Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το σπίτι μας

Τζουμαλή Νετζατή, «Το σπίτι μας», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 23-24.

Όταν ήμασταν πολύ μικρά μας απαγόρευαν να βγαίνουμε έξω από την αυλή. Τρέχαμε, παίζαμε οι αδελφές μου κι εγώ μόνο στην αυλή και το βυσσινόκηπο. Όταν πήγα στο δημοτικό τις άφησα εκείνες στην αυλή κι άρχισα να κάνω παρέα με τους συνομήλικούς μου που έπαιζαν μπροστά απ’ την πόρτα του σπιτιού μας.

Ο ποταμός, το νερό, οι γέφυρες και η απέναντί του όχθη ήταν η χαρά των παιδικών μας χρόνων. Στο τέλος του χειμώνα τα νερά του ψήλωναν τόσο πολύ που μπορούσες να τα δεις όρθιος απ’ το κατώφλι της αυλόπορτας. Έφθαναν σχεδόν το μπόι δυο ανθρώπων. Σαν ψήλωναν τα νερά κυλούσαν θολά, και καθώς οι βυσσινιές του πίσω κήπου μας έριχναν τα άνθη τους, έβλεπες να πλέουν πάνω στα νερά του άλλοτε κάτι ροζ κι άλλοτε κάτι κιτρινωπά άνθη από τα δέντρα. Τις μέρες εκείνες στεκόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο στη σειρά μπροστά απ’ το κάγκελο της ξύλινης γέφυρας, και συναγωνιζόμασταν ρίχνοντας κομμάτια από ξύλα, σπασμένα κλαδιά και κούτσουρα στα νερά που κυλούσαν παφλάζοντας από κάτω.

Όταν άρχιζε να ζεσταίνει ο καιρός, τα νερά του ποταμού αποτραβιόντουσαν ώσπου στένευαν τόσο πολύ τους καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσες με μια δρασκελιά να περάσεις την απέναντι μεριά. Όσο λιγόστευαν τόσο καταστάλαζαν τα νερά, γινόντουσαν διάφανα και κυλούσαν όλο και πιο αργά πάνω στα πελώρια ασπρόμαυρα χοχλάδια. Τους μήνες εκείνους κατεβαίναμε, μπαίναμε στο ποτάμι και περπατώντας ξυπόλητοι πιάναμε βατράχια. Ένοιωθα πάντα πολύ περίεργα όταν κατέβαινα στο ποτάμι. Έβλεπα τα δυό πετρόχτιστα ντουβάρια δεξιά κι αριστερά, κι έφερνα στο μυαλό μου τα νερά του να ψηλώνουν όσο τρεις φορές το μπόι μας τους μήνες του χειμώνα, θαρρούσα πως τα έβλεπα τις μέρες της πλημμύρας και πως περπατούσα κάτω απ’ τα νερά.

Τα παιχνίδια στο ποτάμι και μπροστά απ’ την πόρτα τελείωναν με το που άκουγα ένα από τα παιδιά να λέει: «Μουσταφά, έρχεται ο μπαμπάς σου». Φαινόταν τότε εκείνος στη στροφή του δρόμου, ψηλός, σκυφτός λιγάκι προς τα μπρος, χωρίς να βιάζεται μες το μαβί μάλλινο παλτό του με τη σαμουρόγουνα στο γιακά. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά του μαχαλά ένιωθαν μπροστά του ντροπή. Πεταγόμασταν μ’ ένα πήδημα απ’ το ποτάμι και προσπαθώντας να μη μας δει το βάζαμε στα πόδια για τα σπίτια μας.

Νετζατή Τζουμαλή, «Το σπίτι μας», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 23-24.