Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το γραφείο του Εποικισμού ήταν ανάστατο από φωνές και βρισιές.

-Ησυχάστε επιτέλους… Βρίσκεσθε μέσα στο γραφείο του Εποικισμού… Δε σέβεσθε τίποτε;!! Ξεφώνιζε απελπισμένος ο νεαρός προϊστάμενος. Είχε έλθει πριν από λίγους μήνες κατ’ ευθείαν από το Μονπελιέ της Γαλλίας γεμάτος ενθουσιασμό κι όνειρα να αναμορφώσει την ελληνική γεωργία. Μόλις όμως μπήκε στην υπηρεσία του εποικισμού και βρέθηκε μπροστά στην πραγματικότητα και τα ζιζάνια που τόσο άφθονα φυτρώνουν στην ελληνική γη, έχασε και τον ενθουσιασμό και τα νερά του.

-Κύριε Προϊστάμενε! Κραύγαζε κάποιος από τους διαμαχομένους. Συ δεν μπορείς να τους υποφέρεις λίγα λεπτά. Πώς, Τζάνουμ, θέλεις να μας βάλεις να ζήσουμε όλη μας τη ζωή μαζί μ’ αυτούς τους αγριανθρώπους;

-Εμείς αγριάνθρωποι;! Απάντησε ένας από την αντίθετη παράταξη. Εμείς στη Ρουσσία ζούσαμε με κόσμο που δεν τον ονειρευθήκατε σεις. Σεις ξέρετε μόνο τους ζεϊμπέκους. Ένας γιός μου ήταν Ρούσσος αξιωματικός, ένας άλλος δάσκαλος σε ρουσσικό σχολείο. Καταλαβαίνεις τώρα; Αυτά μας λέγουν κάθε μέρα. Μα την Παναγία θα σκοτωθούμε. Δεν μπορούμε να ζήσουμε. Κοντός ψαλμός αλληλούια.

-Σσσσούτ… Σιωπή, διέταξε ο κ. Προϊστάμενος κτυπώντας ελαφρά με το γαντοφορεμένο χέρι του το γραφείο.

-Τώρα χωρισθείτε τα πρόβατα από τα ερίφια. Σεις οι Καυκάσιοι περάστε απ’ εδώ δεξιά… Έτσι… λίγο παραπέρα… Στη γραμμή. Σεις οι Μικρασιάτες προχωρήστε εκεί αριστερά… Μπράβο… Προσοχή. Δεν θα κάμει κανείς βήμα απ’ την γραμμή. Δεν έχω διάθεση για συμπλοκές.

Υπήρχαν όμως κάμποσοι που είχαν μείνει μετέωροι ανάμεσα στις δυο παρατάξεις.

-Σεις πάλι τι είσθε; Α! Θράκες και Πόντιοι. Και τι γυρεύετε στον καυγά μεταξύ Μικρασιατών και Καυκασίων;

-Δεν μπορούμε να ζήσουμε με τους Καυκασίους, απάντησαν οι Θράκες, ενώ προχωρούσαν στο στρατόπεδο των Μικρασιατών.

-Ούτε εμείς με τους Μικρασιάτες, επρόσθεσαν οι Πόντιοι, ενώ κατελάμβαναν θέσεις πίσω από τους Καυκασίους.

-Ώστε θα 'χομε νέα έκδοση Πελοποννησιακού πολέμου; Σας παρακαλώ αφήστε μας ήσυχους. Φύγετε. Μην κοροϊδεύετε με τα βάσανά μας.

-Πελοπόννησο, Μελοπόννησο δεν ξέρομε εμείς∙ εδώ είναι Μακεδονία. Δεν μπορούμε να ζήσουμε. Αυτή είναι η αλήθεια. Πρέπει να ταιριάζουν τα χνώτα μας, λέμε εμείς οι χωριάτες.

Μικρασιάτες και Καυκάσιοι κηρύχτηκαν αλληλέγγυοι με τους συμμάχους των. Ο φτωχός προϊστάμενος αναγκάσθηκε να υποχωρήσει.

-Μπα. Έχομε κι από σας… είπε ο Προϊστάμενος προς τέσσαρες χωρικούς που είχαν μοιρασθεί στα δύο αντίπαλα μέρη. Απ’ τα ρούχα των φαίνονταν εντόπιοι.

-Πλησιάστε εδώ. Σεις δεν είσθε εντόπιοι;

-Μάλιστα κύριε.

-Τι γυρεύετε λοιπόν στα οικογενειακά των προσφύγων;

-Ντεν μπορούμε, κύριε, να ζήσουμε.

-Δεν μπορείτε να ζήσετε γιατί σας δώκαμε χωράφια και σπίτια, ενώ πριν ήσασθε κολλήγοι και σκλάβοι στους Τούρκους;

-Δεν μπορούμε, κύριοι. Πρέπει να φύγουν οι Μικρασιάτοι, είπαν οι δύο. Να φύγουν κι οι Καυκάσιοι διόρθωσαν οι άλλοι δυο.

-Και να μείνετε μόνοι σεις. Ωραία. Στα κτήματα εκατό τουρκικών οικογενειών. Είσθε πολύ έξυπνοι. Σωστή Μακιαβελική πολιτική. Αδειάστε μας τώρα τη γωνιά. Εμπρός έξω.

Οι τέσσαρες χωρικοί υπάκουσαν και, πειθαρχικοί όπως πάντοτε και ενωμένοι, βγήκαν έξω.

- Οφείλω να σας δηλώσω, είπε ο Προϊστάμενος, ότι αυτό που ζητάν

οι μισοί, να φύγουν οι άλλοι μισοί, δεν γίνεται. Η Γενική Διεύθυνση απαγόρευσε ρητώς και κατηγορηματικώς τις μετακινήσεις. Με διέταξε μόνο να σας συμβιβάσω και να προτείνω να μετακινηθούν οι πρωταίτιοι

- Αυτό δε γίνεται. Ή όλοι ή κανένας, διαμαρτυρήθηκαν με μια φωνή

συμφωνότατοι στο σημείο αυτό Καυκάσιοι, Μικρασιάτες, Πόντιοι, Θράκες.

- Αρχίστε λοιπόν σεις οι Καυκάσιοι, κι εξηγήστε μου γιατί δε

μπορείτε να ζήσετε και ζητάτε να φύγουν οι αδελφοί σας Μικρασιάτες.

- Να σας το πούμε. Ευχαρίστως, άρχισε ο Νέστωρ των Καυκασίων,

ένας ηλικιωμένος με ψαρά γένια και μαύρο ρωσικό καλπάκι, ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του. Τα βόδια μας δεν αφίνουν στη βοσκή. Τις αγελάδας μας μήτε. Τις όρνιθάς μας σκοτώνουν. Δε θέλω να ειπώ ότι τα κλέβουν. Ίσως είναι κανένας μπαταχτσής. Άνθρωποι είμεθα. Όλα τα δάκτυλα δεν είναι ίσια. Γεωργός δίχως βόδια, δίχως αγελάδα, δίχως όρνιθα γίνεται;

Στη Ρουσία είχαμεν βόδια, αγελάδας, άλογα κοπάδια. Είχαμε

χωράφια αμέτρητα. Εγώ που με βλέπεις είχα 98 ντεσετίνες. Μια ντεσετίνα, κύριε Προϊστάμενε, δέκα στρέμματα. Είμαι γέρος άνθρωπος. Δε λέω ψέματα. Εδώ πας σ’ ένα χωράφι, σου λέγουν είναι του Χατζηνικολή. Πας στο άλλο, είναι του Μάνθου. Το άλλο είναι του Κωσταντή. Εμείς δεν έχομε χωράφια; Δεν είμεθα πρόσφυγες; Έχομε και χρέη, κύριε Προϊστάμενε! Μας ζητάτε να πληρώσουμε. Πού να βρούμε; Πώς θα θρέψουμε τα παιδιά μας; Έδωκε ο Θεός και παιδιά, κύριε Προϊστάμενε. να ζήσουν.

-Αμαααμηήν, είπε γελώντας ένας απ’ τους Θράκες.

-Ας ακούσουμε τώρα τα τροπάρια της συμμαχίας Μικρασιατών και Θρακών.

-Τι να σας πούμε, κύριε Προϊστάμενε; Τα βλέπεις και μοναχός σου, πήρε τον λόγο ο Χατζηνικολής, που φορούσε ακόμα τα σαλβάρια του της περιφερείας Μαγνησίας. Έχουμε ζήσει με τους Τούρκοι, με Αρμεναίοι, με τους Τσέρκοι, με λογής λογής ανθρώπους. Αμά τέτοιους ανθρώπους δεν έχομε μεταϊδεί, ούτε θα μεταϊδούμε. Είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μαζί τους. Αυτοί δεν είναι γεωργοί. Είναι αγωγιάτες και κυρατζήδες με το παραπάνω. Θέλουν ν’ αφήσουν ελεύθερα ζώα, άλογα, βόδια, μουλάρια μέσα στα χωράφια. Του Χριστάκη Γεωργαλή του χάλασαν προχτές πέντε στρέμματα καπνό. Ζημία δεκαπέντε χιλιάρικα τουλάχιστο. Χωράφια δεν εννοούν να οργώσουν. Τα θέλουν έτοιμα. Όταν τα ιδούν οργωμένα γίνονται μουστερήδες. Νε γεννήματα μας αφήνουν, νε καπνά, νε λιβάδια. Κόβουν και τα δέντρα. Τι να πεις και για τη ζήση τους; Άστα. Τη νύκτα μας κλέβουν ό,τι βρουν όξω. Αυτός ο κυρ Σάββας Παραστατίδης, που τον άκουσες πολλή ώρα, σαν άγιος Ονούφριος, είναι ο κακός δαίμονας. Όσες άσπρες τρίχες, τόσες διαβολιές έχει.

-Δεν θέλησα να ειπώ κάτι τι άλλο, κ. Προϊστάμενε διέκοψε ζωηρά ο κυρ Σάββας. Μα τώρα θα το ειπώ. Μας κοιτάζουν τα κορίτσια μας, τις γυναίκες. Εμείς από την Ρουσσία για μια τιμή φύγαμε. Και φοβούμεθα, πώς να το πω, μην πάρουν κακό παράδειγμα τα κορίτσια απ’ τα δικά τους.

-Να κοιτάξουμε τις γυναίκες τους! Φώναξε ο Χριστάκης Καρανίκος. Ποιος σωστός άνθρωπος τις καταδέχεται…;

-Οι δικές μας δεν είναι σαν τις δικές σας, που για ένα κουτί πούδρα… είπε ο Συμεών Σκαρλακίδης, κουνώντας απειλητικά το ραβδί του.

-Εσύ, κυρ Νικολή, θα 'κανες καλύτερα, εφώναξε άλλος Καυκάσιος, να κοιτάζεις τι κάνει η κόρη σου στα καπνοχώραφα…

Η συμπλοκή, που τόσο φοβόταν ο κ. Προϊστάμενος, ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Εδέησε να επέμβει ο ίδιος μαζί με τους γραφείς του Εποικισμού για να τους χωρίσει και ν’ αποκαταστήσει την τάξη.

Γ. Χρήστου [Μόδης Γεώργιος], «Γαλήνη», Μακεδονικές ιστορίες, Α. Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 205-210.