε τον Κώστα ανυπόμονα:

—Πού π΄λούν φλοέρες;

—Στο παζάρι…

—Πότε θα πάμε στο παζάρι; Τι πράμα είναι το παζάρι;

—Να εδώ είναι το παζάρι… Στο παζάρι βρίσκομέστε…

Βρίσκονταν ακριβώς στον περίφημον και ιστορικόν «Πλάτωνα» όπου αρχίζει η καρδιά του παζαριού, όπου ντιχαλώνεται ο μεγάλος δρόμος, κι ο ένας πάει κατά το Κοραμανειό και το Κάστρο κι ο άλλος κατά την Μητρόπολη και το Σεράι. Βρίσκονταν στον «Πλάτωνα» που ήταν μια φορά οι ψησταριές, οι κρεμάλες, και τα τσιγκέλια για τους Αρματολούς και τους Κλέφτες, αφόντας είχαν πέσει τα Γιάννινα στα τούρκικα τα χέρια, ως την ημέρα που σκοτώθηκε ο Αλή-πασιάς, κι ως ύστερα ακόμα, ως τα 1854. Βρίσκονταν στον τρομερόν «Πλάτωνα», τον ελληνικόν Γολγοθά, που ήταν θρεμμένος με αίμα γενναίο ελληνικό, αφόντας είχε φυτρώσει από της Γης τον κόρφο, και δεν περνούσε κανένας Χριστιανός μπροστά του χωρίς ν’ ανατριχιάσει!

Άμα ήκουσε ο Κουτσογιάννης ότι βρίσκονταν στο παζάρι, όπου του είπε ο Κώστας πως πουλιώνται οι φλογέρες, πιάσ’ τον αν μπορέσεις! Δυνάστεψε την περπατησιά του, ξεπέρασε τον Κώστα, χωρίς να το καταλάβει, κι άρχισε να ρωτάει σε κάθε εργαστήρι που περνούσε:

—Έχ’ς φλοέρες; Έχ’ς φλοέρες;

Δοκίμασε ο Κώστας να τον φτάσει αλλά δεν μπόρεσε. Ο Κουτσογιάννης έτρεχε «ντζικ-ντζικ» πολύ δυνατότερα ρωτώντας παντού:

—Έχ’ς φλοέρες; ΄Εχ’ς φλοέρες; ΄Εχ’ς φλοέρες;

Ρωτούσε, ρωτούσε, κι όλο ρωτούσε. Ρωτούσε σε μπακάλικα, σε φούρνους, σε χαλκωματάδικα, σε σιδεράδικα, σε ραφτάδικα, σε σαράφικα, σε καφενεία, σε τσαρουχάδικα, σε κουντουράδικα, σε λαχανοπουλειά, σε κρασοπουλειά, σε φαρμακεία, σε ζαχαροπλαστεία, σ’ εμπορικά, που πουλούσαν ρουχικά, πανικά, τσίτια και λοιπά, αλλά δεν είχαν φλογέρες. Οι φλογέρες ήταν μακριά ακόμα, παρακάτω πολύ παρακάτω, παρακάτω κι από το Τζαμί του παζαριού ακόμα!

Ρωτώντας-ρωτώντας ο Κουτσογιάννης και μην βρίσκοντας, άρχισε ν’ απελπίζεται και να στενοχωριέται, νομίζοντας ότι δεν θάφτανε ποτέ στην «γη της επαγγελίας» του, όπου πουλούσαν τες φλογέρες και ξεφώνησε:

—Ε! μωρή παζάρα του Διαόλου, που δεν έχεις τελειωμό!

Εκεί πότρεχε τον κατήφορο ο Κουτσογιάννης, ρωτώντας και ρωτώντας, έλαχε μπροστά του ένα τούρκικο γραφείο, όπου κάθονταν σταυροπόδι ένας Τούρκος κι έγραφε στο γόνα αναφορές, αγωγές, καταγγελίες.

—Έχ’ς φλοέρες; τον ρώτησε ο Κουτσογιάννης φωναχτά, και τον έκανε να τρομάξει και πέσει το κοντύλι από το χέρι του.

Ο Τούρκος, νομίζοντας ότι ήθελε να τον κοροϊδέψει ο Κουτσογιάννης, πετάγεται στον δρόμο μ’ ένα γερό μπαστούνι στα χέρια, αλλ’ εκεί, που θ’ άρχιζε να τον ξυλομετράει, πρόφτασε ο Κώστας και με τα: «Αμάν, αγά μου!» κι «Αμάν, αφέντη μου!» τον κατάφερε να μην τον δείρει, λέγοντάς του:

—Αυτός, αφέντη μου, είναι ένας ζουρλός… ένας χωριάτης… ένας γίδαρης… ένας παλιάνθρωπος… «ένα όριον-έθου»…

Και μ’ αυτά και μ’ αυτά, κι άλλα γλυκά λόγια κι ότι, ξαναρχόμενος στα Γιάννινα, θα τόφερνε από το χωριό μια χρονιάρα κι είκοσι αυγά, να καταπραΰνει τον θυμό του Τούρκου!

Σ’ αυτό απάνω, που καταγένονταν ο Κώστας να τα βολέψει με τον εξοργισμένον Τούρκο, προχωρούσε ο Κουτσογιάννης τον κατήφορο προς το Κάστρο, ως που έφτασε στ’ αργαστήρια που είχαν φλογέρες, και φλογέρες λογής λογιών κι φλογέρες μοναχά, αλλά κι απ’ όλα τα ειδίσματα της στάνης.

Ζύγωσε σ’ ένα από τα πολλά αργαστήρια που πουλούσαν φλογέρες… και κοίταξε απ’ έξω λογιών φλογέρες. Και τι δεν είχε μέσα εκείνο τ’ αργαστήρι! […]

Χρ. Δανιήλ [επιμέλεια - ανθολόγηση] …γυάλινα και μαλαματένια, Τα Γιάννενα στη νεοελληνική πεζογραφία, Ίδρυμα Κ. Κατσάρη, Ιωάννινα 1997, σ. 55-61.