Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν (Μνήμες από τη Μικρασία, 1915-1924)
Όταν φτάσαμε στα Χανιά, πήγαμε στην Επιτροπή Προσφύγων, για να μας πουν πού μπορούμε να βρούμε μια οικογένεια να πάρουμε μαζί μας. Μας είπαν ότι τώρα όλοι είχαν τακτοποιηθεί, ακόμα κι αυτοί που ήρθαν χτες. Όλος ο κόσμος πήρε πρόσφυγες, άδειασαν τις σάλες τους για να τους βάλουν κι όσα άδεια σπίτια υπήρχαν, τα είχαν παραχωρήσει. Περίμεναν όμως ακόμα πολλά καράβια και ετοίμαζαν στεγασμένους χώρους για να τους βάλουν. Οι κυρίες της επιτροπής μάζευαν χρήματα και ρουχισμό, είχαν πάρει καζάνια για συσσίτιο κι όλοι ήτανε σε συναγερμό. Γυρίσαμε στο σπίτι. Η μαμά μίλαγε ενθουσιασμένη για τους Κρητικούς:
— Τι να σας πω… Όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές για τους κατατρεγμένους.
Τo βράδυ, όσο και να επέμεινε η μαμά, τα παλικάρια πάλι κράτησαν βάρδιες, επειδή δεν είχαμε βρει παρέα. Το πρωί μάθαμε ότι μια οικογένεια, που καθόταν απέναντι από του Μανιουδάκη, είχε πάρει ένα γράμμα. Ερχόταν, λέει, η νύφη τους, μαζί με την οικογένειά της. Αλλά η πεθερά δεν τους ήθελε καθόλου. […] Έτσι ήρθαν σε μας. Ήταν από το Αϊβαλί της Σμύρνης. Τους παραστάθηκαν όλοι οι γείτονες, που τους είχε κακοφανεί γιατί ο πεθερός τούς δέχτηκε έτσι μουδιασμένα. […]
Στο μεταξύ η μαμά είπε στον Πέτρο αν θα μπορούσε να βρει καμιά δουλειά για την Κουήν και τη Ρόζα. Την άλλη μέρα ήρθε και μας είπε ότι είχε βρει μια δουλειά αλλά δεν ήξερε αν μας αρέσει.
— Είναι στο εργοστάσιο τσιγάρων του Γαλάνη, είπε. Βλέπετε αυτό το τσιγάρο; Λοιπόν οι τσιγαράδες έχουνε μπροστά τους ένα καλουπάκι, βάζουνε μέσα τον καπνό, και τον σπρώχνουν στο τσιγαρόχαρτο. Ο καπνός όμως εξέχει από τις δυο μεριές. Ύστερα μαζεύουν τα τσιγάρα σε τελάρα, και μία κοπέλα, μ’ ένα ειδικό ψαλίδι, αναλαμβάνει να κόβει τον καπνό που εξέχει. Κάθε τσιγαράς δίνει δυόμιση δραχμές μεροκάματο. Είναι κοπέλες που κόβουν για τρεις μαστόρους. Άλλη δουλειά δεν μπόρεσα να βρω, αν θέλετε να πάμε μαζί τη Δευτέρα.
Η Κουήν είπε ότι θα πήγαινε. Έτσι άρχισε να δουλεύει. Μ’ έπαιρνε και μένα μαζί, περισσότερο για συντροφιά παρά για βοήθεια, αλλά με τον καιρό έμαθα και τη βοηθούσα. Έκοβε για τρεις τσιγαράδες και με τη δική μου βοήθεια, για τέσσερις. Παίρναμε 10 δραχμές την ημέρα. Η μαμά έπαιρνε 20 αλλά δεν είχε πάντα δουλειά. […]
Όταν η μαμά δεν είχε δουλειά, τα καταφέρναμε πολύ δύσκολα. Τα μεσημέρια, συνηθίζαμε να παίρνουμε μαζί μας φαΐ και να τρώμε μέσα στο εργοστάσιο γιατί τα Λενταριανά, που μέναμε, ήταν μακριά από τα Χανιά που δουλεύαμε. Πολλές φορές όμως δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Τότε δεν μέναμε μέσα να κοιτάμε τους άλλους που τρώνε, αλλά η Κουήν μ’ έπαιρνε και κάναμε μια μεγάλη βόλτα. Ξαναγυρίζαμε πιο ξελιγωμένες από πριν…
Πολύς κόσμος πήγαινε για συσσίτιο. Αλλά εμείς δουλεύαμε, κι η Ρόζα, που πήγε κάνα δυο φορές, γύρισε άπρακτη. Έπρεπε να είσαι πολύ καπάτσα για να τα καταφέρεις. Ευτυχώς που κάθε 15 μέρες ο Ερυθρός Σταυρός μας έδινε αλεύρι και διάφορα πράγματα. Μ’ αυτό το αλεύρι κάναμε ζυμωτά ψωμιά και τα σκεπάζαμε να μη τα βλέπουν οι εντόπιοι γιατί ζήλευαν. ήταν καλά αλεύρια, γίνονταν τα ψωμιά σαν εφτάζυμα. «Κοίτα, οι πρόσφυγες τι ψωμιά τρώνε και μεις δεν βρίσκουμε ούτε μαύρο», λέγανε οι Κρητικοί. Πραγματικά στους φούρνους γινότανε σκοτωμός για ψωμί. Αυτό το ψωμί η μαμά το έκανε στα τέσσερα και το τρώγαμε αμέσως. ήταν η λιχουδιά μας. Αν έβγαζε ο φούρνος, η Ρόζα καθόταν στην ουρά και αγόραζε. Νομίζω πως είχε δυο ή δυόμιση δραχμές η οκά. […]
Είχανε περάσει δυο μήνες και εγώ ήμουν ακόμα μ’ ένα παπούτσι. Το φορούσα όμως, όλα κι όλα, το παπουτσάκι μου! Το αγαπούσα και άλλαζα κάθε πρωί το καλτσάκι μου, άσπρο άσπρο. Έτσι ξεκινούσαμε από τα Λενταριανά και διασχίζαμε το Κουμ Καπί, που ήταν η συνοικία των Αραπάδων, κι ήταν γεμάτη λάσπη. Εγώ πηδούσα τις λάσπες με το παπουτσωμένο μου πόδι για να μη λερώσω το άλλο. Στο δρόμο κάναμε καλή παρέα με την Κουήν. Διασκεδάζαμε με το καθετί και ο δρόμος δε μας φαινόταν μακρύς. Της Κουήν της άρεσαν τ’ αραπάκια που ήταν πολλά σαν την άμμο της θάλασσας, στους δρόμους του Κουμ Καπί. Γύριζαν ξεβράκωτα, στρουμπουλά, ξυπόλυτα, μόνο μ’ ένα μπλουζάκι, κι από κάτω ξεπρόβαλαν τα πισινάκια τους προκλητικά […]. Πολλές φορές γύριζα και τα έβλεπα ακίνητα σαν αγαλματάκια να μας κοιτάζουν με τα μάτια τους μαύρα, μεγάλα και τα στόματα σα φουσκωμένα μπουμπούκια. Αφού και οι μαμάδες τους βγαίνανε να δούνε γιατί σταματούσε ο σαματάς του δρόμου…
Στο μεταξύ εγώ μάθαινα με ζήλο τα ελληνικά. Ό,τι έλεγαν σχεδόν το καταλάβαινα αλλά όταν μιλούσα φαίνεται τα θαλάσσωνα, γιατί όλοι γελούσαν. Γι’ αυτό απέφευγα να μιλώ. Αλλά τις Κυριακές ένιωθα ευτυχισμένη που έπαιζα και μίλαγα με τα παιδιά της Μανιουδάκη. Με δυσκόλευε πολύ και το ότι αλλιώς μου ’λεγε τα ελληνικά η μαμά μου, αλλιώς η συγκάτοικος. Για παράδειγμα, η μαμά μου έλεγε να φέρω τη «σκούπα», η συγκάτοικος τη «φροκαλιά» και η γιαγιά Μανιουδάκη τη «σαρώθρα»! […]