Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ένας εισαγγελέας καμιά φορά

Νετζατή Τζουμαλή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001 , σ. 199-202.

Ήταν η μέρα που επρόκειτο να αποβιβασθούν οι Έλληνες στη Σμύρνη. Είχα κάνει τα πρωινά ψώνια του σπιτιού και γυρνούσα με το ζεμπίλι στο χέρι από την αγορά. Περνώντας μπροστά απ’ το μαγαζί του Αρσένιου του ράφτη, τον άκουσα να μου χτυπά το τζάμι. Σταμάτησα. Καθόταν με τό ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, κρατώντας αυτό που έραβε στο γόνατο. Μού ’κανε νεύμα με το χέρι να μπω μέσα. Σήκωσα λίγο το μπράτσο μου και του ’δειξα το ζεμπίλι. Ξανακούνησε το χέρι σαν να μου έλεγε, δεν πειράζει, μη σε νοιάζει έλα μέσα. Γέλασα, ήθελα να συνεχίσω το δρόμο μου. Άφησε αυτό που έραβε στην καρέκλα και πετάχτηκε έξω. Ν’ αφήσω αυτό που κρατώ στο σπίτι και θά ’ρθω, του αντιστάθηκα, εκείνος όμως δεν έδωσε σημασία επέμεινε:
«Πέρνα μπρε Μουσταφάκι μου δυό λεπτά. Έχω κάτι τις να σου πω» Έβαλε το χέρι του γύρω απ τους ώμους μου και μ’ έσπρωξε ελαφρά να μπω μέσα. Μου έδειξε πού να κάτσω:
«Για κάτσε εδώ…»
Δεν έκατσα.
«Δεν μπορώ με τα ψώνια στο χέρι. Τι θα μου πεις;»
Κοντοστάθηκε. Έσμιξε λίγο τα φρύδια, ξανάπιασε αυτό που έραβε.
«Μη βιάζεσαι. Κάτσε μια στιγμή…»
Μισοκάθησα στην καρέκλα που μου έδειξε. Έκατσε κι εκείνος. Ρώτησε να μάθει τα νέα μου. Ήθελε να με κεράσει καφέ. Το βλέμμα του έπαιζε, στριφογυρνούσε τα λόγια του σαν να επρόκειτο να μου αναγγείλει το θάνατο κάποιου συγγενή μου ή κανένα άλλο τέτοιο άσχημο νέο.
«Τι θες να μου πεις;» τον ξαναρώτησα.
Πρώτη φορά με κοίταζε στο πρόσωπο από τη στιγμή που καθίσαμε. Όταν σοβαρευόταν το πρόσωπό του είχε μια έκφραση όλο πόνο και αμνησικακία όπως του Χριστού.
«Θα σου πω αλλά να μη στεναχωρηθείς».
«Πες το, δε θα στεναχωρηθώ».
«Ο Βενιζέλος θα βγάλει σήμερα στρατό στη Σμύρνη».
Έτσι μιλούσε πάντα για το Βενιζέλο, σαν να μην είχε καμιά σχέση μαζί του. Ήταν τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου. Διάβαζε πολύ. Όπου κι να κοιτούσες μες στο μαγαζί του έβλεπες εφημερίδες διπλωμένες στα τέσσερα, παρατημένες στον πάγκο, στις καρέκλες, στο ράφι με τα υφάσματα, στριμωγμένες πάνω στις σιδερένιες κρεμάστρες του τοίχου. Όποτε τον συναντούσα στο δρόμο τα χέρια του ήταν γεμάτα βιβλία. Στη Φλώρινα όλοι τον ήξεραν σαν τον Αρσένιο το ράφτη. Μπαινοβγαίναμε στο μαγαζί του κι ούτε που μας περνούσε σπ’ το μυαλό πως ήταν Ρωμιός κι ορθόδοξος. Κι εκείνος όλους τους καλωσόριζε, κι ήταν για όλους απλά και μόνο ο Αρσένιος ο ράφτης. Γι’ αυτό σμίγανε στο μαγαζί του Βαλκάνιοι από κάθε έθνος, χωρίς καβγάδες και φασαρίες. Ήταν μάλιστα το μαγαζί του το στέκι όλων των ντόπιων που, όποια κι αν ήταν η γλώσσα κι η θρησκεία τους, ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι, Ρωμιοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι, Αλβανοί ή Τούρκοι, θέλαν να ζήσουν μαζί χωρίς φασαρίες κι έριδες.
Δεν έπρεπε να με ξενίσει το νέο που μου είπε. Η Ελλάδα είχε κηρύξει εδώ και κάμποσους μήνες επιστράτευση. Στην αρχή του χειμώνα, στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στο Παρίσι, ο Βενιζέλος είχε ζητήσει να του δώσουν την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη. Τέσσερα χρόνια διαρκούσε ο παγκόσμιος πόλεμος και τους τελευταίους μήνες οι βενιζελικοί της μικρής μας πόλης είχαν μπει κι αυτοί στο χορό ρίχνοντας που και που πυροβολισμούς στον αέρα λες κι είχαν νικήσει τον πόλεμο οι ίδιοι, κι όλο καμώνονταν πως θα πάρουν τα παράλια της Μικράς Ασίας και τη Θράκη. Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας έπαιρναν κι έδιναν οι στρατιωτικές επιδείξεις κι οι παρελάσεις, οι εορτασμοί, οι μπάντες, τα στρατιωτικά εμβατήρια, με λόγους συνδαύλιζαν τα πολεμοχαρή αισθήματα του λαού. Πόσες φορές δεν είχα ακούσει τον Αρσένιο να λέει στους Ρωμιούς, Βούλγαρους και Σέρβους φίλους του «Στα σκατά θα τρίψει τα μούτρα της Ελλάδας αυτός ο Βενιζέλος».
Παρόλο που πειράχτηκα είπα:
«Το ξέρω».
Και ο Αρσένιος μη νοιώθοντας κι ο ίδιος άνετα:
«Φυσικά και το ξέρεις» μου είπε. «Δεν είναι πια κρυφό. Τα καράβια του Βενιζέλου ξεκίνησαν. Ίσως τώρα τέτοια ώρα να ’χουν πια πλευρίσει στην προκυμαία της Σμύρνης…’’
Αναστέναξε. Χτύπησε μια δυο φορές με το δάχτυλο τον κρόταφό του.
«Αχ, αχ! Μυαλό κουκούτσι! Άδικα πάνε όλα αυτά! Ας τ’ αφήσουμε όμως τούτα τώρα. Θα ’ρθει μια μέρα που θα πεις ’δίκιο είχε ο Αρσένιος’. Κάτι άλλο όμως ήθελα να σου πω…
«Τι;»
Χαμογέλασε αδελφικά.
«Εσύ τις νύχτες δεν είσαι και πολύ φρόνιμος…»
Κρατήθηκα να μη γελάσω:
«Ε…»
«Καλό θα ’ταν όμως απόψε να μείνεις σπίτι σου, να μη βγείς στους δρόμους…»
Δεν αποκρίθηκα. Σαν να είχε πει κάτι που θα μπορούσε να με θίξει, πρόσθεσε με γλυκειά φωνή:
«Ας τα πούμε ανοιχτά…»
«Μίλα…»
«Άσχημα πράματα φθάσαν στ’ αυτιά μου…»
«Σαν τι;»
«Να, διάφοροι βενιζελικοί πλιατσικολόγοι θα βγουν απόψε στους δρόμους και θα κάνουν φασαρία. Μπορεί να τους δεις ξαφνικά μπροστά σου, να τους συναντήσεις στο δρόμο, είσαι κι εσύ ευέξαπτος, αρπάζεσαι εύκολα, μην τύχει και βρεις το μπελά σου…
Βέβαια δεν είχα καμία διάθεση για γλέντια τη νύχτα που οι Έλληνες επρόκειτο να κάνουν απόβαση στη Σμύρνη. Δεν είχα σκοπό να βγω απ’ το σπίτι μου. Δε μου πήγαινε όμως να υποσχεθώ στον Αρσένιο πως θα μείνω σπίτι. «Ε, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, σ’ ευχαριστώ» του είπα. Έφυγα απ’ το μαγαζί του.
Πήγαινα σπίτι καταστεναχωρημένος. Βάδιζα με το κεφάλι σκυφτό. Άνθρωπο δεν ήθελα να δω μπροστά μου.
Ήμασταν παιδιά μιας γενιάς που είχε πληρώσει ακριβά για να μάθει πως δε φτάνει να ’χεις γεννηθεί και μεγαλώσει σ’ έναν τόπο για να μπορείς να τον λες «πατρίδα μου». Δεκαεννιά χρονών ήμουν όταν ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος. Τα μέρη που ’χαμε γεννηθεί, που ’χαμε ζήσει τα παιδικά μας χρόνια και τα ξέραμε για πατρίδα μας είχαν αλλάξει χέρια. Κι εμάς μας έβλεπαν σαν να ’χαμε με τη θέλησή μας αλλάξει υπηκοότητα. Ήταν μια παράλογη στ’ αλήθεια κατάσταση. Κάτι το φτιαχτό που δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Όσο για μας μέναμε πάντα οι ίδιοι. Ίδια κι απαράλλαχτα ήταν όπως και πριν τα μάτια και τα φρύδια μας, το μπόι κι η θωριά μας, η γλώσσα κι η θρησκεία μας. Τη γη όμως όπου είχαμε γεννηθεί την έπαιρνε μια ο ένας μια ο άλλος, και δεν πα να ’μασταν νοικοκύρηδες, μας θεωρούσαν ξένους.

Νετζατή Τζουμαλή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001 , σ. 199-202.