Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΜέρες Αλεξάνδρειας
Είχε δίκιο, λοιπόν, ο Ελιάς Χούρι όταν έλεγε καμιά φορά: «Γιατί να ταξιδέψω μακριά από την Αλεξάνδρεια; Από δω μπορώ να δω καθαρότερα αυτό τον κόσμο και το μέλλον του».
Πράγματι, αν ήθελε κανείς να δει τις μελλοντικές αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη, δεν είχε παρά να ζήσει για λίγο καιρό στην Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου, σ’ εκείνο το παράξενο φυλετικό χωνευτήρι, όπου τάσεις και ρεύματα έδειχναν καθαρότερα τις προθέσεις του. Με μια ματιά μπορούσες να διακρίνεις την επερχόμενη αφύπνιση των Αράβων, τις προσπάθειες των εβραίων να αποκτήσουν πατρίδα στην Παλαιστίνη, την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού, όσο και το ψυχορράγημα του βρετανικού λέοντος, για τον οποίο ο επόμενος πόλεμος έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του.
Ο Χαΐμ Βάιτσμαν, ο ηγέτης του σιωνιστικού κινήματος, επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια για πρώτη φορά το 1918 και ύστερα επέστρεφε συχνά, αλλά μολονότι εμφανιζόταν παντού παρέα με τον Σάμουελ Αζιμάν, ποτέ δε δέχτηκε να μείνει στη βίλα του τελευταίου στο Ρούσντι και προτιμούσε τη φιλοξενία του βαρόνου Μενάσε στο Μοχάρεμ Μπέι. Είχε έρθει ως επικεφαλής μιας σιωνιστικής επιτροπής προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα των Εβραίων στην Παλαιστίνη, καθησυχάζοντας τους Άραβες για τις απώτερες προθέσεις του σιωνισμού. Έκρινε λοιπόν πως η φήμη του αρχαιοκάπηλου, που ακολουθούσε το διαβόητο φίλο του, θα έβλαπτε την κοινή υπόθεση. Ο Σάμουελ, πάντως, του οποίου οι ειλικρινείς προθέσεις δεν έπρεπε να αμφισβητηθούν, δεν έδειχνε να προσβάλλεται από το γεγονός αυτό, αφού θεωρούσε φυσιολογικό να φιλοξενείται ο Βάιτσμαν από τον μετέπειτα πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια. Συνεισέφερε μάλιστα αγόγγυστα στον εβραϊκό σκοπό.
Ο Ελιάς κατηγόρησε, εκτός των άλλων, ως κύριο χρηματοδότη του σχεδίου λαθραίας εισαγωγής όπλων στην Παλαιστίνη προκειμένου να εξοπλιστούν τα μέλη της Χαγκάνα, της σιωνιστικής μυστικής πολιτοφυλακής. Τότε ο Σάμουελ τον αποκάλεσε δημοσίως «αντισημίτη». Οι δύο άντρες διέκοψαν κάθε σχέση και όποτε τύχαινε να συναντηθούν σε δημόσιο χώρο, γύριζαν ο ένας την πλάτη στον άλλο. Η εποχή του jour fixe της Τετάρτης για χαρτοπαιξία στο σπίτι του Αζιμάν ανήκε πια στο παρελθόν.
Η αλήθεια είναι πως ο Ελιάς είχε φανατιστεί υπερβολικά με το παναραβικό όραμα και ήταν από κείνους τους Συρο-Λιβανέζους χριστιανούς για τους οποίους η βαρόνη ντε Μενάσε παραπονιόταν στον Βάιτσμαν «ότι καλλιεργούσαν μασκαρεμένο αλλά σαφή αντισημιτισμό». Λέγεται ότι σε μια περίπτωση τουλάχιστον εγκατέλειψε άρον άρον ένα σουαρέ στο Καρτιέ, όπου υποχρεώθηκε να παρακαθίσει με έναν Εβραίο γνωστό για τα σιωνιστικά του πιστεύω. Σύμφωνα με τα ίδια λεγόμενα, στον οικοδεσπότη που έτρεξε ξοπίσω του, απάντησε άκομψα: «Μη με μπλέκετε εμένα με τους βρομο-σεφαραδίτες! À toute à l’ heure».
Στην πραγματικότητα όμως, οι σχέσεις του με τους Εβραίους της Αλεξάνδρειας δε διαταράχθηκαν ουσιαστικά. Άλλωστε, οι περισσότεροι από αυτούς, ζώντας σε πλαίσιο υλικής ευδαιμονίας εκείνα τα χρόνια, δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στα σιωνιστικά οράματα του Βάιτσμαν και της παρέας του. Από την άλλη, και οι απόψεις του στο Αραβικό Ζήτημα εν ήταν απολύτως ξεκαθαρισμένες. Ενώ από τη μια πάσχιζε για την αφύπνιση του αραβικού στοιχείου στην Εγγύς Ανατολή, από την άλλη χαρακτήριζε τον Ζαγλούλ κλόουν της πολιτικής και δεν ήθελε να ακούει για τους φανατικούς της Ουάφντ. Θα υπέθετε κανείς ότι η συνεργασία του με τους Εγγλέζους του υπαγόρευε αντιφατικά συναισθήματα, αλλά ακόμα κι αυτούς τους περνούσε κάποιες φορές γενεές δεκατέσσερις. Ο Αντώνης, που τον άκουγε να του μιλά συχνά για τέτοια ζητήματα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μέσα του ο δυτικοτραφής κοσμοπολίτης αντιμαχόταν τον Άραβα πατριώτη. Κατά τη γνώμη του, ο Ελιάς είχε καταλήξει σε έναν τεχνητό συμβιβασμό με το να προάγει το γενικότερο όραμα της αραβικής αφύπνισης, διαχωρίζοντάς το όμως από συγκεκριμένες μορφές δράσης κατά των Βρετανών φίλων του, οι οποίοι, ήθελε να πιστεύει, θα συνέδραμαν καθοριστικά τους Άραβες προτού καταποντιστεί οριστικά η αυτοκρατορία τους. Όσο για τον αντισημιτισμό του, δεν ήταν παρά μια εν δυνάμει αντίδραση στην περίπτωση που οι προθέσεις των σιωνιστών αποδεικνύονταν διαφορετικές απ’ ό,τι επαγγέλλονταν οι εκπρόσωποί τους. Κάποιος σαν τον Ελιάς, που είχε μάθει να συμβιώνει αρμονικά με τους Εβραίους, όπως και με τους Έλληνες και τους άλλους Ευρωπαίους, ήταν δύσκολο να τους δει από τη μια στιγμή στην άλλη ως θανάσιμους εχθρούς – ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο Αντώνης.
Στο μεταξύ, ο «Λιβανέζος» δε σταματούσε στιγμή να μιλά για τον πόλεμο που θα ερχόταν από την Ευρώπη, κι όσο περνούσαν τα χρόνια, απέφευγε κατά το δυνατόν τα ταξίδια στη Γηραιά Ήπειρο. Κατά την Υβέτ, είχε πάθει φοβία με τον πόλεμο και δεν ήθελε να τον προλάβει σε κάποια χώρα της Ευρώπης. Ο ίδιος, όταν τον ρωτούσαν, έδειχνε κατά το Καρμούς όπου στριμώχνονταν οι ξεπεσμένοι Ιταλοί Αιγυπτιώτες στα σύνορα της συνοικίας των ντόπιων. «Το μουσσολινικό χέρι του διαβόλου», έλεγε, «σκιάζει την Αλεξάνδρεια!» Μια ιδέα από τη σατανική επίδραση του Ντούτσε είχε πάρει ήδη ως πελάτης στην μπιραρία του Ντανιέλε. Στο μαγαζί του Ιταλού τίποτε δε θύμιζε τις δόξες της περασμένης δεκαετίας. Μετά τον πόλεμο είχαν αβγατίσει τα σημεία όπου μπορούσε κανείς να απολαύσει μια μπίρα, έναν καφέ, ένα ουίσκι. Η νέα Κορνίς, που ολοκληρώθηκε το 1930, πρόσθεσε ουσιαστικά μια καινούργια πόλη στην ήδη υπάρχουσα και ο κόσμος, όπως ήταν φυσικό, μοιράστηκε.
«La nuova Corniche ha distrutto Alexandria», γκρίνιαζε συνεχώς ο Ντανιέλε κι αναπολούσε τα χρόνια εκείνα που σχολούσε η Μπόρσα και πλημμύριζε η μπιραρία διψασμένα λαρύγγια.
«Μη σκας λοιπόν, φίλε μου, η Κορνίς κατέστρεψε την πόλη, ο Ντούτσε θα τη σώσει!» του έλεγε ο Ελιάς γελώντας.
«Αστειεύεστε, το ξέρω. Είδατε όμως τι κάνει ο Μουσσολίνι για τους compatriotti στην Αλεξάνδρεια; Καλύτερα νοσοκομεία, μεγαλύτερα σχολεία. Ανοίγουν λέσχες. Τα παιδιά μας κάνουν δωρεάν διακοπές στην Ιταλία», σχολίαζε ο Ντανιέλε και τα αεικίνητα μικρά μάτια του έβρισκαν για λίγο την παλιά τους ζωντάνια. Ο γιος του, ο Ρενάτο, είχε γραφτεί στη φασιστική νεολαία και παρέλαυνε στους δρόμους της Αλεξάνδρειας με μαύρο πουκάμισο και γαλάζιο φουλάρι. Σύντομα ο Χούρι είδε την μπιραρία να γεμίζει με ιταλικές σημαιούλες και φωτογραφίες του Ντούτσε – μαζί με ρεκλάμες του καθεστώτος που έφερνε μαζί του ο Ρενάτο από τις δωρεάν διακοπές του στην πατρίδα. Ο ιδιοκτήτης της συνήθιζε πλέον να απευθύνει τον ρωμαϊκό χαιρετισμό στους μαυροπουκαμισάδες που κατέκλυζαν το μαγαζί, αποτελώντας τη νέα μόνιμη πελατεία. Σε όλους αυτούς ο κοιλαράς Ντανιέλε, που είχε ξεσηκώσει τους μορφασμούς και τις εξωφρενικές πόζες του Ιταλού δικτάτορα, έδινε παραστάσεις φασιστικού μεγαλείου και δεν ήταν λίγες φορές που περνώντας κανείς από τη Σερίφ Πασά άκουγε ξαφνικά επευφημίες και χειροκροτήματα. Πίνοντας την μπίρα σου, μάθαινες δια στόματος Ντανιέλε πως η Μεσόγειος ολόκληρη ήταν κάποτε σκηνή ρωμαϊκού μεγαλείου, με αδιάψευστους μάρτυρες τα μνημεία που περικύκλωναν το Mare Nostrum. Ακόμα και στην πόλη της Αλεξάνδρειας είχαν δικαιώματα όλοι αυτοί οι ενθουσιώδεις μελανοχίτωνες ως γνήσιοι απόγονοι του Ιουλίου Καίσαρα και του Μάρκου Αντώνιου. Τα μαύρα πουκάμισα είχαν αντικαταστήσει τις χρυσοκέντητες κελεμπίες που φορούσαν έναν καιρό σερβιτόροι όπως ο Φάουζι. Άνθρωποι όπως ο Ελιάς και ο Χάραμης δεν ήταν πια ευπρόσδεκτοι σ’ αυτό το άντρο του φασισμού, όπου διοργανώνονταν ακόμα και αγώνες ζυθοποσίας μέχρι τελικής πτώσεως στο όνομα του μεγάλου ηγέτη.
Στο μεταξύ, οι Γερμανοί υπήκοοι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να προσχωρούν στο Αιγυπτιακό Ναζιστικό Κόμμα που είχε ιδρύσει ο Άλφρεντ Ες, ο μικρότερος αδελφός του Ρούντολφ. Ο πατέρας τους, ο Φριτς Ες, ζήτησε κάποια στιγμή να δει τον Αντώνη Χάραμη για άγνωστο λόγο, αλλά ο Ελιάς, τον οποίο συμβουλεύτηκε, του είπε να μη διανοηθεί καν να τον συναντήσει, καθώς την οικογένεια Ες παρακολουθούσε ήδη συστηματικά η βρετανική αντικατασκοπεία.
Δημήτρης Στεφανάκης, Μέρες Αλεξάνδρειας, Αθήνας, Εκδόσεις Ψυχογιός 2011(2), σ. 383-387.