Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



M. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ

(Α΄απόσπασμα σσ. 46-51)

 

Στην προκυμαία του μικρού λιμανιού ένα βαθύχρωμο πλήθος, πρόσμενε ασάλευτο, να φουντάρει το καράβι. Οι άνθρωποι αυτοί δέχονταν κατακέφαλα την πύρη του μεσημεριού με απάθεια. Ήσαν ναυτικοί, με ρούχα φτωχικά μα φροντισμένα· γυναίκες με δίχως χαρούμενο χρώμα στο ντύσιμό τους. Παιδιά σιωπηλά, που παρακολουθούσαν τη μανούβρα του καραβιού με μάτια στοχαστικά. Κι όταν οι πρυμάτσες δέθηκαν στο μώλο, όλος αυτός ο κόσμος ανέβηκε στο κατάστρωμα. Κάθε ναύτης πήρε τους δικούς του σε μια γωνιά· τους φίλησε τρυφερά, παραδόθηκε στα φιλιά τους· κι άρχισε μαζί τους μακριά και χαμηλόφωνη συνομιλία. Έπρεπε να ειπωθούν τα όσα συνέβηκαν στα δυο και περισσότερα χρόνια του χωρισμού, εκείνα που δεν μπόρεσαν να εκφραστούν με την πένα πάνω στο χαρτί. Τα λόγια έφευγαν προμελετημένα απ’ τα χείλια, που ανάδευαν νευρικά, μηχανικά. Συνομιλία τις πιότερες φορές ξερή, τυπική, ανάμεσα σ’ ανθρώπους που ο δεσμός τους είναι περισσότερο νοητός παρά αυθόρμητος· που η αγάπη υποβάλλεται απ’ τη συνείδηση και δεν πηγάζει απ’ καρδιά. Ο άντρας που κάθε δυο ή τρία χρόνια πλαγιάζει για μια βδομάδα στο κρεβάτι της γυναίκας του· που κάθε εικοσιτέσσερες μήνες μόλις προφταίνει να φιλήσει τα παιδιά του. Παιδιά αγνώριστα γι’ αυτόν, σπαρμένα πάνω στη σαστιμάρα μιας ολιγοήμερης παραμονής, γεννημένα όταν αυτός βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου· ειδωμένα τόσο ανάρια, που κάθε φορά είναι αλλιώτικα, αγνώριστα, ξένα…

Μια μαύρη σκιά προβάλλει στη σκάλα της γέφυρας. Μια γυναίκα ως πενηνταπέντε χρόνων, αδύνατη, άδροση. Το κορμί της είναι τυλιγμένο σε φόρεμα κατάμαυρο, πλατύ, που πέφτει ως τους αστραγάλους. Μαύρο μαντήλι σκεπάζει το κεφάλι της, αφήνοντας λεύτερο μόνο το περίγραμμα της μορφής· μιας μορφής από κιτρινισμένο παλιό φίλντισι, με μάτια μεγάλα και κατάμαυρα που ακτινοβολούν ζωή δυνατή και μυστική. Προχωρεί κατά το Γιάννη — που σκυμμένος στην κουπαστή έδινε οδηγίες στο λοστρόμο, κάτω στο κατάστρωμα — και τον αγγίζει στον ώμο. Αυτός γυρίζει απότομα. Φως χαρούμενο χύνεται στο πρόσωπό του. Αρπάζει τη μαυροφόρα γυναίκα, την σφίγγει στην αγκαλιά του με πάθος. Τον αγκαλιάζει κι αυτή· με χείλια τρεμάμενα αποθέτει στα μάγουλά του δυο φιλιά. Κι ύστερα γυρίζει τ’ ανήσυχα και σκοτεινά μάτια της κατά τη Μαρίνα, που στέκεται παράμερα.

—Μαρίνα· η μητέρα μου, λέει ο Γιάννης.

Η Μαρίνα πλησιάζει τη γερόντισσα· σκύβει και της φιλάει το χέρι, ενώ τα άδροσα χείλια της μητέρας ακουμπάν στα ξανθά μαλλιά. Κι ύστερα οι δυο γυναίκες, μην μπορώντας να μιλήσουν, κοιτάζονται, αναμετριώνται. Η κοπέλα με το όμορφο κι ολόδροσο κορμί, το ρόδινο και πάγκαλο πρόσωπο, τα μεγάλα γαλανά μάτια, τα γεμάτα στοχασμό κι αυτοκυριαρχία. Κι η γριά η ρικνωμένη, με το ξεραμένο κεφάλι και τη φλογερή ματιά, που ανασκαλεύει τις ψυχές ανήσυχα. Ματιά όπου καθρεφτίζεται ο τρόμος του ριζικού, ο ακλόνητα ριζωμένος στην καρδιά της θυγατέρας της γυναίκας, της μάνας του θαλασσινού.

Ο γάμος τους γίνηκε ύστερ’ από μια βδομάδα, στον Άγιο Νικόλαο τον Πλούσιο.

Όλος ο καλός κόσμος της Σύρας ήταν προσκαλεσμένος. Κι ήρθε ο καλός ο κόσμος, με περιέργεια και συμπάθεια, να θαυμάσει το νιο κι όμορφο ζευγάρι. Ο Γιάννης έλαμπε από χαρά, και χαμογελούσε με τα κάτασπρα δόντια του. Η Μαρίνα, με μάτια στυλωμένα πέρα, μακριά, ονειρευόταν.

«Το ριζικό μου το παράξενο… Εγώ, ήταν για να γονατίσω κάτω από τις σπασμένες αψίδες κάποιας γοτθικής σκοτεινής εκκλησιάς, πλάι σ’ έναν άντρα με χρυσάφι στα μαλλιά και σταχτί σίδερο στα μάτια. Πώς θα έλαμπαν οι διάφανοι κι ολόχρωμοι άγιοι στα στενόμακρα παράθυρα, εκείνη τη μέρα! Πώς θ’ ακτινοβολούσαν το μυστικό τους σύμβολο οι τρεις ρόδακες του ναού, πάνω στο καινούργιο μυστήριο της ζωής μου! Το μεγάλο όργανο θα σκόρπαγε, με μακρόσυρτους μυκηθμούς, την ηχητική μεταφυσική έξαρση του Μπαχ. Ένα πλήθος σκοτεινόχρωμο, με το κεφάλι σκυφτό στ’ ανοιχτό προσευχητάρι, θα συμμετείχε στο μυστήριο, μέσα σε σιγή υποβλητική. Κι όταν στηριγμένη στο χέρι του άντρα μου, θα ’βγαινα στην κεντρική πύλη, την πλαισιωμένη γρανίτινους άγιους με μορφές τυραγνισμένες, μια αραιή ψιλοβροχή θα δρόσιζε την άχρωμη πλατεία με τα σταχτιά σπίτια. Έτσι πρέπει να ήταν.»

Τώρα, δεν συλλογιέται πια. Τώρα, η φαντασία της ξεστρατίζει σε οράματα. Βλέπει μια μορφή πάγκαλη, που λάμπει ολάκερη, σαν ένα κομμάτι του ήλιου. Είναι ένα πνεύμα· ένας θεός φωτεινός, γεννημένος από ανάερη νύφη μέσα στα κλαδιά μιας ροδοδάφνης του Ελικώνα. Γιος του Δία ή του Απόλλωνα, με τη μοναδική ομορφιά της αφθαρσίας στα μάτια, με το χαμόγελο των αθανάτων στα χείλη. Καθώς κοιμόταν αμέριμνος κάτω από ’να πλατάνι, στο φαράγγι των Τεμπών, οι σκανταλιάρες οι Αύρες κι ο παιγνιδιάρης ο Ζέφυρος τον ανάγειραν σιγανά, δίχως να νιώσει τίποτα, και τον έφεραν στη χώρα του Βοριά. Ήθελαν να παίξουν, να γελάσουν μαζί του οι πονηρές Αύρες και ο χαδιάρης Ζέφυρος. Ήθελαν να διασκεδάσουν με το ξάφνιασμά του, όταν θα ξυπνούσε κάτω από μια μηλιά με λουλούδια μουσκεμένα από την ατέλιωτη βροχή των ατλαντικών συννέφων. Κι αλήθεια, όταν ξύπνησε, ο θεός καμώθηκε τάχα πως θύμωσε με το καλόκαρδο αστείο. Τράβηξε το αφτί του Ζέφυρου· κι απείλησε τις Αύρες πως θα τις παραδώσει στα χάδια των τραγοπόδαρων σατύρων με την πλακουτσωτή μύτη και τα κίτρινα μάτια. Κι αυτές, κρυμμένες μέσα στα λουλούδια της μηλιάς, ξεκαρδίζονταν πονηρά, γαργαλεμένες από την εικόνα της αποτρόπαιης ηδονικής απειλής.

Έξαφνα ο θεός είδε, μέσα στο παχύ χορτάρι του ισόπεδου κάμπου, μια γυναίκα. Μια κοπέλα ξανθή, με κάτασπρο δροσερό κορμί και μάτια καταγάλανα, που ατένιζαν τα χαμηλά αργοκίνητα σύννεφα τ’ ουρανού. Κι ήταν τόσο αλλιώτικα όμορφη, που ο Έλληνας θεός αποφάσισε, γυρνώντας στη φωτεινή του πατρίδα, να την πάρει μαζί του.

—Έλα μαζί μου, όμορφη κόρη — της είπε. Έλα στην Ελλάδα…

Η κοπέλα του ’ριξε πονηρή ματιά και χαμογέλασε. Ήθελε να πάει μαζί του. Μα καθώς ο θεός την πλησίασε, έτοιμος να την ανασηκώσει στα στιβαρά του χέρια, από τα έγκατα της γης ξεπετάχτηκαν οι Τρολ· από τα σύννεφα χίμηξαν, καβάλα στα πελώρια άτια τους, οι πάνοπλες Βαλκυρίες, ουρλιάζοντας κι απειλώντας με τα μυτερά τους κοντάρια. Οι κακομούτσουνοι νάνοι κι οι παρθένες πολεμίστριες περικύκλωσαν την κόρη με τα γαλάζια μάτια, έτοιμοι να την υπερασπιστούν από την ξένη απειλή.

—Όχι! ούρλιαξαν. Δεν θα σ’ αφήσουμε να την πάρεις!

Μα ο θεός γέλασε. Τα βαθυκύανα φρύδια του έριξαν αστραπές. Με παραμελημένη χάρη ξεκρέμασε το τόξο από τον ώμο του και τ’ όπλισε με βέλος μυτερό. Ήταν θεός Έλληνας, γιος του Δία του λαμπρού, που είναι ο θεός των θεών του λαού των λαών. Δεν είπε λόγο· μόνο σημάδεψε τους Τρολ και τις Βαλκυρίες. Μπροστά στην ατάραχη απειλή και την ανώτατη δύναμή του, οι ανήμερες παρθένες χαμήλωσαν τ’ άγρια μάτια τους· κι οι σιχαμένοι νάνοι κρύφτηκαν σαν τυφλοπόντικοι στο χώμα τους, μην μπορώντας να υποφέρουν την ηλιογέννητη ομορφιά του. Τότε ο θεός πήρε την ξανθή κοπέλα στην αγκαλιά του. Κι αυτόν τον ανάγειραν στα φτερά τους ο Ζέφυρος κι οι Αύρες. Πέρασαν κάμπους και βουνά, ποταμούς και θάλασσες. Έφτασαν σ’ έναν ουρανό που άστραφτε ηλιόφωτος κι ολογάλανος. Κι από κει κατέβηκαν σ’ ένα ολόχρυσο νησί, που ορθωνόταν στη μέση του μαβιού πελάγου. Ο θεός έχοντας πάντοτε την κοπέλα στην αγκαλιά του, μπήκε σ’ ένα ναό από κάτασπρο μάρμαρο. Εκεί, στη μέση του ναού, στεκόταν ένας νέος άντρας, με πρόσωπο χρώμα σταριού και μάτια φωτερά.

—Να! του είπε ο θεός. Να! Σου έφερα μια όμορφη γυναίκα από τις χώρες του βοριά!

Κι απόθεσε μαλακά την ξανθιά κοπέλα, πλάι στον άντρα με το πρόσωπο χρώμα σταριού…

Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα· πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα· οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γέρο ιερέα, με τα λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τ’ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας.

Τώρα ο Αντώνης Παπαδάκης — ο κουμπάρος — αλλάζει τα στέφανα. Ύστερα, ο ιερέας τους παίρνει από το χέρι και τους οδηγεί στο μυστικό χορό του Ησαΐα, ενώ ο κόσμος συνωστίζεται ολόγυρά τους γελώντας, φωνάζοντας ευχές και ραίνοντάς τους με κουφέτα και ρύζι. Γίνεται ακαταστασία, οχλαγωγία, που κάθε άλλος ξένος θα την έκρινε αντίθετη στην ιερότητα του τόπου. Μα η Μαρίνα, που είχε θρέψει τη γνώση της με τ’ όραμα της Αρχαίας Ελλάδας, βλέπει την Ελλάδα της γνώσης της να ζει πάντοτε ίδια κι ανάλλαχτη, γοητευτική κι ανάλαφρη.

Η τελετή τέλειωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ’ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμίγοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ’ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει· της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά. Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίνει το ριζικό της.

 

—Λοιπόν, είσ’ ευχαριστημένη απ’ το σπίτι μας; ρώτησε ο Γιάννης.

Η Μαρίνα, αντί ν’ αποκριθεί, ακούμπησε το κορμί της στο κορμί του κι άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί ολόγυρα, στους ορίζοντες. Περιεργάστηκε, τη θαλασσινή λίμνη που σχηματίζει το συμμετρικό περιδέραιο της Άντρος, της Γυάρου, της Τήνος, της Μύκονος και της Δήλος, με κέντρο τη Σύρα.

—Σε προειδοποίησα, ξαναείπε ο Γιάννης, ότι εδώ, στο Πισκοπιό, το χειμώνα είναι ερημιά…

—Δεν μ’ ενδιαφέρει ο κόσμος. Σ’ αγαπώ. Θέλω να χαρώ την αγάπη σου μέσ’ την ερημιά.

Ο Γιάννης χαμογέλασε […]

 

Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα 171995, σ. 46-51.