Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα μαύρα λουστρίνια

Τονισμένα βαριά στη λήγουσα

Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, ο τελευταίος επιζών φίλος του πατέρα μου, ο σοφός ορειβάτης, απαγγέλλει βουρκωμένος Οδύσσεια στη ευγενέστερη των μεταφράσεων απόδοση του πολεμιστή από τον Ταυρωνίτη Γεωργίου Ψυχουντάκη:

Και τώρα ξεφανέρωσε κι αλήθεια πε μου, μάνα,

ίντα φαρμάκια και καημοί και πάθη σε ποθάνα;

Τον ακούω συγκινημένη πάλι, κοιτάζοντας πέρα στο στοιχειωμένο Ιτζεδίν, έχοντας ακόμη ζωντανή τη μυρωδιά από τα χάρτινα πέταλα του λουλουδιού που ντύθηκα σ’ εκείνα τα ανθεστήρια, Μάιο μήνα στο στάδιο, με τις ωραίες του Λυκείου Ελληνίδων, τις καλλονές που άλλαξαν κι αυτές και βάρυναν κι όποτε τις βλέπω Σάββατο βράδυ στο λιμάνι μελαγχολώ.

Κανείς δε με ρώτησε ποτέ γιατί τα Χανιά λέγονται Χανιά. Τονισμένα βαριά στη λήγουσα και να τα βλέπω σούρουπο από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, πάντοτε κάθε Αύγουστο στα ίδια μέρη να καταγράφω τις αλλοιώσεις εκ του ασφαλούς, να διακρίνω, όσο μπορώ, πίσω από τις ραγισματιές. Τι θα μπορούσε να σημαίνει για μένα αυτή η πόλη; Το γλωσσικό ιδίωμα που τροφοδότησε και υποστήριξε την ανάγκη μου να γράψω; Τον οριζόντιο και τον κάθετο διαμελισμό που καθόρισε τη σχέση μου με τη φύση και τη γνώση μου για τον κόσμο; Την ταχυκαρδία μου στο άκουσμα της λύρας; Το λαχάνιασμα στον πεντοζάλη και στον συρτό; Το ανέμισμα του μαντιλιού στη σούστα; Λέγοντας ότι τα Χανιά είναι ο τόπος μου εννοώ τη στράτα των Μουσούρων ή μήπως το Νεκροταφείο του Αγίου Λουκά;

Υπήρξε εποχή που τα Χανιά δούλευαν σαν αρρώστια μέσα μου. Ο παιδονόμος, το σχολείο, οι δάσκαλοι. Οι έμποροι, οι γιατροί, τα στολισμένα άλογα, οι μουσικές, οι παράτες, τα αρχοντικά, οι ξενιτεμένοι που επέστρεφαν και αγόραζαν γη, ο εισαγγελέας, ο δήμαρχος, οι δικηγόροι. Και η έπαρση. Νεαρές Χανιώτισσες με μορφή αγγέλων. Τοιχογραφία του ζωγράφου Κοκότση στην Τριμάρτυρη. Αλλά τότε δεν ήξερα. Έβλεπα μόνο πάνω από τον Μυστικό Δείπνο τις Χανιώτισσες με φτερούγες στους ώμους και φανταζόμουν τους αγγέλους στον ουρανό με αφέλειες και κοντό καρέ μαλλάκι. Και ο πατέρας μου που ήταν εργάτης κι ήταν γραφτό του να λιώσει ολομόναχος και αβοήθητος, χωρίς έναν φίλο, έναν συγγενή να του παρασταθεί στην αρρώστια, στον Άγιο Σάββα στην Αθήνα; Κι ύστερα που μας τον έστειλαν πετσί και κόκαλο να σβήσει στην κλινική του Γεωργιλαδάκη στα Χανιά;

Σιγανή βροχή, ασταμάτητη. Τα φουγάρα της σαπωνοποιίας, η πλατεία με το εικονοστάσι, η 5η Μεραρχία, τα βομβαρδισμένα, η βρόμα της θάλασσας, οι σφήκες. Μούχλα, υγρασία, φθαρμένες δαντέλες, μοβ κρέπια στη πόρτα. Το νεκρόσημο στην ξύλινη κολόνα, οι κιτρινισμένες φωτογραφίες. Και το αρπαχτικό Πουλί με τον αγκυλωτό σταυρό να επιμένει στο έβγα της πόλης προς Κίσαμο. Στα δεκαοχτώ μου ήθελα να φύγω για να σωθώ.

Αλλά η πόλη μου υπήρχε. Εκεί, στο κύμα. Ποτέ δεν ταξίδεψα αλλού και να μη θυμηθώ τα Χανιά. Ποτέ δεν προσπάθησα να περιγράψω άλλον τόπο και να μη σκεφτώ τον δικό μου. Τα φωτισμένα σήμερα και αξιοποιημένα υπάρχοντα τείχη σε κάθε πόλη, τα μνημεία, τι σώθηκε, τι κουκουλώθηκε για πάντα, τι ρήμαξε ο χρόνος, τι ο άνθρωπος, οι εποχές η μια μέσα στην άλλη, οι κατακτητές, η κεντρική πλατεία, οι παραπλήσιες, η Αγορά, τα καταστήματα, τα αρχοντικά. Τα ίδια παραμύθια, τα ίδια δράματα, οι οικογένειες. Σε όλες τις πόλεις οι ίδιες συναλλαγές. Ο δικηγόρος που παντρεύτηκε τη θυγατέρα του δαιμόνιου εμπόρου, τα ίδια συμβόλαια, οι απαγορευμένοι έρωτες, οι θάνατοι, οι χωρισμοί. Ο δικαστικός, ο καφετζής, ο πολιτευτής, ο γυρολόγος που πλούτισε, ο δημογέροντας, ο αντάρτης, ο δωσίλογος. Πως θα μπορούσα να περπατήσω στην Ξάνθη ή στο Ναύπλιο, στο Μεσολόγγι ή στην Τρίπολη, αν δεν είχα περπατήσει στα Χανιά; Και πως θα μπορούσα να αγναντέψω πέλαγος, αν δεν είχα μείνει ώρες καθισμένη στο τειχαλάκι του Φάρου; Και πώς θα ήξερα για τη φρίκη της θάλασσας, αν δεν είχα τρομάξει με το φουρτουνιασμένο Κρητικό Πέλαγος, αν δεν είχα δει τα κουφάρια, τα σκουπίδια στην άμμο, το αίμα στο νερό;

Οι χαλικούτηδες του Ιμπραήμ ξεχύθηκαν στην απέραντη αμμούτσα, έξω από αυτόν εδώ τον προμαχώνα: Πόρτα Σαμπιονάρα στα βενετσιάνικα, Κουμ Καπί στα τουρκικά, Πύλη της Άμμου στα ελληνικά. Ένα από τα στέκια της πόλης σήμερα. Ταβέρνες, καφετέριες, κοσμοσυρροή. Παράμερα, στην ημιφωτισμένη παραλία, οι μετανάστες έχουν στήσει ένα μεταλλικό τραπεζάκι κοντά στα παγκάκια. Εδώ μαζεύονται τα βράδια, να μιλήσουν λίγο μεταξύ τους, να γειτονέψουν. Οι άντρες πίνουν μπίρες και παίζουν χαρτιά, οι γυναίκες καθισμένες στα παγκάκια ξεφλουδίζουν σπόρια και κοιτάζουν μελαγχολικές, σαν πίσω από διαχωριστικό τζάμι, τον κόσμο. Προσπαθώ να έρθω στη θέση τους. Να φανταστώ τους δικούς μας μετανάστες στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Αμερική. Στον τοίχο του σπιτιού που τον χειμώνα το δέρνει το κύμα είναι γραμμένο με κεφαλαία: «Μετανάστες αδέρφια μας». Υπογραφή: Το μαύρο κυκλωμένο Α.

Τι είναι λοιπόν τα Χανιά για μένα την επισκέπτρια σήμερα; Μια βραδιά με την Ευτυχία και την παρέα της, έπειτα από παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στην Ανατολική Τάφρο, βραδιά ζεστή και να μας δροσίζουν τα ευεργετικά ρεύματα στο στενό δρομάκι που φέρνουν ως εμάς τη μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου, μπροστά στο χάλασμα της Αγίας Ειρήνης; Η δικαίωση του παρελθόντος χρόνου στα ευρήματα της εξ έρωτος Χανιώτισσας αρχαιολόγου Βάνας Νινιού, της οδοιπόρου, που αναζήτησε επίμονα τα μονοπάτια στα φαράγγια και τα κρυφά περάσματα στο Λιβυκό; Η συμφιλίωση με τα στοιχειά, ακούγοντας τον Κυριάκο Κινδελή, τον κάτοχο μυστικών και συνταγών, δυο καλοκαίρια προτού εκδηλωθεί η αρρώστια που θα τον πάρει, να αφηγείται γλαφυρά τις εσπερίδες στο σαλόνι της λογίας Πολίτισσας γιαγιάς του, της αυτοκρατορικής Βικτωρίας Μητσοτάκη, το γένος Κυριακού; Ή απλώς Χανιά για μένα σήμερα είναι να πίνω τον εσπρέσο μου στο ανακαινισμένο καφενείο του αναπλασμένου Κήπου και να θυμάμαι χωρίς νοσταλγία τα απορριγμένα αγάλματα στη θέση όπου υπήρχαν κάποτε τα δημοτικά ουρητήρια και παρακεί οι δεξαμενές νερού που τροφοδοτούσαν τα καλοκαίρια τα φορτηγά – καταβρεχτήρες του Δήμου και μοσχοβολούσαν κάθε απόγευμα πριν από πενήντα χρόνια νοτισμένο χώμα τα Χανιά, τότε που δεν υπήρχαν τόσο πολλά αυτοκίνητα στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, και περιμέναμε, γωνία Λορέντζου Μαβίλη και Κωστή Παλαμά, να περάσει ο παγωτατζής; Αναζητώντας με επιμονή τους φωτογράφους που θα αποτύπωναν, για να ’χω να θυμάμαι, όταν πια θα ήμουν αλλού και μακριά, τη ζωή μου στο σχολείο, από εκδρομή σε εκδρομή και από παρέλαση σε παρέλαση.

Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια, εκδ. Πατάκη, 2005, σ. 146-152