Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ μεγάλη χίμαιρα
M. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ
(Β΄απόσπασμα, σσ. 74-79)
Τώρα που ο Μηνάς έφυγε, το σπίτι φαίνεται πιο άδειο. «Πώς μπόρεσε να το γεμίσει με τη θέρμη της παρουσίας του, μέσα σε δυο βδομάδες!» θαυμάζει η Μαρίνα.
Την άλλη μέρα την πέρασε άνεργη, βαριεστημένη. Δεν είχε διάθεση ούτε να κατέβει στη Σύρα, ούτε να διαβάσει. Το βράδυ ήρθε ο κ. Ανθεμίου, για το συνηθισμένο μάθημα. Το βρήκε ανιαρό. Προφασίστηκε πως είναι αδιάθετη κι έδιωξε τον καθηγητή μισή ώρα νωρίτερα. Τη νύχτα κοιμήθηκε δύσκολα κι ανήσυχα.
Το πρωί όμως ξύπνησε φρέσκη, δυνατή κι ισορροπημένη. «Όλ’ αυτά χρωστιώνται στ’ ότι απομονώθηκα περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει. Και το πιο εξαίσιο μελόμηνο πρέπει, κάποτε, να δώσει θέση σε ζωή κοινωνικότερη. Δεν είναι σωστό να τραβώ τον άντρα μου από τους φίλους του. Απεναντίας, πρέπει να τους κάνω και δικούς μου φίλους. Η επαφή με τον ολόγυρα κόσμο είναι απαραίτητη.»
Οι Συριανοί είναι άνθρωποι ευγενικοί και πρόσχαροι. Όπως όλοι οι νησιώτες έχουν χαραχτήρα μαλακό, πάθη συγκρατημένα από την πολιτιστική αγωγή που τους χάρισε η γειτονιά της θάλασσας. Οι βιολόγοι απέδειξαν πως η ζωή γεννήθηκε στο αρμυρό νερό, για να ξεστρατίσει αργότερα στη στεριά. Το ίδιο κι οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε αμφίβιος και χίμηξε στη θάλασσα, να βρει τον πολιτισμό. Πως ό,τι ωραίο κι ανώτερο κερδίσαμε, η θάλασσα μας το ’δωσε: ο μεγάλος τούτος δρόμος της πανανθρώπινης επικοινωνίας, που μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης. Πάνω στα κύματά της δεν κυκλοφορεί μονάχα ο υλικός, μα κι ο ηθικός πλούτος της γης. Ο ναύτης, στα μακρινά λιμάνια, μαζί με τη σερμαγιά εμπορεύεται και τις ιδέες του. Γυρνώντας στην πατρίδα, δεν φέρνει μόνο το καράβι του φορτωμένο πραμάτιες ξωτικές, αλλά και το μυαλό του γεμάτο νοήματα ενός άλλου κόσμου. Πάνω στα κύματα σφυρηλατήθηκε η νοημοσύνη του ανθρώπου. Όποιος έσχισε τη θάλασσα έμαθε πολλά· κι όποιος την κρατάει γερά, κρατάει τα πάντα τούτης της γης μέσα στα χέρια του. Αρκεί να δεις ένα ηλιοβασίλεμα στη μέση του πελάγου, για να νιώσεις πολλά κρυφά, μυστήρια αμέτρητα. Η σοφία των λαών, ένιωσε βαθιά τούτη την αλήθεια· τη στέριωσε, την ανύψωσε σε σύμβολο· κι ανακήρυξε πατέρα του πολιτισμού τον Οδυσσέα, τον αλήτη των ταραγμένων νερών.
Στη Σύρα, ο φτωχός κόσμος ζει ξένοιαστα, με γλύκα και χαρά. Οι άντρες δουλεύουν για το ψωμί τους με το χαμόγελο στα χείλη, και γλεντούν με την αμεριμνησία της ευκολοχόρταστης ψυχής. Οι γυναίκες πάλι έχουν τη χάρη από τα τόσα αίματα που κυλάν στις φλέβες τους: αίμα ελληνικό της ειδωλολατρίας και του βυζαντινού χριστιανισμού· αίμα λατινικό, γεμάτο ορθολογισμένη θέληση· αίμα σαρακηνό, φλογισμένο στους άμμους της Αφρικής· αίμα ιταλικό, ποτισμένο ύπουλο αισθησιασμό· αίμα φράγκικο, περήφανο κι ερωτιάρικο. Είναι μικρόσωμες, πλούσια σαρκωμένες, με ψυχή παιγνιδιάρα. Μεγάλη τους φροντίδα είναι ο έρωτας, ο πιο σύμφωνος με τη φυσιολογική του σημασία, δηλαδή τη χαρά των αισθημάτων και των αισθήσεων. Όλη η περιορισμένη νοημοσύνη τους αφιερώνεται σε τούτο το σπαρταριστό παιγνίδι. Οι στοχασμοί, οι ώρες της μέρας και της νύχτας, οι κουβέντες, ολόκληρη η βιοτική τους δραστηριότητα, δεν έχουν άλλο σκοπό. Περί το βράδυ, στις κάτασπρες ανηφοριές, τις χρωματισμένες από το βαθυγάλανο της ερχόμενης νύχτας, θα ιδείτε τα ζευγαράκια να περιδιαβάζουν τη σμιχτή τους ευτυχία.
Στη Σύρα, τα πάθη του κορμιού είναι παντοδύναμα. Οι λιγοστές ικμάδες του άδροσου βράχου έχουν ποτίσει τους ιστούς των ανθρώπων· έχουν κορέσει τις σάρκες, αφήνοντας την πέτρα κατάξερη. Οι αισθήσεις κυβερνούν· παρεπόμενη συνέπεια του κυρίαρχου αισθησιασμού είναι τα αισθήματα. Δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου, ηθική γραμμή υποκειμενική ή αντικειμενική. Η γυναίκα που επιθυμεί έναν άντρα πιστεύει πως τον αγαπάει· και του δίνεται απλά, πρόσχαρα, δίχως μεγάλο προηγούμενο αισθηματικό έλεγχο, σαν να εκτελεί κάτι το ψυχικό, το αναπότρεπτο. Έτσι, τα ερωτικά μικροδράματα, οι μικροτραγωδίες του πάθους, της ζήλειας και του πληγωμένου εγωισμού δεν έχουν μετρημό. Τα πάντα όμως περνούν απαρατήρητα κι ασχολίαστα μέσα στο ρέμα της αμέριμνης κι ηδονιστικής ζωής, που δικαιολογεί τα πάντα. Ο απατημένος παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες. Η μοιχαλίδα, τις πιότερες φορές, ξαναγυρνά συχωρεμένη στο νόμιμο κρεβάτι· κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά.
Ο άλλος κόσμος — ο αστικός — είναι πιο σύνθετος σε νοοτροπία, αρκετά αταξινόμητος μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το μεγάλο εμπόριο έφερε στην Ερμούπολη μια πανσπερμία από Έλληνες, διαφορετικούς σε καταγωγή και κοινωνική εξέλιξη, μα που τους ένωσε ο κοινός σκοπός του κέρδους. Χιώτες κουτοπόνηροι, Αντριώτες δουλευταράδες κι αφελείς, Μοραΐτες σκοτεινοί και δίβουλοι, Κασιώτες απλοϊκοί και τίμιοι κρατώντας, κατά κάποιο τρόπο, τις τοπικιστικές φατρίες τους, ενώθηκαν σε σύνολο ρευστό κι απροσδιόριστο, με βασικό κριτήριο το χρήμα. Αν εξαιρέσουμε τους λιγοστούς που η μόρφωση και κάποια ψυχική ανωτερότητα ξεχώρισε απ’ τη μάζα, οι άλλοι θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής. Δημιούργησαν μια κοινωνική ζωή βασισμένη στην επίδειξη του πλούτου, που δίνει ξώπετση εντύπωση πολιτισμού. Λέσχη πολυτελής, σπιτικά καλοβαλμένα, τρόποι ευπροσήγοροι, γλώσσα συγκρατημένη, φιλοξενία παροιμιακή. Κάτω όμως από τούτη τη βιτρίνα, τα πάθη που γεννάει η έλλειψη βαθύτερης καλλιέργειας σαλεύουν παντοδύναμα. Δεύτερη συνέπεια της γνωστικής φτώχιας, είναι ένας άκρατος μοντερνισμός κι ένας αδιάλλαχτος κοσμοπολιτισμός, που φυτρωμένοι σ’ έδαφος ανέτοιμο να τους δεχτεί δημιουργούν στενόχωρες τραγελαφικότητες. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο, οι Κασιώτες αποτελούν παρήγορη παραφωνία. Οι «παλιοί» τους θεωρούν νεόπλουτους, μολονότι οι χρονολογίες του πλουτισμού και των δυονών δεν χωρίζονται από μεγάλη απόσταση. Μα οι Δωδεκανησιώτες θαλασσινοί έχουν την εξυπνάδα να βλέπουν τα πράγματα στις πραγματικές διαστάσεις τους. Ζουν άνετα και διακριτικά, σ’ ένα μισόφωτο ανάλογο με το φτωχικό τους ξεκίνημα. Χωρίς να ξιπαστούν από το χρήμα — που γνωρίζουν τη σχετική τους αξία — προσπαθούν να ανυψώσουν την κοινωνική τους στάθμη στο οικονομικό τους επίπεδο κι όχι να την ξεπεράσουν. Εργάζονται σκληρά κι ευσυνείδητα στα βαπόρια τους και τα γραφεία τους της Σύρας, του Πειραιά και του Λονδίνου, ακριβώς όπως μοχθούσαν οι πατεράδες τους στα καραβόσκαρά τους. Και περιμένουν την ώρα τους υπομονετικά, απόλυτα βέβαιοι πως κάποτε θα φτάσει.
Αναγκαστικά, οι Ρεΐζηδες πλησίασαν πιότερο τους συμπατριώτες τους. Οι Κασιώτες ζουν κάπως παράμερα, κλεισμένοι στον κύκλο τους και κοιτώντας με κάποια δυσπιστία τους παλιούς Συριανούς. Τα πιο ξεχωριστά μέλη της παροικίας ήσαν οι δυο αδελφοί Παπαδάκη — άνθρωποι απλοί και τίμιοι — κι οι γυναίκες τους, νέες ακόμα, πολύ ευγενικές κι αρκετά μορφωμένες. Ο Καστρινός, τριανταπεντάρης ήσυχος και μαλακός, αφοσιωμένος στο κουμάντο των βαποριών του. Ο Πατερίδης, εξαιρετικά έξυπνος και δραστήριος, που τον πιότερο καιρό έμενε στον Πειραιά, όπου διεύθυνε το γραφείο των Παπαδάκηδων. Ο Μηνάς Ψάλτης, πενηντάρης έξυπνος, αγαθός και μειλίχιος, φοβερά ερωτευμένος με την τριαντάχρονη όμορφη γυναίκα του. Κι ο καπετάν Ηλίας Μανίτης, πολύ απλοϊκός άνθρωπος, σαστισμένος και ζαλισμένος στο κατάστρωμα της στεριάς, μην μπορώντας να ξεχάσει τη λαμαρίνα του βαποριού του. Όλοι αυτοί ήσαν μεταξύ τους συγγενείς ή συμπέθεροι, πάντα αγαπημένοι κι ενωμένοι, παρά τις προσωρινές διαφωνίες που δεν μπορούσαν να μην υπάρχουν, μα που δεν κατάφεραν να τους χωρίσουν.
Οι διασκεδάσεις τους ήσαν απλές, μικροαστικές, γεμάτες απ’ τη γαλήνη της επαρχιακής ζωής. Επισκέψεις στα διάφορα σπίτια, λίγο πόκερ, περισσότερο πινάκλ και μπριτζ, αρκετό κουτσομπολιό, σπάνια κανένας χορός «οικογενειακός». Έτσι πέρασε ο πρώτος χειμώνας της Μαρίνας στη Σύρα, με μοναδική εξαίρεση τις Απόκριες, που απαίτησαν δραστηριότερη κοσμικότητα. Η λέσχη είχε τα πρωτεία, με τους επίσημους και πολυτελείς χορούς της. Έγιναν όμως και δεξιώσεις ιδιωτικές, όπου οργίαζε η πιο μάταιη επίδειξη.
Με την άνοιξη οι κοσμικότητες αραίωσαν. Οι Ρεΐζηδες ξαναγύρισαν στο συνηθισμένο νησιώτικό κύκλο τους. Μαζεύονταν στη μικρή λέσχη του Πισκοπιού, απ’ όπου η θέα προς τη θάλασσα, τα ολόγυρα νησιά και την πολιτεία είναι μοναδική για τη λιτή ομορφιά της. Πολλές φορές ξεκινούσαν για κοντινές εκδρομές στις παραλίες του νησιού — το Φοίνικα, τη Ντελαγκράτσια — τις πλαισιωμένες από βράχους άδροσους κι άφυλλους. Μα η αμμουδιά ήταν από τρυφερή και χλιαρή χρυσόσκονη· η θάλασσα από κρύσταλλο αχνογάλανο. Η Μαρίνα — που τα παντοτεινά ψυχρά και θολά νερά του Ατλαντικού δεν την ενθουσίασαν ποτέ — βρήκε χαρά καινούργια κι απροσμέτρητη να βυθίζει το κορμί της στη χαδιάρικη χλιάδα του Αιγαίου. Πολύ σύντομα έμαθε να κολυμπάει σαν ψάρι· να βγαίνει στ’ ανοιχτά· να ξαπλώνει ανάσκελα πάνω στην επιφάνεια του νερού, αφήνοντας την απαλή ανασαιμιά της θάλασσας να την λικνίζει ηδονικά. Άλλοτε πάλι έφτανε σε κάποιο απόμακρο βράχο, σκαρφάλωνε τις απότομες πλαγιές του, έριχνε το κορμί της πάνω στην οδυνηρή σκληράδα της ανώμαλης πέτρας και το παράδινε στις συγκερασμένες αντιθέσεις της χαυνωτικής θέρμης του ήλιου και του διεγερτικού χαδιού του άνεμου.
Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, είδε το Γιάννη να κανονίζει το ξυπνητήρι.
—Τί συμβαίνει; τον ρώτησε με απορία.
—Θα ξυπνήσουμε νωρίς, της αποκρίθηκε χαμογελώντας μυστηριακά. Σου ετοιμάζω μια έκπληξη.
Ξύπνησαν στις τρισήμισυ. Ντύθηκαν βιαστικά, ρούφηξαν τον καφέ τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατέβηκαν στην πολιτεία, στο λιμάνι. Μια μεγάλη ψαρόβαρκα με τέσσερις ναύτες και με μηχανή που δούλευε, τους περίμενε. Στην πλώρη ήσαν στοιβαγμένα ένα σωρό παράξενα πράματα, κάτι σα χαμηλά πανέρια γεμάτα σπάγκους.
—Πού λες να τα ρίξουμε; ρώτησε ο Γιάννης το γεροντότερο ναύτη.
—Κατά τις Δήλες.
Η βάρκα έσκισε το κοιμισμένο λιμάνι και βγήκε στο πέλαγο. Το σκοτάδι ήταν βαθύ, μόλις αλαφρωμένο από τη μαρμαρυγή των τρισμύριων αστεριών του πεντακάθαρου ουρανού. Γύρω απ’ τη λίμνη του μαύρου πηχτού νερού, μόλις μαντεύονταν οι σκοτεινότεροι όγκοι των νησιών να ορθώνονται προς τον αστροστόλιστο θόλο. Καθώς προσπέρασαν τον κάβο, κρύφτηκαν τα λιγοστά φώτα της Σύρας· μα το αντιφέγγισμά τους απόμεινε μετέωρο πάνω απ’ το βράχο, σα λαμπεράδα πυρκαγιάς μακρινής. Σε δυο σημεία του ορίζοντα — σ’ ανατολή και νότο — μερικά φωτάκια που τρεμόπαιζαν, μαρτυρούσαν την Παναγιά της Τήνος και το λιμάνι της Μύκονος. Κι ανάμεσά τους ο φάρος του Τσικνιά έριχνε, με χρονικό ρυθμό αδέκαστο, τη φωτερή του λόγχη πάνω στο μαύρο διαμάντι της νυχτερινής θάλασσας. Η Μαρίνα, για μια στιγμή που έσκυψε, είδε πως το νερό που ανάγειρε η πλώρη της βάρκας χόχλαζε, στολισμένο με μύριους πολύχρωμους φωσφορισμούς. Γητεμένη και παραξενεμένη, άγγιξε το χέρι του άντρα της.
—Γιάννη. Η θάλασσα φωσφορίζει; Ή εγώ το θαρρώ;
—Δεν το θαρρείς. Είναι οι αμέτρητοι μικροοργανισμοί του πλαγκτού, που λάμπουν μέσα στο σκοτάδι.
Και με κάποια ειρωνεία στη φωνή, τη ρώτησε:
—Πώς δεν το ’ξερες αυτό εσύ, η παντογνώστρια;
—Μην είσαι κακός…
Βρήκε την ειρωνεία του Γιάννη άτοπη· στεναχωρέθηκε. Εκείνος το κατάλαβε, κι είπε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά:
—Κι εσύ, μην είσαι κουτή…
Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα, 171995, σ. 74-79.