Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η προτομή και το ποντίκι

 

Τούτη την ώρα που το νησί ξεκόβει σα γαλέρα απ’ την καταχνιά με λατίνια μύλους και τρούλους, μοιάζει να ταξιδεύει σε καιρούς του Αιγαίου παλιούς, όταν οι κρινοδάχτυλες πριγκιπέσσες της Παροναξίας τόπαιρναν προίκα μαζί μ’ ένα ρόδι για γούρι. Αν τύχαινε, τότε, να γυρίζει κανένας γιος του Δούκα απ’ τους Άγιους τόπους, όπου πολεμούσε χρόνια για την πίστη του Χριστού, λίτζιοι και βιλλάνοι ξεχύνονταν κατά το λιμάνι ακολουθώντας τον αφέντη τους, που κατηφόριζε ανάμεσα στους βασάλους του για να τον προϋπαντήσει καβάλα σε κάτασπρο φαρί με χρυσοκέντητα χάμουρα. Μόλις ο σιδερόφραχτος ιππότης πατούσε στο μουράγιο, έσκυβε να φιλήσει το χώμα, που είχε γλυκάνει το ντοματάκι, ενώ το πλήθος με μια μυριόστομη φωνή του ευχότανε «καλώς ήρθενε» και ο μονσινιόρες με το δεσπότη ψαλμούδιζαν ιδροκοπώντας κάτω απ’ τα ομπρελίνα τους…

Όμως, αν το νησί έμεινε ίδιο, ωστόσο οι άνθρωποι από τότε αλλάξανε πολύ. Σήμερα ο βουλευτής Κυκλάδων Σπύρος Δελόγγης, τριγυρισμένος από συγγενείς και φίλους, περιμένει στην αποβάθρα το γιο του, τον καλόγερο, που έρχεται απ’ το Άγιον Όρος να δει την άρρωστη μητέρα του. Το καράβι της γραμμής κατέβασε σκάλα έξω απ’ το λιμάνι, γιατί το καθούρι έχει σκεπάσει το νησί απ’ το πρωί. Είναι προχωρημένο μεσημέρι. Το συννεφόκαμα κιτρινίζει την ατμόσφαιρα και κόβει την αναπνοή. Μέσα στη φασαρία που κάνουν οι παραθεριστές με τα τρανζίστορς στο χέρι, οι άνθρωποι του λιμανιού κι οι λογής ξένοι, η συντροφιά γύρω απ’ το μικρόσωμο άρχοντα, καθώς μιλά χαμηλόφωνα, μοιάζει σα θλιμμένη…

Ο Σπύρος Δελόγγης έχει περάσει ένα μαντήλι στο λαιμό, για τον ιδρώτα, και παρακολουθεί με τα σκούρα γυαλιά την ψηλόλιγνη σιλουέτα του καλόγερου, που ξεχωρίζει κιόλας στην πρώτη βάρκα ανάμεσα στο γαμπρό του και τη μεγαλύτερη κόρη του. Κάθε τόσο ριπίζει με το σκιάδι τ’ αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο και κάτι ψιθυρίζει σ’ έναν μελαχρινό άντρα, τον αρχαιολόγο Σωτήρη Ανδρουλή, παιδικό φίλο του γιού του. Εκείνος όμως, καθώς κουνά το κεφάλι — πως, βέβαια, δε θα ξεχάσει ούτε αυτό να του το θυμίσει σαν έρθει η κατάλληλη στιγμή — λοξοκοιτάζει τη Φιλιώ Δελόγγη, μια μικρόσωμη παιδίατρο, σα να της λέει, πως όλα σ’ αυτή τη σκηνοθεσία, που έχει κάνει ο πατέρας της για να ξυπνήσει μέσα στο γιο του τη ζωή, τάβρισκε αφελή.

Ήταν ο μόνος που είχε κατορθώσει να κρατήσει μιαν αραιή αλληλογραφία με τον παιδικό του φίλο στα πέντε αυτά χρόνια της φυγής του απ’ τον κόσμο. Κι ωστόσο βλέποντας τώρα τη βάρκα να πλησιάζει, αναρωτιότανε πως θα μπορέσει να τον πει «Πολύδωρο», όταν στο όνομα «Λουκάς» παραμέριζαν μεμιάς πλήθος γνωριμίες, για να συναντηθούνε σε μιαν εποχή όπου όλα γύρω τους θαμπώνανε με τη μαγεία τους. Αυτός, άλλωστε, δεν ήταν ο λόγος που είχε επιδιώξει την αλληλογραφία, αντί να πάει στο Όρος να τον δει, για να μείνει απείραχτη στη σαρκοφάγο της η αυστηρή τους νεότητα; «Η υπερβολική εμπιστοσύνη στον πλαϊνό μας είναι μια βαρύτατη απιστία στον εαυτό μας…», θυμήθηκε τη φράση απ’ το χειρόγραφό του «Ο Χιτώνας του Νέσσου», που του το είχε αφήσει φεύγοντας, χωρίς να ξαναγυρίσει, για ένα σαββατοκύριακο τάχα στη Θεσσαλονίκη. Και μονομιάς πέρασε μπρος του σαν όραμα το τελευταίο τους καλοκαίρι, με κείνες τις ατέλειωτες συζητήσεις τους, τ’ απογέματα στις ανηφοριές της Πάνω Μεριάς, γύρω απ’ τη θαυμάσια τοιχογραφία της κοσμογονίας, που έκανε ο Πλάτων μέσα στον «Τίμαιο». Μεθυσμένοι ένα τέτοιο απόβραδο απ’ τις «ιδέες», καθώς βλέπανε το χρυσό δίσκο να βάφει τη θάλασσα, γύρισε και του είπε απότομα: «Μου φαίνεται, Σωτήρη, πως επειδή στη ζωή είναι ισχυρότερο το κακό συνεχίζεται ο κόσμος… Επιμένοντας ο περ Γκρεγκουάρ να λέει μέσα στον εγωισμό του, πως πρέπει νάχουμε τη δύναμη να διαλέγουμε τις ευχαριστήσεις μας, κάνει φιλολογία. Εγώ πιστεύω, πως όταν λέμε για κάποιον ότι «ωρίμασε», σημαίνει πως δυνάμωσε μέσα του ο σατανάς. Τι άλλο μπορεί να είναι αυτό που αισθανόμαστε να μας κυριεύει κάθε μέρα και περισσότερο απ’ την επιθυμία για το Απαγορευμένο;». Έκανε ένα βήμα στο μέρος του, η φωνή του έγινε απαλή: «Θα μπορούσα ν’ απαρνηθώ ολόκληρο τον κόσμο, αν έβρισκα κάποιον να τον συνοψίζει πλάι μου…»

— Ήταν ένα λαμπρό πνεύμα… ψιθύρισε πίσω του ο περ Γκρεγκουάρ επιστρατευμένος απ’ το βουλευτή σ’ αυτή την υποδοχή. Μόνον εσείς, Ανδρουλή, που υπήρξατε σύντροφός του απ’ τα θρανία, μπορείτε να τον εκτιμήσετε σωστά…

—Μα και το πέρασμά του απ’ το Πανεπιστήμιο είχε αφήσει εποχή… γύρισε ο αρχαιολόγος στο γέρο φραγκισκανό. Μου έλεγε κάποιος συμφοιτητής του στο Παρίσι, πως τη διατριβή του για τα Edicta των Πραιτόρων την είχαν χαρακτηρίσει εργασία υψηλού επιστημονικού επιπέδου…

—Η συνέχεια, όμως, μια πνευματική αυτοκτονία… πέταξε τη χολική φράση του ο γιατρός Μαρίνος Φλέρης, γυναικάδελφος του Δελόγγη, δημοτικός σύμβουλος από χρόνια.

—Η ψυχή, κύριε Μαρίνε, δεν είναι συνταγολόγιο… τον αντίσκοψε ο Ανδρουλής πειραγμένος.

Οι βάρκες αρχίσανε να πλευρίζουν κάτω απ’ τις αραιές ψιχάλες, που έσταζε η καταχνιά. Στην αποβάθρα βγαίνανε τουρίστες, τα μέλη κάποιου ευρωπαϊκού συνεδρίου, ο νομάρχης Κυκλάδων με την οικογένειά του, ο πρόεδρος Εφεμάρχης Κυκλάδων με την οικογένειά του, ο πρόεδρος Εφετών Σύρου, ο διοικητής νοτίου Αιγαίου με πολιτικά. Ένα κινηματογραφικό συνεργείο και τσούρμο ηθοποιοί ξεσήκωναν κιόλας τον κόσμο με τις φωνές τους.

Απ’ την τελευταία επίσκεψή του στο Άγιον Όρος είχαν περάσει δυο χρόνια. Κι ο Σπύρος Δελόγγης βλέποντας το γιο του να πηδά απ’ τη βάρκα στητός, ένιωσε έναν πίδακα αίμα να του φλογίζει το στέρνο. Τα μάτια του είχαν θαμπώσει κάτω απ’ τα σκούρα γυαλιά, όταν άνοιξε τα χέρια να τον αγκαλιάσει. Τον φίλησε σταυρωτά. Κι όσο τούλεγε για τα δυο αυτά χρόνια, με τα τρεμουλά του δάχτυλα ψηλάφιζε, όπως ένας τυφλός, τα ξεχειλισμένα απ’ το καλιμαύκι ξανθά του μαλλιά. Η φωνή του έσπασε μεμιάς, μόλις είπε «η Φιλιώ, η αδελφή σου…», δείχνοντας την παιδίατρο που τιναζόταν από τ’ αναφιλητό. Εκείνη έπεσε πάνω στο ρασοφόρο με τέτοια λαχτάρα, που αιστανθήκανε όλοι δυσάρεστα. Μα ο αγιορείτης, προετοιμασμένος φαίνεται για κάθε απρόβλεφτο σ’ αυτή την υποδοχή, της ξέφυγε μ’ ένα χάδι στα μαλλιά κι άπλωσε το χέρι στο συμμαθητή του. Ο Ανδρουλής πρόφτασε να ξεχωρίσει στο μεσόφρυδο του φίλου του σημαδεμένα τα πέντε μυστικά χρόνια.

—Καλώς ήρθες, παιδί μου, στο νησί σου… έκανε ένα βήμα με το κουτσό πόδι του και τον ασπάστηκε ο περ Γκρεγκουάρ, που δεν ανεχότανε να παίξει ρόλο κομπάρσου. Ο Θεός βρίσκεται παντού. Και, προ πάντων, μέσα στις καρδιές μας…

Στο μικρό κύκλο, που είχαν κάνει μερικοί νησιώτες για να δούνε το «χαμένο παιδί» του βουλευτή τους, ο καλόγερος διάκρινε το κεφάλι του θείου του. Του άπλωσε το χέρι. Την τελευταία στιγμή ο γιατρός είχε ανακατευτεί με τους ξένους, από μιαν υποσυνείδητη αντιπάθεια γι’ αυτό το «παράξενο παιδί» της αδελφής του. Φιλήθηκαν, ωστόσο, σα συγγενείς. «Τι να κρύβεται άραγε στο σκιόφωτο της ρασοφορεμένης του ψυχής;» αναρωτήθηκε πάλι ο Ανδρουλής βλέποντας το φίλο του να σφίγγει χέρια και να χαμογελά σα να γύριζε με τους τίτλους μιας λαμπρής σταδιοδρομίας.

—Καλώς όρισες, Λουκά… ακούστηκε η μπάσα φωνή του δήμαρχου. Είχε ξεφύγει με τις δυο φοιτήτριες εγγονές του απ’ τον κύκλο του νομάρχη, για να του σφίξει το χέρι. Πώς μας βρίσκεις, λοιπόν, ύστερα από τόσα χρόνια; Μήπως ήρθες για τ’ αποκαλυπτήρια του μνημείου;

Κατάμαυρες η Μόλυ και η Πόλυ, προτού καλά αρχίσει το καλοκαίρι, λοξοκοίταζαν τον καλόγερο γελαστές.

—Ήρθα να σας δω…

—Αγωνιζόμαστε· ο πατέρας σου ξέρει…

Ο Πολύδωρος άνοιξε τα μακριά χέρια του, σα νάδινε το σύνθημα για τη λήξη της υποδοχής:

—Λοιπόν, περ, ελπίζω να τα πηγαίνετε πάντα αρμονικά με τον αλμικανταράτο του νότου…

Αιστάνθηκαν όλη την ανάγκη να γελάσουν.

Ο φραγκισκανός χάιδεψε στην πλάτη τον παλιό μαθητή του στο Καθολικό Λύκειο «ο Τίμιος Σταυρός»:

—Δε διαλέγει κανένας τις ευχαριστήσεις του, παιδί μου· του δίνονται με την πρώτη πνοή…

Πήραν το σκαλόδρομο για τη συνοικία του Αρχάγγελου. Κάτι από νοτισμένο χώμα και κατράμι ξεχυνότανε μέσ’ την κουφόβραση. Ο ουρανός άνοιγε απ’ τα δυτικά. Κοντά στις καμάρες, μια μεσόκοπη, που φαινότανε ξένη, ζωγράφιζε κάτω απ’ τη μεγάλη ομπρέλα της τα λουλακιά σκαλοπάτια κάποιου μικρομάγαζου.

—Είδες το νησί εξέλιξη;… γύρισε ο Δελόγγης στο γιο του. Λέμε να πάμε αυτές τις μέρες στις Σπαθιές. Έβαλα να ετοιμάσουν το σπίτι…

Ο Πολύδωρος έκρυβε το ξάφνισμά του βλέποντας κάθε τόσο καινουργιοχτισμένα σπίτια και μαγαζιά στη θέση όπου άλλοτε ήταν ασβεστωμένα κατώγια.

—Το ντοματάκι γλύκανε πρώιμα με το συχνό καθούρι… μουρμούρισε ξανά ο γέρος. Φοβούμαι μην είναι οι αχνάδες προμηνύματα σεισμού… Δεν το πεθύμησες το Καμινάκι; έδειξε κάτω απ’ τα πεζούλια το πέταλο της ακτής γεμάτο κολυμβητές και ομπρέλες.

Ο αγιορείτης κούνησε αφηρημένος το κεφάλι και ξαναρώτησε λεπτομέρειες για την αρρώστια της μητέρας του.

—Είμαι πολύ μόνος στους αγώνες μου, παιδί μου. Ο θείος σου αποτραβήχτηκε στη Δαμάστα, έκανε θαυμάσιο το κτήμα του, μα παραμέλησε την Ιατρική. Ο Παντιάς, πάλι, είναι πολύ εγωιστής για να μου προσφέρει… Στο κάτω-κάτω, έχομε κι εδώ μοναστήρι, αν θελήσεις… Το ξέρεις πως η μητέρα σου δεν πολυμιλά, γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να υποψιαστούμε. Σ’ αυτό δα της έμοιασες…

Απ’ το καμπαναριό των Ταξιαρχών το ρολόι χτυπούσε ιδρωμένο τις ώρες. Σε παράθυρα και μπαλκόνια πρόβαλαν κεφάλια περίεργα. Ο καλόγερος αναγνώριζε πρόσωπα, που είχαν γεράσει…

—Η πίστη μας στο αδύνατο είναι μια πρόφαση για να υπομείνουμε το δυνατό μ’ εγκαρτέρηση και μελαγχολία… ακούστηκε ο περ να λέει στον Ανδρουλή. Βολοδέρνετε ακόμη με κείνη την ιέρειά σας;

Ο αρχαιολόγος έκανε μια χειρονομία, πως συνέχιζε τις ανασκαφές.

Στο στρίψιμο του δρόμου ξεχύθηκε το ρυθμικό «τοκ, τοκ, τοκ…» απ’ το καρνάγιο. Ο Πολύδωρος σκίρτησε. Τα καλοκαίρια φτερούγιζαν με τους γλάρους μπρος του. Έμενε σιωπηλός.

Ξαφνικά, στάθηκαν όλοι σαστισμένοι. Απ’ την ταράτσα του ακραίου σπιτιού, που πρόβαλε σαν καστέλι, η Θωμαή Δελόγγη εξέταζε το πέλαγος με το χέρι αντήλιο. Η μεγαλόσωμη αρχόντισσα είχε ασπρίσει σε λίγα εικοσιτετράωρα, όταν έμαθε για ποιο λόγο δεν είχε γυρίσει απ’ την εκδρομή του ο μοναχογιός της. Άρχισε, τότε, ν’ αφήνει τις κόρες της με τον πατέρα τους στο σπίτι της Χώρας, για ν’ απομονώνεται, μήνες, στο εξοχικό, στις Σπαθιές, περνώντας αθόρυβα τον καιρό της με βιβλία ή παίζοντας ώρες στο τσέμπαλο παλιά μουσική. Κάθε σαββατόβραδο ο παιδικός φίλος της, ο περ Γκρεγκουάρ, άφηνε το Μετεωρολογικό σταθμό για να της κάνει επίσκεψη. Οι παρτίδες του πιγκ-πογκ, για να κρατήσουνε τη σιλουέτα τους ενώ λέγανε φωναχτά πολιτικά νέα, βαστούσανε ώρα. Ως αργά τη νύχτα, έπαιρνε ο ένας τη θέση του άλλου μπρος απ’ το κλαβεσέν, για να παίξει κάποια γκαβότα του αγαπημένου τους Κουπρέν. Μιλούσανε με νοσταλγία για τ’ αρχοντικά εκείνα χρόνια της Σύρας στις αρχές του αιώνα, θυμόντουσαν περιστατικά των γονιών τους από ταξίδια, πριμαντόνες της Σκάλας, λουτροπόλεις. Ο γέρο φραγκισκιανός, που δίδασκε στο Καθολικό Λύκειο «ο Τίμιος Σταυρός» Κοσμογραφία και Φυσική, σαν ήτανε καμιά από κείνες τις ξάστερες νύχτες των Κυκλάδων με τη σμυριδένια σκόνη στον ουρανό, ξεχνιότανε στην ταράτσα να της μιλά για τα φαινόμενα μέσα στο «αστρικό χάος», ενώ εκείνη κουνώντας το κεφάλι με σκεπτικισμό επέμεινε πως το χάος κρυβότανε μέσα τους… Αλλιώς πώς μπορούσε να εξηγήσει το σφάλμα του γιου της; Κανένας — ούτε τα παιδιά της — δεν είχε τολμήσει να περάσει το φράγμα της σιωπής, που είχε υψώσει γύρω απ’ το όνομα του καλόγερου, για να της τον θυμίσει σε κάποια στιγμή οικειότητας. Κι όσο μπορούσαν να ξέρουνε, τ’ αραιά του γράμματα, που φτάνανε στις μεγάλες γιορτές, δεν παίρνανε καμμιά απάντηση. Σα γύριζε μονάχα ο βουλευτής απ’ τα ταξίδια του στον Άγιον Όρος, ακολουθούσε μεταξύ τους τούτος περίπου ο διάλογος: «—Το παιδί είναι καλά στην υγεία του, Θωμαή… —Βρήκες καμμιά αλλαγή στη διάθεσή του; —Δεν μπορώ να το βεβαιώσω… Ρωτούσε νέα του κόσμου, για τις αδελφές του, τους φίλους του. Μα έλεγε χαμηλόφωνα τ’ όνομά σου…» Τότε η Δελόγγαινα κατέβαζε το κεφάλι με συλλογή. Στη λιγόστιγμη σιωπή, ακουότανε να ψιθυρίζει: «Τι σκληρό παιδί…». Απ’ την τελευταία του όμως επίσκεψη, ο βουλευτής είχε να πει περισσότερα: ότι ο Λουκάς (κανένας στην οικογένεια δεν είχε προφέρει τ’ όνομα «Πολύδωρος») κατέβαινε στη Θεσσαλονίκη· πως στο τραπέζι του είχε βιβλία της επιστήμης του· ότι του είχε ζητήσει περισσότερα χρήματα. Την επομένη απ’ αυτή τη συζήτηση, η Θωμαή Δελόγγη ξύπνησε με ημιπληγία…

Ένας γλάρος ανέβηκε απ’ τη θάλασσα σπαθωτά σχεδιάζοντας με τον ίσκιο του κάτι σαν οικόσημο στο στηθαίο του πύργου.

—Ο ερχομός σου θα της κάνει καλό… ψιθύρισε ο γέρος. το πρωί ζήτησε απ’ τη Φιλιώ να την πάει στο κλαβεσέν. Είχε να το αγγίξει από τότε που αρρώστησε…

Στέκονταν στο μικρό πλάτωμα με τη βρύση, που έτρεχε απ’ το στόμα ενός λιονταριού. Ο Πολύδωρος έβρεξε τη φούχτα του. Γύρισε, κοίταξε τους άλλους. Μένανε στα σκαλοπάτια, σα νάβρισκαν — ακόμη κι οι αδελφές του — πως δεν είχαν θέση σ’ αυτή τη συνάντηση μητέρας και γιου. Σήκωσε το βλέμμα στην αντηλιά, φόρεσε τα σκούρα του γυαλιά και προχώρησε μέσα στο σπίτι. Όπως δρασκέλιζε την αυλή, απ’ τις πορτοκαλιές ακούστηκε βέλασμα. Ένας παραγιός είχε κιόλας περάσει τη λεπίδα του στο λαρύγγι του αρνιού, που σπαρταρούσε κοκκινίζοντας το χώμα.

—Είναι τάμα, αφεντικό. Κάνομε ανάσταση τώρα που ήρθες… του φώναξε.

Ο αγιορείτης απόστρεψε το πρόσωπο παίρνοντας βιαστικός τη σκάλα. Το μεγάλο ρολόι χτυπούσε καθυστερημένο τις ώρες. Του φάνηκε σα να τον καλωσόριζε το πνεύμα του σπιτιού.

Σε λίγο, απ’ τα σκαλιά οι άλλοι είδαν τον καλόγερο στην ταράτσα να φτάνει με δυο σάλτους τη μητέρα του και να την τυλίγει στα ρασοφορεμένα του μπράτσα. Η Δελόγγαινα κράτησε μια στιγμή το κεφάλι του και το κοίταξε με λαχτάρα, σαν κάτι πολύ νοσταλγημένο. Γρήγορα, όμως, γυρόφερε πάνω του ένα σοβαρό βλέμμα. Έπειτα, χαμογελώντας παράξενα, πασπάτεψε το γενάκι του. Απότομα, πήρε απ’ το κεφάλι του το καλιμαύκι. Τα μαλλιά του καλόγερου, λυμένα απ’ το κοτσάκι τους, ανέμισαν πυρόξανθα κάτω απ’ τον ήλιο. Ο Πολύδωρος αιστάνθηκε σα να τον είχαν ντροπιάσει. Με μιαν έκφραση παράπονου στο αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο ξανάνοιξε τα χέρια ορμητικά κι έκλεισε τη μητέρα του εκεί μέσα, ενώ η Δελόγγαινα άφηνε το καλιμαύκι να κυλήσει στις πλάκες…

Απ’ τα σκαλιά οι άλλοι, βλέποντας αυτό το σύμπλεγμα, τρέξανε συγκινημένοι μέσα στο σπίτι. Καθώς διασκέλιζαν όμως την αυλή, οι γείτονες απ’ τα πορτοπαράθυρα, που παρακολουθούσαν δυο κορμιά να χαϊδεύουνται σα να παλεύανε, βγάλανε μια κραυγή. Η Δελόγγαινα είχε ξεφύγει απ’ τα χέρια του γιού της, βρέθηκε μ’ ένα απότομο τίναγμα στην άκρη της ταράτσας κι από κει ρίχτηκε στο κενό. Άντρες και γυναικομάνι όρμησαν με ξεφωνητά στο δρόμο της Πάνω Μεριάς, που περνούσε κάτω απ’ το σπίτι. Η συνοικία του Αρχάγγελου γέμισε μονομιάς φωνές, σφυρίγματα και θρήνους…

Τη βρήκανε να ξερνά αίμα ανάμεσα ζωής και θανάτου. Μέσα στο αυτοκίνητο που την πήγαινε για το νοσοκομείο, ο βουλευτής φιλούσε τα ματωμένα της δάχτυλα, χωρίς να φαντάζεται πως η Θωμαή του είχε κιόλας φύγει απ’ τη ζωή. Όταν το κατάλαβε απ’ την έκφραση του γιατρού, έμεινε να την κοιτά ένας πολύ γέρος, που δεν ξεχώριζε πια τίποτε γύρω του. Δυσκολεύτηκαν η παιδίατρος με τον Ανδρουλή να τον κρατήσουν, για να ξαναπάρει το σκαλόδρομο…

 

Τάσος Αθανασιάδης, Η Αίθουσα του Θρόνου, Εστία, Αθήνα, 182004, σ. 15-23.