Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤο σπίτι μας
Τζουμαλή Νετζατή, «Το σπίτι μας», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 21-23.Το σπίτι μας ήταν στην όχθη του χείμαρρου. Τους μήνες του χειμώνα και της άνοιξης ακούγαμε μέσα σπ’ το σπίτι ή τριγυρνώντας στην αυλή, το χείμαρρο να κυλά. Μόλις άνοιγε η διπλόφυλλη, φτιαγμένη από χοντροπελεκημένο κεραμιδί ξύλο αυλόπορτα βλέπαμε στην άλλη μεριά του δρόμου, ψηλό ίσαμε το γόνατο το πρόχωμα του ποταμού και τα καβάκια να ψηλώνουν στις δύο του όχθες. Η μια απ’ τις ξύλινες γέφυρες ήταν μόλις βήματα πιο πάνω απ’ το σπίτι μας. Μόλις περνούσες τη γέφυρα είχες απέναντί σου το φούρνο του μαχαλά και λίγο πιο πέρα το Κουρσουνλού τζαμί. Γύρω από το φούρνο και το τζαμί έστεκαν το ένα δίπλα στο άλλο στη σειρά καφασωτά, φτιαγμένα από μπαγδατί, ασβεστοσοβαντισμένα, με μικρά παράθυρα, τα κεραμίδια στις στέγες τους μαυρισμένα και τις γλάστρες με το βασιλικό και τα γεράνια αραδιασμένες μπροστά απ’ τα ξύλινα παντζούρια τους, τα μουσουλμάνικα σπίτια.
Η Φλώρινα βρίσκεται στην είσοδο μιας βαθειάς κοιλάδας που κατηφορίζει τις πλαγιές του όρους Πισοδέρι, εκεί που η κοιλάδα ενώνεται με την πεδιάδα. Ο χείμαρρος κυλά στο κάτω μέρος της κοιλάδας και έτσι ανάμεσα σε αμπέλια, αγρούς με καλαμπόκια και κήπους με μηλιές, αχλαδιές και βυσσινιές στις δυό του όχθες, η κοίτη του όλο και φαρδαίνει και βαθαίνει ώσπου φτάνει στη Φλώρινα. Στην είσοδο της μικρής πόλης, από τη μεριά που μπαίνει ο χείμαρρος, είχε καμιά δεκαριά σκόρπια μονόροφα φτωχόσπιτα Τσιγγάνων. Ακολουθούσε μια πυκνή συστάδα από καβάκια, κι έπειτα άρχιζαν τα στενοσόκακα του μουσουλμάνικου μαχαλά. Ο χείμαρρος κυλούσε μέσα στη Φλώρινα ανάμεσα στα ψηλά πετρόχτιστα αντιπλημμυρικά του προχώματα, αφήνοντας πίσω του μικρές γέφυρες να ενώνουν, καμιά εκατοσταριά βήματα η μια απ’ την άλλη τις δυό του όχθες, κι αφού περνούσε τη γερή πέτρινη τοξωτή γέφυρα κάτω απ’ το ρωμέικο μαχαλά, έφτανε στην άπλα της πεδιάδας. Δεξιά κι αριστερά του υψώνονταν λοφοπλαγιές κατάφυτες από πυκνά πεύκα και δασάκια με βαλανιδιές. Οι πλαγιές της κοιλάδας στα δεξιά, απέναντι ακριβώς απ’ το σπίτι μας, φάνταζε στα μάτια μου σαν ένα πελώριο απλωμένο χέρι με τη γροθιά του σφιγμένη.
Ξεκινούσε απ’ τις πλαγιές του όρους Πισοδέρι και κατηφόριζε για να καταλήξει με ένα απότομο, όμοιο σφιγμένη γροθιά λόφο, πίσω από την πέτρινη γέφυρα στην πεδιάδα. Όσο για το λόφο αριστερά, απλωνόταν με τη Φλώρινα στις πλαγιές του, ίσιωνε πριν φτάσει στο ποτάμι και γινόταν ένα με την πεδιάδα.
Ο σταθμός, το τσαρσί, τα μαγερειά, τα ξενοδοχεία, τα επίσημα κτίρια και η πλατεία της πόλης ήταν όλα κάτω στο ρωμέικο μαχαλά. Τα ρωμέικα σπίτια ήταν τα περισσότερα δίπατα, καμιά φορά και τρίπατα πέτρινα κτίρια. Στο δεύτερο πάτωμα είχαν απ’ τη μεριά του δρόμου μαρμάρινα μπαλκόνια με σιδερένια παρμαλίκια. Οι σιδερένιες μαρκίζες των κτιρίων, ψιλοδουλεμένα κεντήματα από χυτό σίδερο και βέργες, όπως και τα πλαισιωμένα από παχιά φύλλα σιδήρου παντζούρια των σπιτιών, ήταν πάντα φρεσκοβαμμένα με λαδομπογιά. Στα μπαλκόνια και στα περβάζια των παραθύρων ήταν αραδιασμένες πλάι πλάι οι γλάστρες με τα λουλούδια.
Το σπίτι μας ήταν στην είσοδο του μουσουλμάνικου μαχαλά, στην άκρη του ρωμέικου, όταν ερχόσουν απ’ το τσαρσί. Ήταν φτιαγμένο από μπαγδατί όπως όλα τα σπίτια των μουσουλμάνων. Ήταν ωστόσο αρκετά αρμονικό και μεγαλόπρεπο ώστε να στέκει ωραίο πλάι στο γειτονικό του διώροφο πέτρινο ρωμέικο σπίτι. Μπαίνοντας απ’ την αυλή ήταν αριστερά το σελαμλίκι και δεξιά το αχούρι. Το σελαμλίκι ήταν δίπατο. Στο κάτω πάτωμα είχε ένα χωλ, τον απόπατο κι ένα δωμάτιο, στο πάνω ένα χωλ, ένα κουζινάκι κι άλλα δύο δωμάτια. Το αχούρι ήταν μεγάλο. Ο πατέρας μου θεωρούσε επίδειξη να τρέφεις άλογα. Γι’ αυτόν ένας γερός γάιδαρος έκανε τη δουλειά που κάνει κι ένα άλογο, άσε που δε χρειαζόταν τόση φροντίδα και φαΐ όσο αυτό. Από τότε που τον θυμάμαι πηγαινοερχόταν πάντα με γαϊδούρια στ’ αμπέλια και στα χωράφια του. Μόνο αφού έγινα ώριμος άντρας πια εγώ μπήκε άλογο στο σπίτι μας. Το αχούρι χωρούσε άνετα το γάιδαρο του πατέρα μου, τα μοσχάρια και τις δυο μας αγελάδες. Ήταν χωρισμένο με δοκάρια πάνω απ’ τα κεφάλια των ζώων σε δυό επίπεδα. Οι θυμωνιές, τα αχυρένια τσουβάλια, οι κρησάρες για τις ζωοτροφές και τα εργαλεία για τ’ αλώνισμα ήταν στο πατάρι, όπου ανεβοκατέβαινες με μια μικρή σκάλα του τοίχου.
Το χαρέμι ήταν πίσω από την αυλή. Από μια μονόφυλλη άβαφη ξύλινη πόρτα στη δεξιά μεριά έμπαινες στο βυσσινόκηπο που περιτριγύριζε το πίσω μέρος του χαρεμιού.
Στο κάτω πάτωμα του χαρεμιού ήταν, μπαίνοντας απ’ την πόρτα, στα δεξιά το καθιστικό, στ’ αριστερά η κουζίνα κι ανάμεσά τους ένας φαρδύς σοφάς κι ένας απόπατος στην άκρη του διαδρόμου. Στο πάνω πάτωμα ανέβαινες από μια σκάλα πλάι στην κουζίνα. Το πάνω πάτωμα είχε τρία υπνοδωμάτια κι ένα φαρδύ σοφά μ’ ένα ντουβάρι στον πίσω του τοίχου γεμάτο από πάνω ως κάτω ράφια.
Τα χρόνια που θυμάμαι ήταν ήδη παντρεμένες οι μεγάλες μου αδελφές. Το πιο μεγάλο απ’ τα δωμάτια του πάνω πατώματος ήταν του πατέρα μου. Σ’ εκείνο κοιμόταν, διάβαζε το Κοράνι ή έγραφε. Ήταν πάντα συμμαζεμένο και τακτικό. Ούτε μια φορά δε θυμάμαι να μπήκα και να βρω το γιατάκι του απλωμένο κάτω, καμιά κάλτσα ξεχασμένη καταγής ή τίποτα άλλο.
Στο ένα από τα άλλα δωμάτια κοιμόμουνα εγώ με τις δυό μικρότερές μου αδελφές. Το τρίτο δωμάτιο με τα σιδερένια παντζούρια του πάντα κλειστά και το τσιγγέλι πάντα στην πόρτα ήταν για τους καλεσμένους. Όποτε έμπαινε να πάρει κάτι από μέσα η μάνα μου, ερχόταν απ’ τη μισάνοικτη πόρτα η μυρωδιά της λεβάντας ανάκατη με τη μυρωδιά από τα φρεσκοπλυμένα με λουλάκι καλύμματα των μιντεριών.
Νετζατή Τζουμαλή, «Το σπίτι μας», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 21-23.