Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣαλής ο μαύρος βαρκάρης
Χριστόφορος: Κοίταξε, τίποτα δεν είναι όπως πριν.
Σαλής: Ακόμα κι ο Τοπανάς δεν είναι ίδιος. Χάνεται σιγά – σιγά η παλιά αριστοκρατία. [χαμογελά πικρά] Το «Κολωνάκι» των Χανίων ρημάζει…
Χριστόφορος: Υπάρχει όμως κάτι που δεν αλλάζει, Γιαγιάκο. Ένα κομμάτι μέσα μας. Αυτό που θέλει ν’ ακουμπά στα παλιά και να ξεκουράζεται… Η νοσταλγία… Μια νοσταλγία άγρια, σαν τ’ άλογο που καλπάζει και δεν του βάζεις με τίποτα χαλινάρι…
Σαλής: Οι αναμνήσεις είναι κάτι ζωντανό… [κοιτάζει πέρα] Μακάρι η νοσταλγία να ζωντάνευε και τη βάρκα μου! Δες την!
Χριστόφορος: Βάρκα; Λείψανο, πες καλύτερα! Βάρκα για το μουράγιο, αταξίδευτη… Βάρκα έξω απ’ τη θάλασσα…
Σαλής: Σαπίζει στο μώλο. Μονάχα οι τουρίστες καθίζουν πάνω της και βγάζουν φωτογραφίες. Τη βλέπω και καίγομαι…
Χριστόφορος: Πώς κάνεις έτσι; Ούτε παρατημένη γυναίκα να ’ταν, Σαλή!
Σαλής: Πού πήγαν όλοι εκείνοι που της έδιναν ζωή; Οι ταξιδιώτες με τις βαλίτσες, οι γυναίκες που φώναζαν μη βραχούν, τα παιδιά… Όλοι με τη λαχτάρα του ταξιδιού… Δίχως αυτούς είναι νεκρή η βάρκα μου [μετά από σιωπή] Κι εγώ μαζί της…
Χριστόφορος: Δε σου αρέσει η καινούρια σου δουλειά…
Σαλής: Δεν υπάρχει δουλειά που να μη μ’ αρέσει. Αν μ’ αφήνει κάτι να ζω…
Χριστόφορος: Να ζεις τα ορφανά σου εννοείς…
Σαλής: Καλά που ’ναι και τούτα κι έχει η ζωή μου νόημα… Αλλά δεν είμαι πια ο ίδιος. Ο γίγαντας που ξέρατε, άλλαξε κι αυτός. Γέρασα. Δεν έχω πια την παλιά μου δύναμη. Κουράστηκα.
Χριστόφορος: Καιρός να ξεκουραστείς όπως όλοι, Σαλή. Αυτό ήθελα να σου πω.
Σαλής: Να ξεκουραστώ, σύμφωνοι. Και πώς θα ζήσω, αν πάψω να δουλεύω; Το σπίτι στο Κουμ Καπί το πούλησα, γιατί είχα ανάγκη… [σιγά] Μου θύμιζε και τη Φατμέ…
Χριστόφορος: Πάντα φρόντιζες τους άλλους. Καιρός να φροντίσουν οι άλλοι εσένα…
Σαλής [ταπεινά]: Με φροντίζουν. Δεν έχω παράπονο. Και μόνο που υπάρχουν, δίνουν σκοπό στη ζωή μου. Και περισσότερο τα μικρά… Αυτές οι σκανταλιάρικες φατσούλες… Ξεχνιέμαι μαζί τους. Η ανεμελιά τους γίνεται και δικιά μου ανεμελιά.
Χριστόφορος: Γι’ αυτό κουβαλάς πάντα καραμέλες μαζί σου;
Σαλής [γελαστός]: Είναι η πληρωμή τους για τη χαρά που μου δίνουν.
Χριστόφορος: Καλά όλα αυτά. Όμως πρέπει να σκεφτείς το μέλλον σου σοβαρά.
Σαλής: Ποιο μέλλον μου; Τα παιδιά δεν είναι το μέλλον;
Χριστόφορος: Άλλο θέλω να σου πω. [σοβαρεύει] Άκου, Σαλή. Το κουβεντιάσαμε με την παρέα και τ’ αποφασίσαμε… Ο Γιώργης – που έχει σα γραμματιζούμενος και κάνα δυο γνωριμίες με τους επάνω – θα φροντίσει να σου βγάλει ελληνική υπηκοότητα, για να δικαιούσαι σύνταξη σα λιμενεργάτης.
Σαλής [με λαχτάρα]: Πώς; Να φιλήσω τα χέρια σου, Χριστόφορε…
Χριστόφορος: Τον Γιώργη να ευχαριστείς. Είδες; Και οι ποιητές είναι καμιά φορά χρήσιμοι;
Σαλής: Θα τόνε βρω το απόγευμα. Άντε γεια, για την ώρα.
Ελένη Μερκενίδου, Σαλής ο μαύρος βαρκάρης, ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, Χειμώνας 2002-2003, σ. 27-28