Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ μεγάλη χίμαιρα
M. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ
(Γ΄απόσπασμα, σσ. 88-92)
Ο ανήφορος, ο αντίθετος βίαιος άνεμος κι οι στοχασμοί την είχαν αναγκάσει να περπατάει με κεφάλι σκυφτό. Κι όταν έξαφνα το ανάγυρε, αντίκρισε το μεγάλο κάτασπρο κτίριο της Παναγίας. Στάθηκε να το κοιτάξει, να το κρίνει. Τίποτα το εξαιρετικό από άποψη αισθητική. Ο ακαλλιέργητος αρχιτέκτονας, αντί να εμπνευσθεί από τα θαυμαστά πρότυπα των κυκλαδίτικων ναών, θέλησε να κάνει δουλειά «ευρωπαϊκή» κι αντέγραψε, με πολύ κακό γούστο, τις γραμμές που συναπαντούμε στις εκκλησίες της Νότιας Ιταλίας. Οπωσδήποτε το σύνολο είχε κάποια μεγαλοπρέπεια, έκανε κάποιαν εντύπωση.
Διάβηκαν την πλακόστρωτη αυλή, ανέβηκαν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια και μπήκαν στο εσωτερικό του ναού. Είχε λειτουργία, μα το εκκλησίασμα δεν ήταν πυκνό — καμιά εκατοστή άνθρωποι πάνω κάτω. Η Μαρίνα στάθηκε σε μιαν απόμερη γωνιά και περιεργάστηκε τα πάντα, με μάτι έξυπνο και διαπεραστικό. Αισθητικώς, το εσωτερικό δεν άξιζε περισσότερο από το εξωτερικό. Παντού φόρτος διακοσμητικός, αρκετά κακόγουστος. Αλλά το πλήθος κι η ποικιλία των αφιερωμάτων έδιναν εντελώς αλλιώτικη ατμόσφαιρα στο σύνολο. Χιλιάδες ασημένια και χρυσά αντρείκελα, που παρίσταναν τα πιο ετερόκλητα πράματα, ήσαν κρεμασμένα από την οροφή, μπροστά στα εικονίσματα, κάτω από τα καντήλια, πάνω στους τοίχους. Έβλεπες ομοιώματα ανθρώπων ή μελών του ανθρώπινου κορμιού, καράβια, σπίτια, γελάδες άλογα, δέντρα, καρδιές, βάρκες, ή και τους πιο απίθανους συνδυασμούς όλων αυτών των αντικειμένων. Ο Γιάννης παρακολούθησε την ερευνητική ματιά της· και της μουρμούρισε:
—Καθένα από αυτά μαρτυράει κάποιο από τ’ αμέτρητα μικροδράματα της ζωής των ανθρώπων. Είναι ο άρρωστος, που γυρεύει την υγεία του· ο μελλοθάνατος, που δέεται για τη ζωή του· η μητέρα, που αγωνιά για το άρρωστο παιδί της· η στείρα γυναίκα, που λαχταράει να καρπίσουν τα σπλάχνα της· ο καπετάνιος, που την ώρα της τρικυμίας έταξε το καράβι του στην Παναγία· ο χρεωμένος νοικοκύρης, που παρακάλεσε την Παρθένα να του γλυτώσει το σπίτι από τον ανικανοποίητο δανειστή· ο χωριάτης, που θα πεινούσε αν ψοφούσε η άρρωστη γελάδα του· η γυναίκα του ναύτη, που θέλει να μην πάθει κακό ο αγαπημένος της· η κοπέλα, που ανησυχεί για την αγάπη του καλού της…
Η Μαρίνα κούνησε το κεφάλι, χωρίς να αποκριθεί. «Ναι, δράματα. Η ζωή, η υγεία, ο πλούτος, ο έρωτας… Όλα όσα πλαισιώνουν και στηρίζουν την φυσιολογική ευτυχία μας. Ωφελιμιστική αντίληψη του θεϊκού· όπως ακριβώς στην αρχαία Ελλάδα, όπου τριάντα χιλιάδες θεοί είχαν διαμοιρασθεί ορθολογικά τις φροντίδες για τις ανάγκες των ανθρώπων. Άραγε έρχεται κανείς εδώ, να γυρέψει απ’ τη θεότητα τη δύναμη της αντοχής στη σωματική και την ψυχική οδύνη; Το λυτρωμό απ’ το συναίσθημα της δυστυχίας; Τη συχώρεση για τις κακές του πράξεις; Την ελπίδα μιας γαληνεμένης μεταθανάτιας ζωής;»
Πάλι χαμογέλασε με σκεπτικισμό· και κοίταξε το θαυματουργό εικόνισμα, το ντυμένο χρυσάφι αμύθητης αξίας πετράδια. Όλα τούτα τα πλούτη δόθηκαν αμοιβή στην ύλη που εκπροσωπεί το αγαθοποιό πνεύμα, για το λόγο ότι το αγαθοποιό πνεύμα ενέργησε ανάμεσα απ’ την ύλη που το εκπροσωπεί. Θυμήθηκε τη μεγάλη κι αποτυχημένη επαναστατική προσπάθεια των Ισαύρων. Οι ιστορικοί κρίνουν ότι απέτυχε γιατί γίνηκε πολύ νωρίς· πως η πνευματική στάθμη του Η΄ αιώνα δεν ήταν ώριμη να την δεχτεί· πως αν δυσάρεστες πολιτικές εξελίξεις δεν την εμπόδιζαν, η μετακομνήνεια περίοδος θα ήταν η ιδεώδης για την επιτυχία της. Τι ανόητοι που είναι οι πάνσοφοι ιστορικοί, αφού δεν κατάλαβαν πως η θρησκευτική νοοτροπία των λαών είναι πρωτίστως υπόθεση κλίματος! Από τη μετακομνήνεια ελληνική περίοδο ως σήμερα πέρασαν εφτά αιώνες, που έφεραν τη λουθηροκαλβινική ανατροπή, την αναμόρφωση του Καθολικισμού και, στερνά, τον επιστημονικόν ορθολογισμό, που δίνει μάχη κρατερή με το θεό. Κι όμως, οι σημερινοί Έλληνες — οι νοήμονες, οι καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι — επιμένουν, στο θρησκευτικό πεδίο, να αγνοούν τις ανάμεσα στα δυο άκρα διαβαθμίσεις. Ή λατρεύουν το θεό με την αντιπνευματική και ύποπτα ειδωλολατρική αντίληψη του Θεοδώρου Στουδίτη· ή απορρίπτουν την ύπαρξή του με την ορθολογική άρνηση του Ντάρουϊν και του Καρλ Μαρξ. «Τι λαός των άκρων! Υπάρχει άραγε θρησκευτικότητα αγνώς πνευματική; Ή μονάχα αντιπνευματική δεισιδαιμονία;»
—Πρόσεχε! της ψιθυρίζει ο Γιάννης, σκουντώντας την μαλακά. Θα βγουν τα Άγια…
Οι ψαλμωδίες είχαν σταματήσει, ενώ η πιο απόλυτη σιωπή προμηνύει κάτι το εξαιρετικό. Στη βορεινή πύλη του ιερού παρουσιάστηκαν τα λευκοφόρα παιδιά με τα ξεφτέρια και στάθηκαν. Την ίδια στιγμή, μια παράξενη κίνηση ανατάραξε το εκκλησίασμα. Όλοι τους κοιτούσαν χαμηλά, το δάπεδο του διαδρόμου, απ’ όπου θα περνούσε η ιερή πομπή. Κοίταξε κι η Μαρίνα. Κι αυτό που είδε την έκανε να ξαφνιαστεί: καμιά δεκαριά άνθρωποι είχαν ξαπλωθεί μόνοι τους χάμω, ανάσκελα, στο φάρδος του στενού διαδρόμου. Άλλους δυο τους βοηθούσαν να ξαπλώσουν, γιατί ήσαν τυφλοί και δεν έβλεπαν. Έναν άλλο, παραλυτικό, τον πήραν απ’ το φορείο του και τον άπλωσαν. Κι ακόμα ένα — μια κοπέλα με μάτια απλανή — την ανάγκαζαν να ξαπλώσει· κι αυτή δεν ήθελε, αντιστεκόταν, δίχως όμως να βγάλει φωνή από τα πεισματικά σφαλιγμένα χείλια της. Στο τέλος την ξάπλωσαν και την κρατούσαν ακίνητη απ’ τους ώμους και τα πόδια.
Η ιερή πομπή ξεκινάει. Μπροστά προχωρούν τα παιδιά με τις λαμπάδες και τα ξεφτέρια. Πίσω ο διάκος με το θυμιατό. Τελευταίος ο παπάς, κρατώντας το δισκοπότηρο. Τα παιδιά αρχίζουν να δρασκελάν τα ξαπλωμένα κορμιά. Ύστερα, ο διάκος· ύστερα ο παπάς. Οι πρώτοι τρεις ξαπλωμένοι μένουν απαθείς. Ο τέταρτος αναταράζεται, αλλά οι πλαϊνοί όρθιοι σκύβουν και τον συγκρατούν. Η Μαρίνα δυσφορεί, γυρνάει τα μάτια της αλλού. Κι έξαφνα μια δαιμονική κραυγή της ξεσκίζει τ’ αυτιά. Γυρίζει να ιδεί. Και βλέπει την κοπέλα, που ουρλιάζει σπαράζοντας σε κρίση υστερική. Τέσσερις άνθρωποι έχουν πέσει απάνω της, να την συγκρατήσουν. Μα ο δαίμονας που φωλιάζει στα σπλάχνα της, της δίνει δύναμη υπερφυσική. Χέρια και πόδια τινάζονται με σπασμό τετανικό· όλο το κορμί συστρέφεται στις πιο απίθανες στάσεις, ξεφεύγοντας από τις οχτώ στιβαρές παλάμες που προσπαθούν αν το δαμάσουν. Απ’ το παλλόμενο στέρνο της αναδύεται το απαίσιο, το απάνθρωπο ουρλιαχτό, συνεχές κι απαραμείωτο. Ο κόσμος έχει ταραχθεί. Όλα τα πρόσωπα είναι ωχρά, συσπασμένα· στα μάτια πλανιέται ο πανικός. Μα η ιερή πομπή προχωρεί σιγανά και μεγαλόπρεπα ατάραχη, δρασκελώντας τα πανάθλια κορμιά. Τα πέρασε όλα. Δεν απομένει παρά ένας γέροντας τυφλός, απαθής κι ανόητος. Τα πρώτα παιδιά τον δρασκελάν με προσοχή, δίχως να τον αγγίζουν. Μα εκείνο που κρατούσε το λάβαρο δεν πρόσεξε· τον σκούντησε ελαφρά, με το πόδι. Με μιας, ο γέροντας αρχίζει να βογκάει βαριά, αγωνιακά· ένα μουγκρητό βαθύφωνο και κυματιστό, σαν ρόγχος επιθανάτιος, σαν κραυγή λύκου που ’πεσε σε παγάνα κι αντικρίζει την απελπισία του θανάτου. Λίγο πιο πέρα, η κοπέλα κατάφερε να ξεφύγει απ’ τα χέρια που την ακινητούσαν. Όρθια, με μάτια τρελά, ξεσχίζει τη μπλούζα, γυμνώνει τα στήθη της και τα προτείνει. Το ουρλιαχτό της έχει μεταλλάξει σε γέλιο κτηνώδες, ασελγές, αποτρόπαιο. Η Μαρίνα, αρπάζει το μπράτσο του Γιάννη.
—Πάμε! Πάμε!
Έξω, ο ήλιος του πρωινού καλοκαιριού σκορπάει χαρούμενο φως στην άσπρη πολιτεία, στη βαθυκύανη θάλασσα, στο γαλανό ουρανό, στις λουλουδισμένες ροδοδάφνες. Όλα τα πάντα είναι ωραία, γαληνεμένα, αρμονικά και χαμογελαστά. Η Μαρίνα, με στέρνο κυματιστό, ανασαίνει τη βίαιη πνοή του μελτεμιού. Τα μάτια της ημερεύουν· στο πρόσωπό της, μαζί με το αίμα ξανάρχεται η ηρεμία.
—Αν δεν έχεις αντίρρηση, λέει, θα προτιμούσα να φεύγαμε αμέσως για τη Μύκονο.
—Το μελτέμι είναι δυνατό για να περάσουμε τον Τσικνιά…
—Έχε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Είσαι θαυμάσιος καπετάνιος. Θα τον περάσουμε τον Τσικνιά…
—Ναι, θα τον περάσουμε, λέει ο Γιάννης. Και χαμογελάει.