Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ

  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Σ’ εκείνη τη βόλτα, είμαι σίγουρη, κάποια στιγμή και οι δυο τους θα πρέπει να σκέφτηκαν τον Αρίφ, κάτι είχε αρχίσει να λέει ο Πανάρης μόλις περάσαμε την Πύλη της Άμμου, ότι εδώ τη γειτονιά την έλεγαν κάποτε Φάληρο, να χαρείς, τον έκοψε, τον ξεναγό θα μου κάνεις; Στη Βιργινία μιλάω, χαμογέλασε ταπεινά ο Πανάρης. Μα δεν της θυμώνει ποτέ, είχα σκεφτεί, δεν ενοχλείται με τον τρόπο της; Ή θα χαμογελάει ή θα κάνει πως χαμογελάει ή θα την κοιτάζει σοβαρός ή θα κάνει τον σοβαρό. Σίγουρα η μάνα μου θα θυμήθηκε έστω και για μια στιγμή τον πατέρα μου, σίγουρα θα σκέφτηκε και τον Μαθιουδάκη. Ελάχιστοι οι περαστικοί στη διαδρομή που είχαμε ακολουθήσει, δυο τη χαιρέτησαν, τους ανταπέδωσε εγκάρδια, διέκρινα όμως κάτι σαν δυσφορία στο βλέμμα της, σαν να της θύμισαν κάτι όχι και τόσο ευχάριστο. Πριν απ’ τη γωνία, βγαίνοντας στη θάλασσα, πέσαμε σ’ έναν που έκανε χάρες στον Πανάρη. Έπιασαν κουβέντα. Χρειάστηκε να τον περιμένουμε παρακεί, αμήχανες. Ο Πανάρης τον χαιρέτησε επιτέλους, τον άκουσα να στέλνει και σε κάποιον χαιρετίσματα. Και στο σακίδιό μου τα τετράδια του παππού, θερμοφόρα στην πλάτη μου.

Θα φτάναμε σε λίγο στο Μεγάλο Αρσενάλι. Μπορούσα να περιγράψω τον ουρανό; Και το αεράκι, τη μυρωδιά της θάλασσας; Θυμόμουν πάλι τον πατέρα μου. Όταν ήταν μικρή, είπε η μάνα μου, ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν ο ακριβός της ποιητής. Πολλά σονέτα του τα’χε αποστηθίσει. Κι ένα ήταν το αγαπημένο της, δεν το θυμάται πια, μόνο το τελευταίο δίστιχο: Αν είναι ένας Θεός δικαιοκρίτης, Συ θα το δείξεις, Λευτεριά της Κρήτης… Μου έκανε εντύπωση ότι δεν σχολίασε ο Πανάρης με τον γνωστό του τρόπο την ποιητικίζουσα διάθεσή της. Πρότεινε μόνο να πάμε απ’ τα σκαλάκια, βαριόταν να κάνουμε όλη τη γύρα. Προς στιγμήν ταράχτηκα. Αυτός δεν ήθελε τη γύρα, εγώ είχα δώσει όρκο να μην ξαναπατήσω στον βράχο της 5ης Μεραρχίας. Αλλά υποχώρησα, και χάρηκα μέσα μου που υποχώρησα.

Απ’ την Κανεβάρο, στρίψαμε στην οδό Κατρέ, κάτι βρήκαν εδώ, είπε ο Πανάρης, δείχνοντας στο μισοσκόταδο τ’ ανασκαμμένα. Κι εδώ, ακριβώς απέναντι, έκανε να συνεχίσει, τον διέκοψα όμως με διάθεση ν’ αστειευτώ: Εδώ, ακριβώς απέναντι, ήταν πολύ παλιά ένα χαμάμ και πάνω στο χαμάμ είχε χτίσει αργότερα το σπίτι του ο μπαρμπα-Γιάννης ο κουρέας, με τους βομβαρδισμούς το σπιτάκι έγινε χάλασμα, εδώ λοιπόν, κάτω απ’ το χάλασμα, είχε εγκατασταθεί, έπειτα από πολλές μετακομίσεις, το τυπογραφείο του ΕΑΜ, μες στα πόδια των Γερμανών, είχαν λυσσάξει να το εντοπίσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Να σας πω κι εγώ κάτι; Με κοίταξε προκλητικά η μάνα μου, να σας πω κάτι που δεν το ξέρετε παρά την ακάματη φιλομάθειά σας; Κοντοσταθήκαμε. Κι άρχισε να μας λέει ότι σ’ αυτό το χαμάμ, στα έγκατα της γης, μέσα στην υγρασία, είχε μείνει για μήνες ο Στέλιος Ξανθουδάκης, τυπογράφος στο επάγγελμα, θεόκλειστος για μήνες, τυπώνοντας τα έντυπα του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και όλα τα σχετικά, ώσπου τον βγάλανε με πυρετό, σε κακά χάλια, Μάρτιο του 1945, κι έμεινε για καιρό κατάκοιτος στο σπίτι του όσο να συνέλθει. Και λοιπόν, στην ηλικία μου πρέπει να ’ταν, ίσως λίγο μεγαλύτερη, δεν καλοθυμάται, ο Πανάρης πάντως είχε φύγει, όταν σκέφτηκε ότι η οδός Κατρέ πρέπει να πάρει το όνομα του Στέλιου Ξανθουδάκη. Συνάντησε κάτι γνωστούς στον Δήμο, σχεδόν τη λοιδόρησαν, βγήκε νύχτα με την παρέα της και μετονόμασαν τον δρόμο, τη μεθεπομένη συνεργείο του Δήμου έσβησε το όνομα, την είχαν καλέσει, μάλιστα, οι γνωστοί της στον Δήμο και την απειλούσαν ότι θα την καταγγείλουν στην Ασφάλεια, ντράπηκαν όμως και δεν προχώρησαν. Δεν βαριέσαι, κατέληξε σαρκαστικά, το όνομα Κατρέ παραπέμπει στην ένδοξη Αυτονομία και στους καλούς μας συμμάχους, το Ξανθουδάκης πού παραπέμπει; Κι αλλάζοντας προκλητικά θέμα με ρώτησε τι κάνει ο Χάινριχ. Σε άλλη στιγμή ίσως και να θύμωνα με τον συνειρμό της. Μια χαρά, της είπα κοφτά, ανταλλάσουμε μηνύματα. Προχθές ήπια καφέ με την Άσπα, είπε ο Πανάρης, ήρθε για πέντε μέρες να δει τη μάνα της, και πίσω πάλι, τα ’χει ταιριάξει μια χαρά με τον Αρίφ. Κι εσείς τα ’χετε ταιριάξει, αναστέναξε, εγώ μόνο είμαι η κακή, πως με λες; κυρία ενθοκάθαρση; Χαμογέλασε ο Πανάρης και την αγκάλιασε. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Γελούσαμε, αλλά το γέλιο μας, το δικό μου τουλάχιστον, δεν είχε καμιά ευθυμία. Όσην ώρα τρώγαμε λουκουμάδες στον «Κρόνο», προσπαθούσα να θυμηθώ μέσες άκρες την κουβέντα που είχα πριν από χρόνια εκεί με τον θείο Αρίφ. Πότε ήταν που μου είχε γράψει κι εκείνη τη βαθυστόχαστη αμερικανιά keepyoureyeuponthedonut, notuponthehole; Και όμως, σκεφτόμουν, μιας και ο λουκουμάς είναι για να φαγωθεί, πιο πολύ αξίζει να προσέχεις την τρύπα του λουκουμά παρά τον ίδιο τον λουκουμά. Διότι εκεί μόνο, στην τρύπα, σ’ αυτό που δεν έχεις, δηλαδή, ή που θα ’θελες να ’χεις, θα μπορούσε να αναζητήσεις και το δικαίωμά σου απλώς να είσαι.

Μάρω Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, Πατάκης 2010, σ. 88-90