Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Διασωθέν απόσπασμα απ’ το ημερολόγιό μου



ΑΝΔΡΕΑΣ Θ. ΔΡΑΚΑΚΗΣ

ΔΙΑΣΩΘΕΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ

 

Άγνωστος πρόδωσε στις ιταλικές αρχές ότι ο Ανδρέας Δρακάκης κρατούσε Ημερολόγιο της Κατοχής. Ο Ανδρέας Δρακάκης πιάστηκε και φυλακίστηκε στην Καραμπινιερία. Το Ημερολόγιό του κατασχέθηκε. Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα που σώθηκε. [Σημείωση του Ε.Ν. Ρούσσου στο περ. Συριανά γράμματα, όπου αναδημοσιεύτηκε στο τ. 15, Ιουλ. 1991].

 

Η χθεσινή πρωτοχρονιά πέρασε με συντριβή. Δεν ακούστηκε ένα τουμπάκι, ένας όμιλος παιδιών να ψέλνουν τα κάλαντα, μια χαρούμενη φωνή. Η μαύρη συμφορά της πείνας πλάκωνε σα βραχνάς τις ψυχές ολωνών μας. Όλη τη νύχτα της παραμονής φυσούσε άγριο το ξεροβόρι κι όπως και τ’ άλλα πρωινά ξημέρωσε κι η πρώτη του Νέου Χρόνου με τις ταράτσες κάτασπρες από χιόνι. Η πρωτοφανής αυτή κακοκαιρία, που κρατά τώρα τέσσερις μέρες, χάρισε την τελευταία βολή στο βασανισμένο πληθυσμό μας. Οι ευχές που ακούονταν ήταν ομοιόμορφες: «Και του χρόνου. Καλή Λευτεριά». Μα όλοι μας νιώθαμε, χωρίς να τολμούμε να το πούμε, πως τα βάσανά μας ακόμα θα ’ναι πολλά.

Οι Ιταλοί σήμερα το μεσημέρι έχουν επίσημο γεύμα στη Λέσχη. Στις 11.30 πέρασε μέσ’ απ’ την Πλατεία ο Ντούκα, κουκουλωμένος όπως συνήθως με την πελώρια μπλε μπέρτα του και συνοδευόμενος απ’ όλη τη φάρα των αξιωματικών του. Είν’ άγνωστο αν θα ’ναι και Έλληνες προσκεκλημένοι. Όπως όλα τα μεσημέρια, και σήμερα δεκάδες παιδάκια έχουν μαζευτεί μπρος απ’ την πόρτα της Λέσχης. Ένας καραμπινιέρης ένοπλος τα κλωτσούσε και τα ’διωχνε μόλις τολμούσαν να πλησιάσουν στην πόρτα. Ξυπόλυτα, λιπόσαρκα, βρώμικα και ελεεινά, κάθονταν στριμωγμένα κάτω απ’ την τέντα του απέναντι μαγαζιού και περίμεναν να κατεβεί κανένας αξιωματικός απ’ τη Λέσχη. Μόλις φαινόνταν κανένας στα σκαλοπάτια, άρχιζαν να του φωνάζουν με φωνή τρεμουλιάρικη: «Pane, Pane…».

Το απομεσήμερο η κακοκαιρία επεδεινώθη. Ο βοριάς κι η χιονιά δυνάμωσαν. Πότε-πότε στούπωνε δυνατά. Κατέβηκα στο [καφενείο] Πάνθεον και κάθισα σε μια γωνία μαζί με τους Αθ. Σταθόπουλο, Αριστ. Καλωνάρη, Ελ. Βαφία και Νικ. Ζερβουδάκη. Ο Βαφίας άρχισε να διηγείται αναμνήσεις. Αναπολούσε τους κουραμπιέδες του αμυγδάλου, γεμάτους ζάχαρη και βούτυρο, που άλλοτε ήταν στοιβαγμένοι στα ζαχαροπλαστεία. Τα ελκυστικά φοινίκια με το άφθονο μέλι. Τις φουσκωμένες καλοψημένες βασιλόπιτες. Τα μάτια του γυάλιζαν απ’ τον πόθο. Η γλώσσα του κροτάλιζε, ενώ μιλούσε κι όλοι τον άκουαν με λαγνεία. Ο Ζερβουδάκης συνεπέρανε φλεγματικά: «Εγώ δεν θα ζήσω να τα ξαναφάω». Κατά τις τέσσερις σηκώθηκαν να πάνε προς αναζήτησιν φαγητού. Ο Βαφίας έβαλε το ημιψηλάκι του, σήκωσε το γιακά του και, προσφέροντας το μπράτσο του στο Ζερβουδάκη, εξόρμησαν προς αναζήτησιν φαγητού. Θα ’παιρναν βόλτα όλα τα κουτούκια στα Πευκάκια, στη Νεάπολη, στον Ξερόκαμπο, για να βρουν ένα πιάτο ζεστό φαΐ, κι αν το ’βρισκαν κι αυτό. Τους είδα να περνούν την Πλατεία, ο ένας σέρνοντας τον άλλο, ενώ τους έδερνε το χιόνι κι ο αέρας, και το όραμα αυτό της αγωνίας των μου ’μεινε βαθιά στην ψυχή μου.

Το θανατικό εν τω μεταξύ εξακολουθεί δραματικό. Πεθαίνουν τριάντα-σαράντα την ημέρα. Κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό. Λένε πως η Δημαρχία για λόγους σκοπιμότητος δεν περνά στα ληξιαρχεία όλους τους νεκρούς. Το ξερίζωμα του πληθυσμού έχει προσλάβει απελπιστική μορφή. Οι διηγήσεις, που ακούγονται κάθε μέρα, είναι ανατριχιαστικές και το θέαμα της φτωχολογιάς απελπιστικό. Προ ολίγης ώρας μπήκε στο καφενείο ένα παληκάρι. Θα ’ταν κοντά είκοσι χρόνων. Το πρόσωπό του ήταν τελείως παραμορφωμένο. Τα μάτια του σχεδόν κλειστά απ’ το πρήξιμο. Τα πόδια του μισόγυμνα ως τα γόνατα, πρησμένα σαν αυτών που πάσχουν από ελεφαντίαση· ήταν γεμάτα έλκη. Μαλάγρα, ψώρα, ψείρες και λίγδα. Αργά το βράδυ κάποιος ήρθε και ανήγγειλε το θάνατο του συναδέλφου Ευαγγέλου Προχεράκη. Τον ηύραν νεκρό μέσα σ’ ένα χαντάκι στα Χρούσα. Μισοσκεπασμένο απ’ το χιόνι, αποξηραμένο απ’ την πείνα και το κρύο, μισόγυμνο απ’ την ανέχεια. Οι δικηγόροι κάνομε σήμερα τα έξοδα της κηδείας του. Μακάβρια αλληλεγγύη!

Ανδρέας Θ. Δρακάκης, «Διασωθέν απόσπασμα απ’ το ημερολόγιό μου», εφ. Ελευθερία (Ερμούπολη), 31.12.1944.