Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο πατέρας μου

Τζουμαλή Νετζατή, «Ο πατέρας μου», στο: Μια πόλη στη λογοτεχνία. Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 74-75.

Όταν υπογράφηκε η συνθήκη της Λωζάνης κι άκουσε πως θα μας ανταλλάξουν ως Τούρκους της Δυτικής Μακεδονίας με τους Ρωμιούς της Ανατολής, δεν ήθελε να το πιστέψει. «Δεν γίνεται κάτι τέτοιο!» έλεγε. Όταν έγινε σίγουρο το νέο τον έπιασε το πείσμα του: «Εγώ δεν φεύγω απ’ τη Φλώρινα!». «Μπρε μπαμπά, μπρε Ιμπραήμ εφέντη, μην το λες, ξέχασες τι τραβήξαμε τούτα τα τρία χρόνια που ήταν οι Έλληνες στην Ανατολή; Αλλού ο στρατός μας, αλλού η κυβέρνησή μας κι αλλού εμείς; Εκεί αρμόζει να είμαστε εμείς…» του λέγαμε. Του το ’πα εγώ, του το ’παν οι φίλοι του, δεν έπαιρνε από λόγια. Οι προετοιμασίες της αναχώρησης προχωρούσαν. Μια μέρα παραδώσαμε το σπίτι μας σε μια ταλαιπωρημένη οικογένεια Ρωμιών που είχε έρθει από κάποιο χωριό της Προύσας και ξεκινήσαμε.

Δεν άνοιξε ίσαμε τη Σαλονίκη το στόμα του ο πατέρας μου. Κοίταζε απ’ το παράθυρο του τρένου τη γη, τα βουνά, τις πέτρες της Μακεδονίας. Είχε μια πολυθρόνα με ψηλή πλάτη από ξύλο βαλανιδιάς. Τη μέρα που θα ανεβαίναμε στο βαπόρι στη Σαλονίκη, τον βάλαμε να κάτσει για να μην κουραστεί στην πολυθρόνα του μπροστά στις σκάλες που κατέβαιναν στην αποβάθρα, όσο διαρκούσαν οι διατυπώσεις του ταξιδιού. Περίμενε έτσι αφηρημένος, αμίλητος στην πολυθρόνα του. Όταν επρόκειτο να μπούμε στο βαπόρι, άρπαξε ξαφνικά με τα δυο του χέρια τα κάγκελα της σκάλας προς την αποβάθρα. Ήταν ενενήντα τριών χρονών. Όλο δύναμη ακόμα. Τρεις άντρες, εγώ, ο Φεχίμα-τσαούς και ο Σαλίχ-μπέης δεν καταφέραμε να του λύσομε τα δάχτυλα. «Ο τόπος μου είναι η Φλώρινα» έλεγε. «Σε κανέναν δεν αφήνω τους νεκρούς μου! Δεν αφήνω τη γη μου! Πηγαίνετε εσείς, εμένα ανεβάστε με στο τρένο να γυρίσω στη Φλώρινα. Να πεθάνω στη Φλώρινα…»

Το βαπόρι δεν ξεκινούσε κι εκείνος δεν έλεγε να καταλάβει. Με δυσκολία σηκώσαμε στο τέλος τρεις άνθρωποι την πολυθρόνα του, ξεκολλήσαμε τα δάχτυλά του απ’ τα κάγκελα. Παρέλυσαν όμως τα πόδια του. Τον ανεβάσαμε στο βαπόρι πάνω στην πολυθρόνα, με κομμένα θαρρείς τα χέρια και τα πόδια του. Είχε όμως τα λογικά του, μιλούσε ήρεμα όπως πριν. Εγκατασταθήκαμε πρόσφυγες στα Βουρλά. Τρία χρόνια έζησε κατάκοιτος στα Βουρλά τη νοσταλγία του. Κάρφωνε κάπου τα μάτια του κι έμενε έτσι βυθισμένος ώρα πολλή. Καμιά φορά, μην αντέχοντας άλλο έλεγε «Αχ, δεν έπρεπε να αφήσω εγώ τη Φλώρινα. Στη Φλώρινα έπρεπε να πεθάνω!» κι αντανακλούσε το βλέμμα του, βλέμμα καθαρόαιμου αλόγου, κι ας είχαν αρχίσει να πέφτουν μέσα του σκιές, το φως του ουρανού της Μακεδονίας κι η φαρδυκάπουλη, ορθόστητη γραμμή των βουνών της φώτιζε το πρόσωπό του, λες κι είχαν αποτραβηχτεί τα σύννεφα.

Νετζατή Τζουμαλή, «Ο πατέρας μου», στο: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 74-75.