Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι θεοί αγαπούν

Βόσδου Λ. Θεόδωρος, «Οι θεοί αγαπούν», στο: Μια πόλη στη λογοτεχνία. Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 149-150.

Δύο μέρες αργότερα, ο Αλμπέρτος ταξίδευε προς τη Θεσσαλονίκη. Πήγαινε να κάνει μερικές παραγγελίες για το κατάστημά του και με την ευκαιρία αυτή να δει και τη διεθνή έκθεση, που εκείνες τις ημέρες είχαν ανοίξει.

Είχε καθίσει κοντά στο παράθυρο και καθώς έτρεχε η αμαξοστοιχία απολάμβανε το ωραίο θέαμα του κάμπου της Φλωρίνης. Το τραίνο, αγκομαχώντας, σκαρφάλωσε στην κορφή του Κλειδιού κι ύστερα άρχισε να κατηφορίζει προς το Ξινό Νερό και τ’ Αμύνταιο. Αριστερά η λίμνη των Πετρών απλωνόταν ήρεμη, σαν την μορφή των Ολυμπίων θεών. Αργότερα κυλούσε πλάι από την απέραντη λίμνη του Οστρόβου. Γαλήνια τα νερά, έμοιαζαν σαν μια απέραντη γαλάζια κι ακύμαντη μαντήλα. Πάνω τους παιχνίδιζαν χαρούμενες οι ηλιαχτίδες, σχηματίζοντας ασημένιες βεντάγιες. Στο βάθος μια ψαρόβαρκα λικνίζονταν χαδιάρικα, ενώ ο ψαράς έριχνε τα δίχτυα, κάνοντας ρυτίδες στη γαλάζια μαντήλα. Ψηλά δύο άσπρα ψαροπούλια έκαμναν βόλτες, και πότε πότε βουτούσαν στο νερό είτε για να λουσθούν είτε για να καταβροχθίσουν κανένα ψαράκι.

Το εξαίσιο θέαμα, η γρήγορη εναλλαγή των γραφικών τοπίων, γοήτευσαν τον Αλμπέρτο. Ακουμπισμένος στ’ ανοιχτό παράθυρο απολάμβανε το ωραίο θέαμα, αφήνοντας ονειροπόλα την σκέψη του να ταξιδεύσει και σ’ άλλους όμορφους κόσμους.

Σε κάποια καμπή της σιδηροδρομικής γραμμής, που η αμαξοστοιχία, για μια στιγμή, έγινε ένα πελώριο τόξο, ο Αλμπέρτος άφησε τη λίμνη κι έστρεψε την ματιά του προς τα πίσω βαγόνια. Στο τρίτο παράθυρο του δεύτερου βαγονιού είδε μια κοπέλα που του έμοιασε με τη Χριστίνα. Δεν μπόρεσε να βεβαιωθεί γι’ αυτό. Το τραίνο είχε ήδη χάσει το τοξοειδές σχήμα του κι ήταν αδύνατον ο Αλμπέρτος, όσο κι αν έσκυψε έξω από το παράθυρο, να ξαναδεί την κοπέλα.

Χωρίς, όμως, να χάσει καιρό άφησε την θέση του και πήγε στ’ όχημα, όπου είχε δει την κοπέλα. Δεν άργησε να τη βρει.

Αμέριμνη απολάμβανε την γύρω φύση. Ο Αλμπέρτος στάθηκε στην είσοδο του διαμερίσματος, και για λίγες στιγμές περιεργάστηκε την κοπέλα.

Ήταν η Χριστίνα.

Πέρασε το κατώφλι και κοντοστάθηκε.

Η Χριστίνα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία στο κουπέ άλλου προσώπου γύρισε το όμορφο προσωπάκι της προς την είσοδο.

Έκπληκτη είδε τον Αλμπέρτο.

-Εσύ εδώ, τον ρώτησε αμέσως, σιάζοντας τ’ ανάκατα από τον αέρα μαλλιά της και γυρίζοντας προς αυτόν.

-Ναι, Χριστίνα, εγώ, είπε ο Αλμπέρτος κάπως συνεσταλμένα. Για πού ταξιδεύεις; Την ρώτησε ύστερα, πλησιάζοντάς την.

-Για τη Θεσσαλονίκη, απάντησε απλά αυτή. Εσύ;

-Κι εγώ για τη Θεσσαλονίκη. Πάω να δω την έκθεση και να κάνω μερικά ψώνια για το μαγαζί.

-Α! Ωραία, είπε η Χριστίνα. Θα συνταξιδεύσουμε.

-Ευχαρίστως, έσπευσε να πει ο Αλμπέρτος χαρούμενα. Θα πάω να φέρω το βαλιτσάκι μου.



Θεόδωρος Λ. Βόσδου, «Οι θεοί αγαπούν», στο: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 149-150.