Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Άλλα χώματα

Καλαμάρα-Λώνε Βάσω, Άλλα χώματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980, σ. 45-48.

Φλώρινα

Ο Λώνες είχε κάνει αίτηση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών να τον δεχτούνε στα εργαστήρια της γλυπτικής. Τούτη η αναμονή μάς έδωσε την ευκαιρία. Το τραίνο και στη Φλώρινα!

Τα παιδιά χαίρονταν τόσο! Θα γνώριζαν τον τόπο του πατέρα τους, θα ταξίδευαν πάνω σε βουνά ψηλά, πεδιάδες έμορφες…, καινούργιες εντυπώσεις, νέες γνωριμίες…

Δεν ήμουνα λιγότερο ανυπόμονη. Αγαπούσα τη Φλώρινα πολύ-πολύ!

Πριν φύγω για την Αυστραλία, ένα χρόνο έζησα κει πάνω. Την είχα στην καρδιά μου. Θύμηση που την αναζητούσα σε κλειστές σκέψεις… τη λαχταρούσα…

Ο κάμπος και οι λεύκες, τα κτυπητά βαθειά χρώματα, το αλλόκοτο κλίμα σ'ένα φως μ’ αισθήσεις διαφορετικές, ξένες για την Αττική μας, ατμόσφαιρα γλυκιά, ηδονικά να σε πιέζει βαθειά αχαρακτήριστα… Κατάντικρυ θεόρατες επιβλητικές οι βουνοσειρές Καϊμαξιλάν και Βίτσι!

Ολόγυρα απ’ την έμορφη πολιτεία με το κεραμιδί χρώμα, ζεστασιά στο μάτι οι λόφοι. Κι’ ο Αηγιώργης με το ψηλό καμπαναριό του να τηράει απ’ την πλαγιά του μεγάλου δρόμου τον απέραντο πλούσιο κάμπο. Πράσινο βαθύ την άνοιξη μ’ ασημόφυλλα οι λεύκες παιχνιδιάρες!… Το φθινόπωρο, κίτρινος σα χυμένο ρευστό χρυσάφι, ξεγυμνωμένα τα δέντρα… με κλαριά σε δέηση, έκσταση… συλλογή!

Τι υπέροχα! Έδωσε η καλή μας μοίρα να ξημερώσουμε κάποια μαβιά αυγή γεμάτη σπατουλιές πλούσιες κόκκινες ήλιο, σε μια συμφωνία από λαλήματα πετεινών, θορύβους, που τόσο δίνουνε ένα ξέχωρο τόνο στο ξύπνημα σε ύπαιθρο… Στην καλημέρα του συντοπίτη! Στον κοβά που πέφτει στο πηγάδι, στο φώναγμα του γαλατά, στο γαϊδουράκι που το δένει κάποιος περαστικός στη γειτονική αυλή… Η Φλώρινα, καμωμένη από φυσικό της πεντάμορφη, μας καλωσόρισε. Κι’ ας έμενε τούτη η εντύπωση μοναδική. Κρίμα… Κι’ η ζωή της άλλο!

Λίγες ώρες έφτανε βαθύτερο κοίταγμα… μια βόλτα στην πλατεία, στο καφενείο! Το πατροπαράδοτο στέκι με τις κονσερβοποιημένες από χρόνια τώρα ελπίδες…, όνειρα μαγιάτικα…, μάτια ξεχειλωμένα απ’ το κρυφό σεκλέτι, το αδιέξοδο… Ντουμάνι καπνός απ’ τα τσιγάρα, κακοζωισμένα χνώτα, βραχνές φωνές… Τάβλι και πρέφα απ’ τις πρωινές ώρες… τα σημάδια της αναδουλειάς! Ξεφτισμένοι ρεβέδες, φαγωμένοι γιακάδες, άντρες ως κει πάνω! Όλα βαρβατύλα και δύναμη στη φθορά του καθισιού. Αγιάτρευτα! Απ’ τα γύρω χωριά ή ντόπιοι, τι σημασία.

Ε, πως σε κοιτάνε, σαν πεις απ’ τα ξένα πως ήρθες!

Πανικός έσφιξε τον κοσμάκη… πατείς-πατώ: Άλλοι Γερμανία! Άλλοι Καναδά, Αμερική, Αυστραλία… όπου φύγει-φύγει…

Σεριανίζαμε σοκκάκια βουτηγμένα σε μια αλλόκοτη σιωπή, σε μια εγκατάλειψη φόβου. Παντού και αόρατος κινιότανε ο εφιάλτης του ξενιτεμού… Γυναίκες με διπλωμένα χέρια μπρος στις παλιές ξεβαμμένες θύρες να σε κοιτάνε με μάτια απλανή, σκέψεις χαμένες στο κενό, σε μακρινούς αγαπημένους ανθρώπους!… Γκρίζες γριές με ξεθωριασμένα ρούχα, σβησμένες προσδοκίες… κρεμούσανε πια όλες τους τις χαρές αμετάκλητα στη πέτσινη τσάντα του ταχυδρόμου. Ο γλυκός άγγελος! Ο μοναδικός άγγελος που απόμεινε απ’ το σάρωμα του παραδείσου…, ο ταχυδρόμος με το παλιό ποδήλατο και τη φθαρμένη πέτσινη τσάντα! Καιροί μοντέρνοι,… καιροί νέοι! Χωρίς κόλαση στον ουρανό πια, μετανάστεψε και το 'κανε Μονοπώλειο στη γη μας!…

Ολάκερη πολιτεία από τόσες χιλιάδες κατοίκους, να μην έχει ν’ απασχολήσει και τους λιγοστούς, που απόμειναν άντρες! Τρομερό!

Εν τούτοις, στην κορφή της εμορφότερης βουνοπλαγιάς κτίστηκε το Τουριστικό. Λούξουρι ξενοδοχείο, πολυτελέστατο ρεστοράν, τα πάντα πολυτέλεια… Ακόμα κι’ ο δρόμος που σε πηγαίνει. Για ένα κτίριο έγινε τόση σπατάλη; Για ένα κτίριο να ξεφαντώνουμε… Ψωμί τυρί δεν είχαμε ραπανάκι για την όρεξη! Χωριά και χωριά θα ζήλευαν να είχανε ένα τέτοιο δρόμο προκοπής. Μα ο δρόμος τούτος, όπως το κάθε τι που γίνεται πάνω στο ψωμί του φτωχού έχει ποτιστεί με το Αχ και το δάκρυ των αδικημένων… Δρόμος ήτανε, από γη πέρασε. Τούτη γη σε κάποιον ήτανε!

Αμπελάκια κουτσουρεύτηκαν, χωραφάκια χάθηκαν κάτω απ’ τον πλούσιο ασφαλτόδρομο, στροσίδι μαλακό για κούρσες πολυτελείας. Κι’ ο καθένας πού 'χασε τη γη του, έστω το ελάχιστο… Ακόμα περιμένει αποζημίωση.

Μια γριούλα φουκαριάρα σαν τον ξερόκορμο σ’ έρημο κάμπο… Όλοι φευγάτοι, ξενιτεμένοι! Αδέλφια, κόρη, εγγόνια, γαμπρός… Σάμπως την σύνταξη είχε; Εβδομήντα τόσα χρόνια βιός της μένανε μονάχα!

Είχε κι’ ένα αδελφό στην Αυστραλία, την λυπήθηκε…-

Πάρε τ’ αμπέλι, δώστο πουθενά να το δουλέψουνε…-κάτις θα μείνει και για σένα καψερή. Σε τι θα ωφεληθώ να το πουλήσω;… Ψωμοζούσε γριά γυναίκα, ντροπής! Αδελφή την είχε…

Μα ο νόμος… το κράτος… κι’ η καλαισθησία της επιχείρησης ντροπής δεν είχε! Πέρασε απ’ της γριάς τ’ αμπελάκι… ρήμαξε την ελπίδα της κι’ ακόμα περιμένει αποζημίωση.

Αχ, να κλαις!

Του φτωχού τ’ αρνί, έγραψε ο Στέφαν Τσβάϊχ… Της φτωχιάς τ’ αμπέλι, γράφουν οι σημερινοί καιροί μας!



Βάσω Καλαμάρα-Λώνε, Άλλα χώματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980, σ. 45-48.