Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ

[Για την Ερμούπολη]

 

[…] Ευπαθής αναγνώστης της στήλης αυτής και με λογοτεχνική αρετή προικισμένος, ο κ. Ευάγγελος Ν. Ρούσσος, μου στέλνει γράμμα πλατύ και αξιομνημόνευτο: «Ερμηνεύσατε μία οδύνη μου με τη σημερινή ομιλία σας στο ραδιόφωνο για τα “Κλειστά σπίτια”. Είναι μία μελαγχολική βίωση, που κυριαρχεί στην ευαισθησία μου, κάθε φορά που πηγαίνω στον τόπο μου, την Ερμούπολη. Δεν ξέρω αν τη γνωρίσατε αυτή την πολιτεία κι αν ζήσατε ποτέ το ρυθμό της ζωής της. Μα μόνο αν έτυχε ν’ ακούστε κάτι για την ακμή, τη δύναμη και την αρχοντιά της τη χθεσινή, θα πικραθείτε πολύ να την αντικρίσετε τώρα… Περιδιαβάζοντας κάτω από τ’ αρχοντικά των Βαποριών, του Πισκοπιού και της ακτής Μπέλλα-βίστα, τα παλατάκια τούτα με τις ορθομαρμαρώσεις, τις πλατειές τους βεράντες, το ρυθμό το φωτόχαρο και τον άνετο, δε βρίσκεις πια να θρέψεις την ακοή σου με τα θέλγητρα του γνώριμου απόηχου μιας ευτυχισμένης ζωής που έκλειναν μέσα τους. Τώρα στέκουν σα ρολόγια, που το παρήγορο εκείνο καθημερινό τους τικ-τακ ξεψύχησε στα σπλάχνα τους από καιρό, χωρίς μάλιστα να σημαδέψουν την ώρα του θανάτου με το δείχτη τους». Όσο προχωρεί ο κ. Ρούσσος, τόσο κ’ ευαισθητότερος και λυρικώτερος γίνεται. Τον συνεπαίρνει ο καημός για ό,τι σπουδαίο και όμορφο έχει χαθεί. Απάνω στην ώρα έβγαλε κι ο κ. Γεώργιος Δ. Κυπραίος τα «Συριανά» του πρώτη σειρά, ένα εύγλωττο βιβλίο αφιερωμένο στους τύπους και τις φυσιογνωμίες της Σύρας του παλιού καιρού. Ανάμεσά τους ο κομμωτής και στιχουργός Νάννος κι ο πολιτευτής Βοκοτόπουλος, αυτό το πασίγνωστο άλλοτε συντηρητικό παλαιοθήριο των Κυκλάδων. Αναδρομή στα περασμένα.

Τώρα δα τα θυμούμαι κ’ εγώ τα Βαπόρια και το Πισκοπιό και την Μπέλλα-βίστα. Έτυχε πολλές φορές και να περάσω από τη Σύρα και να σταθώ για λίγο εκεί. Έμεινε ασάλευτη στη μνήμη μου μια βραδιά με μεγάλο φεγγάρι, ανοιξιάτικη, που περπατούσα μ’ εύθυμη συντροφιά στα Βαπόρια. Τα όμορφα σπίτια και τα μεγάλα, μουδιασμένα, ναρκωμένα, αφώτιστα, τα κοίμιζε στην αγκαλιά της η σιωπή. Μονάχα το κύμα τραγουδούσε στην ακροθαλασσιά, το κύμα με τα αιώνια νιάτα. Έμεινε ασάλευτο στη μνήμη μου κ’ ένα πρωινό στην Μπέλλα-βίστα, στην αμμουδιά, καλοκαίρι, με πολλά τριαντάφυλλα. Επήρα μαζί μου την εντύπωση ενός χώρου ονείρου, που τον κυβερνούσε η απουσία. Λοιπόν, πολύ συχνά ο άνθρωπος την ασχημίζει τη φύση· αλλά και άλλο τόσο συχνά της δίνει μία ιδιαίτερη έκφραση, ένα πιο ζεστό και πιο οικείο περιεχόμενο, ένα νόημα.

Είναι μεγάλο ευτύχημα, φρονώ, που επέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Ροΐδης στη Σύρα. Έτσι έχουμε ένα αυθεντικό χρονικό της παλιάς της ακμής και του ρυθμού και του τόνου της ευχάριστης και άνετης ζωής, που ήταν στα χρόνια εκείνα η ζωή της, πριν ακόμη ο Πειραιάς της διαμφισβητήσει και της αποσπάσει το προβάδισμα στη ναυτική κίνηση. Ο Πειραιάς, σύμβολο των νέων συνθηκών της ναυσιπλοΐας, και γενικότερα της θαλασσινής ζωής, έχει σκοτώσει, χωρίς κι ο ίδιος, φυσικά, να το επιθυμεί, πολλές ελληνικές ναυτικές πολιτείες —ακόμη και την Πάτρα και την Καλαμάτα και, κατά μέρος, τη Θεσσαλονίκη. Η Ερμούπολη υπήρξε το μεγάλο ναυτιλιακό κέντρο της χώρας κατά την εποχή της πρώτης βασιλείας και λίγο αργότερα. Η οικονομική άνεση και η άμεση επαφή με τα λιμάνια του εξωτερικού έπλασαν μία ιδιότυπη κοινωνία, που αγαπούσε τα γράμματα, τις τέχνες, που είχε μάθει να στοχάζεται και που ήξερε να ντύνει με ομορφιά και με χάρη την καθημερινή της ζωή. Φυσικά, ο Ροΐδης, αποφασισμένος και συχνά κακεντρεχής «ειρωνιστής», αποκρυπτογραφούσε την κωμική πλευρά των πραγμάτων. Αλλά τα πράγματα δεν έπαυαν να υπάρχουν. Η «Ψυχολογία συριανού συζύγου», αυτό το αριστούργημα της φιλοπαιγμοσύνης και της πνευματικής ευκινησίας είναι, από μίαν άλλη πλευρά, κ’ ένας πίνακας ηθών, που μας μεταφέρει σε μία πρόσχαρη και ζωντανή κοινωνία. Ο κ. Ρούσσος μου θυμίζει τον «Απόλλωνα», το δημοτικό θέατρο της Σύρας, χτισμένο στα 1862, «χαριτωμένη και κομψή μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου». Λαμπροί θίασοι, ιταλικοί οι περισσότεροι, έδωσαν εκεί αξιομνημόνευτες παραστάσεις. Οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί χοροί έδιναν κ’ έπαιρναν. Ένα τέτοιο χορό μας περιγράφει ο Ροΐδης στην «Ψυχολογία συριανού συζύγου». Τον οργάνωσε «ο κ. Δήμαρχος εις τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ’ αυτού φιλοξενουμένου υπουργού των Ναυτικών. Ο χορός εκείνος», διηγείται ο συριανός σύζυγος, «επέσκηπτε πρόωρος και απροσδόκητος και ολίγος απέμεινε καιρός εις τας Συριανάς δια να ετοιμασθώσιν. Όλαι ήσαν άνω κάτω. Επί τρεις ημέρας έτρεχεν η Χριστίνα εις τα εμπορικά, την δε τετάρτην μετεβλήθη ολόκληρος η οικία μας εις εργαστήριον ραπτικής. Πανταχού κομμάτια υφασμάτων, φόδραι, ορνέκια, στηθόδεσμοι και υποδήματα προς δοκιμήν. Δεν εύρισκα πλέον πού να καθίσω· το δε εσπέρας έπρεπε να περιμένω έως τας εννέα, ή και αργότερα, ν’ αδειάσει η ράπτρια την τράπεζαν του γεύματος, δια να δειπνήσομεν με μίαν σαλάταν ή σμαρίδας τηγανιτάς. Η μόνη μας τω όντι εγκυκλοπαιδική υπηρέτρια είχε χειροτονηθεί κ’ εκείνη μοδίστρα και δεν επρόφθανε να μαγειρεύει. Άδικον όμως θα ήτο να παραπονεθώ δια τούτο, αφού το κακόν ήτο γενικόν. Πλην των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των άλλων μεγάλων εορτών, επικρατεί η συνήθεια εις την Σύραν να νηστεύουν και τας παραμονάς των μεγάλων χορών. Το οχληρότερον από όλα ήτο η διηνεκής απασχόλησις της Χριστίνας και τα παντός είδους χαρτιά, τα οποία ετύλιγε την νύκτα εις τα μαλλιά της. Από την ημέραν όπου ελάβομεν το κατηραμένον εκείνο προσκλητήριον ήτο ως να μην είχα γυναίκα». Απόσπασμα χαρακτηριστικό της συριανής ζωής. Η Ερμούπολη είχε γίνει μία μικρή διεθνής πολιτεία. Και μάλιστα ύστερ’ από την αποτυχημένη ιταλική επανάσταση, του 1848, όταν πλήθος Ιταλοί κατέφυγαν στη Σύρα και ζούσαν, καθώς διηγείται ο Ροΐδης, ως «ακονηταί ξυραφίων, καθαρισταί κηλίδων, συγκολληταί σπασμένων πινακίων, ανακαινισταί παλαιών υποδημάτων, διακοσμηταί των νεκρικών φερέτρων, ευνουχισταί πετεινών, υπαίθριοι τηγανισταί σμαρίδων και πάντες ανεξαιρέτως ζωγράφοι, λιθοξόοι, χοροδιδάσκαλοι και μουσικοί». Το λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη, όπου και ο Ροΐδης αι ο Βικέλας εφοίτησαν, είχε πολύ μεγάλη φήμη. Ο Χρήστος Ευαγγελίδης είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, αλλ΄ έμεινε ορφανός, στην επανάσταση του Εικοσιένα, και, μαζί με άλλα Ελληνόπουλα, τον πήραν οι Αμερικανοί, στη Νέα Υόρκη, να τον προστατεύσουν και να τον εκπαιδεύσουν. Εγύρισε στην Ελλάδα με τ’ όνειρο ό,τι έμαθε να το μεταδώσει και στους δικούς του. Εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη, πήρε γυναίκα του «Χίαν αγαθήν και ενάρετον», κατά τα λεγόμενα του Βικέλα, «επεδόθη εις το στάδιον της διδασκαλίας και, τη βοηθεία των Αμερικανών προστατών του, κατόρθωσε να ιδρύσει το Λύκειόν του. Γράμματα πολλά δεν είχε μάθει· νομίζω ότι δεν εγνώριζε κατά βάθος ούτε την αγγλικήν, την οποίαν εδίδασκεν —αλλ’ είχεν αποκτήσει εις την Αμερικήν έξεις παιδαγωγικάς, των οποίων η εισαγωγή την Ελλάδα ήτο ευεργετική». Περίφημο υπήρξε, για ένα καιρό, και του Ι. Βαλέττα το εκπαιδευτήριο. Αλλά δυο ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, καλά οργανωμένα, προϋπέθεταν μια «κοινωνία». Και αυτή η κοινωνία από τη Σύρα δεν έλειπε. […]

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, [Για την Ερμούπολη], Μορφές της ελληνικής γης, Φιλιππότης, Αθήνα 21988, σ.