Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΚολέντα, μπάμπω, κολέντα
Ιωάννου Δημήτρης, Κολέντα, μπάμπω, κολέντα, Καστανιώτης, Φλώρινα 1989, σ. 20, 30-31.Ξύλα για τα κάλαντα
Επίσης, θα πρέπει να το αναφέρω αυτό, οι γυναίκες της γειτονιάς μου, Ματζήρκητε, όπως έλεγε η γιαγιά μου, γνώριζαν να κάμνουν διάφορα φαγητά, με γεύσεις πρωτόγνωρες για τις δικές μας, ντόπιες γυναίκες. Το εσωτερικό των σπιτιών τους έλαμπε από τάξη και νοικοκυριό, πράγμα που δεν είχαν τα δικά μας σπίτια των εντοπίων. Οι γυναίκες αυτές ήσαν Σμυρνιές και Κωνσταντινοπολίτισσες στην καταγωγή, γυναίκες αστικής τάξης. Βέβαια οι γυναίκες αυτές υστερούσαν από τις δικές μας στις δουλειές των χωραφιών και του στάβλου. Οι γυναίκες οι δικές μας δούλευαν στα χωράφια περισσότερο από τους άντρες… […]
Το κρύο είναι μαλακό απόψε, λόγω της καταχνιάς και μερικοί θα μπούμε μέσα στο σπίτι του Δημητρό.
Εδώ η κυρά Βάγια μας έχει διαθέσει το καλύτερο δωμάτιο, από τα δύο που έχει το σπίτι. Στο κάτω πάτωμα είναι ο σταύλος, με την αποθήκη για τα χόρτα και στο πάνω πάτωμα δύο δωμάτια και χωλ.
Ανεβαίνουμε τις ξύλινες σκάλες, με προσοχή μη χωθεί το πόδι μας στο κενό, με προσοχή μήπως χτυπήσουμε με το κεφάλι μας το φαναράκι που φωτίζει τη σκάλα. Φθάνουμε πάνω στο τσαρδάκι, στρωμένο με κουρελούδες πάνω από τα σανίδια, γύρω-γύρω ξύλινα δοκάρια-σανίδια, μην πέσει κανείς κάτω, με τέχνη φτιαγμένα. Και σ’ αυτό το σπίτι μέναν Τούρκοι παλιά…
Βγήκε η κυρά-Βάγια στο χωλ να μας προϋπαντήσει και να φέξει με τη λάμπα καθώς βγάζαμε τις μπότες μας και ξανατραβούσαμε πίσω τις μισοβγαλμένες μάλλινες κάλτσες μας με το ένα χέρι στηριζόμενοι στον τοίχο…
Η κυρά-Βάγια σαν μας είδε άρχισε τα τραγούδια της και τα ταχταρίσματα της:
- Καλώς τα τα, καλώς τα, τα
Καλώς τα μούτα τα παιδιά.
Καλώς τονε το Βασιλιά
Καλως τονε το σταυραετό…
άρχισε τα γαργαλέματα και τα πειράγματα
- Σαν πας Ριρή μου για νερό
Ρο ρο ρο, ρο, ρο ρο ρο!
και γω στην βρύση καρτερώ
Ρο ρο ρο, ρο, ρο ρο ρο!
Να σου τσακίσω το σταμνί
να πας στην μάνα σου αδειανή…
Μας οδήγησε στο καθιστικό τους δωμάτιο, όπου και κοιμούνται όλη η οικογένεια. Το δωμάτιο καλοστρωμένο, ζεστό, με τις ωραίες υφαντές κουρελούδες, τις πολύχρωμες, τα μαξιλαράκια όμορφα φτιαγμένα και στολισμένα με κουρέλια, τι σου είναι αυτοί οι πρόσφυγες, τα όμορφα καλοσκαλισμένα ξύλινα σκαμνάκια, που τάφτιαξε ο πεθερός της, τα ψάθινα καρεκλάκια, η χαμηλή θερμάστρα να μπουμπουνίζει, δίπλα της αραδιασμένα τα καυσόξυλα, μπα!! και κορμοί κέντρας βλέπω, ρε το Βουβό, την έκανε τη δουλειά του πάλι, αφαίρεσε τους χοντρούς κορμούς από τις κέντρες μας… δίπλα στο μαγγάλι με ζεστή στάχτη γεμάτο, παρά δίπλα ένα χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι στρωμένο με κεντίδια, πάνω του η γυάλινη κανάτα με νερό, με λίγες φυσαλίδες αέρα μέσα, σκεπασμένη με πλεκτό πετσετάκι και δίπλα ανάποδα βαλμένο ένα πεντακάθαρο γυάλινο ποτήρι, μέσα σ’ ένα πιάτο ρηχό. Δίπλα ήταν ένα άλλο πιάτο βαθύ, γυάλινο, φρουτιέρα το λέγανε, που ’χε μέσα κάστανα βρασμένα, πορτοκάλια και μανταρίνια.
Όλα άστραφταν εδώ μέσα από καθαριότητα και νοικοκυριό. Πάνω στο ταβάνι φαίνονται οι μαύρες ξύλινες γρεντιές, λυγισμένες προς τα κάτω από την πολυκαιρία και πάνω απ’ αυτές καλάμι στρωμένο, ασβεστωμένο.
Τα παράθυρα από τη μέση και κάτω ντυμένα με κουρτινίτσες, πλεκτές στο χέρι, άσπρες με διάφορα σχέδια.
Τα σπίτια των προσφύγων ξεχώριζαν από τα δικά μας των ντοπίων στη νοικοκυροσύνη. Στα σπίτια των προσφύγων υπήρχε πρωτευουσιάνικη εικόνα, Πολίτικη, υπήρχε αναπτυγμένη η αίσθηση του ωραίου και του καθαρού…
Καθίσαμε και παίξαμε τριανταμία με δεκάρες…
Ε! ε! η ώρα!! φωνάζει ο Δημητρός κοιτάζοντας το ρολόι στο τραπέζι που συνέχεια χτυπούσε κλάκα… κλάκα… κλάκα… κλάκα…
Κατεβαίνουμε στα γρήγορα ένας, ένας, τις σκάλες… και βγαίνουμε στην αυλή, κοντά στις κέντρες. Ο ουρανός καθάρισε, φάνηκαν λίγα άστρα που τρεμόσβηναν και αρχίσαμε, να σέρνουμε τις κέντρες έξω από την αυλή, στη θέση της «τρύπας». Ο Δημητρός φέρνει μια αγκαλιά με άχυρο και ξερά ρόσκα, ψιλά. Είναι το προσάναμα της φωτιάς, που τόχε ετοιμάσει από νωρίς.
Ιωάννου Δημήτρης, Ξύλα για τα κάλαντα, Κολέντα, μπάμπω, κολέντα, Καστανιώτης, Φλώρινα 1989, σ. 20, 30-31