Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤο βυσσινί φουστάνι
ΛΟΥΚΡΗΤΙΑ ΔΟΥΝΑΒΗ
ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΙ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ο ΓΑΜΟΣ
Όπως πάει το τραγούδι, τα δικά μου λόγια… Οι βιολιτζήδες και το σαντούρι ηπαίζανε το σκοπό, περιμένανε τη νύφη να βγει από την πόρτα της, για να τη συνοδέψουνε στην εκκλησία. Μέσα, τηνε στολίζανε και τραγουδούσανε:
Σήμερον λάμπει ο ουρανός,
σήμερον λάμπει η μέρα,
στολίζουν τζιαί τη νιόνυμφη
με την πολλή μανιέρα.
Α! Για στολίστε τη καλά
η μαρκαριταρένη
απού την έστει’ η μάνα της
μες στα γρουσά χωσμένη.
Ε την τζιάμε τζαι δείτε την
τζι αν έστει’ αχτύπιν πέτε
ε σαν τον ήλιο τον γρουσόν
την ώρα που γεννιέται.
Φωνάζετε τη μάνα της
να ’ρτει να τηνε ζώσει
τζαι να της δώσει την ευτζή
τζαι να την παραδώσει.
Η μάνα λιβανίζει. Την παραδίδει στον πατέρα και αναχωρούν.
Πιο κάτω, στο σπίτι του γαμπρού, η πεθερά πηγαινοερχούντανε και αρωτούσε:
—Όλα έτοιμα;
Άλλα ηπερίμενε από το γιο της. Νύφη με προίκα, με πολλά μπαούλα, με δικό της σπίτι, κι αν είχε και λίγες λίρες δε θα έβλαφτε. Η νύφη, φτωχή, νόστιμη και νοικοκυρά, δεν της έφτανε, γιατί της πεθεράς αρέσανε πολύ τα μεγαλεία. Ο γιος, φαναρατζής το επάγγελμα, με σπασμένα γαλλικά, ένεκα της «ξένης» γειτόνισσας, γυναίκας ναυτικού λοστρόμου.
Αίφνης, ήσβησε η λάμπα. Γρουσουζιά, είπανε. Από την έπαρση που είχε η πεθερά, χοντρή η ίδια, πάντα στάγκωνε σε κάθε πόρτα, μέχρι και την ελληνική σημαία είχε φρεσκοσιδερώσει, και που κανείς δεν ήξερε τι θα έκανε τη γαλανόλευκη στο γάμο.
—Καλέ θεια, πότε θα ντυθείς;
—Βοήθα, να βάλω τον κορσέ μου, άκου, να σφίξεις όσο αντέχεις.
Η ανιψιά ήβαλε όλη τη δύναμή της να σφίξει τα κορδόνια του κορσέ, για να συμμαζέψει του πισινού το κατρακύλισμα.
—Καλέ θεια, θα σκάσεις.
—Σφίξε, που σου λέω, και άσε τις τσιριτσάντζουλες.
—Καλέ θεια, θα ζοριστεί το άντερό σου.
—Λίγο ακόμα και τελέψαμε.
—Καλέ θεια, είσαι καλά;
—…
—Παναγιά μου, Πανάχραντό μου, βοήθα.
Αναψοκοκκινισμένη η πεθερά, γύρεψε την τσάντα της.
—Τη σημαία μην ξεχάσομε.
Απότομη η ανηφόρα, ξεφυσούσε η πεθερά, δύσκολα τα πράματα, είπε και κρεμάστηκε στο χέρι του γαμπρού. Κάθε σκαλάκι και αέριο…
—Καλέ μάνα, τι μυρωδιά παστώθηκες και βρώμισε ο τόπος;
—Τη δουλειά σου εσύ.
Όπου εκειδανά στη στρίψη του δρόμου, στο πιο απότομο σκαλί, πέφτει φαρδιά-πλατιά η πεθερά, ακούνητη και αλληθωρισμένη. Ηστάθηκε όλο το κάλεσμα και χάζευε την ξαπλωμένη.
—Τα κορδόνια να λασκάρομε, είπε η ανιψιά.
Ανεβάζουνε δα το μεσοφόρι της, τα κρέατά της ξεχυθήκανε απάνω στα σκαλάκια και βρώμα!!…
—Φέρτε ένα σεντόνι, είπε η Φιφίνα.
—Καλέ, αφού έχομε τη σημαία, είπε η Αντωνία.
Τότες ξεδιπλώνουνε τη φρεσκοσιδερωμένη, μεγάλη ήτανε, με χίλια βάσανα ξαπλώνουν μέσα την αναίστητη, ήτονε θεόβαρη, πάει ο γαμπρός να βοηθήσει,
—Μη, του λέει ο κουμπάρος, μην πάθεις καμιά πτώση…
Τέσσερις άντρες που βλαστημούσανε τηνε σηκώσανε από τις τέσσερις άκριες της σημαίας, συμπούρμπουλοι κατηφορίσανε στο σπίτι του γαμπρού.
Στείλανε ειδοποίημα στις βιολιτζήδες, να σωπάσουν τα βιολιά, και όλοι ηγυρίσανε στα σπίτια τωνε. Την άλλη μέρα, οι κουμπάροι, η νύφη και ο γαμπρός, ηπήγανε μονάχοι στην εκκλησιά του Αι-Γιωργιού για να στεφανωθούνε.