Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων«Αμέρ Ουαγκντί»
Αλεξάνδρεια… Επιτέλους. Αλεξάνδρεια, Δέσποινα της Δρόσου. Άνθος λευκής νεφέλης. Αγκάλη του φωτός, υγρή απ’ την ουράνια πάχνη. Σπέρμα της νοσταλγίας μουσκεμένο στο μέλι και τα δάκρυα.
Ξανά μπροστά μου το πελώριο παλιό χτίριο. Πώς να μην το γνωρίσω; Από πάντα το ξέρω. Και πάλι να που με κοιτάζει λες και δεν έχω μοιραστεί κανένα παρελθόν μαζί του. Με το σοβά φθαρμένο απ’ την υγρασία, επιβλητικό, δεσπόζει πάνω στη γλώσσα αυτή της γης, τη φυτεμένη φοινικιές και πυκνές ακακίες, που βγαίνει στη Μεσόγειο σ’ ένα σημείο απ’ όπου ακούγεται, φορές-φορές, το ατέλειωτο ντουφεκίδι.
Το σκυφτό μου κορμί —αλίμονο— τα φέρνει δύσκολα με το φρέσκο αεράκι. Τώρα πια…
Μαριάννα, αγαπητή Μαριάννα, ελπίζω να ’σαι ακόμα εκεί όπου σε βρίσκαμε πάντα. Πρέπει να ’σαι. Λίγος καιρός μας μένει• ο κόσμος βιάζεται ν’ αλλάξει και τα μάτια μου δεν έχουν πια δύναμη να συλλάβουν εκείνο που βλέπουν.
Ήρθα, Αλεξάνδρεια. Να ’μαι.
Ανεβαίνω στο τέταρτο πάτωμα και χτυπώ το κουδούνι του διαμερίσματος. Ένα πορτόφυλλο μισανοίγει, προβάλλει το κεφάλι της Μαριάννας. Πόσο έχει αλλάξει, η αγαπημένη μου! Ο διάδρομος δεν έχει φως κι εκείνη δε μ’ αναγνωρίζει. Το άσπρο της πρόσωπο και τα χρυσά μαλλιά λαμποκοπούν στο φωτεινό άνοιγμα ενός παραθύρου πίσω της.
—Η πανσιόν Μιραμάρ;
—Μάλιστα, μεσιέ.
—Υπάρχει κανένα δωμάτιο ελεύθερο;
Η πόρτα ανοίγει. Μπροστά μου μια μπρούντζινη Παναγιά. Η ατμόσφαιρα είναι ποτισμένη με τη λεπτή ευωδιά που έχει στοιχειώσει μέσα μου.
Στεκόμαστε παρατηρώντας ο ένας τον άλλον. Είναι το ίδιο ψηλή και λεπτοκαμωμένη, με τα χρυσά μαλλιά της, κι η υγεία της φαίνεται καλή, μόλο που οι ώμοι γέρνουν κάπως και τα μαλλιά μοιάζουν σαν βαμμένα. Φλέβες διαγράφονται κάτω από την επιδερμίδα των χεριών της στις γωνιές των χειλιών προδοτικές ρυτίδες. Θα ’χεις περάσει τα εξήντα πέντε, αγαπημένη μου. Κι όμως, η λάμψη του παλιού καιρού δε σ’ έχει εγκαταλείψει ολότελα. Αναρωτιέμαι αν θα μ’ αναγνωρίσεις…
Με κοιτάζει καλά-καλά, εξεταστικά, κι ύστερα ένα ξάφνιασμα περνά μες στα γαλάζια μάτια. Α, με θυμήθηκες! Κι ο εαυτός μου γυρνά και ξαναμπαίνει μέσα μου.
—Ω! είστε σεις…
—Κυρία…
Δίνουμε τα χέρια με θέρμη —Χριστέ μου! Ο Αμέρ-Μπέης! Ο μεσιέ Αμέρ!—και γελά δυνατά, συγκινημένη (το μακρόσυρτο θηλυκό γέλιο των ψαροκυράδων του Ανφούσι) σκορπώντας κάθε τυπικότητα στους τέσσερις ανέμους. Καθόμαστε μαζί στον εβένινο σοφά, κάτω απ’ την Παναγιά, κι αστράφτει το καθρέφτισμά μας στη βιτρίνα μιας βιβλιοθήκης που στέκει μια ζωή εκεί πέρα παίζοντας ρόλο μάλλον διακοσμητικό. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου.
—Καθόλου δεν άλλαξε το σπίτι.
—Κι όμως, διαμαρτύρεται εκείνη. Άλλαξα τη διακόσμηση πολλές φορές. Κι είναι κι ένα σωρό καινούργια πράγματα. Ο πολυέλαιος. Το παραβάν. Το ράδιο…
—Πόσο χάρηκα που σας βρήκα εδώ, Μαριάννα! Δόξα τω Θεώ, φαίνεστε μια χαρά.
—Κι εσείς, μεσιέ Αμέρ —χτυπήστε ξύλο.
—Εγώ δεν είμαι καθόλου καλά. Έχω κολίτιδα και προστάτη. Μα πάλι, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά Του.
—Γιατί ήρθατε αυτό τον καιρό; Τέλειωσε πια η σεζόν.
—Ήρθα εδώ για να μείνω. Πόσα χρόνια έχω να σας δω;
—Είναι τώρα… από τότε… Πώς είπατε; Θα μείνετε;
—Ναι, χρυσή μου. Έχουμε κάπου είκοσι χρόνια να ιδωθούμε.
—Αυτό είν’ αλήθεια. Είχατε εξαφανιστεί.
—Οι δουλειές…
—Κι όμως, στοίχημα πως ερχόσαστε συχνά στην Αλεξάνδρεια.
—Σπάνια. Και πάλι, είχα πολλές δουλειές. Ξέρετε τι θα πει να ’σαι δημοσιογράφος.
—Ξέρω και τι θα πει να ’σαι άντρας.
—Καλή μου Μαριάννα, για μένα σεις είσαστε η Αλεξάνδρεια.
—Έχετε παντρευτεί, ασφαλώς.
—Όχι. Όχι ακόμα.
—Μπα; Και για πότε κάθεστε, μεσιέ; αστειεύεται.
—Ούτε γυναίκα έχω, ούτε οικογένεια, απαντώ μάλλον απότομα. Κι έχω βγει και στη σύνταξη. Ξόφλησα πια…
Με το χέρι μου γνέφει να συνεχίσω.
—Ένιωσα το κάλεσμα του τόπου μου… Της Αλεξάνδρειας. Κι αφού δεν έχω συγγενείς, ήρθα να βρω τη μόνη φίλη που μου απόμεινε στον κόσμο.
—Είναι όμορφο να βρίσκεις ένα φίλο μες στη μοναξιά.
—Θυμάστε τον παλιό καλό καιρό;
—Τώρα αυτός… πάει! λέει σκεφτική.
—Όμως πρέπει να ζήσουμε, μουρμουρίζω.
Αλλά όταν έρχεται η στιγμή να κανονίσουμε το νοίκι, εκείνη αρχίζει ένα παζάρι σκληρό όσο δεν παίρνει. Η πανσιόν είναι όλη κι όλη η περιουσία της μέχρι που της παρουσιάστηκε η ανάγκη να νοικιάζει δωμάτια το χειμώνα, ας είναι και στους ανυπόφορους εκείνους φοιτητές, που για να τους εξασφαλίσει είναι υποχρεωμένη να βασίζεται σε μεσίτες και στα γκαρσόνια των ξενοδοχείων. Τ’ ομολογεί με τον καημό της ξεπεσμένης περηφάνιας˙ και με βάζει στο νούμερο έξι, στερώντας μου τη θάλασσα που φαίνεται από τα πίσω δωμάτια• το νοίκι μου είναι υποφερτό, μόλο που για να μείνω και το καλοκαίρι πρέπει να πληρώσω τα ειδικά ποσοστά που δίνουν όσοι κάνουν διακοπές εδώ.
Το κανονίζουμε όλα στο πι και φι, μαζί και το υποχρεωτικό πρωινό. Το επιχειρηματικό της δαιμόνιο στο αποκορύφωμά του, δεν πάν’ να πνιγούν οι γλυκές αναμνήσεις και τα ρέστα. Όταν της λέω πως άφησα τα πράγματά μου στο σταθμό, βάζει τα γέλια.
Δεν ήσουνα και τόσο σίγουρος πως θα ’βρισκες εδώ τη Μαριάννα, έτσι; Ας είναι. Τώρα θα μείνεις μαζί μου για πάντα.
Κοιτώ το χέρι μου κι ο νους μου πάει στις μούμιες του Αιγυπτιακού Μουσείου.
* * *
Το δωμάτιό μου θα ’λεγα πως είναι ευχάριστο, μοιάζει λίγο μ’ εκείνα όπου έμενα παλιότερα και βλέπανε στη θάλασσα. Έχω όλα τα χρειαζούμενα έπιπλα· καρέκλες αναπαυτικές που έχει περάσει η μόδα τους. Αλλά δεν έχω πού να βάλω τα βιβλία· λέω να τ’ αφήσω μες στην κούτα και να τα παίρνω λίγα-λίγα. Το φως είναι κουραστικό, μοιάζει σα να ’ναι συνέχεια απόγευμα. Απ’ το παράθυρό μου βλέπω το φωταγωγό κι οι σκάλες της υπηρεσίας είναι τόσο κοντά μου που ακούω τ’ αδέσποτα γατιά να γυροφέρνουν και τους μάγειρες και τις καμαριέρες να τρέχουν στις δουλειές τους.
Φέρνω μια βόλτα στα δωμάτια όπου έμενα τα περασμένα καλοκαίρια· το ροζ, το βιολετί και το γαλάζιο, όλα τους άδεια αυτή την εποχή. Κάποτε έμενα για πολλά καλοκαίρια στο καθένα απ’ αυτά, και μόλο που έχουν φύγει τ’ ακριβά χαλιά, οι παλιοί καθρέφτες, οι ασημένιες λάμπες κι οι πολυέλαιοι, μια ξέθωρη παρωχημένη ευγένεια σέρνεται ακόμα πάνω στις ταπετσαρίες των τοίχων και στα ψηλά ταβάνια με τα χερουβείμ. Η Μαριάννα αφήνει έναν αναστεναγμό και προσέχω τα δόντια της που είναι ψεύτικα.
—Η πανσιόν μου ήταν εκλεκτή όσο δε φαντάζεσαι.
—Δόξα «τω εναπομείναντι».
—Τώρα τελευταία έχω όλο φοιτητές το χειμώνα. Το καλοκαίρι μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι.
* * *
—Αμέρ μπέη, σας παρακαλώ, πέστε καμιά καλή κουβέντα και για μένα.
—Εξοχότατε, είπα στον Πασά, ο άνθρωπος αυτός δεν έχει ιδιαίτερα προσόντα, αλλά έχασε το γιο του τότε με το Ζήτημα και θα ’πρεπε να διοριστεί σ’ αυτή τη θέση.
Την προώθησε την πρότασή μου, Θεός σχωρέσ’ τον. Ο μεγάλος μου Αφέντης. Μ’ αγαπούσε και διάβαζε όλα τα γραφτά μου μ’ εξαιρετικό ενδιαφέρον.
—Εσείς, μου ’πε κάποτε, είσαστε ο ζωντανός πυρούνας του Έθνους.
Είπε πυρούνας αντί για πυρήνας, Θεός σχωρέσ’ τον, και το λάθος του πήρε ανεκδοτικές διαστάσεις. Πολλοί παλιοί συνάδελφοι από το Εθνικό Κόμμα το μάθανε κι όποτε συναντιόμασταν μου πέταγαν «Χαίρετε, κύριε πυρούνα»… Τέτοιοι καιροί ήταν εκείνοι —οι ένδοξοι πρωτεργάτες του Ζητήματος, η ανεξαρτησία, το Έθνος! Ο Αμέρ Ουαγκντί ήταν σημαίνον πρόσωπο— ο θησαυρός των φίλων του, αλλά ο φόβος κι ο τρόμος των εχθρών του.
Στο δωμάτιό μου αναπολώ τα περασμένα, διαβάζω, χουζουρεύω. Στο σαλόνι κουβεντιάζω με τη Μαριάννα ή ακούω ραδιόφωνο. Όποτε θέλω να περάσω ακόμα πιο ευχάριστα την ώρα μου, κατεβαίνω κάτω στο Καφέ Μιραμάρ. Είναι μάλλον απίθανο να δω καμιά γνωστή φυσιογνωμία, ακόμα και στο Τριανόν. Οι φίλοι μου έχουν όλοι φύγει. Πάει ο παλιός καλός καιρός.
Αλεξάνδρεια, σε ξέρω το χειμώνα· ερημώνεις τις στράτες σου με το σούρουπο και τις αφήνεις μες στη μοναξιά, τον άνεμο και τη βροχή, ενώ στα σπίτια οι κάμαρες είναι γεμάτες κουβεντολόι και ζεστασιά.
* * *
—«Αυτός ο γέρος που είχε σαβανώσει το μουμιοποιημένο του υποκείμενο μ’ ένα μαύρο κοστούμι απ’ την εποχή του Κατακλυσμού». Αμάν πια αυτοί οι λαβύρινθοι της ρητορείας σου! διαμαρτυρήθηκε η μηδαμινότης του o εκδότης μου, χαρακτηριστικό σημείο των ημερών μας. —Γράψε κάτι που να ταιριάζει με την εποχή μας και να μπορεί ο οποιοσδήποτε να το διαβάσει.
Που να ταιριάζει με την εποχή μας. Τι ξέρεις εσύ, χοντροκρετίνε; Το γράψιμο είναι για κείνους που σκέφτονται και νιώθουν, κι όχι για κοκορόμυαλους που σαλιαρίζουν στα νυχτερινά κέντρα και στα μπαρ κυνηγώντας τις εντυπώσεις. Αλλά οι καιροί είναι δύσκολοι. Κι εμείς είμαστε καταδικασμένοι να δουλεύουμε όπως προστάζουν οι νεόπλουτοι, παλιάτσοι που εκπαιδεύτηκαν δίχως άλλο στο τσίρκο κι ύστερα στράφηκαν στη δημοσιογραφία για να δείξουν κι εκεί τα κόλπα τους.
* * *
Κάθομαι σε μια πολυθρόνα με τη ρόμπα. Η Μαριάννα είναι μισοξαπλωμένη στο σοφά κάτω απ’ την Παναγιά. Το ράδιο παίζει χορευτική μουσική· είναι το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα. Θα προτιμούσα τίποτ’ άλλο, αλλά δε θέλω με κανέναν τρόπο να την ενοχλήσω. Είν’ εντελώς απορροφημένη από τη μουσική, όπως πάντα, και κρατά το ρυθμό μ’ ένα λίκνισμα του κεφαλιού.
—Είμαστε πολλά χρόνια φίλοι, Μαριάννα.
—Ναι, πολλά.
—Αλλά δεν κάναμε έρωτα ποτέ, ούτε μια φορά.
—Προτιμούσες τις χοντρές πατριώτισσές σου. Μην το αρνιέσαι.
—Εκτός από κείνο το περιστατικό. Θυμάσαι;
—Ναι, τότε που μου κουβάλησες τη Γαλλίδα κι εγώ σας έβαλα να υπογράψετε ως κύριος και κυρία Αμέρ.
—Τι να ’κανα μπροστά στο πλήθος των αριστοκρατικών θαυμαστών σου;
Λάμπει από τη χαρά της. Μαριάννα, ελπίζω να ’μαι ο πρώτος απ’ τους δυο μας που θα φύγει. Τέρμα οι δισταγμοί. Εσύ είσ’ εδώ, μπροστά μου, απόδειξη χειροπιαστή πως το παρελθόν δεν είναι ψευδαίσθηση, από την εποχή του Μεγάλου μου Αφέντη ακόμα ως τούτην εδώ τη στιγμή.
—Αγαπητέ κύριε, θα ’θελα να σας αποχαιρετήσω. Με κοίταξε με τον τρόπο που το συνήθιζε, δίχως την παραμικρή έγνοια να κρύψει την ανυπομονησία του.—Στην ηλικία μου, είναι πια καιρός ν’ αποσυρθώ.
—Θα μας λείψετε, βέβαια, απάντησε με φανερή ανακούφιση, αλλά ελπίζουμε να περάσετε καλά.
Αυτό ήταν όλο. Μια σελίδα από την ιστορία της εφημερίδας γύρισε δίχως ούτ’ ένα αντίο, μια αποχαιρετιστήρια γιορτούλα ή ακόμα ένα σημείωμα στα ψιλά γράμματα. Τίποτα. Οι αλητήριοι! Στα μάτια τους ο άνθρωπος δεν έχει αξία παρά μονάχα αν είναι ποδοσφαιριστής ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο.
Την κοιτάζω, καθισμένη μπροστά στην Παναγιά, και λέω:
—Η Ελένη στα νιάτα της δε θα ’ταν τόσο υπέροχη!
Γελάει. —Πριν έρθεις, καθόμουν ολομόναχη εδώ πέρα και περίμενα, μήπως ανοίξει η πόρτα και μπει κανένας μέσα, γνωστός μου, όποιος να ’ναι, κι έτρεμα όλη την ώρα μη… μη με πιάσουν τα νεφρά μου.
—Λυπάμαι… Μα πού είν’ οι δικοί σου;
—Σκόρπισαν όλοι… Σουφρώνει τα χείλια της έτσι που κάνει να φανούν οι ρυτίδες. —Εγώ δεν μπόρεσα να φύγω– πού να πήγαινα; Εδώ έχω γεννηθεί. Να φανταστείς, την Αθήνα ούτε που την έχω δει ποτέ μου. Κι έπειτα, ποιος θα νοιαζόταν να κάνει εθνικό κτήμα ένα ξενοδοχειάκι σαν αυτό;
«Είθε να είμαστε αληθινοί στα λόγια μας κι αφοσιωμένοι στην εργασία μας κι είθε η αγάπη, κι όχι ο νόμος, να κυβερνά τις σχέσεις των ανθρώπων». Καμαρώστε μας τώρα. Ο Θεός είχε την καλοσύνη να σας δώσει το θάνατο τότε που σας τον έδωσε — με δυο αγάλματα αφιερωμένα στη μνήμη σας.
—Η Αίγυπτος είν’ ο τόπος σου. Και δε θα βρεις άλλη πόλη σαν την Αλεξάνδρεια.
Ο άνεμος έξω παίζει με τα δέντρα. Το σούρουπο φτάνει αλαφροπατώντας… Εκείνη σηκώνεται, ανάβει δυο απ’ τα λαμπάκια του πολυελαίου και ξαναπάει στο κάθισμά της.
—Ήμουνα κυρία, λέει. Κυρία μ’ όλη τη σημασία της λέξης.
—Ακόμα είσαι κυρία, Μαριάννα.
—Τα κοπανάς ακόμα όπως τότε;
—Ένα ποτηράκι όλο κι όλο, με το φαγητό. Τρώω πολύ λίγο. Γι’ αυτό στέκομαι ακόμα στα πόδια μου.
—Μεσιέ Αμέρ, δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρίσκετε της Αλεξάνδρειας και λέτε πως δεν έχει άλλη πόλη σαν αυτή. Είναι τελείως αλλαγμένη. Οι δρόμοι έχουν γεμίσει σκυλολόι.
—Καλή μου, έπρεπε να τη διεκδικήσει ο λαός της.
Κάνω ό,τι μπορώ για να την παρηγορήσω κι εκείνη μου απαντά με πίκρα και θυμό.
—Εμείς τη δημιουργήσαμε, όμως.
—Κι εσύ, το τσούζεις όπως παλιά;
—Μπα! Ούτε γι’ αστείο. Έχω τα νεφρά μου.
—Για το μουσείο καλοί είμαστε κι οι δυο. Θέλω όμως να μου υποσχεθείς πως δε θα φύγεις πριν από μένα.
—Μεσιέ Αμέρ, το πρώτο κίνημα σκότωσε τον άντρα μου. Το δεύτερο μου πήρε την περιουσία κι έδιωξε τους δικούς μου. Γιατί;
—Δεν τα ’χασες όλα, δόξα τω Θεώ. Εμείς είμαστε τώρα οι δικοί σου. Παντού συμβαίνουν τέτοια πράγματα.
—Τι παράξενος κόσμος!
—Δε γίνεται να γυρίσεις το ράδιο στον αραβικό σταθμό;
—Όχι. Μόνο για την Ουμ Κουλτούμ.
—Όπως επιθυμείτε, αγαπητή μου.
—Πες μου, γιατί οι άνθρωποι πληγώνουν ο ένας τον άλλο; Και γιατί γερνάω;
Χαμογελάω και δεν απαντώ. Κοιτάζω γύρω μου τους τοίχους που πάνω τους είναι γραμμένη η ιστορία της Μαριάννας. Το πορτρέτο του Καπετάνιου με στολή, πυκνές φαβορίτες — ο πρώτος σύζυγος, ο πρώτος της κι ο τελευταίος έρωτας ίσως — σκοτώθηκε με το κίνημα του ’19. Στον άλλο τοίχο, πάνω από τη βιβλιοθήκη, το πορτρέτο της μαμάς της που ήτανε δασκάλα. Στο βάθος του σαλονιού, απέναντί μου, πίσω από την τηλεόραση, ο δεύτερος άντρας της, ένας πλούσιος μπακάλης, «Ο Βασιλιάς του Χαβιαριού», ιδιοκτήτης του Ιμπραημία Παλάς. Μια ωραία μέρα χρεοκόπησε και σκοτώθηκε με το χέρι του.
—Πότε άρχισες την επιχείρηση με την πανσιόν;
—Θες να πεις, πότε μ’ ανάγκασαν να νοικιάζω αυτά τα δωμάτια; Το 1925. Φριχτή χρονιά.
—Ορίστε. Είμαι φυλακισμένος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι κι οι υποκριτές κάνουν ουρά για να γλείψουν τον Αυτοκράτορα.
—Είν’ όλα ψέματα, εξοχότατε.
—Νόμιζα πως η επανάσταση τους είχε γιατρέψει απ’ τις αδυναμίες τους.
—Η πραγματική δύναμη του έθνους βρίσκεται στο πλευρό σας. Να σας διαβάσω το αυριανό πρωτοσέλιδο;
Κάθεται εκεί και τρίβει το πρόσωπό της με μια φέτα λεμόνι.
—Ήμουνα κυρία, μεσιέ Αμέρ. Ζούσα καλά και το χαιρόμουνα. Φώτα, πολυτέλεια, όμορφα ρούχα και δεξιώσεις. Φώτιζα τα σαλόνια με την παρουσία μου. Σαν τον ήλιο.
—Σ’ είχα δει τότε.
—Με ξέρεις μόνο για σπιτονοικοκυρά.
—Ήσουν όμως ακόμα σαν τον ήλιο.
—Ναι, είχα σπουδαίους πελάτες. Αυτό όμως δε με παρηγόρησε για την κατάντια μου.
—Ακόμα είσαι κυρία. Από κάθε άποψη.
Κουνάει με πίκρα το κεφάλι. —Τι απόγιναν όλοι οι παλιοί σου φίλοι από το Ουάφντ;
—Ό,τι ήτανε γραφτό τους ν’ απογίνουν.
—Γιατί δεν παντρευτήκατε ποτέ, μεσιέ Αμέρ;
—Σκέτη κακοτυχία. Θα ’θελα μια οικογένεια. Όπως κι εσείς.
—Κανείς απ’ τους συζύγους μου δεν μπόρεσε να μου δώσει παιδιά.
Δηλαδή εσύ δεν μπόρεσες να συλλάβεις. Κρίμα, γλυκιά μου. Ο προορισμός σου δεν είναι όλος κι όλος να φέρεις στον κόσμο παιδιά;
Εκείνο το μεγάλο σπίτι στο Χαν Γκααφέρ, που το μετέτρεψαν σταδιακά σε ξενοδοχείο ήτανε σαν μικρό οχυρό κι η αυλή του έφτανε κάποτε ως εκεί που είναι τώρα ο δρόμος για το Χαν Ελ Χαλίλι. Η εικόνα του έχει χαραχτεί στη μνήμη μου —τα παλιά σπίτια γύρω-γύρω, η παλιά Λέσχη— καθώς και στην καρδιά μου. Ένα μνημείο στην έκσταση της πρώτης αγάπης. Αγάπη φλογισμένη. Τσακισμένη. Μπερδεμένη. Το τουρμπάνι, η άσπρη γενειάδα και τ’ άπονα χείλια να λένε όχι, τυφλά, φανατικά, οδηγώντας το μαχαίρι στην καρδιά μου, σκοτώνοντας τον έρωτα που η εξουσία του είναι στο πλευρό μας ένα εκατομμύριο χρόνια τώρα, πριν ακόμα γεννηθεί η πίστη.
—Κύριε, παίρνω το θάρρος να ζητήσω το χέρι της κόρης σας… Σιωπή. Ανάμεσά μας ένα φλιτζάνι καφές, ανέγγιχτο. Είμαι δημοσιογράφος. Έχω καλό εισόδημα. Ο πατέρας μου ήτανε φύλακας στο τζαμί του Σίντι Αμπού ελ-Αμπάς ελ-Μορσί.
—Ήταν ευσεβής, Θεός σχωρέσ’ τον, είπε πιάνοντας το κομποσκοίνι του. —Παιδί μου, ήσουν ένας από μας. Κάποτε σπούδασες στο ελ-Αζάρ. Ας μην ξεχνάμε όμως πως εκδιώχθηκες.
Καλά, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την παμπάλαιη αυτή ιστορία;
—Κύριε, είναι πολλά χρόνια από τότε. Σε διώχνανε για ψύλλου πήδημα — επειδή ήσουνα νέος κι είχες πνεύμα, επειδή έπαιζες σε μια ορχήστρα ή έκανες αθώες ερωτήσεις.
—Οι σοφοί σού καταλογίζουν ένα φριχτό έγκλημα.
—Ποιος μπορεί να κρίνει την πίστη ενός ανθρώπου, τη στιγμή που ο Θεός μονάχα μπορεί να δει μες στην ψυχή μας;
—Εκείνοι που έχουν οδηγό τους το λόγο του Θεού.
Στην οργή! Ποιος μπορεί να ’ναι σίγουρος για την πίστη του; Στους προφήτες Του μόνο μια φορά αποκαλύφθηκε ο Θεός, εμείς όμως θέλουμε να Τον βλέπουμε όλη την ώρα: όταν αναλογιζόμαστε τη θέση μας μέσα στο απέραντο αυτό σπίτι που ονομάζουμε κόσμο, το κεφάλι μας φεύγει από τη θέση του.
Ναγκίμπ Μαχφούζ, Μιραμάρ, μτφρ. Μαρία Χωρεάνθη, Αθήνα, Εκδόσεις Ψυχογιός 1990, σ. 23-32.