Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα απομνημονεύματα ενός κυρίου και άλλα διηγήματα
ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ
ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Α’
Εγεννήθηκα στην πτωχική συνοικία της Ερμουπόλεως της Σύρου Νεάπολις το δύσμοιρον για την πατρίδα μας έτος 1897. Οι γονείς μου ήσαν πτωχοί. Ο πατέρας μου ήταν τεχνίτης, μηχανουργός εις το Νεώριον, η μητέρα μου ασπρορουχού. Ήταν η εποχή που η Σύρος ήκμαζε. Η μητέρα μου είχε πελάτισσες πολλές πλούσιες κυρίες, που ημιλλώντο ακόμη και για την ποιότητα των εσωτερικών ενδυμάτων των κατά τον τρόπον, που ωραία τον περιγράφει ο συμπολίτης μου Εμμανουήλ Ροΐδης εις τα «Συριανά διηγήματά» του.
Ενθυμούμαι ότι παιδί ακόμη, εξ-επτά χρονών αισθανόμουν ευάρεστον αίσθημα, όταν κάποια από αυτές τις κυρίες, τις όμορφες και κομψοντυμένες έφθανεν έως το πτωχικό μας για να παραγγείλει εσώρουχα. Άφηνε στο σπίτι μας κάτι από την αρχοντιά της, από το άρωμά της.
Αντιθέτως, ο πατέρας μου έρχονταν το δειλινό στο σπίτι σχεδόν μουτζουρωμένος με την φόρμα της δουλειάς. Μύριζε σκουριά και λάδι μηχανών και χρειαζόταν ολόκληρη διαδικασία για να πλυθεί, να «αλλάξει» και να πάει στην «Μεγάλη Σαντορινιά» να πιει κανένα κατοσταράκι με τους φίλους του.
Αδέλφια δεν απέκτησα. Οι μόνοι στενοί συγγενείς μου είναι κάποιοι εξάδελφοι, παιδιά της αδελφής της μητέρας μου, που ξενιτεύτηκαν και αυτοί. Έχουν άλλο επίθετον, άλλα επαγγέλματα, ζουν, νομίζω, παρασιτικώς εδώ και αν με ενθυμηθούν κάποτε είναι για να μου ζητήσουν κανένα, ανεπίστρεπτον, βέβαια, δάνειον.
Έτσι, όταν εχάσαμεν τον πατέρα μου, σχετικώς νέον ακόμη, εμείναμεν η μητέρα μου και εγώ μόνοι, χωρίς κανένα προστάτην. Φυσικά τα οικονομικά μας υπήρξαν την εποχήν εκείνην πολύ δύσκολα. Όμως η αείμνηστη μητέρα μου εκράτησε γερά. Με την σκληρή δουλειά των χεριών της με εσπούδασε. Ετελείωσα την Εμπορικήν Σχολήν Σύρου – τότε ελειτουργούσαν στις πόλεις παραλλήλως προς τα Γυμνάσια και Εμπορικαί Σχολαί – με στερήσεις, αλλά με επιτυχίαν. Ήμουν καλός μαθητής. Ο Διευθυντής της Σχολής μας, ιδιόρρυθμος άνθρωπος, γραφικός τύπος και διόλου σχολαστικός, Κυκλαδίτης και αυτός, με συμπαθούσε ιδιαιτέρως.
—Αν συνεχίσει ανώτερες σπουδές, έλεγε στην μητέρα μου, θα γίνει ένας εξαίρετος επιστήμων, ένας καλός οικονομολόγος¼
Και η μητέρα μου άκουγε την προτροπή με πόνον. Το επιθυμούσε και εκείνη. Όμως τα οικονομικά μας δεν το επέτρεπαν. Κοντά στα άλλα είχεν αρχίσει σιγά-σιγά η οικονομική παρακμή της αγαπημένης μου μικρής πατρίδος. Οι βιομηχανίες, το μεγαλεμπόριον μετεφέροντο ολίγον κατ’ ολίγον, δειλά εις την αρχή, όμως σταθερά προς τον Πειραιά. Το ίδιο και τα εφοπλιστικά γραφεία. Και φυσικά και οι άρχοντες του τόπου. Έτσι και της μητέρας μου η εργασία όλο και ελιγόστευεν. Πολλά ασπρόρουχα των κυριών τα έφερναν τώρα έτοιμα τα καταστήματα.
Ενθυμούμαι πάντοτε με ευγνωμοσύνην εκείνες τις ολίγες κυρίες, που έμεναν πιστές εις την μητέρα μου. Εμεγάλωναν και εκείνες μαζί της, γίνονταν σιγά-σιγά σεβάσμιες, τα εσώρουχά των πλέον σοβαρά.
Πήγαινα κάποτε-κάποτε τις παραγγελίες των στα αρχοντικά τους. Πάλιωναν και αυτά. Βέβαια, δεν είχε πτωχύνει ακόμη ο τόπος, η ζωή κυλούσε άνετη, αρχοντική, «ευρωπαϊκή», στην ωραία πολιτεία μας. Όμως οι πρώτες αλλαγές πρόβαλλαν σιγά-σιγά. Τώρα η μητέρα μου έραβε και ρόμπες του σπιτιού.
*
Σχεδόν μόλις ετελείωσα—αριστούχος—την Σχολήν, με την σύστασιν του Διευθυντού της, προσελήφθην βοηθός του λογιστού στο ονομαστόν γραφείον του Αλεξάνδρου Μαυρογορδάτου. Ήταν παλαιότερα εφοπλιστικόν γραφείον, τώρα είχε περιορισθεί σε εργασίες εξαγωγών και εισαγωγών. Αντιπροσώπευεν μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης εις τις προμήθειές των Ναξίας σμύριδος. Πραγματοποιούσε και κάποιες εξαγωγές κίτρων της Νάξου.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Μαυρογορδάτος είχε πλέον αποσυρθεί ουσιαστικώς από την εργασίαν. Τον ανεπλήρωνε, άξιος διάδοχός του, ο ανεψιός του Γεώργιος Βάλβης. Ήταν νέος τετράγωνος άνθρωπος, τίμιος και εργατικός, που επίστευεν ως προορισμόν της ζωής του την εργασίαν. Κάθονταν με τις ώρες στο χαμηλοτάβανο γραφείο του, στην πλατείαν Κανάρη και έγραφεν ο ίδιος στην γραφομηχανήν την εμπορικήν αλληλογραφίαν. Δεν έπαυε να συζητεί με πάθος δια την εργασίαν και να μας νουθετεί. Στον καλόν εκείνον άνθρωπον χρεωστώ την εργατικότητα και την τάξιν, που διέκριναν και την ιδικήν μου ζωήν.
Εκεί λοιπόν εις το γραφείον επερνούσε σχεδόν όλες τις ώρες του. Κοντά του και εμείς. Νομίζω πως τον βλέπω και τώρα ακόμη, με το μαντήλι περασμένο οπίσω στον γιακά του υποκαμίσου του να γράφει, να γράφει συνεχώς. Κάποτε διέκοπτε για λίγο το γράψιμον βγάζοντας τα γυαλιά του και έστρεφε το βλέμμα ρεμβαστικά προς το λιμάνι.
Ήταν τώρα σχετικώς ήσυχο το λιμάνι της Σύρου. Τα λίγα παροπλισμένα φορτηγά εσκούριαζαν στην άκρη του λιμανιού προς το Νεώριον. Και μόνον τα «ποστάλια» το ζωντάνευαν το δειλινό από τα νησιά για τον Πειραιά. Ξεχύνονταν βιαστικοί οι επιβάτες στην παραλία ν’ αγοράσουν λουκούμια και χαλβαδόπιτες.
Οι βάρκες λικνίζονταν κοντά στις πλακόστρωτες αποβάθρες. Συνήθως κάποιο μικρό κότερον Συριανού εφοπλιστού έλαμπε στο ηλιοβασίλεμα με τα μπρούντζα του. Οι τηλεγραφηταί του Αγγλικού περνούσαν βιαστικοί, όμως πάντα κομψοί, για την βάρδια τους στο Τηλεγραφείον. Χάζευα τότε και εγώ παρακολουθώντας την κίνηση του λιμανιού. Όμορφη που ήταν τότε η Σύρος!
*
Με πόσην λύπην αποχωρίστηκα τον ωραίον τόπον μου, όταν με την θερμήν σύστασιν του κυρίου Βάλβη προς το μικρόν εφοπλιστικόν γραφείον του Πειραιώς «Η Μεσογειακή», με το οποίον συνεργάζοταν, έφευγα από την Σύρον για να εργασθώ σ’ αυτό, παλικαρόπουλο δέκα εννιά περίπου χρόνων!
Άφηνα εις την Σύρον την νεότητά μου, την καρδιά μου και, ευτυχώς προσωρινώς, την μητέρα μου. Θα ενθυμούμαι έως το τέλος της ζωής μου, που δεν είναι πια μακρινόν, τον χωρισμόν μας ένα καλοκαιρινό βράδυ στην αποβάθρα του λιμανιού. Έκλαιγεν εκείνη έκλαιγα και εγώ. Με ευγνωμοσύνην ενθυμούμαι τον βαρκάρην μας, τον μακαρίτην Κωνσταντήν, που υιικά υποβαστάζοντας την μητέρα μου, την απεμάκρυνε από την αποβάθραν.
Έκλαιγεν όλην την νύχτα, όπως μου έλεγεν αργότερα, και τρεις-τέσσερις νύχτες έμεινεν άυπνη.
Ενθυμούμαι λοιπόν εκείνο το πρώτο ταξίδι της ζωής μου με σπαραγμόν. Έφευγα από το σπίτι μας, από την αγκαλιά της μητέρας μου, από την προστασίαν του κυρίου Βάλβη, από τους φίλους μου, για να ριχθώ τώρα πια ολόκληρος και μόνος εις την βιοπάλην της ξενιτιάς. Γιατί ξένος ήταν τότε για μένα ο Πειραιεύς. Αργότερα, βέβαια, τον αγάπησα και αυτόν ωσάν δεύτερη πατρίδα. Εις αυτόν «επρόκοψα» εις αυτόν ανδρώθηκα, εις αυτόν έκαμα νέους προστάτας και νέους φίλους. […]