Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

VIII

Το καλαντάρι έδειχνε πως μπήκε ο χειμώνας, αλλά το φθινόπωρο είχε μπερδέψει τη Ναν, έμοιαζε τόσο με άνοιξη. Το κορμί της βάλθηκε να περιμένει κάτι φωτεινό, κάτι ελεύθερο, σα μπάνιο πρωινό δίχως μαγιώ σε κάποια ακρογιαλιά της Μεσογείου, ανεξερεύνητη. Κι αυτό αργούσε, και το κορμί της σαστισμένο έκανε τα δικά του: μπέρδευε τα φεγγάρια και τις εποχές. Όταν η Τζούλια τη ρώτησε που λογάριαζε να περάσει το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων, παρά λίγο θ’ αναλυόταν σε δάκρια. Ξαφνικά ένιωσε όλη τη μοναξιά, την εξορία της. Είπε να ετοιμάσει τις βαλίτσες και να φύγει αμέσως για τα Γεροσόλημα. Εκεί ζούσαν άνθρωποι προσιτοί, που την είχαν δει ευτυχισμένη στην αγκαλιά του Ρον. Αλλά η Τζούλια τη μετάπεισε. Πρόφτασε να ειδοποιήσει τον Έλληνα με το καπέλο πως κινδύνευε; Όχι. Θα τον άφηνε λοιπόν να τριγυρίζει ανίδεος μέσ’ στη φωτιά; Κι αφού η Ναν κατοικούσε στο φρούριο του εχθρού, με τη γυναίκα του δεσμοφύλακα σύμμαχό της αφοσιωμένη, δεν ήταν τρέλα να τρέχει για παρηγοριά στο παρελθόν; Δεν της έλεγε να περάσουν μαζί της γιορτές· δε θα διασκέδαζε με τη συντροφιά ενός ανάπηρου και μιας φούχτας ηλικιωμένων μανιακών. Αλλά για το ρεβεγιόν μπορούσε να της εξασφαλίσει μια πρόσκληση από φίλους της, ανθρώπους της καλύτερης κοινωνίας, που είχαν και γούστο και τακτ. Η Ναν, ευγενικά, της έδωσε να καταλάβει πως αυτό δε γίνεται. Αρνήθηκε και μια πρόσκληση της λαίδης Άτκινσον, και την επαύριο, από το τηλέφωνο, μιαν άλλη της Γκουέντολυν. Ευτυχώς την έσωσε η Μαρί-Κλωντ. Την τελευταία στιγμή, μεσημέρι, την ειδοποίησε πως το βράδυ θα περνούσε να την πάρει με την κούρσα της. Δε χρειάζονταν τουαλέτες. Θα βγαίναν με τ’ απογευματινά, ένα πουλόβερ για την ψύχρα, και παπούτσια με χαμηλό τακούνι.

Σ’ αρέσουν τα θαλασσινά; ρώτησε η Μαρί-Κλωντ όταν ήρθε, βάζοντας μόνη της ένα γενναίο ουίσκυ, ενώ περιεργαζόταν την ανώνυμη επίπλωση του διαμερίσματος. Το ηθικό της ήθελε κάποιο τονωτικό. Η λαίδη Άτκινσον της είχε παίξει ένα από τα σατανικά παιχνίδια της, κι αυτή δεν μπορούσε να βγάλει τσιμουδιά. Εκείνο μόνο το πρωί της είχε πει πως στο ρεβεγιόν προσκάλεσε και τον Ζακ, εραστή της Μαρί-Κλωντ, τη γυναίκα του, και το φίλο της γυναίκας του. Τότε πια κατάλαβε η Μαρί-Κλωντ πως η μάνα της ήξερε. Ο Ζακ πάλι, είχε δεχτεί νομίζοντας πως η πρόσκληση γινόταν με υπόδειξη της Μαρί-Κλωντ. Τραπεζίτης, μέγας οικονομολόγος, κι όμως αθώος σαν παιδί. Το πάθος του, το πάθος για τη Μαρί-Κλωντ, τον έκανε έτσι: τη λάτρευε. Η ηλικία, φαίνεται. Την περνούσε είκοσι χρόνια. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνος, ήταν κιόλα φαλακρός, έλεγε πως ερωτικά ήταν πια ξοφλημένος, και του έπεφτε από τον ουρανό η ευλογία αυτή, ένα τόσο νεανικό κορμί, τόσο πρόθυμο, τόσο πειθήνιο. Και το θαύμα βαστούσε, μήτε κούραση, μήτε κόρος. Ποιο νόμιμο ζευγάρι μπορούσε να καυχηθεί για τέτοια συνεννόηση, ένα θαύμα της έλεγε εκείνος, που το γνώριζαν μόνο οι τοίχοι της γκαρσονιέρας του, μέσα σ’ αυτή τη φημισμένη πόλη του έρωτα, τόσες Βερενίκες, τόσες Κλεοπάτρες, κανείς δε θα μάθαινε ποτέ το αριστούργημα του δικού τους δεσμού, κι όμως υπήρχε, διαρκούσε, ταξίδευε σαν ένα αστέρι μέσ’ στο άπειρο. Ένα διαμαντάκι κάθε χρόνο, αυτό ήταν το μόνο δώρο που με χίλια παρακάλια την κατάφερνε να δεχτεί. Κι εκείνη, σιγά σιγά του καιλλιέργησε το γούστο, τον έκανε και πέταξε τους Μπουγκερώ, τους Βερνέ, κι αγόραζε Ματίς, Μπράκ, ένα Σουτίν, ένα Μοντιλιάνι.

—Κι εδώ κερδισμένος λοιπόν, έκανε με συμπόνια η Ναν.

—Ω, Νάνσυ, μην είσαι κυνική σαν τη μάνα μου. Δεν ξέρεις τη μέθη να σηκώνεις με τα γυμνά σου μπράτσα έναν άντρα, να τον βοηθάς να ζει, να ζει κι άλλο, να νικάει τη φθορά, να λέει ας έρθει τώρα ο θάνατος, δε μου έλειψε τίποτα. Τη μέθη και την περηφάνια, Ναν. Κι όταν σκέφτηκα επιτέλους να ζητήσω από τη μάνα μου τον κατάλογο των καλεσμένων, τι θαρρείς πως ανακάλυψα; Μιαν αλυσίδα, ένα μαίανδρο. Ο εραστής της συζύγου με τη γυναίκα του, ερωμένη του άλλου που η σύζυγος… Αυτός είναι ο κόσμος μας. Απάτη και υποκρισία, στάχτη. Ζωή χτισμένη πάνω στην ένοχη σιωπή… Δε θα το άντεχα να τον δω μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Δε θα κρατιόμουν, θα έκανα σκάνδαλο. Ήθελα και να τον τιμωρήσω που δέχτηκε την πρόσκληση χωρίς να με ρωτήσει. Αλλά, να μην κλειστούμε μέσα. Σ’ αρέσουν τα θαλασσινά;

Στο βολάν, η Μαρί-Κλωντ αναστέναζε κάθε τόσο, τον πονούσε τον εραστή της, που θα έψαχνε όλη νύχτα στις γωνιές της έπαυλης για να την εύρει. Ένιωθε τύψεις τώρα για την απογοήτεψή του, χρονιάρα μέρα. Η κούρσα γλιστρούσε μ’ αναμμένους φάρους, περνούσε φελλάχικα χωριά, που τα καφενεία και τα καπνοπωλεία τους διανυχτερεύανε. Πήγαιναν στο Αμπουκίρ, σ’ ένα ελληνικό εστιατόριό του φημισμένο για θαλασσινά. Ήταν χτισμένο πάνω στους βράχους, σε μικρή απόσταση από τα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδας, με την κόρη της Βερενίκης κρεμασμένη τώρα ψηλά στον ουρανό, να μαρτυράει όσο θα υπάρχει ζωή, για το ερωτικό πάθος μιας βασίλισσας μ’ ελληνικό αίμα. Κι η Ναν παρατήρησε, δίχως να το πει, πόσο οι κοσμοπολίτες της σύγχρονης Αλεξάντρειας είχαν αναπτυγμένη την ιστορική αίσθηση, που την ανακάλυπτες να ελλοχεύει στις πιο καθημερινές πράξεις, να προσανατολίζει τη συμπεριφορά, ίσως και τη μοίρα τους, με συχνές αναφορές στο ελληνικό παρελθόν της πόλης, στην ελληνική αίσθηση του έρωτα και του ωραίου, στη δίχως τύψεις αναζήτηση της ηδονής, και στην ξέφρενη δίψα του αιώνιου.

—Όταν είμαι στενοχωρημένη τρώγω, είπε η Μαρί-Κλωντ. Εκείνο που υποκαθιστά για μένα τον ερωτικό σπασμό, είναι η γεύση του αχινού. Μου φέρνει μυρωδιές από λιμανίσια νερά, κι ίσως λίγο μαζούτ, τον αλμυρό ιδρώτα της βιοπάλης, γεύσεις από εξωτικά νησιά με χρυσά φρούτα, και την αναστάσιμη αύρα της ελευθερίας.

Ο λυρισμός της κατάπεσε μόλις αντίκρυσε παρκαρισμένα έξω από το κέντρο πέντε ή έξη αυτοκίνητα. Λογάριαζε πως τέτοια μέρα… Όταν όμως άνοιξαν την τζαμένια πόρτα είδαν μια αίθουσα γυμνή, τα τραπεζομάντηλα να κιτρινίζουν κάτω από το φως των τσιμπλιασμένων λαμπτήρων, και στο μάρμαρο του μπαρ ένα καχεκτικό δεντράκι των Χριστουγέννων, με κεριά κυρτωμένα και λίγες κορδέλλες από χρυσόχαρτο. Τράβηξαν κατευθείαν στην κουζίνα κι εκεί ο αράπης μάγερας τους είπε πως όλοι τους είχαν πάει στην ορθόδοξη εκκλησία του Αμπουκίρ, ακόμα και τα γκαρσόνια. Θα γύριζαν για το γλέντι περασμένα μεσάνυχτα. Έτσι διάλεξαν μια γωνιά κοντά στην κουζίνα για να τις περιποιείται πιο εύκολα ο μάγερας, παράγγειλαν ένα βουνό αχινούς, οχτώ καβούρια γεμάτα κι άσπρο κρασί ντόπιο, Τζανακλής.

Μοιάζανε σαν κάτι μεσόκοπες παριζιάνες, γερά πηρούνια, που συναντά κανείς στα γαστρονομικά μπιστρό. Αυτό τις παρηγόρησε. Ηδονή για ηδονή, αφού λείπαν οι άντρες, καλές ήταν κι οι λιχουδιές. Το κρασί γλύκιζε κάπως αλλά πίνονταν, α βέβαια, πίνονταν. Η Μαρί-Κλωντ από λυρική έγινε αναλυτική. Κι έτσι η θάλασσα, με τη μυρωδιά του ιώδιου και τ’ αγκομαχητά του ερωτικού αγώνα βρέθηκε μέσα κι έξω από το μαγαζί. Η Ναν εμπιστεύτηκε στη Μαρί-Κλωντ το πολεμικό μυστικό, για τα κορίτσια που τα μαύλιζε το μεσογειακό κλίμα και βρίσκαν στο τέρμα μιας άβολης περίπτυξης το μαχαίρι του φανατικού μουσουλμάνου. Κι η Μαρί-Κλωντ της εμπιστεύτηκε ένα ακόμα πιο πολεμικό μυστικό, το είχε από τον εραστή της. Μήτε φανατικοί μουσουλμάνοι, μήτε εθνικιστές ήταν αυτοί, αλλά κοινοί εγκληματίες, οργανωμένοι ανέκαθεν, και καθοδηγούμενοι ανέκαθεν, από ειδικό κλάδο της Ιντέλλιτζενς, για να προκαλούν δολοφονίες, ταραχές, ξενηλασία, πολεμική ψύχωση, κατά που σύμφερε την πολιτική του Φόρεϊν Όφις. Έτσι τώρα, στόχος τους ήταν όχι τ’ άμοιρα τα κορίτσια της Κοινοπολιτείας αλλά η ψυχή όλων των φαντάρων της, που είχαν πάρει στα σοβαρά τις διακηρύξεις των Μεγάλων για ελευθερίες, κι έπρεπε να γιατρευτούν από τις αυταπάτες γιατί σήμερα ή αύριο θα χρειαζόταν να πυροβολήσουν στο ψαχνό, όταν οι Αιγύπτιοι θ’ απαιτούσαν να φύγουν τα ξένα στρατεύματα από τον τόπο τους.

—Υπερβολές, στέναζε η Ναν, κι όλα, τραπέζια, πάγκοι, τζαμαρίες, μπουκάλια του μπαρ σκαμπανεβάζανε μέσα στο μαγαζί: Αν ο εραστής σου ήταν κομμουνιστής, θα καταλάβαινα την ευπιστία του…

Η Μαρί-Κλωντ παράγγειλε καφέ δίχως ζάχαρη και σόδες. Όταν άρχισαν να φτάνουν οι ορθόδοξοι από την εκκλησία τους, εκείνες είχαν πληρώσει και φεύγανε. Η Μαρί-Κλωντ δυσκολεύτηκε να βάλει μπρος τη μηχανή, η βραδινή ψύχρα είχε κρυώσει το λάδι. Αλλά στο μεγάλο δρόμο όλα πήγαν καλά. Με τ’ αριστερό βαστούσε το βολάν και με το δεξί έτριβε το σβέρκο της Ναν για να της διώξει τον πονοκέφαλο. Στην Κορνίς χρειάστηκε να πηγαίνει πιο προσεχτικά· οι μεθυσμένοι εορταστές οδηγούσαν με τους μεγάλους φάρους, τρέχοντας ίσια κατά πάνω της. Παρκάρησε μπρος στην κίτρινη πολυκατοικία κι έβαλε τη Ναν στο ασανσέρ.

—Φεύγα, χρυσή μου, είπε αυτή. Μη σου κλέψουν την κούρσα. Είμαι πολύ καλά τώρα. Και σ’ ευχαριστώ για όλα. Καημένο κορίτσι, που θα τριγυρνάς ώσπου να τελειώσει το ρεβεγιόν της μάνας σου;

—Θ’ ανέβω στο ατελιέ από τη σκάλα της υπηρεσίας, μη στενοχωριέσαι. Καληνύχτα, Ναν. Ευτυχισμένα Χριστούγεννα.

Στον όγδοο όροφο η Ναν άκουσε να γίνεται μεγάλο ταβατούρι στους Μπρουξ. Με τη ράχη ακούμπησε στην πόρτα του δικού της διαμερίσματος και περίμενε. Ήθελε να καταλάβει τι συμβαίνει. Κι εκεί ανοίγει η πόρτα τους, τα ουρλιαχτά, τα παλαμάκια, οι ζητωκραυγές γεμίζουν το κλιμακοστάσιο. Ένας παπάς με σετακρουδένιο αντερί βγήκε στο κεφαλόσκαλο καθισμένος στα τακούνια και χόρευε καζατσόκ. Πίσω του χοροπηδούσε σαν ερυθρόδερμος ο Μπρουξ σηκώνοντας ψηλά ένα ποτήρι. Άξαφνα είδε τη Ναν.

—Βότκα, μιλαίδη μου, βότκα! Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, της φώναξε.

Κι αλήθεια, η Ναν δεν είχε προσέξει πως ο γεροπόρνος ήταν χωρίς το καροτσάκι του.

Στρατής Τσίρκας, Η νυχτερίδα (1965), Αθήνα, Κέδρος 1995(25), σ. 165-170.