Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα Κοκόζια
Δαγκίτσης Κώστας, «Τα Κοκόζια», Κολέντα, μπάμπω, κολέντα, Καστανιώτης, Φλώρινα 1989, σ. 83-88.-Ακούστε με παιδιά! είπε με τρεμουλιαστή φωνή, το σπίτι είναι στοιχειωμένο!
-Στοιχειωμένο; Στοιχειωμένο; ρώτησαν τα παιδιά τρομαγμένα.
-Ναι. Είμαι βέβαιος. Το στοιχειό έφαε τη σούπα, σκούπισε το δωμάτιο κι ύστερα κόλλησε το χαρτί στο σπασμένο τζάμι να μην κρυώνει.
-Μη λες κουταμάρες! είπε ο Στέφος που νόμισε πως ήρθε η ώρα να βάλει κάτω τον αρχηγό και να πάρει τη θέση του. Το είδες εσύ το στοιχειό;
-Δεν το είδα μα το άκουσα που περπατούσε στα απάνω πάτωμα.
-Και ντεν έφυγες; ρώτησε ο Μιχάλης, σφίγγοντας στην αγκαλιά του το κασελάκι του λούστρου που ήταν η μόνη περιουσία του.
-Ύστερα, συνέχισε ο Κουκουβάγιας, την ώρα που έσκιζα με το τσεκούρι ένα σανίδι για ν’ ανάψω τη φωτιά, το άκουσα να λέει: «βάι… βάι… βάι…».
-Κοκόζια! Φώναξε ο Στέφος ανεβαίνοντας πάνω στο κασελάκι του Μιχάλη, μην τον ακούτε! Τα Κοκόζια δεν μπορούν να έχουν έναν αρχηγό φοβητσιάρη!
-Εσύ δε φοβάσαι Στέφο; ρώτησε ήσυχα ο Κουκουβάγιας.
-Εγώ; Όχι! Τα στοιχειά δεν υπάρχουν από τότε που ήρθε ο Χριστός!
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν δύο, τρία, τέσσερα τριξίματα στο επάνω πάτωμα. Κάποιος περπατούσε εκεί πάνω.
-Σσστ! έκανε ο αρχηγός. Ακούτε;
Τα παιδιά, χλωμά απ’ το φόβο, έμειναν ακίνητα και βουβά. Μα ο Λέλεκας έσπρωξε απότομα τον Αντρέα που είχε κουλουριαστεί απάνω του και σηκώθηκε με αργές και υπολογισμένες κινήσεις.
Όλοι νόμισαν, για μια στιγμή, πως ο τρικλοποδιστής, που συνήθως δεν έμπαινε στη μάχη παρά μόνο όταν ο εχθρός το ’βαζε στα πόδια, φούσκωνε ξαφνικά από αντρίστικο κουράγιο κι ετοιμαζότανε να πάει να σκοτώσει το στοιχειό. Μερικοί έριξαν μια γρήγορη ματιά προς το μέρος του αρχηγού. Τι θα έκανε ο Κουκουβάγιας; Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, αν άφηνε κάποιον άλλο να δείξει περισσότερο θάρρος, θα έχανε ασφαλώς το κύρος του και ίσως και τη θέση του.
Ο Κουκουβάγιας δεν αντέδρασε.
Ο Λέλεκας σήκωσε ψηλά τα δύο μακριά χέρια του κι ύστερα κατεβάζοντάς τα απότομα, για να δώσει το ρυθμό στους συντρόφους του, άρχισε να τραγουδάει τον ύμνο του Συλλόγου:
«Είμαστε εμείς της Φλώρινας τα νεαρά βλαστάρια…»
Μερικά παιδιά δοκίμασαν να τον μιμηθούν μα η φωνή δεν έβγαινε.
Στο τέλος του πρώτου στίχου κι ο Λέλεκας ένιωσε έναν κόμπο στο λαρύγγι του. Η φωνή του κόπηκε, τα γόνατά του λύγισαν. Ο Λέλεκας κοίταξε γύρω του απελπισμένος και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ο Σωκράτης, που ήτανε στο πλάι του, του έπιασε το χέρι με συμπόνια κι ύστερα είπε στον αρχηγό:
-Εγώ λέω να στείλουμε τρεις εθελοντές να δουν τι είναι.
-Κι εγώ λέω να βάλουμε φωτιά στο σπίτι να το κάψουμε!
Αυτό ήταν! Την κατάλληλη στιγμή, ο αρχηγός είχε βρει την ιδέα και τα λόγια που έπρεπε. Με μιας όλα τα παιδιά βρέθηκαν στο πόδι. Είχανε ξεχάσει κιόλας και το στοιχειό και το φόβο τους.
Ο Αντρέας άρπαξε το μπουκάλι με το πετρέλαιο. Ο Μιχάλης έτρεξε να πάρει ένα αναμμένο σανίδι απ’ το τζάκι. Ο Λέλεκας κι ο Ανέστης κρεμάστηκαν στο σανιδένιο ράφι που έκανε το γύρο του δωματίου να το ρίξουν κάτω για να δυναμώσουν τη φωτιά. Ο Βαγγέλης έβγαλε απ’ τις τσέπες του ένα μάτσο χαρτιά κι ένα κουτί σπίρτα.
Ο Στέφος σήκωσε ψηλά την κολοκύθα –τον προεδρικό θρόνο όπου δεν είχε το δικαίωμα να καθίσει- κι ήταν έτοιμος να την πετάξει στη φωτιά, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα.
Το στοιχειό στάθηκε μια στιγμή πάνω στο κατώφλι κι ύστερα σήκωσε ψηλά τα χέρια κι είπε με κλαψιάρικη ανθρώπινη φωνή:
-Βάι… βάι… βάι… Παιντιά, ’ιατί χαλάτε ισπίτι μου;
Ήταν ένας γέρος, ψηλός, με άσπρα μαλλιά και γένια, με μια παλιά στρατιωτική κουβέρτα ριγμένη στους ώμους, με μια μαύρη λερωμένη βράκα, με κάτασπρα τσουράπια και με πάνινες παντούφλες.
-Τούρκος είναι παιδιά! φώναξε ο αρχηγός και βύθισε τέσσερα δάχτυλα στο στόμα του.
Με το σφύριγμα του αρχηγού δέκα Κοκόζια ρίχτηκαν πάνω στον γέροντα κι ώσπου να πει «αμάν» τον βάλανε κάτω και του δέσανε χέρια και πόδια με σκοινιά και σπάγγους.
-Παραντίνεσαι; ούρλιαζε ο Μιχάλης που του είχε καθίσει στο στήθος κι απειλούσε να του κόψει το λαιμό με το σκουριασμένο σουγιά του.
-Αφήστε τον τώρα, παιδιά! είπε ο Στέφος, δεν μπορεί πια να μας φύγει.
Μα τα Κοκόζια δεν ήταν καθόλου διατεθειμένα ν’ αφήσουν το θύμα τους.
-Στήστε τον στα πόδια του να του βάλω μια τρικλοποδιά να γελάσουμε! πρότεινε ο Λέλεκας.
-Να τον περεχύσουμε με πετρέλαιο και να του βάλουμε φωτιά!
-Να τον σουβλίσουμε και να τον ψήσουμε σαν τον Αθανάσιο Διάκο!
-Να του βάλουμε νέφτι και να τον αμολήσουμε μπροστά στο ΕΘΝΙΚΟ!
-Να τον κρεμάσουμε!
-Να τον σφάξουμε!
-Να τον γδάρουμε!
-Ήσυχα, παιδιά! επενέβη ο Στέφος. Καλύτερα να τον παραδώσουμε στην Αστυνομία. Οι χωροφύλακες ξέρουν τι θα τον κάνουν.
-Οι χωροφύλακες σου δώσανε ως τώρα τίποτε; του απάντησε ο αρχηγός ρίχνοντάς του μια περιφρονητική ματιά.
-Εμένα; Όχι.
-Λοιπόν! Είναι σκλάβος σκλάβος μας. Θα τον κάνουμε ό,τι θέλουμε! Ό,τι θέλω!
-Να κάνουμε δικαστήριο και να τον δικάσουμε! είπε ο Σωκράτης.
Αν δούμε ότι φταίει… τον κανονίζουμε.
-Τι φταίει και δε φταίει! ούρλιαξε ο Κουκουβάγιας. Τούρκος δεν είναι;
-Γδάρσιμο του πρέπει! Θα τον γδάρουμε και θα αλατίσουμε το πετσί του!
-Κάθεστε και λέτε βλακείες! είπε ο Ανέστης που είχε τραβηχτεί πλάι στο τζάκι και προσπαθούσε να στεγνώσει τα μουσκεμένα παπούτσια του.
Δεν τον ρωτάτε τον άνθρωπο ποιος είναι και πως βρέθηκε εδώ;
-Έχει δίκιο ο Ανέστης! είπε ο Λέλεκας. Αυτό να κάνουμε. Να τον ρωτήσουμε κι αν δούμε ότι είναι καλός άνθρωπος να τον βαφτίσουμε και να τον κάνουμε χριστιανό.
-Σωστά! Φώναξε ο Αντρέας. Να του βάλουμε ένα όμορφο όνομα και να τον γράψουμε στη Δημαρχία. Θα του δώσουνε ένα δελτίο και θα πηγαίνει στο προσφυγικό συσσίτιο να παίρνει σούπα και ψωμί να τρώει.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κάτι βουερά τρεχάματα στο επάνω πάτωμα κι όλοι σήκωσαν το κεφάλι ανήσυχοι. Η Αγία Τριάδα κατέβηκε σχεδόν κατρακυλώντας τη σκάλα και μπήκε λαχανιασμένη στην αίθουσα των συνεδριάσεων.
-Αρχηγέ φώναξε ο Λάζος, βρήκαμε πού ήταν κρυμμένος ο Τούρκος.
-Μέσα στην τουλάπαν! είπε ο Βασίλης.
-Είχε ανοίξει μια τρύπα, πρόσθεσε ο Βαγγέλης, και μια σκάλα κατέβαινε μέσα στο αμπάρι. Κατεβήκαμε κι εμείς. Βρήκαμε ένα σταμνί άδειο.
-Το σπάσαμε. Φαγώσιμα δεν είχε τίποτε. Καλά που βγήκε. Αν πέθαινε απ’ την πείνα εκεί μέσα θα βρωμούσε το σπίτι.
-Φέρτε τον εδώ, κοντά μου! διέταξε ο αρχηγός που είχε ξανακαθίσει πάνω στην προεδρική κολοκύθα του μπροστά στο τζάκι.
Πέντε παιδιά σήκωσαν τον Τούρκο και τον απόθεσαν πάνω στην προβιά, στα πόδια του Κουκουβάγια.
-Ξέρεις ελληνικά; τον ρώτησε ο Αντρέας.
-Και λίγκο ελλενικά ξέρω.
-Πώς σε λένε; ρώτησε αυστηρά ο Κουκουβάγιας αρχίζοντας την ανάκριση. Να μας πεις την αλήθεια. Αλλιώτικα…Το βλέπεις αυτό; -του έδειξε ένα αναμμένο σανίδι- θα σου κάψω τα γένια!
-Εμένα Ισμαήλ λένε! είπε ο Τούρκος κλαίοντας. Εντώ ισπίτι μου είναι. Ανατολή να πάω είπανε, μα, εγκώ Ανατολή τι να κάμω; Μονακό μου είμαι, φτωκό είμαι, γκέρο είμαι. Εντώ μέσα ισπίτι μου να πετάνω είπα. Αλάχ βερσίν!
-Κοκόζι είναι κι αυτός σαν κι εμάς! είπε ο Λάζος συγκινημένος.
-Εγκώ εχτέ πεινασμένο ήτανε, τσορβά σας έφαα άμα, να πλερώσω! ξανάπε ο γέροντας που άρχισε να παίρνει θάρρος.
-Σκασμός! διέταξε ο Κουκουβάγιας αγριεμένος.
Έβγαλε απ’ το ζουνάρι του ένα χασάπικο μαχαίρι και δοκίμασε την κόψη του με το μεγάλο δάχτυλο.
-Μη Θράσο! φώναξε ο Μιχάλης και σκέπασε το προσωπάκι του με τα βρώμικα χέρια του. Αμαρτία είναι! Το καημένο μη σφάξεις!
Κανένας άλλος δεν τόλμησε να μιλήσει. Ο αρχηγός ήξερε τι έκανε. Ο γέροντας έκλεισε τα μάτια και περίμενε ατάραχος. Ο Κουκουβάγιας έσφιξε το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια του, άρπαξε τον Τούρκο που κοίτονταν ανάσκελα πάνω στην προβιά και τον γύρισε μπρούμυτα. Σήκωσε το δεξί πόδι και του πάτησε τα νεφρά. Ορθώθηκε κι έριξε μια ματιά στους συντρόφους του που συγκρατούσαν την αναπνοή τους. Τα κουκουβαΐστικα μάτια του πετούσαν φωτιές. Έσκυψε απότομα και με μια μαχαιριά έκοψε το σκοινί που έσφιγγε τα κοκαλιάρικα χέρια του γέρου. Όλοι ξαναπήραν ανάσα. Με μια δεύτερη μαχαιριά τού ελευθέρωσε τα πόδια. Ύστερα τον άρπαξε στα γερά χέρια του και, σαν να ήτανε λαστιχένια κούκλα, τον έβαλε να καθίσει σταυροπόδι πάνω στην προβιά.
-Αντρέα! φώναξε ο αρχηγός, δε βλέπεις που πεινά ο γέρος; Φέρε τη σούπα!
Ο Αντρέας έβαλε μπροστά στο γέροντα τον τέντζερε με τη σούπα. Ο Μιχάλης έβγαλε απ’ το κασελάκι του λίγο ψωμί τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ο Λάζος έτρεξε να φέρει ένα ξύλινο κουτάλι και δύο κρεμμύδια. Ο Ανέστης έδωσε στο γέροντα πέντε χοντρά κάστανα. Δύο τρία Κοκόζια που δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε εξαφανίσθηκαν για μερικά λεπτά και γύρισαν με τα χέρια γεμάτα: ένα ψωμί, μια αρμάθα σύκα, ένα πορτοκάλι, μια ρέγκα, ένα πιάτο κόλλυβα, τυρί, ελιές κι ένα σωρό άλλα πράματα αγορασμένα, ζητιανεμένα, κλεμμένα.
-Φάε, γέρο! του λέγανε. Αφού βρήκες φάε και μη ρωτάς!
Ύστερα τα παιδιά κάθισαν γύρω απ’ τον Τούρκο και τον περιεργάζονταν ενώ έτρωγε λαίμαργα. Πόσες μέρες έμεινε νηστικός μέσα στο άδειο αμπάρι του ο καημένος; Έπαιρνε ανακατωμένα σούπα και σύκα, κόλλυβα κι ελιές, δάγκανε μια στη ρέγκα και δυο στο πορτοκάλι, κατάπινε αμάσητα κι έκλαιε και γελούσε.
-Αλήτεια, Ισμαήλ, κι εσύ Κοκόζι; τον ρώτησε δειλά ο Μιχάλης που δεν καταλάβαινε πώς ένας άνθρωπος σε τέτοια ηλικία ήταν ακόμα φτωχός.
-Κι εγκώ Κοκόζ! είπε ο γέροντας με αγαθότητα και του χάιδεψε το μάγουλο.
Με μιας ο Μιχάλης ξέχασε το μίσος του εναντίον των Τούρκων που, στην Κόνια, έσφαξαν τους γονείς του και τον άφησαν πεντάρφανο. Τα μάτια του γέμισα δάκρυα. Χαμογέλασε στο γέροντα και του είπε πάλι:
-Τότε κάτσε μαζί μας, Ισμαήλ, ώσπου να πετάνεις!
Ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι απ’ το φαΐ και κοίταξε τον αρχηγό σαν να του ζητούσε, μ’ ένα παρακλητικό βλέμμα, τη γνώμη του.
Κι ο αρχηγός που ονειρευότανε να γδάρει ζωντανή όλη την Τουρκιά, ρούφηξε μια δυο φορές τη μύξα του κι είπε με σεβασμό:
-Το σπίτι είναι δικό σου, Ισμαήλ. Εσύ θα μείνεις εδώ κι εμείς θα πάμε αλλού.
-Εγκώ μονακό μου; παραπονέθηκε ο γέροντας. Ιψωμί ντεν έκω, τίποτα ντεν έκω!
-Μη φοβάσαι. Τώρα είσαι κι εσύ στο Σύλλογο. Τα παιδιά θα σου φέρνουν κάθε μέρα ό,τι χρειάζεται.
-Τεσεκιούρ εντέριμ! Εφκαριστώ, παιντί! Εφκαριστώ, καρντάσι μου!
Όταν ο γέροντας έφαε όλα τα τρόφιμα που είχανε βάλει μπροστά του, ο Κουκουβάγιας σηκώθηκε κι έκανε νόημα στα παιδιά να φύγουν.
Τα Κοκόζια χαιρέτησαν καλόκαρδα το νέο σύντροφό τους και βγήκαν πίσω απ’ τον αρχηγό τους.
.